Σήμερα, 13 Σεπτεμβρίου συγκλήθηκε η Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής, με αντικείμενο τα αλλεπάλληλα κρούσματα φασιστικής και ρατσιστικής βίας, στα οποία πρωταγωνιστούν βουλευτές και μέλη της Χρυσής Αυγής. Συγκεκριμένα, τη συνεδρίαση, από την οποία ας σημειωθεί ότι απουσίαζε ο εκπρόσωπος της Χρυσής Αυγής, απασχόλησαν: α) η επίθεση του βουλευτή Μεσσηνίας Δημήτρη Κουκούτση εναντίον της βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ Β΄ Αθήνας Βασιλικής Κατριβάνου στον περίβολο της Βουλής στις (24.8.2012) β) η επίθεση εναντίον μεταναστών στην Καλαμάτα στις (5.9.2012) γ) η επίθεση εναντίον μικροπωλητών στη Ραφήνα από ομάδα μελών της Χρυσής Αυγής, με επικεφαλής τους βουλευτές Βʼ Αθήνας Γιώργο Γερμενή και Μαγνησίας Παναγιώτη Ηλιόπουλο (7.9.2012) και δ) η επίθεση εναντίον μικροπωλητών στο Μεσολόγγι από ομάδα μελών της Χρυσής Αυγής, με επικεφαλής το βουλευτή Κωνσταντίνο Μπαρμπαρούση (8.9.2012).
Η Επιτροπή Δεοντολογίας: α) προτείνει στον πρόεδρο της Βουλής, εφόσον συνεχιστεί η αντικοινοβουλευτική και παράνομη συμπεριφορά βουλευτών, να ζητήσει προ ημερησίας διατάξεως συζήτηση, β) καταδικάζει τα επανειλημμένα φαινόμενα βίας, στα οποία συμμετέχουν βουλευτές της Χρυσής Αυγής, γ) επισημαίνει τις ευθύνες της ηγεσίας της Χρυσής Αυγής και δ) καλεί την εκτελεστική εξουσία και τη Δικαιοσύνη να επιταχύνουν τις διαδικασίες απόδοσης ευθυνών.
Η απόφαση της Επιτροπής αποτελεί, καταρχήν, ασφαλώς θετική εξέλιξη, καθώς το Κοινοβούλιο, διά του οργάνου του, καταδικάζει την πρακτική της Χρυσής Αυγής. Καταρρίπτονται έτσι οι ισχυρισμοί των μελών της ότι η Χρυσή Αυγή δεν είναι παρά ένα νόμιμο κόμμα, και ανοίγεται ο δρόμος στη Δικαιοσύνη να πράξει τα οφειλόμενα.
Την ίδια στιγμή, όμως, προκαλεί έντονο προβληματισμό και ανησυχία το γεγονός ότι η Επιτροπή αρνείται να κατονομάσει τη βία της Χρυσής Αυγής ως αυτό που είναι, δηλαδή ρατσιστική και φασιστική. Στο επίμαχο, λοιπόν, σημείο του κειμένου ο ΣΥΡΙΖΑ ψήφισε λευκό (ενώ προφανώς υπερψήφισε το υπόλοιπο κείμενο). Σε μια συγκυρία που η ρατσιστική βία εντείνεται και η φασιστική δράση απειλεί ευθέως τη δημοκρατία, μια γενικόλογη ρητορική περί «βίας» σημαίνει αποσιώπηση ενός εξαιρετικά σοβαρού φαινομένου, για το οποίο έχει ήδη πάρει θέση η Επίτροπος του Συμβουλίου του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα (με ό,τι σημαίνει αυτό για το διεθνές κύρος της χώρας…). Ας μην ξεχνάμε, άλλωστε, ότι και οι αρμόδιοι υπουργοί κατονομάζουν τη βία αυτή ως ρατσιστική: ο Υπουργός Δημόσιας Τάξης και Προστασίας του Πολίτη Νίκος Δένδιας, ανακοίνωσε, τον περασμένο μήνα, τη σύσταση ειδικού τμήματος της Ασφάλειας για την αντιμετώπιση της ρατσιστικής βίας, ενώ ο υπουργός Δικαιοσύνης, Αντώνης Ρουπακιώτης, εξήγγειλε ειδική διάταξη νόμου για περιπτώσεις ρατσιστικής βίας. Την ίδια στιγμή, η αποσιώπηση του φασιστικού κινδύνου, τόσο από την Επιτροπή Δεοντολογίας της Βουλής όσο και από κόμματα και μέσα ενημέρωσης, μαρτυρεί την ανησυχητική απόσταση ενός σημαντικού μέρους του πολιτικού κόσμου από το αντιφασιστικό και αντιναζιστικό κεκτημένο των ευρωπαϊκών κοινωνιών μετά το Βʼ Παγκόσμιο Πόλεμο, και με την έννοια αυτή συνιστά σήμα κινδύνου για την ίδια τη δημοκρατία.
Ο ΣΥΡΙΖΑ θα αγωνιστεί με όλα τα νόμιμα μέσα για την προάσπιση της δημοκρατίας, από κοινού με τις πολιτικές δυνάμεις, τα κοινωνικά κινήματα και τους πολίτες που κατανοούν ότι η φασιστική απειλή δεν αφορά μόνο τους μετανάστες, τους «αντιφρονούντες» ή τους «διαφορετικούς», αλλά και κάθε δημοκρατικό πολίτη που «αποκλίνει» από τα ολοκληρωτικά δόγματα των φορέων της. Για το λόγο αυτό, ο ΣΥΡΙΖΑ θα πρωταγωνιστήσει στη δημιουργία ενός μετώπου υπεράσπισης της δημοκρατίας και ανάσχεσης της φασιστικής απειλής, με στόχο η ελληνική κοινωνία να σταθεί όρθια και αξιοπρεπής μέσα στην κρίση. Οι νοσταλγοί του Χίτλερ και τα διάφορα κέντρα που τους προσκαλούν ανοιχτά ή τους στηρίζουν έμμεσα θα πάρουν την απάντηση που τους αντιστοιχεί.
To Γραφείο Τύπου