Οι αποφάσεις της Συνόδου Κορυφής της ΕΕ την 26ην - 27ην Οκτώβρη ʼ11,[1] κινούνται στο ίδιο «μήκος κύματος» των αποφάσεων της έκτακτης Συνόδου την 21ην Ιουλίου ʼ11,[2] και δεν διασφαλίζουν ούτε τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, ούτε πολύ περισσότερο την ίδια την ευρωζώνη και το ευρώ. Η λύση που δόθηκε ήταν ουσιαστικά μια αναβαθμισμένη «επιλεκτική χρεοκοπία» στην προσπάθεια αποφυγής μιας «ανεξέλεγκτης πτώχευσης», η οποία πιθανόν θα τροφοδοτούσε καταστάσεις «ντόμινο» σε άλλες υπερχρεωμένες οικονομίες, με αποτέλεσμα την κατάρρευση της ΟΝΕ και του ευρώ. Από την άλλη η Σύνοδος ανέδειξε πιο έντονα τις εγγενείς αντιφάσεις και αδιέξοδα της «αρχιτεκτονικής» της ευρωζώνης και της ΕΕ, τόσο σε οικονομικό όσο και σε πολιτικό επίπεδο, με την όλο και μεγαλύτερη μετατόπιση του κέντρου λήψης των αποφάσεων προς το γερμανο-γαλλικό άξονα και ιδιαίτερα τη Γερμανία, μετατρέποντας τις άλλες χώρες και λαούς σε άβουλους και άφωνους παρατηρητές των εξελίξεων.
Ειδικότερα η λύση που δόθηκε στο ελληνικό χρέος, παρʼ ότι από καθαρά δημοσιονομική άποψη αποτελεί μια μικρή ανάσα, δεν εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του, ενώ παράλληλα υποβάλλει σε τεράστιες θυσίες τον ελληνικό λαό, λαφυραγωγώντας τα λαϊκά εισοδήματα και τη δημόσια περιουσία και μετατρέποντας τη χώρα σε πολιτικό «προτεκτοράτο».[3] Συγκεκριμένα η συμφωνία προβλέπει συνοπτικά τα εξής: Πρώτον, εθελοντική διαγραφή (κούρεμα) κατά 50% του χρέους, επί ονομαστικής αξίας ομολόγων περίπου 206 δις ?, λήξεως ως 2035 που κατέχουν ιδιώτες, κυρίως χρηματοπιστωτικοί φορείς (τράπεζες, ασφαλιστικές εταιρίες, θεσμικοί επενδυτές, κά). Δηλαδή η αξία των ομολόγων απομειώνεται κατά 100 δις ? περίπου και το συνολικό χρέος από 172% του ΑΕΠ (ή 375 δις ?) στο τέλος 2011, θα διαμορφωθεί στα 120% του ΑΕΠ το 2020.! Αντίθετα το υπόλοιπο χρέος ύψους 175 δις ?, κυρίως προς τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης, την ΕΚΤ, το ΔΝΤ, κά,[4] δεν μειώνεται. Κατά συνέπεια η πραγματική μείωση του χρέους είναι κατά πολύ μικρότερη απʼ ότι την εμφανίζουν. Το συγκεκριμένο σχέδιο μείωσης του χρέους αποτελεί ευρωπαϊκή παραλλαγή του σχεδίου Brady που εφαρμόστηκε στη «ρύθμιση» του χρέους των αναπτυσσομένων χωρών με καταστροφικές συνέπειες στις τελευταίες.[5]
Δεύτερον, εκτός από το «κούρεμα» των ομολόγων, η συμφωνία προβλέπει πρόσθετη δανειοδότηση της χώρας με 130 δις ? ως το 2014, από τα οποία 30 δις ? θα προέλθουν από τα κράτη-μέλη της ευρωζώνης στα πλαίσια του PSI (Private Sector Involvement) ως κίνητρο συμμετοχής των τραπεζών σε αυτό. Οι λεπτομέρειες της απόφασης θα ρυθμιστούν ως τέλος 2011 και η εφαρμογή θα ξεκινήσει αρχές 2012. Κατά συνέπεια το ελληνικό χρέος αντί να μειωθεί στην πραγματικότητα προσαυξάνεται κατά 30 δις.! Τρίτον, η Ελλάδα δεσμεύεται να διαθέσει στο EFSF για στήριξη της ρευστότητας των ελληνικών τραπεζών 15 δις ? από τα έσοδα του προγράμματος «Ήλιος» (ανανεώσιμες πηγές ενέργειας) ή αντίστοιχα από ιδιωτικοποίηση δημόσιας περιουσίας πέραν αυτών που έχουν αποφασιστεί (50 δις ?) στα πλαίσια του μεσοπρόθεσμου προγράμματος ως το 2015. Τέταρτον, το ΔΝΤ καλείται να συμμετάσχει στο νέο πρόγραμμα χρηματοδότησης, ενώ στην απόφαση υπογραμμίζεται ότι η λύση που δόθηκε στο ελληνικό χρέος αποτελεί «έκτακτη» και «μοναδικού» χαρακτήρα απόφαση που δεν ισχύει για άλλες χώρες.[6] Τέλος η Ελλάδα δεσμεύεται να εφαρμόσει απαρέγκλιτα τους όρους της νέας δανειακής σύμβασης και το νέο «Μνημόνιο Κατανόησης», χωρίς ωστόσο να είναι ακόμα γνωστό το περιεχόμενο του.!
Από τα παραπάνω βγαίνουν ορισμένα συμπεράσματα, που δείχνουν τη σκοτεινή προοπτική κίνησης της ελληνικής κοινωνίας στην τρέχουσα δεκαετία. Ακόμα κι αν υποθέσουμε ότι ο τελικός στόχος να μειωθεί το χρέος το 2020 στο 120% του ΑΕΠ, επιτευχθεί και πάλι το χρέος δεν θα είναι βιώσιμο, δεδομένου ότι πριν ξεσπάσει η κρίση (2009), η Ελλάδα είχε την ίδια αναλογία χρέους στο ΑΕΠ, ενώ χώρες με ανάλογο ποσοστά ήδη έχουν ενταχθεί στο EFSF (Ιρλανδία, Πορτογαλία) ή βρίσκονται σε παρόμοιο καθεστώς ένταξης (Ιταλία). Ωστόσο «αυτός καθʼ αυτός» ο στόχος, σύμφωνα με ρεαλιστικές εκτιμήσεις, είναι αδύνατον να επιτευχθεί διότι η πραγματική μείωση του χρέους δεν είναι 100 δις, αλλά πολύ λιγότερη. Συγκεκριμένα από τα 100 δις, τα 30 επιστρέφονται για στήριξη (επανακεφαλαιοποίηση) των ελληνικών τραπεζών και άλλα 30 δις για στήριξη του σχεδίου PSI (κίνητρο ανταλλαγής ομολόγων). Άρα μιλάμε μόλις για 40 δις ? τα οποία αντιστοιχούν γύρω στο 10% του συνολικού χρέους ή στο 20% του προβλεπόμενου ΑΕΠ του 2012.!
Επιπλέον ως το 2020, για να επιτευχθεί ο συγκεκριμένος στόχος, πρέπει τα επόμενα 8 χρόνια η Ελλάδα να έχει πρωτογενή πλεονάσματα και υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για αύξηση των δημοσίων εσόδων. Όμως κάτι τέτοιο είναι ανέφικτο, διότι η συνέχιση των μέτρων λιτότητας,[7] θα οδηγήσει σε παραπέρα συρρίκνωση της ζήτησης και μείωση των αποταμιεύσεων,[8] τα οποία θα εντείνουν την ύφεση και την αύξηση της ανεργίας, καθώς και τη μείωση της εισροής εσόδων στον προϋπολογισμό. Επίσης οι περικοπές κονδυλίων του προγράμματος δημοσίων επενδύσεων και η ιδιωτικοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων, θα αποδυναμώσει τους δημόσιους μοχλούς στήριξης της ανάπτυξης. Στην πραγματικότητα η ελληνική οικονομία στην τρέχουσα δεκαετία θα έχει πολύ χαμηλούς ρυθμούς (σχεδόν μηδενικούς) που πρακτικά σημαίνει στασιμότητα, γεγονός που το αναγνωρίζει κυβέρνηση και «τρόϊκα», όταν εκτιμούν την αύξηση του ΑΕΠ γύρω στο 1-1,5% στο διάστημα 2014-2020. Άρα ο κίνδυνος πλήρους χρεοκοπίας δεν εξαλείφεται, αλλά απλά μετατίθεται χρονικά φέρνοντας στο προσκήνιο με ισχύ φυσικού νόμου, την αναγκαιότητα βαθιάς αναδιάρθρωσης (κούρεμα) του χρέους τουλάχιστον κατά 70%.!
Ταυτόχρονα υπάρχουν πολλά ανοικτά ερωτήματα στην υλοποίηση «αυτής καθʼ αυτής» της Συμφωνίας στο «κούρεμα» των πιστωτών κατά 50%. Οι ασάφειες και τα κενά, σχετικά με το ύψος των επιτοκίων, τους όρους ανταλλαγής των ομολόγων, το χρόνο λήξης, τις εγγυήσεις, κά, κρύβουν πολλές «παγίδες» που τελικά θα περιορίσουν τα όποια θετικά σημεία της ρύθμισης. Ειδικότερα το θέμα των εγγυήσεων εμπεριέχει μεγάλους κινδύνους. Αν τεθεί ως όρος, το «κούρεμα» και η ανταλλαγή ομολόγων, γίνει με βάση το αγγλικό δίκαιο και όχι το εθνικό, τότε σημαίνει ενυπόθηκος δανεισμός σε όφελος των πιστωτών.[9] Επιπλέον η συμφωνία προβλέπει την υπογραφή μιας νέας δανειακής σύμβασης με την «τρόϊκα», ύψους 130 δις ?, καθώς και νέο Μνημόνιο με αυστηρές δεσμεύσεις σε βάρος του ελληνικού λαού και της εθνικής κυριαρχίας της χώρας. Στην ουσία με το νέο δάνειο η υπερχρέωση εντείνεται, ενώ μπαίνουν πιο «χοντρές αλυσίδες» στη χώρα και στον ελληνικό λαό, από οικονομική και πολιτική άποψη.
Επίσης στις αποφάσεις της Συνόδου υπάρχουν ρητές δεσμεύσεις για τη στήριξη των τραπεζών, ενώ αντίθετα για τα ασφαλιστικά ταμεία δεν υπάρχει καμιά, πέρα από τις προσωπικές και «εν πολλοίς» αφερέγγυες διαβεβαιώσεις κυβερνητικών παραγόντων. Στην ουσία είναι ορατός ο κίνδυνος της δραστικής περικοπής συντάξεων για απροσδιόριστο χρονικό διάστημα. Σήμερα τα ασφαλιστικά ταμεία κατέχουν γύρω στα 25 δις ? ομόλογα του ελληνικού δημοσίου και μια μείωση της τάξης του 50% συνεπάγεται μείωση των αποθεματικών κατά 12-13 δις ?. Από την άλλη η συνεχιζόμενη αύξηση της ανεργίας και η συνεχής μείωση των μισθών, μειώνει αντίστοιχα τις εισροές πόρων στο ασφαλιστικό σύστημα, αυξάνοντας συνολικά τον κίνδυνο κατάρρευσης του. Γιαυτό οι διοικήσεις των ασφαλιστικών ταμείων, θα πρέπει να αρνηθούν την συμμετοχή τους στο «κούρεμα» (αφού αυτή είναι εθελοντική) και σε περίπτωση που το επιχειρήσουν - κατόπιν κυβερνητικών υποδείξεων - οι συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πρέπει να απειλήσουν και να καταφύγουν στην άσκηση ποινικής δίωξης σε βάρος τους.
Οι αποφάσεις της Συνόδου δεν περιέχουν επίσης καμιά συγκεκριμένη δέσμευση για στήριξη της ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, τη μείωση της ανεργίας και αύξηση του ΑΕΠ. Η βαθιά ύφεση θα συνεχιστεί τουλάχιστον για τα επόμενα δύο χρόνια,[10] κάνοντας πρακτικά αδύνατη κάθε πρόβλεψη για βελτίωση των δημοσιονομικών μεγεθών (έσοδα-δαπάνες), ενώ από την άλλη στο κοινωνικό πεδίο, η αυξανόμενη ανεργία, η φτώχεια και η κοινωνική περιθωριοποίηση, αποτελούν τη μόνη «ρεαλιστική» προοπτική. Ακόμα και η υπόσχεση για μείωση της εθνικής συμμετοχής στην απορρόφηση των κοινοτικών κονδυλίων στα πλαίσια του ΕΣΠΑ, συντελείται με δυσμενείς όρους. Η εκχώρηση του προγράμματος ανανεώσιμων πηγών ενέργειας «Ηλιος» στη Γερμανία, έχει έντονο αποικιακό χαρακτήρα, ενώ η δημιουργία «ειδικών οικονομικών ζωνών» με προνομιακό καθεστώς εγκατάστασης πολυεθνικών εταιριών σε διάφορες περιοχές, εκτός από τη σκληρή εκμετάλλευση των εργαζόμενων, το ευνοϊκό φορολογικό καθεστώς, κά, αναιρεί βασικές αρχές της ευρωπαϊκής ενοποίησης (δημιουργία ενιαίας αγοράς, οικονομική σύγκλιση, κοινωνική συνοχή, κά). Τέλος η απαίτηση της Γερμανίας για εφαρμογή αυστηρής επιτήρησης της ελληνικής διοίκησης με την παρουσία «ειδικής ομάδας» (task force), μετατρέπει ουσιαστικά τη χώρα σε «μεταμοντέρνο» γερμανικό φέουδο. Πρακτικά ότι δεν κατάφερε να πετύχει με το Γʼ Ράίχ στην Ευρώπη η Γερμανία, πάει να το πετύχει μέσα από την ευρωζώνη και το ενιαίο νόμισμα.!
Ωστόσο οι αποφάσεις της Συνόδου δεν αφορούν μόνο το ελληνικό χρέος, αλλά και τη βιωσιμότητα της ευρωζώνης. Ούτε όμως σε αυτό το πρόβλημα δόθηκε βιώσιμη λύση. Παρά τα νέα μέτρα που ελήφθησαν η «αρχιτεκτονική» της ΟΝΕ παραμένει ίδια και η στήριξη που αποφασίστηκε γίνεται με «νεοφιλελεύθερα υλικά». Ειδικότερα στο κρίσιμο θέμα της εξασφάλισης των αναγκαίων κεφαλαίων για το EFSF, δεν υπήρξε ουσιαστική λύση. Η Γερμανία αρνήθηκε να εισφέρει και ίσως δικαιολογημένα, δεδομένου ότι μια ένταξη της Ιταλίας στο EFSF και αργότερα της Ισπανίας, θέτουν τον πήχη των κεφαλαιακών απαιτήσεων πολύ υψηλά. Γιαυτό και αποφασίστηκε η αναζήτηση κεφαλαίων από τις διεθνείς χρηματαγορές και τις αναδυόμενες οικονομίες (Κίνας, Ρωσίας, Βραζιλίας, κλπ), με ειδικές μορφές δανεισμού (μόχλευση) συνολικού ύψους 1-1,5 τρις δολ. Στα πλαίσια αυτά αποφασίστηκε η συνεργασία EFSF - ΔΝΤ για την εύρεση πρόσθετων κεφαλαίων. Μάλιστα κατά τη συνάντηση των G-20 στη Νίκαια Γαλλίας υπήρξε μια κατʼ αρχήν συμφωνία, πολύ όμως αόριστη, για τη συνεργασία EFSF – ΔΝΤ.[11] Ταυτόχρονα η επικεφαλής του ΔΝΤ Κριστίν Λαγκάρντ, προγραμμάτισε επισκέψεις σε Μόσχα, Πεκίνο, Τόκιο, κλπ, για εξεύρεση κεφαλαίων στήριξης της ευρωζώνης και πρώτα απʼ όλα της Ιταλίας, χωρίς ωστόσο να διαφαίνονται ελπιδοφόρα αποτελέσματα.[12]
Ειδικότερα η κρίση της Ιταλίας (το χρέος ξεπερνά τα 2,1 τρις ?), όχι μόνο διέψευσε με κατηγορηματικό τρόπο, σε διάστημα μόλις δέκα ημερών, τις «θριαμβολογίες» των ηγετών της ΕΕ για «θωράκιση» της ευρωζώνης με τις αποφάσεις της 27ης Οκτώβρη ʼ11, αλλά έθεσε με επί τάπητος την ανάγκη ριζικής επανεξέτασης της «αρχιτεκτονικής» της ΟΝΕ και του ενιαίου νομίσματος. Παράλληλα η κρίση στην Ιταλία έφερε με μεγαλύτερη ένταση στο προσκήνιο, διάφορα σενάρια για το μέλλον του ευρώ, που ήδη είχε θέσει η ελληνική κρίση, τα οποία σήμερα δεν περιορίζονται στη σφαίρα των υποθέσεων, αλλά στην αναζήτηση άμεσων και συγκεκριμένων λύσεων. Ήδη τα συγκεκριμένα σενάρια μιλούν για δημιουργία «σκληρού» και «μαλακού» ευρώ, για επιστροφή στην περίοδο του ECU με εθνικά νομίσματα, για επιτάχυνση των διαδικασιών ευρωπαϊκής ενοποίησης και δημιουργία ομοσπονδιακής δομής σε πολιτικό και οικονομικό επίπεδο, κά. Σε αυτές τις συνθήκες κάθε ισχυρή χώρα, ιδιαίτερα Γερμανία και Γαλλία, επιχειρούν να δώσουν τη λύση που εξυπηρετεί καλύτερα τα συμφέροντα τους.[13]
Από αυτήν την άποψη σχετική αξία έχουν σειρά αποφάσεων της τελευταίας Συνόδου, οι οποίες αφορούν το ρόλο της ΕΚΤ και τους όρους λειτουργίας των τραπεζών. Ειδικότερα η διατήρηση του σημερινού καθεστώτος λειτουργίας της ΕΚΤ, δείχνει απόλυτη εμμονή στην μονεταριστική ορθοδοξία η οποία δεν αντιστοιχεί στις αναγκαιότητες της ευρωπαϊκής ενοποίησης και βραχυκυκλώνει λύσεις που θα οδηγούσαν στην ενίσχυση του ρόλου της ως κεντρικής τράπεζας. Από ανάλογη «φιλοσοφία» διαπνέονται και τα διάφορα μέτρα στη λειτουργία των τραπεζών, όπως η ενίσχυση του προληπτικού ελέγχου στην πιστωτική τους επέκταση, η παροχή εγγυήσεων για εξασφάλιση μεσοπρόθεσμης χρηματοδότησης, η ενίσχυση της «κεφαλαιακής τους επάρκειας» ώστε να ανέλθει το Core Tier 1 στο 9%, κά.[14] Παρʼ ότι η εφαρμογή ορισμένων από τα παραπάνω μέτρα είναι αναγκαία, η δράση των τραπεζών και η λειτουργία των αγορών χρήματος και κεφαλαίων, απαιτούν ριζοσπαστικότερες ρυθμίσεις και μέτρα ελέγχου και πρώτα απʼ όλα την κρατικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών, τον έλεγχο της ροής κεφαλαίων, την αυστηρή ρύθμιση των αγορών, την καταπολέμηση των κερδοσκοπικών «πράξεων», κά.
Τέλος η Σύνοδος, στα πλαίσια του κυρίαρχου (νεοφιλελεύθερου) μοντέλου διεύθυνσης της οικονομίας, αποφάσισε την ενίσχυση της «δημοσιονομικής πειθαρχίας» και την επιτάχυνση των «διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» (εργασιακές σχέσεις, ασφαλιστικό σύστημα, κά), καθώς και την ενίσχυση του συντονισμού της οικονομικής πολιτικής και την αυστηρή επιτήρηση της «οικονομικής διακυβέρνησης». Για αυτόν τον σκοπό δόθηκε εντολή στον πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, τον πρόεδρο της Επιτροπής και τον πρόεδρο του Eurogroup, να προσδιορίσουν τα αναγκαία βήματα ενίσχυσης της «οικονομικής ενοποίησης», μαζί και τις πιθανές αλλαγές στη Συνθήκη της Ένωσης.[15] Προτείνονται μάλιστα και συγκεκριμένα μέτρα ενίσχυσης της διακυβέρνησης της ευρωζώνης, με τη δημιουργία ενός στενότερου πυρήνα θεσμικών οργάνων (πρόεδρο Συμβουλίου Ευρωζώνης, πρόεδρο Eurogroup και πρόεδρο ομάδας εργασίας ευρωζώνης) στα πλαίσια των ήδη υπαρχόντων θεσμικών οργάνων (Συμβούλιο, Κομισσιόν και Ecofin).
Το τελευταίο αναδεικνύει ένα ακόμα μεγάλο πρόβλημα των διαδικασιών της ευρωπαϊκής ενοποίησης, που αφορά το ζήτημα της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας. Εκτός από τις αντιφάσεις «αυτής καθʼ αυτής» της «οικονομικής διακυβέρνησης», έχουμε ταυτόχρονα και μεγάλα ελλείμματα δημοκρατίας στον τομέα της «πολιτικής διακυβέρνησης», με την πλήρη περιθωριοποίηση τόσο των εθνικών κοινοβουλίων, όσο και του Ευρωκοινοβουλίου και των θεσμικών οργάνων της Ένωσης, μετατοπίζοντας όλο και περισσότερο το κέντρο λήψης των αποφάσεων από την Ένωση προς στην ευρωζώνη και από εκεί στον σκληρό της πυρήνα, το γερμανο-γαλλικό άξονα και στο δίδυμο Μεργκελ-Σαρκοζί, υποβαθμίζοντας τις άλλες χώρες και λαούς στο ρόλο του «αρχαίου χορού», που σχολιάζει άβουλος και χωρίς θέληση, «τις πράξεις και τα πάθη» των βασικών πρωταγωνιστών…..του «δράματος» της ευρωζώνης.!
Μια τέτοια ποιότητα ευρωπαϊκής ενοποίησης, σε οικονομικό και πολιτικό επίπεδο, δεν μπορεί να εμπνεύσει λαούς και εργαζόμενους της Ευρώπης, να δημιουργήσει δυναμική για οικονομική σύγκλιση και κοινωνική συνοχή, να οικοδομήσει κοινή ευρωπαϊκή συνείδηση και συναδέλφωση των λαών. Η διατήρηση και ενίσχυση της σημερινής αρχιτεκτονικής της ευρωζώνης, ουσιαστικά αντιστρατεύεται την ιστορική τάση για προσέγγιση λαών και χωρών και δεν είναι ούτε φερέγγυα, ούτε και βιώσιμη. Ο ελληνικός λαός, αμήχανος, φοβισμένος αλλά και οργισμένος, βιώνει τα τεκταινόμενα και αναρωτιέται αν υπό αυτές τις συνθήκες υπάρχει εναλλακτική διέξοδος τουλάχιστον λιγότερη επώδυνη από τη σημερινή πορεία. Απαντάμε κατηγορηματικά ΝΑΙ.! Υπάρχει ασύγκριτα καλύτερη διέξοδος, με λιγότερες θυσίες και εξασφάλιση ταυτόχρονα του δικαιώματος «αποφασίζειν» του λαού, ανοίγοντας ελπιδοφόρους δρόμους στη νέα γενιά και στην ελληνική κοινωνία.
Είναι η λύση της «αθέτησης πληρωμών» του χρέους, ανατροπής των «Μνημονίων» και των σχεδίων δήμευσης του λαού, αποδέσμευση από την ευρωζώνη και το ευρώ, ανάκτηση των μοχλών άσκησης οικονομικής πολιτικής, εθνικοποίηση-κοινωνικοποίηση των τραπεζών, επιστροφή στο δημόσιο των ιδιωτικοποιημένων ΔΕΚΟ και επέκταση τους σε στρατηγικούς τομείς, εφαρμογή ανορθωτικού προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης, με ανάπτυξη, αύξηση απασχόλησης και δικαιότερη διανομή εισοδήματος, δραστική μείωση ανεργίας, ριζοσπαστική φορολογική μεταρρύθμιση, αύξηση κοινωνικών και αναπτυξιακών δαπανών, στήριξη της αγοραστικής δύναμης μισθών και συντάξεων, προγράμματα στήριξης ΜΜ-επιχειρήσεων και οικογενειακής γεωργίας, φροντίδα στο περιβάλλον, ισότιμες και αμοιβαία επωφελείς οικονομικές σχέσεις με όλες τις χώρες, κά. Πρόκειται για λύση που συνοδεύεται απαραίτητα από μια κυβέρνηση των ριζοσπαστικών-αριστερών δυνάμενων που θα την υλοποιήσει. Με αυτήν την πολιτική υπάρχει μέλλον και προοπτική για την ελληνική κοινωνία και ελπίδα για ένα καλύτερο μέλλον της νέας γενιάς.