Ορισμένοι υποστηρίζουν η συνεπής εφαρμογή του Μνημονίου 2 είναι η μόνη συνετή πολιτική. Κάθε τι το διαφορετικό οδηγεί σε περιπέτειες.
Ποιοι είναι όμως οι βασικοί στόχοι του νέου Μνημονίου; Και ποιες θα είναι οι συνέπειες από την εφαρμογή του;
Βασικός στόχος του Μνημονίου είναι η λεγόμενη «εσωτερική υποτίμηση», η μείωση δηλαδή των μισθών και των τιμών, έτσι ώστε να ενισχυθεί υποτίθεται η ανταγωνιστικότητα και η εξωστρέφεια της οικονομίας. Έχει συμφωνηθεί ήδηι η μείωση του κατώτατου μισθού κατά 22% και του μοναδιαίου κόστους εργασίας κατά 15% τουλάχιστον.
Όμως, ενώ οι μισθοί μειώνονται, δεν συμβαίνει το ίδιο με τις τιμές. Το αποτέλεσμα είναι η αναδιανομή, η μείωση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό εισόδημα. Οικονομετρικές μελέτες που έχουν γίνει δείχνουν ότι σε οικονομίες που, όπως η ελληνική, εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από την εσωτερική αγορά, η πολιτική αυτή οδηγεί σε ύφεση. Συγκεκριμένα έχει υπολογισθεί ότι μια μείωση του μεριδίου της εργασίας κατά 1% επιφέρει μείωση της κατανάλωσης κατά 0,37% και του ΑΕΠ κατά 0,21%, ενώ η επίπτωση στις επενδύσεις και τις εξαγωγές είναι οριακή, 0,07% και 0,09% αντίστοιχα.
Η επιτυχία επομένως του Μνημονίου ως προς το στόχο αυτό δεν οδηγεί σε μια διεθνώς ανταγωνιστική και εξωστρεφή οικονομία, αλλά σε συρρίκνωση της οικονομίας και της απασχόλησης, παραγωγική υποβάθμιση, αναδιανομή σε βάρος των εργαζομένων, ανεργία και εκρηκτικές ανισότητες.
Με την οικονομία να συρρικνώνεται ποσοτικά και να υποβαθμίζεται ποιοτικά, γίνεται ανέφικτη η δημιουργία υψηλών και διαρκών πρωτογενών πλεονασμάτων, όπως το Μνημόνιο απαιτεί, χωρίς τη διάλυση του κοινωνικού κράτους και της κοινωνίας. Δεν θα μπορέσουν επομένως να πληρώνονται οι τόκοι επί του συσσωρευμένου χρέους, που ως το 2020 εκτιμούνται στα 110 δις ευρώ, άρα θα προστεθούν στο χρέος. Επίσης τα 50 δις ευρώ που θα διατεθούν για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών δεν θα μπορέσουν να ανακτηθούν. Έτσι το συσσωρευμένο χρέος δεν αποκλείεται να προσεγγίσει ή και να υπερβεί το 200% ως το 2020.
Στο μεταξύ η σύνθλιψη των μισθών και του κοινωνικού κράτους μονιμοποιεί την υψηλή ανεργία, διευρύνει τη φτώχεια και καθιστά ορατό τον κίνδυνο του κοινωνικού αποκλεισμού και της ανθρωπιστικής κρίσης, αν αυτή πορεία δεν αντιστραφεί.
Η συρρίκνωση και η ποιοτική υποβάθμιση της οικονομίας, η αποσύνθεση της κοινωνίας, η αύξηση του βάρους του χρέους, αποδυναμώνουν τη διεθνή θέση της χώρας. Το μέλλον της κοινωνίας υποθηκεύεται με δανειακές συμβάσεις, που περιέχουν όρους επαχθείς, νεοαποικιακούς, τύπου Βερσαλλιών, όρους που δημιουργούν δικαιώματα στους πιστωτές επί του δημόσιου και του φυσικού πλούτου, γεγονός που προβληματίζει ακόμη και δυνητικούς επενδυτές από τρίτες χώρες.
Πόσο συνετό είναι στʼ αλήθεια να συνεχίζεται μια τυφλή καταστροφική πορεία, χωρίς διέξοδο και ημερομηνία λήξης; Πόσο κοινωνικά υπεύθυνη και συνετή στάση συνιστά η επιβράβευση και η νομιμοποίηση μιας πορείας προς τα κάτω και προς τα πίσω, από την άποψη του κοινωνικού πολιτισμού;
Είναι επείγουσα ανάγκη να σταματήσουμε την ύφεση και τον κοινωνικό πόλεμο στους μισθούς και το κοινωνικό κράτος.
Οι κρίσεις δεν είναι φυσικά φαινόμενα. Η υπέρβασή τους είναι τελικά ζήτημα πολιτικών επιλογών. Μπορούμε λοιπόν, στην καρδιά αυτής της δραματικής κρίσης, να οραματισθούμε και να σχεδιάσουμε μια δημοκρατική και πολιτισμική αναγέννηση. Να θέσουμε τις βάσεις για ένα μακρόπνοο σχέδιο παραγωγικής, οικολογικής και θεσμικής ανασυγκρότησης. Με ένα νέο κοινωνικό και πολιτικό συνασπισμό εξουσίας, να επαναδιαπραγματευθούμε το μέλλον μας και να διεκδικήσουμε την ουσιαστική επανένταξή μας στον ευρωπαϊκό και τον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας με όρους ισοτιμίας και αξιοπρέπειας.