Το ευρώ είναι δημιούργημα της συνθήκης του Μάαστριχτ του 1992. Η βασική ιδέα ήταν ότι η οικονομική ενοποίηση (ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων, κεφαλαίων και εργασίας) δεν μπορούσε να ολοκληρωθεί χωρίς τη νομισματική ενοποίηση. Το κίνητρο μιας πραγματικά ενιαίας μεγάλης εσωτερικής αγοράς ήταν απόλυτα θεμελιακό. Αυτό θα ωθούσε την ανταγωνιστικότητα των επιχειρήσεων, θα προσάρμοζε την εθνική οικονομία κάθε χώρας στα πραγματικά πλεονεκτήματά της, με περισσότερη εξειδίκευση, και υπό ορισμένες προϋποθέσεις θα μπορούσε να προκαλέσει ακόμα και τη σχετική σύγκλιση των οικονομιών.
Το κοινό νόμισμα θα αποτελούσε το επιστέγασμα μιας σταδιακής προσαρμογής που θα περιλάμβανε προηγουμένως την ακύρωση των άμεσων και έμμεσων εμποδίων στο εμπόριο, θα ακύρωνε τους θεσμικούς περιορισμούς στην κίνηση των κεφαλαίων, θα ενίσχυε μέσω των ιδιωτικοποιήσεων τον ανταγωνισμό σε τράπεζες, βιομηχανία και εμπόριο. Τα ίδια τα εθνικά νομίσματα σταδιακά θα αποκτούσαν πιο σταθερές σχέσεις ισοτιμίας (η πολιτική της σκληρής δραχμής του 1995-2000).
Η ιδέα, όσο καλή και να ήταν, είχε αφετηριακά δύο βασικά προβλήματα. Πρώτον, δεν προβλεπόταν ευρωπαϊκός προϋπολογισμός (της τάξης του 5-7% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ), ο οποίος θα μπορούσε να στηρίζει τους άνισους ρυθμούς ανάπτυξης των εθνικών οικονομιών ή ίσης μορφής ασύμμετρες συνέπειες της ενοποίησης. Δεύτερον, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα απέκτησε ασφυκτικό πλαίσιο λειτουργίας που δεν της επέτρεπε να παρεμβαίνει στις οικονομικές εξελίξεις. Αποκλειστικό εργαλείο είχε το επιτόκιο δανεισμού και αποκλειστικό προορισμό τον έλεγχο του πληθωρισμού.
Εφόσον η νομισματική ενοποίηση φάνταζε αμέσως προβληματική χωρίς τη δημοσιονομική πλευρά, η ιδέα που επελέγη από την αρχή ήταν το Σύμφωνο Σταθερότητας, η από κοινού δηλαδή συναίνεση ότι όλες οι χώρες θα έπρεπε να τηρούν απαρέγκλιτα κάποιους κανόνες αναφορικά με τα δημόσια ελλείμματα και το δημόσιο χρέος.
Η ανεπάρκεια της παραπάνω αρχιτεκτονικής φάνηκε από την αρχή. Οι χώρες δεν πληρούσαν τα κριτήρια ή εμφάνισαν πλασματικά στοιχεία, η ένταξη στο ευρώ περιέλαβε χώρες με εξόφθαλμη παραβίαση των κριτηρίων, ειδικά του ύψους του χρέους (Ιταλία, Ελλάδα, Βέλγιο) και η αποτυχία αυτή προσπαθήθηκε να διορθωθεί με το περίφημο Ευρωσύνταγμα, που επεδίωκε να συνταγματοποιήσει το νεοφιλελεύθερο παράδειγμα της ενοποίησης της Ευρώπης. Ούτε η πρώτη ούτε η δεύτερη αποτυχία αποθάρρυναν τους εμπνευστές τους από την επαναφορά κάθε τόσο της ίδιας ιδέας.
Αν η οικονομική άνοδος συγκάλυψε την ατυχή αρχιτεκτονική του ευρώ, η οικονομική κρίση διόγκωσε από την πρώτη στιγμή τις αδυναμίες της. Σε περιόδους κρίσης όλες οι οικονομίες αύξησαν τον δημόσιο δανεισμό και το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Η κεντρική τράπεζα άρχισε, κατά παράβαση του καταστατικού της, να αγοράζει εθνικά ομόλογα ή να δημιουργεί επιλεκτική ρευστότητα στο τραπεζικό σύστημα. Η κρίση χρέους όμως έθεσε τα όρια σε αυτές τις επιμέρους επιλογές.
Η Ελλάδα, η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και, στη συνέχεια, η Ιταλία, από κοντά και η Γαλλία, η Αυστρία, το Βέλγιο, η Κύπρος άρχισαν να κλονίζονται θέτοντας νέα και αξεπέραστα δεδομένα στην κρίση χρέους. Η δογματική προσκόλληση στην παρούσα αρχιτεκτονική οδήγησε σε διαδοχικές επιλογές οι οποίες επί δύο σχεδόν χρόνια προσπαθούν να διαχειριστούν κάθε πρόβλημα τη στιγμή που εμφανίζεται με νέα “παρδαλά” και προσωρινά εργαλεία. Το EFSF θα λειτουργούσε ως ενδιάμεσος θεσμός που θα δανειζόταν χρήματα από τις χρηματαγορές και θα τα δάνειζε στις οικονομίες που είχαν αποκλειστεί από τις αγορές, με εγγυήσεις, και όχι χρήματα, από τις αξιόπιστες χώρες. Παράλληλα, η επιβολή σκληρών σταθεροποιητικών προγραμμάτων, τύπου ΔΝΤ, αναμενόταν να καθησυχάσει τις αγορές και να επαναφέρει έτσι τις χώρες στην τροχιά ενός βιώσιμου χρέους.
Οι αποφάσεις αυτές ενισχύονται από την ψευδαίσθηση ότι οι ικανοποιητικές επιδόσεις ορισμένων χωρών παρά την κρίση (Γερμανία, Ολλανδία κ.λπ.) θα καθιστούσαν το εγχείρημα ρεαλιστικό παρά το τεράστιο κοινωνικό και οικονομικό κόστος των προβληματικών οικονομιών. Οι αποφάσεις της 21ης Ιουλίου και της 27ης Οκτωβρίου αποτέλεσαν το Βατερλό αυτής της πολιτικής.
Σήμερα η Γαλλία βρίσκεται στον δρόμο της Ιταλίας, οι γερμανικές τράπεζες χάνουν διαδοχικά στις αξιολογήσεις τους, η ανάπτυξη της Ολλανδίας και της Γερμανίας εκμηδενίζονται και το κέντρο χορεύει ήδη στους ρυθμούς της περιφέρειας. Το χειρότερο είναι ότι ο EFSF αδυνατεί πλέον να ανταποκριθεί σε μακροχρόνια δάνεια και έχει στραφεί αποκλειστικά σε βραχυχρόνια.
Στις συνθήκες αυτές οι λύσεις στρέφονται πλέον σε ριζικές αναδιατάξεις που αφορούν τον πυρήνα του Μάαστριχτ. Οι γαλλικές προτάσεις περιλαμβάνουν τη διττή αλλαγή της κεντρικής τράπεζας και τη μετατροπή του EFSF σε κανονική τράπεζα απορρόφησης του φονικού χρέους. Οι ηγέτες της Κομισιόν παραδέχονται ανοιχτά την αποτυχία της πολιτικής. Οι εξελίξεις θα είναι ραγδαίες. Και οι πολιτικές επίσης