«Κανείς δεν μπορεί να πει με απόλυτη βεβαιότητα τι θα συμβεί. Φαίνεται ότι κινούμαστε προς μια εκταμίευση της δόσης που την περιμένουμε από τον Ιούνιο χωρίς πάντως να έχουμε ελλείψεις στην αγορά. Αλλά πρέπει να δούμε τη γενικότερη εικόνα για να αντιληφθούμε τι πραγματικά συμβαίνει.
Πρώτον λοιπόν η δόση αυτή δεν είναι πανάκεια για την οικονομία μας. Προορίζεται σχεδόν αποκλειστικά για την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, η οποία κατά τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ναι μεν πρέπει να γίνει, γιατί θεωρούμε ότι πρέπει να έχουμε έναν υγιή τραπεζικό πυλώνα, αλλά ο τρόπος που γίνεται δεν είναι ο ενδεδειγμένος, δεν διασφαλίζει ότι οι τράπεζες θα ρίξουν κάποια από τα χρήματα αυτά στην αγορά.
Δεύτερον εκείνο που χρειάζεται, όπως δεν θα κουραστούμε να επαναλαμβάνουμε στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, είναι ότι προκειμένου να βγούμε από το υφεσιακό σπιράλ, πρέπει να υπάρξει αντιστροφή της πορείας που ακολουθούμε εδώ και δυόμισι χρόνια. Να μπει καταρχήν ένα στοπ στην καθοδική πορεία. Γιατί δεν μπορεί να βρισκόμαστε στον πέμπτο διαδοχικό χρόνο ύφεσης, συρρίκνωσης του ΑΕΠ μας, και να μας ζητείται κι εμείς να δηλώνουμε πρόθυμοι να το κάνουμε, να μας ζητείται λοιπόν η αποπληρωμή των τοκοχρεολυσίων μας! Δεν χρειάζεται να είναι κανείς μας κάτοχος διδακτορικού οικονομικών επιστημών για να αντιληφθεί ότι η συνταγή δεν βγαίνει.
Γιʼ αυτό κι εμείς δεν καταδικάζουμε απλώς τις αποτυχίες ή τον τρόπο με τον οποίο η κυβέρνηση εκπροσωπεί την πατρίδα μας είτε στη σύνοδο για τον προϋπολογισμό είτε στα διάφορα Γιούρογκρουπ. Προτείνουμε και ζητάμε μια άλλη πολιτική. Μια πολιτική που δεν την ανακαλύπτουμε σε τίποτε ιερά, μεταφυσικά κείμενα. Είναι αυτή που ακολουθήθηκε ζητάμε την εφαρμογή της πολιτικής που βοήθησε την ίδια τη Γερμανία, μεταπολεμικά να σταθεί στα πόδια της. Δηλαδή ζητάμε διαγραφή μεγάλου τμήματος του χρέους, όπως έγινε το 1953 όταν διαγράφτηκε το 63% του γερμανικού χρέους και η υπόλοιπη αποπληρωμή να γίνει ανάλογα με την ανάπτυξη που θα παρουσιάσει η χώρα μας.
Σε αντίθεση λοιπόν με το πώς βλέπουμε να συμμετέχει η ελληνική κυβέρνηση στα τελευταία Γιούρογκρουπ και στη τελευταία, σημαντική σύνοδο κορυφής για τον προϋπολογισμό της Ένωσης για τον προϋπολογισμό της Ένωσης και τη χρηματοδότηση της χώρας μας την περίοδο 2014 - 2020, εμείς λέμε ότι θα ήταν προτιμότερο ο κ. Σαμαράς να είχε παραβρεθεί στη συνάντηση της Μάλτας, στις αρχές Οκτωβρίου. Να είχε κάνει συμμαχίες με άλλες χώρες που αντιμετωπίζουν τα ίδια προβλήματα, και να ζητούσαμε τη διοργάνωση πανευρωπαϊκής συνόδου κορυφής για την αντιμετώπιση του χρέους, αν, εν πάση περιπτώσει, οι… «φιλοευρωπαϊστές» που κατηγορούν εμάς για αντιευρωπαϊσμό, θέλουν να περισώσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα.
Δεν ξέρω αν πρέπει να αισιοδοξούμε ή όχι, αλλά τίθενται μερικά βασικά ερωτήματα προς τον πρωθυπουργό της χώρας, που είναι πρωθυπουργός όλων μας, ανεξαρτήτως αν δεν έχουμε ψηφίσει το κόμμα του.
Για παράδειγμα, γιατί ο κ. Σαμαράς δεν χρησιμοποιεί τις δηλώσεις εξεχόντων παραγόντων της γερμανικής οικονομικής και πολιτικής σκηνής, όπως για παράδειγμα του Πήτερ Μπόφινγκερ, ενός από τους 5 σοφούς συμβούλους της κυβέρνησης, υπέρ του κουρέματος του ελληνικού χρέους;
Γιατί ο κ. Σαμαράς δεν κάνει χρήση των δηλώσεων Στάινμπρουκ, στη σημερινή Μπιλντ, με τις οποίες κατακεραυνώνει την πολιτική της Μέρκελ, λέγοντας ότι ο γερμανός φορολογούμενος θα πληρώσει στο τέλος για την Ελλάδα;
Γιατί ο κ. πρωθυπουργός δεν εκμεταλλεύεται τις διαφορές μεταξύ Βρυξελλών και ΔΝΤ, σε ό,τι αφορά το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους;
Γιατί και στο θέμα του κοινοτικού προϋπολογισμού παραμένει απαθής και αμέτοχος;
Ένας έλληνας πρωθυπουργός θα έπρεπε να γνωρίζει τον χάρτη των αντιφάσεων της ΕΕ και της Ευρωζώνης και να τις χρησιμοποιήσει προκειμένου να υπερασπίσει τα συμφέροντα μιας καθημαγμένης οικονομίας. Να έχει δηλαδή στρατηγική είτε για τη σύνοδο για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό είτε για το θρίλερ της δόσης που αν δεν την είχαμε πάρει στις 16 Νοεμβρίου θα είχαμε χρεοκοπήσει. Αντιθέτως ο πρωθυπουργός μένει απαθής και αμέτοχος και περιμένει εντολές.
To Γραφείο Τύπου