Οι προτάσεις για την Κοινή Αγροτική Πολιτική 2014 – 2020 που ανακοινώθηκαν από τον Επίτροπο Γεωργίας αποδεικνύουν ακόμα μια φορά την απόλυτη προσήλωση της Επιτροπής στα νεοφιλελεύθερα δόγματα. Μέσα στην οξύτατη οικονομική, περιβαλλοντική και διατροφική καπιταλιστική κρίση, η απάντηση της Κομισιόν είναι μία: περισσότερη απορρύθμιση της αγοράς αγροτικών προϊόντων.
Με σημαία την παγκόσμια ανταγωνιστικότητα της ευρωπαϊκής γεωργίας, ο αποκλειστικός στόχος της ΚΑΠ είναι η εξάλειψη των μικρών οικογενειακών εκμεταλλεύσεων και η διασφάλιση της κερδοφορίας των μεγάλων βιομηχανιών μεταποίησης γεωργικών προϊόντων, των μεγάλων αλυσίδων λιανικής πώλησης τροφίμων και των εξαγωγικών επιχειρήσεων και όλα αυτά εις βάρος των καταναλωτών και της δημόσιας υγείας.
Οι άξονες πολιτικής της ΚΑΠ είναι εξαρχής ασφυκτικά οριοθετημένοι στην υπηρέτηση της στρατηγικής «Ευρώπη 2020», υπό σκληρή επιτήρηση για την εφαρμογή του πακέτου της Οικονομικής Διακυβέρνησης.
Η πρόταση της Κομισιόν διατηρεί τα διαρθρωτικά πλεονάσματα και ελλείμματα (ιδίως των μεσογειακών προϊόντων), αφήνει τη διαμόρφωση των τιμών στην ασύδοτη αγορά και τη διεθνή κερδοσκοπία, ευνοεί την αποσταθεροποίηση των εγχώριων αγορών και τις πολιτικές ντάμπιγκ σε βάτος των λαών του παγκόσμιου Νότου.
Ταυτόχρονα, ο προϋπολογισμός της ΚΑΠ μειώνεται στο 37% του συνολικού κοινοτικού προϋπολογισμού και κατά 11,2% (σε σταθερές τιμές) σύμφωνα με το Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο. Αυτό στη χώρα μας μεταφράζεται σε μείωση του εθνικού δημοσιονομικού φακέλου άμεσων ενισχύσεων από -5,3% το 2014 έως -9,1% το 2020. Επιπλέον δρομολογείται μια επιπρόσθετη οριζόντια περικοπή κατά 10% των άμεσων ενισχύσεων και μεταφορά τους στον 2ο Πυλώνα (Αγροτική Ανάπτυξη) από το 2014.
Αποδεικνύεται απόλυτα υποκριτικό το πρόσχημα της «πιο ισορροπημένης κατανομής των άμεσων ενισχύσεων ανάμεσα στα κράτη μέλη» με την ισοπεδωτική περικοπή όσων υπερβαίνουν το μέσο κοινοτικού όρο, καθώς αγνοούνται τα επιμέρους εθνικά παραγωγικά χαρακτηριστικά. Στο ίδιο μοτίβο κινείται η απαίτηση για εξαίρεση από το καθεστώς άμεσων ενισχύσεων των εκμεταλλεύσεων που λαμβάνουν ετήσια ενίσχυση έως 400 ευρώ ή έχουν έκταση μικρότερη από 4 στρέμματα.
Ο ισοπεδωτικός ορισμός του «ενεργού αγρότη» με μοναδικό κριτήριο το 5% του εισοδήματος του να προέρχεται από την αγροτική παραγωγή και η εμμονή στην αποσύνδεση τουλάχιστον του 90% ενισχύσεων από την παραγωγή, επιτείνουν την εγκατάλειψη της παραγωγικής διαδικασίας και την ερήμωση της υπαίθρου.
Η υποχρεωτική, έστω και σταδιακά, εφαρμογή του περιφερειακού μοντέλου ενισχύσεων, προϋποθέτει την ύπαρξη εθνικών στρατηγικών και κλαδικών πολιτικών, την πολιτική βούληση για άρση των περιφερειακών ανισοτήτων στη χώρα μας και την ανεξαρτησία από επιχειρηματικά, μικροκομματικά και πελατειακά συμφέροντα. Καμιά από αυτές τις προϋποθέσεις δεν υφίσταται για τη σημερινή κυβέρνηση και τους υποστηρικτές της πολιτικής της.
Η θεωρητικά ορθή θέσπιση ανώτατου ορίου στις άμεσες ενισχύσεις (300.000 ευρώ), εκτός του εξαιρετικά υψηλού ορίου, δε διασφαλίζει με κανένα τρόπο την απαιτούμενη αναδιανομή τους σε όφελος των μικρών και μεσαίων παραγωγών. Αντίθετα, οι μικροί παραγωγοί «φιλοδωρούνται» με μια πενιχρή κατʼ αποκοπή ενίσχυση (από 500 έως 1000 ευρώ) με την προϋπόθεση να εξαιρεθούν από το σύστημα ενιαίας ενίσχυσης.
Το δήθεν «πρασίνισμα» της ΚΑΠ δεν απαντά ούτε κατʼ ελάχιστο στην απόλυτα αναγκαία αλλαγή παραγωγικού προτύπου και την εγκατάλειψη της εντατικής βιομηχανοποιημένης γεωργίας με την αλόγιστη χρήση εισροών και την κατασπατάληση των φυσικών πόρων και την ευχέρεια των κρατών μελών να εγκρίνουν τη χρήση ΓΤΟ. Μια αληθινά φιλοπεριβαλλοντική γεωργία απαιτεί μέτρα πρόσθετης ενίσχυσης ιδίως των μικρομεσαίων παραγωγών και όχι ισοπεδωτικές διοικητικές πρακτικές.
Όσο για τη δήθεν ενίσχυση των αγροτών σε μειονεκτικές περιοχές και των νέων γεωργών, τα προβλεπόμενα κονδύλια ( έως 5% και 2% αντίστοιχα του εθνικού φακέλου), πέραν της αγνόησης ακόμα μια φορά κάθε εθνικής ιδιαιτερότητας, δεν είναι παρά πενιχρό άλλοθι στην διαρκή απερήμωση των μειονεκτικών περιοχών και τη γήρανση του αγροτικού πληθυσμού.
Συμπερασματικά, οι ακραία νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της ΚΑΠ για το 2014- 2020, σε συνδυασμό με την πλήρη αποδιάρθρωση των υπηρεσιών του ΥΠΑΑΤ, τις συγχωνεύσεις και τις απολύσεις των εργαζομένων στους οργανισμούς και τα ερευνητικά κέντρα, προοιωνίζουν την οριστική ταφόπλακα στην ελληνική αγροτική παραγωγή.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι η σημερινή πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων και συνολικά η Κυβέρνηση δε νομιμοποιούνται να διαπραγματευτούν το μέλλον της γεωργίας της χώρας.
Καλούμε το αγροτικό και το γεωτεχνικό κίνημα, τους μικρομεσαίους επαγγελματίες του πρωτογενή τομέα και της μεταποίησης, τους κατοίκους της υπαίθρου, να δυναμώσουν τους αγώνες τους, να ενωθούν με τα κινήματα των εργαζομένων σε ένα πλατύ ποτάμι λαϊκής αντίστασης και ανατροπής της κυβέρνησης και της πολιτικής της και των συμμάχων της στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Για να πάψει η τροφή να είναι εμπόρευμα στα χέρια των κερδοσκόπων, για μια αγροτική παραγωγή με νέα οικολογικά, κοινωνικά και αναπτυξιακά πρότυπα, για τη την επισιτιστική ασφάλεια και τη διατροφική κυριαρχία των λαών .
Τμήμα Αγροτικής Πολιτικής