Όταν βρίσκεται κανείς σε μια κατάσταση έκτακτης ανάγκης, όταν αισθάνεται τη γη να χάνεται κάτω από τα πόδια του, έχει ανάγκη να πιαστεί από κάποιες σταθερές.
Να καταλάβει τι του γίνεται.
Να αποκτήσει πυξίδα.
Καμιά φορά βέβαια αναζητώντας αγκωνάρι γίνεσαι έρμαιο διαφόρων δεισιδαιμονιών και θεωριών συνομωσίας. Έχεις τη τάση να πιστέψεις αυτό που σου φαίνεται πιο απλό ή πιο εύκολο.
Η κρίση, άλλωστε, όλο αυτό το διάστημα ανέδειξε πολλούς προφήτες.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της δικής μας οπτικής απέναντι στην κρίση είναι ότι δεν διατυπώσαμε προφητείες, αλλά ανάλυση της πραγματικότητας.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα της αριστεράς απέναντι στην κρίση είναι ότι δε βασίστηκε σε ξόρκια και δεισιδαιμονίες, αλλά στον ορθό λόγο.
Επιτρέψτε μου αυτή την εισαγωγή γιατί έρχομαι κατευθείαν από τη συνεδρίαση της Βουλής για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής για το μνημόνιο.
Εκεί όπου ήρθαν στο μυαλό μας όλα αυτά τα κρίσιμα χρόνια και η αντίθεσή μας για την ασκούμενη πολιτική.
Ότι εμείς πρώτοι μιλήσαμε για κρίση ευρωπαϊκή, την ώρα που οι πολιτικοί μας αντίπαλοι μίλαγαν για τους τεμπέληδες έλληνες.
Ότι πρώτοι εμείς μιλήσαμε για την Ελλάδα πειραματόζωο της κρίσης, όταν οι αντίπαλοί μας, μας διαβεβαίωναν ότι το πρόγραμμα θα πετύχει και μετά από μια σύντομη παρένθεση θα ξαναβγούμε στις αγορές.
Ότι εμείς πρώτοι μιλήσαμε για ανάγκη αναδιάρθρωσης χρέους όταν οι αντίπαλοί μας έλεγαν ότι τέτοια λέξη δεν υπάρχει στο λεξιλόγιό τους και αποτελεί εθνική μειοδοσία.
Ότι πρώτοι εμείς πρώτοι θέσαμε το θέμα της συνολικής ευρωπαϊκής λύσης, ακόμα και της διεκδίκησης ευρωομολόγου, όταν μας έλεγαν ότι αυτό είναι κακό σήμα στις αγορές.
Ότι πρώτοι εμείς είπαμε για τον εκβιασμό του ευρώ, ότι κοστίζει δυσανάλογα η έξοδος της Ελλάδας στη Γερμανία και βλέπουμε τώρα την έκθεση Μπέρτλεσμαν, τις δηλώσεις του ίδιου του Σόιμπλε που το επιβεβαιώνουν.
Ή ακόμα και αυτό που τώρα συζητείται ως πιθανή λύση μέχρι και στο Eurogroup, το μορατόριουμ αποπληρωμής τόκων, πρώτοι εμείς το είπαμε, την ώρα που οι πολιτικοί μας αντίπαλοι μας λοιδορούσαν.
Με δεδομένες τις συνθήκες που διαμορφώνονται σήμερα, η Αριστερά βρίσκεται σε ένα από τα πιο κρίσιμα σημεία της ιστορικής της διαδρομής, τις τελευταίες δεκαετίες.
Η κατάσταση στην Ελλάδα, μετά από περίπου δυόμισι χρόνια Μνημονίων είναι η εξής:
• Πρώτον, η πολιτική των Μνημονίων έχει διαλύσει την πραγματική οικονομία και την ελληνική κοινωνία.
• Δεύτερον, μετά από αλλεπάλληλες αποτυχίες και αναθεωρήσεις έχει επιβεβαιωθεί πλήρως η εκτίμηση που, από την πρώτη στιγμή, διατυπώσαμε, ότι μια πολιτική που βουλιάζει την οικονομία στη ύφεση δεν μπορεί να αντιμετωπίσει το ζήτημα του χρέους.
• Τρίτον, το παραδοσιακό πολιτικό κατεστημένο, μαζί με τους, πάντα πρόθυμους να ξεπουλήσουν την πολιτική τους αξιοπιστία, φίλους μας της ΔΗΜΑΡ, έχει δώσει τα ρέστα του για την υλοποίηση ακόμα και της πιο εξωφρενικής απαίτησης των δανειστών μας.
Οι τελευταίες εξελίξεις δεν έδωσαν φυσικά οριστική διέξοδο στο ζήτημα του χρέους.
Είναι μια μεταβατική κατάσταση, η οποία όπως και οι προηγούμενες, θα βρεθεί πολύ γρήγορα σε αδιέξοδο.
Η απόφαση του Eurogroup είναι γεμάτη παγίδες και γκρίζες ζώνες.
Πιο σκοτεινή πλευρά είναι η υπόθεση της επαναγοράς ομολόγων, από την οποία φαίνεται ότι εξαρτάται και η συμμετοχή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα.
Και από την οποία φαίνεται να απειλείται με δεύτερο δραστικό κούρεμα και λεηλασία η περιουσία των ασφαλιστικών ταμείων.
Η Ελλάδα κέρδισε αυτό που υποτίθεται ότι ήταν δεδομένο, δηλαδή την τμηματική εκταμίευση των δόσεων, που οι δανειστές όφειλαν – βάσει της δανειακής σύμβασης - να έχουν καταβάλλει ήδη.
Η βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, όμως, είναι περισσότερο αβέβαιη από ποτέ.
Αλλά η βεβαιότητα με την οποία ο ελληνικός λαός εξωθείται στην φτώχεια και τη δυστυχία, παραμένει.
Η ευρωπαϊκή ελίτ αρνείται να δει το αδιέξοδο. Προτιμά μια διαρκώς διογκούμενη ευρωπαϊκή κρίση από μια οριστική ευρωπαϊκή λύση.
Και προσπαθεί να αντιμετωπίσει την κρίση χρέους, με μέτρα που αυξάνουν την ύφεση.
Είναι σα να προσπαθείς να σβήσεις τη φωτιά με βενζίνη.
Στην προσπάθεια να πάει ενάντια στην πραγματικότητα, η ευρωπαϊκή ηγεσία συνεπικουρείται από μια ελληνική κυβέρνηση εντελώς αμήχανη και αμέτοχη.
Η ελληνική κυβέρνηση ακολουθεί πιστά την γραμμή «ότι πουν οι δανειστές».
Αν μας πουν ότι το χρέος είναι βιώσιμο, είναι βιώσιμο. Αν μας πουν ότι θέλει κούρεμα, θέλει κούρεμα.
Αν μας πουν ότι πρέπει να πέσουν οι μισθοί στα 180 ευρώ, θα το κάνουμε.
Αν μας πουν ότι του χρόνου θα έχουμε ανάπτυξη, θα τους πιστέψουμε.
Και αν του χρόνου αντί για ανάπτυξη έχουμε 7% ύφεση, όπως συνέβη και φέτος, θα κατηγορήσουμε την αριστερά και τους αγανακτισμένους.
Αυτό περίπου έκανε σήμερα στη βουλή ο κος Βενιζέλος, όταν μετά την ανάλυσή μου για τις αντικειμενικές δυσκολίες της επαναγοράς ομολόγων, ούτε λίγο ούτε πολύ με κατέστησε υπεύθυνο μιας πιθανής αποτυχίας της διαδικασίας επαναγοράς.
Αυτοί, όμως, είναι και οι λόγοι για τους οποίους ολοένα και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα αναζητούν ελπίδα στην Αριστερά.
Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος είναι ο δικός μας ρόλος.
Κατά την άποψή μου συνοψίζεται επίσης σε τρία πράγματα.
Το πρώτο είναι να οργανώσουμε όσο πιο αποτελεσματικά μπορούμε τον αγώνα των κοινωνικών αντιστάσεων και της κοινωνικής αλληλεγγύης.
Το δεύτερο είναι να εξηγήσουμε τα πραγματικά αίτια της κρίσης και να απαντάμε με τον πιο πειστικό τρόπο στα σημερινά προβλήματα, που προκύπτουν από την πολιτική των Μνημονίων.
Τέλος, το τρίτο είναι να διαμορφώσουμε ένα ολοκληρωμένο εναλλακτικό σχέδιο ανάπτυξης.
Το Μνημονιακό μπλοκ προσπαθεί να επιβάλλει την δική του αφήγηση για την κρίση, μια αφήγηση υποκριτική, ενοχική, απολύτως ευθυγραμμισμένη με την πολιτική της λιτότητας και με την λογική της κοινωνικής κατεδάφισης.
Η δική μας υποχρέωση είναι να διεκδικήσουμε την ιδεολογική ηγεμονία στην αφήγηση και την εξήγηση της κρίσης.
Η πολιτική μας έχει επιβεβαιωθεί.
Μια πολιτική που επιβεβαιώνεται, όμως, πρέπει να νικήσει.
Το μεγάλο μας στοίχημα είναι να συγκροτήσουμε μια μεγάλη πολιτική και κοινωνική συμμαχία γύρω από μια αριστερή κυβέρνηση και ένα εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο.
Το σχέδιο αυτό οφείλει να είναι πειστικό. Επομένως χρειάζεται να αντέχει στην πιο σκληρή κριτική και να απαντά στα πιο ανήσυχα ερωτήματα.
Δεν αρκεί πια να διατυπώνουμε γενικές αρχές. Οφείλουμε να περιγράψουμε με την μέγιστη δυνατή σαφήνεια την διαδικασία ανάκαμψης από την κρίση, τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβανόμαστε την παραγωγική ανασυγκρότηση, και βέβαια, το συνολικό πλαίσιο τομών και μεταρρυθμίσεων για την ανασυγκρότηση αυτή. Μόνο έτσι μπορούμε να μετατρέψουμε την ελπίδα που εναποθέτει πια ο κόσμος στην Αριστερά, σε μια στέρεη κοινωνική συμμαχία.
Το βέβαιο είναι ότι ακόμα και αν νικήσουμε το Μνημόνιο και αν αντισταθούμε στην επιχείρηση κοινωνικής καταστροφής, δεν γίνεται να γυρίσουμε πίσω.
Πρέπει να προχωρήσουμε μπροστά, σε μια εντελώς διαφορετική κατεύθυνση.
Και αυτό το «μπροστά» πρέπει να το έχουμε απολύτως ξεκάθαρο, πως θα είναι και με τι θα μοιάζει
Στην κατεύθυνση αυτή, το βιβλίο του Δραγασάκη, όπως και ο ίδιος άλλωστε εδώ και πάρα πολύ καιρό, συμβάλλει τα μέγιστα.
Ο Γιάννης Δραγασάκης, ας μου επιτρέψει αυτή την προσωπική αναφορά, εκτός από σημαντικός αναλυτής και οικονομολόγος, για όλους εμάς, της νεότερης γενιάς είναι και ένας σπουδαίος δάσκαλος.
Όχι μόνο της οικονομικής ανάλυσης, αλλά και της πολιτικής.
Ή θα έλεγα, κυρίως, της πολιτικής.
Τα κείμενα του καλύπτουν ένα ευρύτατο πεδίο θεμάτων με τα οποία συνδέεται και το ζήτημα του αριστερού εναλλακτικού σχεδίου.
Ένα πρώτο και εξαιρετικά βασικό συμπέρασμα που προκύπτει είναι το εξής: το ζήτημα δεν είναι να έχεις διατυπωμένες θέσεις και προτάσεις για κάθε επιμέρους τομέα.
Το πρωταρχικό είναι να βρούμε την αρχή που θα διαπερνά το σύνολο της πολιτικής μας: τις αξίες, τις αρχές, τις προτεραιότητες.
Να διαμορφώσουμε σταθερές κοινωνικές συμμαχίες που, όπως εύστοχα λέει και ο Δραγασάκης, δεν είναι δυνατόν να συγκροτηθούν ως άθροισμα επιμέρους αιτημάτων και δυσαρεσκειών από την σημερινή πολιτική, αλλά πάνω σʼ ένα στέρεο πολιτικό πρόγραμμα «που θα συνθέτει συμφέροντα και θα ικανοποιεί ανάγκες με την υλοποίησή του, με την δημιουργία νέων υλικών βάσεων για την ανόρθωση της κοινωνίας και της οικονομίας».
Είναι, επίσης, καθοριστικό να θυμόμαστε και να υπολογίζουμε σε κάθε βήμα, ότι μια πολιτική εξόδου από την κρίση δεν έχει μόνο εθνική διάσταση, αλλά επίσης ευρωπαϊκή και παγκόσμια.
Προφανώς, ένα τέτοιο εναλλακτικό πρόγραμμα χρειάζεται να είναι διαρκώς υπό τη διαδικασία της συζήτησης, της αναθεώρησης και της εμβάθυνσης.
Ας μην φοβηθούμε αυτή την κουβέντα και ας μην διστάζουμε να θέτουμε ακόμα και τα πιο δύσκολα ερωτήματα στον εαυτό μας.
Η Αριστερά δεν είναι πια συλλέκτης κοινωνικής δυσαρέσκειας, ούτε τροφοδοτείται από την διάθεση κάποιου ποσοστού ψηφοφόρων να τιμωρήσει τα κόμματα εξουσίας.
Το ιστορικό της καθήκον είναι να ανοίξει καινούριους δρόμους.
Κανείς δεν μας υποσχέθηκε ότι αυτό είναι εύκολο.
Απλώς δεν έχουμε άλλη εναλλακτική.
Μένει ένα τελευταίο ζήτημα: η απόσταση ανάμεσα στις διακηρύξεις στην πράξη.
Είναι εύκολο να μιλάς για λογοδοσία και κοινωνικό έλεγχο. Είναι δύσκολο να το περιγράψεις.
Αυτός είναι άλλωστε ο λόγος που χρειαζόμαστε ανθρώπους με την τεράστια θεωρητική συνεισφορά του Δραγασάκη.
Το πιο δύσκολο είναι να το κάνεις πράξη.
Να πείσεις ότι η πολιτική σου είναι σε θέση και τους συσχετισμούς δύναμης να αμφισβητήσει αλλά και να αντισταθεί στους μηχανισμούς ενσωμάτωσης.
Η απάντηση γιʼ αυτό, είναι ένα κόμμα ζωντανό, μάχιμο, δημοκρατικό, σταθερά προσηλωμένο στην κινηματική δράση.
Που θα υποκινεί τις κοινωνικές διαδικασίες, χωρίς να τις υποκαθιστά.
Που θα ελέγχει τους εκπροσώπους του, και θα καθορίζει με δημοκρατικό και ανοιχτό τρόπο την πολιτική του.
Η εμπειρία της Λατινικής Αμερικής έχει δείξει ότι η σύγκρουση με τους συσχετισμούς μπορεί να κερδηθεί μόνο με σύμμαχο μια ενεργή δραστήρια και συνειδητή κοινωνία.
Αυτό το εγχείρημα είναι που ξεκινάμε μεθαύριο στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας.
Ένα μαζικό κόμμα της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, ένα κόμμα «από τα κάτω», εξοπλισμένο όμως με μια εναλλακτική πρόταση εξουσίας.
Ένα κόμμα οργανωτικά και θεωρητικά επαρκές, για να κερδίσει το μεγάλο στοίχημα της εποχής μας.
Την ήττα του νεοφιλελευθερισμού και την αριστερή διέξοδο από την κρίση, στην Ελλάδα και την Ευρώπη.
Σε κρίσιμες ώρες για την αριστερά, σε ώρες διασπάσεων και αντιπαραθέσεων δίχως αρχές, ο Γιάννης σε μια Κεντρική Επιτροπή, είχε πει μια σπουδαία κουβέντα: Αριστερό σήμερα είναι ό,τι ενώνει.
Στη φάση που βρισκόμαστε τώρα, εγώ θα προσέθετα: Αριστερό είναι ό,τι ενώνει και ό,τι μπορεί να κερδίσει.
Ό,τι μπορεί να φέρει πιο κοντά την ελπίδα, να κάνει πράξη στη χώρα μας τη μεγάλη πολιτική αλλαγή, προς όφελος της κοινωνίας και του λαού μας.