Πολύς λόγος γίνεται εδώ και πολλούς μήνες στο εσωτερικό της χώρας και στο εξωτερικό για τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και την ανάγκη βελτίωσής της. Ένας κρίσιμος παράγοντας από τον οποίο εξαρτάται η ανταγωνιστικότητα της χώρας είναι η παραγωγικότητα της εργασίας, ένα μέτρο της οποίας είναι η ανά ώρα εργασίας ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) σε ευρώ στο σύνολο της οικονομίας.
Χρησιμοποιώντας από τη βάση δεδομένων της Στατιστικής Υπηρεσίας της Ε.Ε., της Eurostat τα στοιχεία για την ΑΠΑ σε εκατ. ευρώ και τις ώρες εργασίας σε χιλιάδες, εξετάζουμε στο άρθρο αυτό τη μεταβολή της ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας το 2010 σε σχέση με το 2000 σε 12 από τα 15 κράτη-παλαιά μέλη της Ε.Ε. (δεν υπάρχουν στοιχεία τόσο για την ΑΠΑ όσο και για τις ώρες εργασίας για το Λουξεμβούργο και για τις ώρες εργασίας για το Βέλγιο και το Ηνωμένο Βασίλειο).
Στην πρώτη στήλη του πρώτου μέρους του Πίνακα που ακολουθεί δίνεται η ακαθάριστη προστιθέμενη αξία (ΑΠΑ) σε εκατ. ευρώ σε 12 κράτη-παλαιά μέλη της Ε.Ε. το έτος 2000, στη 2η στήλη το 2010 και στην 3η η ποσοστιαία μεταβολή τους. Στις επόμενες τρεις στήλες του πρώτου μέρους δίνονται τα αντίστοιχα στοιχεία για τις ώρες εργασίας σε χιλιάδες. Στις 3 πρώτες στήλες του δεύτερου μέρους του Πίνακα δίνονται τα στοιχεία για την ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας σε ευρώ και στις επόμενες τρεις τα ίδια στοιχεία με το μέσο όρο των 12 κρατών (Ε.Ε.12) = 100.
Από τον Πίνακα αυτό φαίνεται ότι το 2010 σε σχέση με το 2000:
Η συνολική ΑΠΑ αυξήθηκε σε όλα τα κράτη. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Ισπανία και στην Ελλάδα και η μικρότερη στη Σουηδία και στη Γερμανία.
Το σύνολο των ωρών εργασίας αυξήθηκε σε 9 κράτη και μειώθηκε σε 3 (τη Δανία, τη Γερμανία και την Πορτογαλία). Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Ελλάδα και την Ισπανία και η μικρότερη στην Ιρλανδία και στη Γαλλία.
Αποτέλεσμα των μεταβολών αυτών στη συνολική ΑΠΑ και στις ώρες εργασίας ήταν η ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας το 2010 σε σχέση με το 2000:
Σε ευρώ να αυξηθεί σε όλα τα κράτη. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Ελλάδα και την Ισπανία και η μικρότερη στη Σουηδία και στη Γερμανία.
Σε ευρώ με την Ε.Ε.12 = 100 να αυξηθεί σε 7 κράτη και να μειωθεί σε 5. Η μεγαλύτερη αύξηση σημειώθηκε στην Ελλάδα και την Ισπανία και η μεγαλύτερη μείωση στη Σουηδία και στη Γερμανία.
Παρʼ όλες, όμως, αυτές τις πολύ μεγάλες διαφορές στη μεταβολή της συνολικής ΑΠΑ και του συνόλου των ωρών εργασίας δεν σημειώθηκαν σημαντικές ανακατατάξεις σε ό,τι αφορά τη σειρά των 12 κρατών με βάση το ύψος της ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας το 2010 σε σχέση με το 2000. Πιο συγκεκριμένα η σειρά:
8 κρατών παρέμεινε ή ίδια. Ανάμεσα σʼ αυτά ήταν της Δανίας και της Γαλλίας που κατείχαν τις δύο πρώτες θέσεις και της Ελλάδας και της Πορτογαλίας που κατείχαν, αντίστοιχα, την 11η και τη 12η θέση.
2 κρατών βελτιώθηκε (της Ιρλανδίας από την 6η θέση το 2000 στη 4η το 2010 και της Ολλανδίας από την 4η στην 3η, και
2 κρατών χειροτέρευσε: της Σουηδίας από την 3η το 2000 στην 5η το 2010 και της Γερμανίας από την 5η στην 6η.
Σε ό,τι αφορά τη χώρα μας, παρά τη μεγάλη αύξησή της το 2010 σε σχέση με το 2000, η ΑΠΑ ανά ώρα εργασίας, εξακολουθούσε να είναι κάτω από το 60% του μέσου όρου των 12 κρατών. Ένας από του λόγους για τους οποίους η βελτίωση ήταν μικρή είναι η μεγάλη αύξηση των ωρών εργασίας σε σύγκριση με τη μέση αύξησή τους στα 12 κράτη ως σύνολο (6,0% έναντι 2,2%) καθώς και το γεγονός ότι το 2010, εξαιτίας της εφαρμοζόμενης πολιτικής του Μνημονίου και της ύφεσης που προκλήθηκε από αυτή, σημειώθηκε μείωση της συνολικής ΑΠΑ σε σχέση με το 2009, ενώ όλα τα υπόλοιπα έτη είχε αυξηθεί.
Εκτός, όμως, από τους προφανείς αυτούς λόγους, η παραγωγικότητα της εργασίας στη χώρα μας παραμένει χαμηλή δεδομένου ότι σε όλο το διάστημα των τελευταίων 37 ετών δεν αναπτύχθηκαν κλάδοι με υψηλή προστιθέμενη αξία. Ο βασικός λόγος για το δομικό αυτό πρόβλημα της ελληνικής οικονομίας είναι σε όλο το διάστημα της μεταπολίτευσης τα δύο κόμματα εξουσίας δεν εφάρμοσαν ποτέ ένα συγκροτημένο πρόγραμμα οικονομικής και κοινωνικής ανάπτυξης της χώρας, το οποίο, ανάμεσα στα άλλα, θα είχε ως στόχους:
- Την ενίσχυση της καινοτομίας με την αφιέρωση από τον κρατικό προϋπολογισμό ενός σημαντικού ποσοστού του ΑΕΠ στην έρευνα και, ειδικότερα, στην εφαρμοσμένη έρευνα.
- Την αξιοποίηση του φυσικού πλούτου της χώρας και την προστασία και ανάδειξη του φυσικού περιβάλλοντος.
- Την ποιοτική βελτίωση όλων των επιπέδων της εκπαίδευσης και την αξιοποίηση του επιστημονικού προσωπικού της χώρας.
- Τον έλεγχο και τη συνεχή βελτίωση της ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και των προσφερόμενων υπηρεσιών κ.λπ.
* Ο Μανόλης Γ. Δρεττάκης είναι τέως αντιπρόεδρος της Βουλής, υπουργός και καθηγητής της ΑΣΟΕΕ
http://www.avgi.gr/ArticleActionshow.action?articleID=667074