Μετά από δύο χρόνια σκληρής και παρατεταμένης λιτότητας η χώρα, η κοινωνία, η μεγάλη πλειοψηφία την Ελλήνων ζει μία τραγωδία με καταβαράθρωση του βιοτικού επιπέδου και με τη φτώχεια την εξαθλίωση να επελαύνουν.
Το ΑΕΠ, μετά και την αποτυχία του 1ου μνημονίου και των συνταγών της Τρόϊκας, που επιμένει στη λανθασμένη πολιτική της, βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση, κάνοντας βουτιά κατά 6,8% στη διάρκεια του 2011. Οι εξελίξεις αυτές οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στην έκρηξη της ανεργίας που ήδη καλπάζει και την απομάκρυνση από τον ορίζοντα κάποιων ελάχιστων προοπτικών ανάκαμψης και ανάπτυξης, καθώς τα επίσημα στοιχεία επιβεβαιώνουν τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις για την πορεία της Ελληνικής οικονομίας.
Παρά τις έντονες αντιδράσεις και επικρίσεις για την εσφαλμένη και καταστροφική πολιτική που ακολούθησαν Ε.Ε, ΔΝΤ και ΕΚΤ για την αντιμετώπιση της Ελληνικής κρίσης χρέους, δεν έγινε καμιά ουσιαστική προσπάθεια διαπραγμάτευσης από πλευράς της κυβέρνησης.
Το πρόγραμμα της Τρόϊκας καταρτίστηκε εξ αρχής με εσφαλμένο τρόπο, ώστε η εφαρμογή του 1ου μνημονίου και η συμφωνία εφαρμογής του 2ου να έχει ως αποτέλεσμα τη συνέχιση της εξαθλίωσης της Ελληνικής οικονομίας, εξαιτίας των όρων λιτότητας που επιβλήθηκαν. Η αύξηση των ελλειμμάτων εξαιτίας των μέτρων λιτότητας, ο στραγγαλισμός της οικονομίας και ο καταστροφικός φαύλος κύκλος ύφεσης- λιτότητας αυξάνουν διαρκώς τις απαιτήσεις της Τρόϊκας για περισσότερες, κάθε φορά, περικοπές.
Με την πρόφαση των κόκκινων γραμμών και τις αλληλοκατηγορίες μεταξύ τους, τα δύο μεγάλα κόμματα που συμμετέχουν στην κυβέρνηση, εξακολουθούν να υλοποιούν με συνέπεια, μέσω των μνημονίων , τα επιβαλλόμενα μέτρα. Για ποιο λόγο όμως δεν επετεύχθη δραστικότερη μείωση του ελλείμματος ; Γιατί απλούστατα τα έσοδα και οι δαπάνες ενός κράτους δεν εξαρτώνται μόνο από το ύψος των φορολογικών συντελεστών και από τον αριθμό των δημοσίων υπαλλήλων. Εξαρτώνται και από την εξέλιξη της οικονομίας και από άλλες «κόκκινες γραμμές».
Καμία αναφορά και πολύ περισσότερο καμία δέσμευση δεν έχει αναληφθεί και στο 1ο αλλά και στο 2ο μνημόνιο για τα ζητήματα της ανάπτυξης. Σκόπιμα αγνοήθηκαν και παραλήφθηκαν βασικές αρχές που θα έθεταν τους στόχους και θα προσδιόριζαν τους πόρους και τις πηγές τους για το σχεδιασμό και την εφαρμογή Εθνικού Αναπτυξιακού Προγράμματος, με συγκεκριμένα μέτρα για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων και τέλος την εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων για Δημόσιες Επενδύσεις.
Ακόμη και οι συστάσεις των δανειστών τοκογλύφων για συστηματική καταπολέμηση της φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής δεν συγκίνησαν τους Εθνοσωτήρες, ώστε να ληφθούν άμεσα μέτρα για αύξηση των εσόδων, τα οποία θα μπορούσαν να δεσμευτούν για τη χρηματοδότηση παραγωγικών επενδύσεων.
Το ίδιο ισχύει και με την εγκληματική αδιαφορία που έχουν επιδείξει οι κυβερνήσεις μέχρι σήμερα για συστηματική καταπολέμηση των φαινομένων της «παρασιτικής» οικονομίας με την άνθηση του παραεμπορίου, της διακίνησης μαύρου χρήματος, της παραοικονομίας και του λαθρεμπορίου κάθε είδους (πετρελαίου κ.λπ.), ώστε να εισρεύσουν πρόσθετοι πόροι στα έσοδα.
Μύθος και κενό γράμμα οι ευαισθησίες και οι υποσχέσεις για επανεκκίνηση της οικονομίας με ανάπτυξη και επενδύσεις, χωρίς την εξασφάλιση των απαιτούμενων πόρων. Η πικρή αλήθεια και η πραγματικότητα βρίσκονται αλλού. Η Ελληνική κυβέρνηση αποδέχθηκε να προχωρήσει σύντομα σε νομική δέσμευση και Συνταγματική αναθεώρηση, ώστε να διασφαλιστεί -κατά προτεραιότητα- η αποπληρωμή του χρέους και να εξασφαλιστούν οριστικά τα συμφέροντα των τοκογλύφων – δανειστών με τη δέσμευση των φορολογικών εσόδων και πλεονασμάτων του προϋπολογισμού, της περιουσίας του κράτους και την κατάλυση κάθε έννοιας εθνικής κυριαρχίας.
Μετά από τα τραγικά αποτελέσματα αυτής της πολιτικής, μπορούμε να αποτυπώσουμε πλέον την υφιστάμενη κατάσταση, λίγο πριν την έλευση της Τρόϊκας και τις άμεσες αρνητικές επιπτώσεις, με την υπογραφή του 1ου μνημονίου, στις δημόσιες επενδύσεις και στην ανάπτυξη της χώρας.
Από τη μεταπολίτευση και μέχρι σήμερα ουδέποτε καταρτίστηκε και εφαρμόστηκε μακροχρόνιο Εθνικό Πρόγραμμα Ανάπτυξης με συγκεκριμένους στόχους και άξονες, το οποίο θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως μοχλός διαπραγμάτευσης για την ένταξη σε αυτό των διαδοχικών πλαισίων, ώστε και με την κοινοτική συγχρηματοδότηση να μπορούσε να επιτευχθεί το καλύτερο δυνατό αναπτυξιακό αποτέλεσμα.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ), το οποίο με τον προϋπολογισμό του χρηματοδοτεί τα συγχρηματοδοτούμενα αλλά και τα απλά εθνικά μη επιλέξιμα για συγχρηματοδότηση έργα, εξακολουθεί να υλοποιείται με ένα σύστημα κατάρτισης και εκτέλεσης των ετησίων έργων και προγραμμάτων που παρουσιάζει μεγάλες αδυναμίες και προβλήματα θεσμικού και διαδικαστικού χαρακτήρα.
Η άμεση συσχέτιση και σύνδεση του Προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων, διαχρονικά, με το συνολικό δανεισμό του κράτους και κατʼ επέκταση με το ύψος του ελλείμματος του κρατικού προϋπολογισμού, δημιουργούσε πάντα στενότητα των διαθέσιμων πόρων περιορίζοντας σημαντικά τη δυνατότητα επίτευξης των αναπτυξιακών στόχων της χώρας.
Ο προϋπολογισμός Δ.Ε στο σκέλος των εσόδων προβλέπει «στατικά» την άντληση κατʼ έτος των εκτιμώμενων εισροών από τα διαρθρωτικά ταμεία της Ε.Ε για την υλοποίηση των κοινοτικών πλαισίων στήριξης και το υπόλοιπο ποσό, που συμπληρώνει το συνολικό προβλεπόμενο ύψος του, καλύπτεται από δανεισμό.
Πριν από την έναρξη υλοποίησης Κοινοτικών Προγραμμάτων, με την ένταξή μας στην Ε.Ε, το σύνολο σχεδόν του Προϋπολογισμού Δ.Ε καλυπτόταν από δανειακά κεφάλαια. Μετά τη συστηματική έναρξη υλοποίησης των Κ.Π.Σ, το Π.Δ.Ε χωρίστηκε σε δύο επί μέρους προγράμματα το Εθνικό ΠΔΕ και το Συγχρηματοδοτούμενο ΠΔΕ.
Αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι από τα μέσα του χρονικού διαστήματος υλοποίησης του Β΄Κ.Π.Σ και ουσιαστικά από την έναρξη υλοποίησης του Γ΄Κ.Π.Σ και στη συνέχεια του ΕΣΠΑ, η χρηματοδότηση των συγχρηματοδοτούμενων έργων και προγραμμάτων κάλυπτε και την εθνική και την κοινοτική συμμετοχή από πόρους που βάρυναν και συνεχίζουν να βαρύνουν τον εθνικό προϋπολογισμό του κράτους. Στη συνέχεια, με τις προβλεπόμενες διαδικασίες εκταμίευσης των κοινοτικών πόρων, καταγράφονται και εισρέουν στον κρατικό προϋπολογισμό τα κονδύλια αυτά ως έσοδα.
Η κάλυψη μεγάλου μέρους των εσόδων (50% περίπου) διαχρονικά από την έναρξη υλοποίησης των Κοινοτικών Πλαισίων στήριξης από δανεισμό, συνέδεσε αναγκαστικά τον καθορισμό του ύψους του Προϋπολογισμού Δ.Ε με το ύψος του ελλείμματος, στα πλαίσια των περιορισμών για την επίτευξη των στόχων που τίθενται κάθε φορά από την Ε.Ε. Η στενότητα των διαθέσιμων πόρων και η έμφαση που έπρεπε να δοθεί στη χρηματοδότηση των συγχρηματοδοτούμενων έργων και Προγραμμάτων για την απρόσκοπτη υλοποίηση των Κοινοτικών Πλαισίων Στήριξης και του ΕΣΠΑ, είχε ως αποτέλεσμα τα 2/3 σχεδόν του Προϋπολογισμού Δ.Ε να διατίθενται για το συγχρηματοδοτούμενο ΠΔΕ και το 1/3 για έργα μη επιλέξιμα και άλλες δημιουργούμενες υποχρεώσεις (θεσμοθετημένες ή μη) που καλύπτονται μόνο από Εθνικούς Πόρους.
Η ανάγκη μάλιστα που δημιουργήθηκε για την κάλυψη και του συνολικού προϋπολογισμού των συγχρηματοδοτούμενων έργων από εθνικούς πόρους, από ένα σημείο και μετά όπως προαναφέρθηκε, σε συνδυασμό με τις αυξημένες πιστώσεις που απαιτούντο κατά τα τελευταία χρόνια των προγραμματικών περιόδων του Κ.Π.Σ για την ολοκλήρωσή τους, είχε ως αποτέλεσμα να απαιτούνται πρόσθετοι πόροι, με κίνδυνο -και λόγω άλλων αιτιών- απώλειας πολύτιμων κοινοτικών εισροών.
Μια προσεκτική παρατήρηση της διαχρονικής εξέλιξης των δαπανών κατʼ έτος του Προϋπολογισμού Δ.Ε για το Συγχρηματοδοτούμενο ΠΔΕ και το Εθνικό ΠΔΕ οδηγεί στο συμπέρασμα ότι:
Οι εισροές από τα διαρθρωτικά ταμεία για την κάλυψη της συμμετοχής τους στην υλοποίηση των Κ.Π.Σ δεν ξεπερνούν συνήθως το 50% των συνολικών πόρων που δαπανήθηκαν για την εκτέλεση του συγχρηματοδοτούμενου ΠΔΕ, ενώ θα έπρεπε, σύμφωνα με τους όρους υλοποίησης των Κ.Π.Σ η μέση ποσοστιαία συμμετοχή να φθάνει ή να ξεπερνά το 70% περίπου.
Οι πραγματοποιηθείσες δαπάνες για τα δύο προγράμματα (Συγχρηματοδοτούμενο και Εθνικό ΠΔΕ) δεν συμπίπτουν με τις προβλεπόμενες στον Προϋπολογισμό Δ.Ε και μάλιστα συνήθως υστερούν οι δαπάνες για το συγχρηματοδοτούμενο ΠΔΕ έναντι των αυξημένων για το Εθνικό, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων. Είναι εμφανής μάλιστα η αλλοίωση και οι παρεκκλίσεις που παρατηρούνται σε κύκλους κατά τα έτη των εκλογών.
Η στενότητα των υφιστάμενων πόρων σε συνδυασμό με το γεγονός ότι -σε όποιο βαθμό- η καθυστέρηση έναρξης υλοποίησης των Κ.Π.Σ για την προγραμματική τους περίοδο δημιουργεί προβλήματα για την εξασφάλιση των απαιτούμενων αυξημένων πιστώσεων του συγχρηματοδοτούμενου ΠΔΕ, προκειμένου να υλοποιηθούν τα προγράμματα εντός των προθεσμιών και να μη χαθούν κοινοτικοί πόροι, έχει πολλαπλάσιες αρνητικές συνέπειες για την επίτευξη των αναπτυξιακών στόχων.
• Παρατηρείται διαχρονική αποτυχία του ΠΔΕ όσον αφορά τα ποσά (πιστώσεις) που προβλέπονται και τα ποσά που δαπανώνται (κάτι που ισχύει και για το 2010 και το 2011) αλλά και όσον αφορά τη σύνθεση των δαπανών και ειδικότερα την κατανομή τους μεταξύ κοινοτικών και εθνικών πόρων. Ο στόχος δηλαδή του 70/30 (κοινοτικοί / εθνικοί πόροι) δεν έχει επιτευχθεί σε καμία περίπτωση. Αντιθέτως παρατηρούμε κατανομές μεταξύ κοινοτικών και εθνικών πόρων της τάξης του 50/50 ή ακόμα και 40/60 εις βάρος του κρατικού προϋπολογισμού. Το γεγονός αυτό συνδέεται – ως εκ τούτου- και με τη δυναμική του δημοσίου χρέους. Για παράδειγμα (σελίδα 48 της Εισηγητικής Έκθεσης του Προϋπολογισμού για το 2012) περιγράφεται ότι το 2011 –σε σύνολο συγχρηματοδοτούμενου ΠΔΕ ύψους 5.500 εκ. ?. – οι εισροές πόρων από την Ε.Ε ήταν μόλις 2.929 εκ. ?, δηλαδή λίγο περισσότερο από 50/%. Οι παρεκκλίσεις αυτές σχετίζονται και με το γεγονός ότι ολοκληρώνονται κάποια έργα του Γ΄ Κ.Π.Σ, για τα οποία δεν υπάρχει καμία εισροή από την Ε.Ε, ενώ εκατοντάδες άλλα έργα «λιμνάζουν» ημιτελή.. Αναδεικνύονται έτσι λανθασμένες πολιτικές, κακός σχεδιασμός και πελατειακές πρακτικές που είχαν ως αποτέλεσμα την αμετάκλητη στρέβλωση του ΠΔΕ. Υπάρχουν δηλαδή «ουρές» από προηγούμενα έργα, με υπερβάσεις προϋπολογισμών που δεν είναι επιλέξιμες δαπάνες στο υφιστάμενο ΠΔΕ.
• Ο κακός αυτός σχεδιασμός οφείλεται με τη σειρά του στην ένταξη μη επιλέξιμων δαπανών ή στην ένταξη έργων πέρα από τα επιτρεπόμενα όρια (overbooking). Σε κάθε περίπτωση, όταν υπάρξει συμβατικά δέσμευση πόρων, το έργο αυτό εκτελείται ακόμα και αν χρειαστεί να γίνει μόνο με εθνικούς πόρους. Φανερώνεται έτσι η δυσλειτουργία του πελατειακού και αναποτελεσματικού κράτους των τελευταίων δεκαετιών που οδήγησε σε αλόγιστη επιβάρυνση του κρατικού προϋπολογισμού μέσω δανεισμού και σε υποαξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων.
Επακόλουθο αυτής της καταστροφικής πολιτικής αποτελεί η διαχρονική μείωση του Προϋπολογισμού του ΠΔΕ, το ύψος του οποίου περιορίζεται, ακολουθώντας την ύφεση. Επιβεβαιώνεται περίτρανα ότι δεν αξιοποιείται το κατʼ εξοχήν αναπτυξιακό εργαλείο που διαθέτει η χώρα.
Η άμεση σύνδεση του προϋπολογισμού Δημοσίων Επενδύσεων με το δανεισμό και το έλλειμμα έγινε η αιτία να βρεθεί εξ αρχής στο «στόχαστρο» της Τρόϊκας. Χωρίς καμία διαπραγμάτευση συμφωνήθηκε και συμπεριλήφθηκε στο 1ο μνημόνιο η κατʼ έτος περικοπή κατά 1 δισ. ?, αρχής γενομένης από το 2010. Έτσι μέσα σε τρία χρόνια ο Προϋπολογισμός Δ.Ε «κατρακύλησε» από 10,3 δισ. ? στα 7,3 δισ. ? .για το 2012 μετά και την πρόσφατη, με το 2ο μνημόνιο, περικοπή των 400 εκ. ?.
Οι επιφυλάξεις, ενστάσεις και αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί με συνεχείς παρεμβάσεις, δυστυχώς μετατρέπονται σε αποδείξεις για την αποτυχημένη αναπτυξιακή πολιτική, ύστερα μάλιστα και από τις διαπιστώσεις κατά τη συνάντηση Μπαρόζο – Παπαδήμου ότι «λιμνάζουν» αδιάθετοι κοινοτικοί πόροι της περιόδου 2000-2006 (Γ΄ Κ.Π.Σ) και το μεγαλύτερο μέρος των πόρων του ΕΣΠΑ παραμένει εγκλωβισμένο και αδιάθετο.
Όλοι πλέον παραδέχονται την αποτυχία των μνημονίων και μόνον οι κυβερνώντες πανηγυρίζουν. Αμφισβητείται όμως ξεκάθαρα η βιωσιμότητα του χρέους από τους Σόϊμπλε – Γιούνγκερ και τους λοιπούς αρχιτέκτονες του νέου σχεδίου διάσωσης, που μαζί με τους δανειστές ανακάλυψαν πρόσφατα ότι θα χρειαστεί και νέο σχέδιο σωτηρίας. Ο φαύλος κύκλος ύφεσης- λιτότητας συνοδεύεται από το φαύλο κύκλο παραπλάνησης- κοροϊδίας.
Παναγιώτης Κόλλιας
Οικονομολόγος