Τελικά η απόφαση του Eurogroup δεν έδωσε λύση στη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους. Συνεχίζεται η «δημιουργική ασάφεια» περί χρέους και σε σχέση με ποιος τελικά θα πληρώσει. Μάλιστα η επαναγορά απλώς ανακυκλώνει το πρόβλημα εντός συνόρων: πρώτα από το κράτος στις τράπεζες, και ίσως στα ασφαλιστικά ταμεία, και μετά πάλι πίσω στο κράτος όταν θα φανεί ότι οι τράπεζες θα χρειάζονται πάλι περισσότερα χρήματα. Μια ασάφεια που μέχρι τώρα μόνο την πολιτική των ελίτ έχει εξυπηρετήσει και που η κυβέρνηση δεν έχει καμιά διάθεση να αμφισβητήσει, πόσο μάλλον να διαπραγματευτεί. Την ίδια στιγμή, εντείνεται η πολιτική λιτότητας μέσω των «αυτόματων μηχανισμών διόρθωσης» που θεσπίστηκαν με τις πρόσφατες Πράξεις Νομοθετικού Περιεχόμενου και την περαιτέρω σύνδεση της εκταμίευσης των δόσεων με τη λήψη μέτρων.
Η απόφαση του Eurogroup σχετικά με τη μείωση των επιτοκίων και την επιμήκυνση της αποπληρωμής του χρέους προϋποθέτει την επιτυχή επαναγορά χρέους έως τις 13 Δεκεμβρίου. Ακόμα, όμως και αν συμβεί αυτό, τα συγκεκριμένα μέτρα δεν μπορούν να καταστήσουν το χρέος βιώσιμο.
Διότι το βασικό μέγεθος που καθορίζει τη βιωσιμότητα του χρέους δεν είναι το επιτόκιο καθαυτό αλλά η διαφορά μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και επιτοκίου. Στο σκέλος, λοιπόν, της ανάπτυξης δεν έχει αλλάξει τίποτε σε σχέση με την ασκούμενη πολιτική. Το Μνημόνιο βυθίζει ολοένα και περισσότερο την οικονομία στην ύφεση, καθώς στηρίζεται σε μη ρεαλιστικές υποθέσεις.
Αυτό που χρειάζεται, επομένως, σε ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι μια αλλαγή πολιτικής που να τερματίσει την ύφεση και όχι μέτρα και παρεμβάσεις που την στηρίζουν.
To Γραφείο Τύπου