Ανησυχίες για την κεφαλαιακή επάρκεια και τη βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών εκφράζει ο Όλι Ρέν, με αφορμή ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Χουντή για τις «ανεπαρκείς» χρηματοδοτήσεις των ελληνικών τραπεζών σε Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις. Ταυτόχρονα ο αρμόδιος Επίτροπος Οικονομικών Υποθέσεων, διαπιστώνει ότι «Η συνεχής διάβρωση της καταθετικής βάσης», «η έλλειψη πρόσβασης στις αγορές» και η κεφαλαιακή επάρκεια των ελληνικών τραπεζών είναι οι βασικές αιτίες της χαμηλής χρηματοδότησης των Μικρών και Μεσαίων Επιχειρήσεων από τις ελληνικές Τράπεζες.
Πιο συγκεκριμένα, ο Νίκος Χουντής στην ερώτησή του κατήγγειλε ότι «Τα δάνεια που χορηγούν οι τράπεζες στην ελληνική οικονομία είναι αναντίστοιχα της βοήθειας που λαμβάνουν και σε κάθε περίπτωση είναι διαπιστωμένο ότι είναι ανεπαρκή για την ανάπτυξη οικονομικών δραστηριοτήτων».
Ξεκινώντας την απάντησή του ο κ. Ρέν, διαπιστώνει ότι το πρόβλημα εντοπίζεται στη μείωση των καταθέσεων των τραπεζών και στην αδυναμία πρόσβασης στις αγορές: «Η έλλειψη πρόσβασης σε αγορές χονδρικής χρηματοδότησης σε συνδυασμό με τη συνεχή διάβρωση της καταθετικής βάσης ήταν η βασική κινητήρια δύναμη της δυσχερούς κατάστασης της ρευστότητας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Αυτό έχει οδηγήσει τις τράπεζες στο να παραμένουν εξαρτημένες από το Ευρωσύστημα για τη χρηματοδότησή τους».
Στη συνέχεια της απάντησης και αναφερόμενος στο ερώτημα σχετικά με την έλλειψη στήριξης στις Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις εκ μέρους του τραπεζικού συστήματος, αναφέρεται στις χορηγήσεις της Ευρωπαϊκής Τράπεζας Επενδύσεων προς τις ελληνικές τράπεζες, χωρίς όμως να δίνει πληροφορίες αν και πόσες από αυτές τις χρηματοδοτήσεις έχουν απορροφηθεί από τις Μικρές και Μεσαίες Επιχειρήσεις και τονίζει: «μία από τις κύριες πηγές χρηματοδότησης για τις τράπεζες είναι η Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων. Μέχρι σήμερα, από την έναρξη της χρηματοπιστωτικής κρίσης στην Ελλάδα, η ΕΤΕπ έχει χορηγήσει στις ελληνικές τράπεζες πιστώσεις ύψους 2 δισ. ευρώ περίπου, υπό την προϋπόθεση ότι τα κονδύλια θα διατίθενται μόνο στις ΜΜΕ. Αυτά τα πιστωτικά όρια προορίζονται συγκεκριμένα για τη χρηματοδότηση της πραγματικής οικονομίας και έχουν σχεδιαστεί ως τέτοια με σχετικά χαμηλά επιτόκια και με μεγαλύτερες προθεσμίες λήξεως σε αντίθεση με την έκτακτη και προσωρινή στήριξη της ρευστότητας του Ευρωσυστήματος»
Καταλήγοντας ο κ. Ρέν, εκφράζει εκ νέου ανησυχίες για την κεφαλαιακή επάρκεια αλλά και τη βιωσιμότητα των ελληνικών τραπεζών τονίζοντας ότι «Ο κύριος στόχος των αρχών θα πρέπει να είναι, ωστόσο, να εξασφαλιστεί ότι το τραπεζικό σύστημα παραμένει καλά κεφαλαιοποιημένο και βιώσιμο. Μόνο αυτό θα δώσει τη δυνατότητα στις τράπεζες να επιστρέψουν στις αγορές χονδρικής χρηματοδότησης και να αυξήσουν την καταθετική βάση σε βιώσιμη βάση».
To Γραφείο Τύπου