Η τρέχουσα κρίση αποτελεί ένα σημείο καμπής στο μοντέλο καπιταλιστικής συσσώρευσης που είχε υιοθετηθεί εδώ και σχεδόν δύο δεκαετίες στην Ελλάδα. Το μοντέλο αυτό υιοθετήθηκε από την ελληνική αστική τάξη με τρόπο που να λαμβάνει υπόψη τις νέες συνθήκες που δημιουργούνταν με την -υπό διαμόρφωση τότε- ΟΝΕ και προσκολλήθηκε με τρόπο συμπληρωματικό στα αντίστοιχα -αλλά διαφορετικά- μοντέλα ανάπτυξης των χωρών του πυρήνα της Ευρωζώνης.
Το μοντέλο ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, από τις αρχές της δεκαετίας του 1990 μέχρι και την έκρηξη της κρίσης χρέους, βασίστηκε στις εισροές κεφαλαίων με τη μορφή είτε των λεγόμενων “επενδύσεων χαρτοφυλακίου” (χρηματιστήριο, εξαγορές μέχρι του 10% του μετοχικού κεφαλαίου επιχειρήσεων από ξένες επιχειρήσεις κ.λπ.), είτε κυρίως με τη μορφή δανεισμού μέσω της αγοράς ομολόγων από ξένες και ελληνικές τράπεζες (μεγαλύτερη βαρύτητα από το 2008 και μετά). Η εισροή άμεσων ξένων επενδύσεων (ΑΞΕ) στην ελληνική οικονομία ήταν σχετικά περιορισμένη σε σχέση με τις άλλες μορφές εισροής κεφαλαίων. Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι οι εισροές ΑΞΕ στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2000-2010 ανήλθαν στα 17,25 δισ. ευρώ, οι εισροές από επενδύσεις χαρτοφυλακίου 168,2 δισ. και οι εισροές από δάνεια και αγορές ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου στα 150 δισ. ευρώ (Πηγή: Τράπεζα της Ελλάδος). Οι εισροές κεφαλαίων των δύο τελευταίων κατηγοριών ήταν αποτέλεσμα της πολύ σημαντικής μείωσης του επενδυτικού ρίσκου στην Ελλάδα -όπως αυτό αντανακλάται στα ονομαστικά επιτόκια- λόγω της ένταξης της χώρας μας στην Ευρωζώνη. Παράλληλα, παρά τη μείωση του πληθωρισμού σε ποσοστά που πλησίαζαν τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, αυτά παρέμειναν μεγαλύτερα από αυτόν, με αποτέλεσμα η μείωση στα πραγματικά επιτόκια να είναι ακόμα μεγαλύτερη. Η μεγάλη συγκέντρωση ρευστότητας στο ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα του έδωσε τη δυνατότητα να δανείζει μεγάλα ποσά στον δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα (νοικοκυριά και επιχειρήσεις), με αποτέλεσμα να συντηρείται η εγχώρια ζήτηση σε υψηλά επίπεδα. Η ιδιωτική κατανάλωση αυξήθηκε σημαντικά, ενώ το ίδιο συνέβη και σε επενδυτικές δραστηριότητες, που είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες σε σχέση με τη δυνατότητα παροχής πιστώσεων από τις τράπεζες, όπως π.χ. ο κατασκευαστικός τομέας.
Η υψηλή ιδιωτική κατανάλωση, σε συνδυασμό με το ταχύτερα αυξανόμενο εργατικό κόστος της ελληνικής οικονομίας, κατέστησε τα ξένα προϊόντα πιο ανταγωνιστικά από τα εγχώρια, με αποτέλεσμα το εμπορικό ισοζύγιο της Ελλάδας διαρκώς να διογκώνεται, ενώ ταυτόχρονα το εμπορικό πλεόνασμα των χωρών του πυρήνα της Ευρωζώνης, και ειδικά της Γερμανίας, διευρυνόταν, αφού αυτές οι χώρες παρουσίαζαν αντίθετα χαρακτηριστικά με την Ελλάδα (αύξηση ιδιωτικής αποταμίευσης και μείωση του εργατικού κόστους). Αυτή η στρατηγική του κεφαλαίου απέφερε μεγάλα κέρδη στο εξαγωγικό κεφάλαιο των χωρών του πυρήνα της Ευρωζώνης, ενώ το ελληνικό κεφάλαιο εξειδικεύτηκε σε κλάδους υπηρεσιών και μη εμπορεύσιμων αγαθών, με επίσης σημαντικά κέρδη.
Όμως αυτό το παραγωγικό μοντέλο έφτασε στα όριά του με την κρίση χρέους και τα συμφέροντα του κεφαλαίου τόσο στον πυρήνα της Ευρωζώνης όσο και στην Ελλάδα δεν μπορούσαν πλέον να εξυπηρετηθούν από τη στιγμή που εξερράγη η φούσκα του ελληνικού δανεισμού. Επομένως, έχουμε φτάσει σε ένα σημείο καμπής του μοντέλου συσσώρευσης και πλέον γίνονται διεργασίες για την ανάδυση ενός νέου, που θα ανταποκρίνεται στις ανάγκες του κεφαλαίου για αναπαραγωγή.
Στο πλαίσιο αυτού του νέου μοντέλου ανάπτυξης από ό,τι διαφαίνεται σημαντικό ρόλο θα κατέχουν οι εισροές ΑΞΕ, αφού οι εισροές κεφαλαίου με τη μορφή των επενδύσεων χαρτοφυλακίου έχουν εξαντλήσει τα όρια τους, ενώ οι αντίστοιχες με τη μορφή δανείων από τον Μηχανισμό Στήριξης της Ε.Ε.-ΔΝΤ είναι μεν πολύ μεγάλες σε μέγεθος, αλλά θα κατευθύνονται αποκλειστικά στην αποπληρωμή του δημόσιου χρέους. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την 5η Έκθεση του ΔΝΤ για την πορεία του Μνημονίου στην Ελλάδα, αναφέρεται ότι η εισροή ΑΞΕ την περίοδο 2011-2016 εκτιμάται στα 40 δισ., δηλαδή θα υπερδιπλασιαστεί σε σχέση με την προηγούμενη δεκαετία.
Οι βασικές πηγές των ΑΞΕ, σύμφωνα με τους σχεδιασμούς του κεφαλαίου και των πολιτικών εκφραστών του είναι δύο: οι ιδιωτικοποιήσεις και οι Ειδικές Οικονομικές Ζώνες (ΕΟΖ). Οι δύο αυτές πηγές προδιαγράφουν ευκρινώς τους όρους με τους οποίους σχεδιάζεται το μοντέλο συσσώρευσης στην Ελλάδα και τι σημαίνει αυτό για τον κόσμο της εργασίας. Οι ιδιωτικοποιήσεις από τη μία μεταφέρουν κερδοφόρες δραστηριότητες από τη δημόσια σφαίρα στην ιδιωτική, ανοίγοντας νέα πεδία για κερδοφορία στην ιδιωτική πρωτοβουλία. Από την άλλη, οι ΕΟΖ παρουσιάζουν μεγάλο ενδιαφέρον ως νέος άξονας στο υπό διαμόρφωση μοντέλο συσσώρευσης. Πιο συγκεκριμένα, για να επιτευχθεί η εισροή ΑΞΕ, απαιτούνται μεταρρυθμίσεις στο ρυθμιστικό καθεστώς που διέπει το θεσμικό επενδυτικό πλαίσιο και η προώθηση αυτών των μεταρρυθμίσεων μπορεί να επιβληθεί μέσω του ειδικού καθεστώτος των ΕΟΖ.
Αξίζει να αναφέρουμε ότι ακριβώς το ίδιο μοντέλο ανάπτυξης είχε επιβληθεί στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης μετά την κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, βασισμένο δηλαδή σε ιδιωτικοποιήσεις πολύ μεγάλης κλίμακας, αλλά και στη διαμόρφωση εξαιρετικά φιλικού περιβάλλοντος για την εισροή ΑΞΕ. Μπορεί ΕΟΖ στην ουσία να δημιουργήθηκαν επίσημα μόνο στην Πολωνία, αλλά ουσιαστικά το επενδυτικό περιβάλλον όλων των χωρών βασίστηκε στην προσέλκυση ΑΞΕ, μέσω μεταρρυθμίσεων στις εργασιακές σχέσεις, στους μισθούς, στη φορολογία των κερδών και στη δυνατότητα επαναπατρισμού των κερδών. Τα αποτελέσματα της υιοθέτησης αυτού του μοντέλου ανάπτυξης σε αυτές τις χώρες είναι γνωστά. Μπορεί να εισέρευσαν επενδύσεις και να δημιουργήθηκε οικονομική μεγέθυνση, όμως ταυτόχρονα οι μισθοί παρέμειναν καθηλωμένοι, οι εισοδηματικές ανισότητες εκτινάχθηκαν, ενώ το ίδιο συνέβη και στα επίπεδα φτώχειας.
Το γεγονός ότι οι χώρες της Ανατολικής Ευρώπης αυτή τη στιγμή παρουσιάζουν μικρό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος ίσως μαρτυράει ότι αυτές πλέον μπορεί να αποτελέσουν τους νέους υποδοχείς χρηματοπιστωτικών επενδύσεων με τη μορφή που γνώρισε η Ελλάδα κατά τις προηγούμενες δύο δεκαετίες. Όμως η Ελλάδα πολύ δύσκολα μπορεί να γίνει υποδοχέας επενδύσεων με τη μορφή που αυτές έγιναν στις χώρες της Ανατολικής Ευρώπης. Και αυτό κυρίως για το γεγονός ότι στις χώρες αυτές δεν υπήρχε ούτε οργανωμένο κοινωνικό κράτος, ούτε ισχυρό συνδικαλιστικό κίνημα, αλλά και για λόγους οικονομικής γεωγραφίας (εγγύτητα στις μεγάλες αγορές).
Πάντως, χαρακτηριστικό είναι ότι και στην περίπτωση της Ελλάδας και στην περίπτωση των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, το μοντέλο αυτό υιοθετήθηκε έπειτα από ένα μεγάλο σοκ στις κοινωνίες. Από τη μία η κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού (και η ταυτόχρονη απουσία κοινωνικών αντιστάσεων) δεν άφησε περιθώρια για αναζήτηση ενός εναλλακτικού μοντέλου, ενώ στην περίπτωση της Ελλάδας η πιστωτική ασφυξία και η πιθανότητα χρεωκοπίας απαγορεύουν τη συζήτηση εναλλακτικών. Η βασική διαφορά, φυσικά, είναι ότι στην Ελλάδα υπάρχουν κοινωνικές αντιστάσεις και κυοφορούνται εναλλακτικές προτάσεις για το μοντέλο ανάπτυξης.
Η εμβάθυνση της συζήτησης για το μοντέλο ανάπτυξης της οικονομίας και της κοινωνίας πρέπει να αποτελέσει μία από τις προτεραιότητες της αριστεράς, γιατί όσο η τελευταία δεν παρεμβαίνει σε αυτό το πεδίο, το κεφάλαιο βρίσκει απεριόριστο χώρο να επεξεργάζεται σχέδια που υπηρετούν τις δικές του ανάγκες και να τα παρουσιάζει ως μονόδρομο.
* Ο Γ. Σακελλαρίδης είναι μέλος της ΚΠΕ του ΣΥΝ
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=663638