Κανείς δεν είχε αμφιβολία ότι ο κ. Σαμαράς θα επιδιδόταν σε θριαμβολογίες. Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες έχουμε συνηθίσει σε αυτό, το ίδιο έπρατταν μετά από κάθε, δήθεν ιστορική, σύνοδο κορυφής, όλοι οι προκάτοχοί του – και το «δήθεν» δεν αφορά στην κρισιμότητα για τη χώρα και την ΕΕ των συνόδων αλλά σε όσα τους απέδιδαν και στα… καθρεφτάκια που πουλούσαν για εσωτερική κατανάλωση. Το θέμα για τον κύριο Σαμαρά είναι ότι η πραγματικότητα διέψευδε πάντα τους προκατόχους του. Και το ίδιο θα συμβεί και με αυτόν. Γιατί πέραν του γεγονότος ότι τίποτε από την περιβόητη δόση δεν θα πάει στην πραγματική οικονομία, πλέον η χώρα μας, από δω και στο εξής θα βρίσκεται, και με τη βούλα, στο έλεος των δανειστών μας. Αυτό σημαίνει ότι όποιος στόχος του προγράμματος δεν βγαίνει, αυτομάτως θα λαμβάνονται μέτρα. Και ξέρουμε πια για τι είδους μέτρα μιλάμε: μειώσεις μισθών και συντάξεων και περαιτέρω περικοπές των δημοσίων δαπανών. Με ό,τι αυτές συνεπάγονται για τη δημόσια υγεία, την παιδεία, την έρευνα… Και βέβαια κανείς, ούτε στη Σύνοδο κορυφής, ούτε στο Γιούρογκρουπ ούτε και στην τρικομματική κυβέρνηση, δεν είπε λέξη για την ανάπτυξη. Αλλά θέλω να είμαι δίκαιη: ο πρωθυπουργός, μετά από τη σύνοδο, έκανε λόγο για «ανάκαμψη» της χώρας άνευ λοιπών στοιχείων. Ίσα – ίσα δηλαδή για να εξυπηρετήσει μια επικοινωνιακή λογική ενός δελτίου τύπου, μιας διθυραμβικής ομιλίας. Και τίποτε περισσότερο.
Και στο θέμα της τραπεζικής ενοποίησης, πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο μεγάλος κερδισμένος ήταν για άλλη μια φορά το Βερολίνο. Και αυτό γιατί απέσπασε, πρώτον, στο να μην ενεργοποιηθεί άμεσα η εποπτεία των τραπεζών από την ΕΚΤ. Η Γερμανία δηλαδή κατάφερε η έναρξη της τραπεζικής ένωσης να γίνει μετά από τις εκλογές της τον Σεπτέμβριο του 2013. Από την αρχή, η Γερμανία ήθελε να καθυστερήσει η τραπεζική ενοποίηση και το κέρδισε. Και δεύτερον, κατάφερε να μην υπαχθούν στην εποπτεία της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας τα γερμανικά ταμιευτήρια και τα ταμεία Παρακαταθηκών και Δανείων.
Και έχουμε διαπιστώσει η καγκελάριος Μέρκελ συνδέει όλα τα βήματά της στην ευρωπαϊκή σκηνή, με την εσωτερική γερμανική πολιτική, με το εθνικό ακροατήριο. Αυτό ακριβώς άλλωστε της προσάπτουν κατά καιρούς προσωπικότητες, που δεν είναι αριστεροί, όπως οι πρώην καγκελάριοι Σμιτ και Κολ.
Είναι φανερό ότι το φορολογικό νομοσχέδιο που φέρνει σήμερα η κυβέρνηση στη Βουλή, έρχεται να αποτελειώσει τους συνταξιούχους και τους μισθωτούς, τους ανέργους και τους νέους, όλους όσοι δηλαδή σηκώνουν το βαρύ φορτίο μίας κρίσης για την οποία δεν ευθύνονται. Παρά τις περί του αντιθέτου δηλώσεις, το φορολογικό νομοσχέδιο εξυπηρετεί τη μνημονιακή λογική: περισσότερα από τους πολλούς και ολιγότερα από τους λίγους. Με αποτέλεσμα να βαθαίνουν οι κοινωνικές ανισότητες και οι αδικίες.
Στο στόχαστρο βρίσκονται ξανά τα ασθενέστερα και μεσαία στρώματα, οι μικροί και μεσαίοι επιχειρηματίες. Αλλά τούτο ουδόλως απασχολεί την τρικομματική κυβέρνηση, που το μόνο την ενδιαφέρει, αν συγκλίνουν τα τρία κόμματα που την αποτελούν, είναι να υπηρετήσει πιστά το πρόγραμμα που της έχουν θέσει οι δανειστές μας.
Από την πλευρά του, ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ως αξιωματική αντιπολίτευση, πασχίζει για να ακουστεί εντός του Κοινοβουλίου η φωνή όλων όσοι υποφέρουν από τη φορομπηχτική αυτή πολιτική. Και παράλληλα δεν μένει στις διαπιστώσεις, δεν μένει σε δελτία τύπου που υπογραμμίζουν την εξαθλίωση των 2/3 της ελληνικής κοινωνίας, του επιχειρηματικού κόσμου. Θα γνωρίζετε ότι έχουμε εδώ και καιρό καταθέσει πρόταση νόμου για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.
Σε ό,τι δε αφορά σε ένα κοινωνικά δίκαιο και αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα, αυτό πρέπει να βασίζεται, όπως έχουμε αναφέρει: στην κατάρτιση περιουσιολογίου, στην κατάργηση του χαρατσιού στα ακίνητα, στην καθιέρωση φόρου μεγάλης ακίνητης περιουσίας, στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου του «πόθεν έσχες», στην άνοδο του ατομικού αφορολόγητου εισοδήματος στις 12 χιλιάδες ευρώ, που ουσιαστικά είναι το όριο της φτώχειας, στην αύξηση του φορολογικού συντελεστή για τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, στην αλλαγή του θεσμικού πλαισίου για τις off shore εταιρίες, για τις οποίες ενώ γίνεται πολύς λόγος, δεν γίνεται τίποτε για να παύσει το καθεστώς τους, στην κατάργηση των ειδικών φορολογικών καθεστώτων, και άλλα. Και παράλληλα στήνουμε δομές κοινωνικής αλληλεγγύης από τον Έβρο ως το Ηράκλειο και από την Κέρκυρα ως τη Σάμο, χωρίς τυμπανοκρουσίες.
Όμως για να εφαρμοστούν τα φορολογικά μέτρα που προανέφερα χρειάζεται να υπάρχει η ανάλογη πολιτική βούληση. Αυτή ακριβώς που λείπει από την τρόικα εσωτερικού που εκτελεί υπάκουα τις εντολές των δανειστών μας…
Η καθιέρωση της απλής αναλογικής θα ανοίξει το δρόμο για πλατειές κοινωνικές συμμαχίες με όλους εκείνους που αποδέχονται την ανάγκη σοβαρών μεταρρυθμίσεων της οικονομίας και της κοινωνίας
Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ ήταν ανέκαθεν υπέρ της καθιέρωσης του συστήματος της απλής αναλογικής. Του συστήματος που δεν προδίδει τη λαϊκή βούληση. Γιατί εσχάτως πολλοί αγάπησαν την απλή αναλογική. Αίφνης, η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ ανακάλυψαν την απλή αναλογική, την οποία λοιδορούσαν επί σαράντα χρόνια, υποστηρίζοντας ότι συνιστά κίνδυνο για τη σταθερότητα του πολιτικού συστήματος. Σήμερα είναι φανερό ότι θέλουν να τη χρησιμοποιήσουν, ή έτσι νομίζουν ότι θα καταφέρουν, προκειμένου να ανακόψουν την προοπτική αναδιάταξης του πολιτικού σκηνικού προς προοδευτική κατεύθυνση. Την προοπτική, με άλλα λόγια, της σύστασης μιας αριστερής διακυβέρνησης με κορμό τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ.
Αν πάντως τελικά προχωρήσει η καθιέρωση της απλής αναλογικής, τότε ανοίγει ο δρόμος για πλατειές κοινωνικές συμμαχίες με όλους εκείνους που αποδέχονται την ανάγκη σοβαρών μεταρρυθμίσεων της οικονομίας και της κοινωνίας. Και όπως αντιλαμβάνεστε, αυτά τα μέτωπα, αυτές τις συμμαχίες για τις αλλαγές και τις ρήξεις, δεν μπορούν να τις κάνουν οι δυνάμεις εκείνες που έφεραν τη χώρα στη χρεοκοπία. Και είναι οι ίδιες δυνάμεις που σήμερα υποκριτικά υποστηρίζουν την απλή αναλογική. Η στάση τους, αν μη τι άλλο, εκφράζει το αδιέξοδο στο οποίο έχει περιέλθει η πολιτική τους. Και σε ό,τι αφορά στον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ έχει στα γονίδιά του τις συμμαχίες, αφού ο τίτλος αναφέρεται σε «συνασπισμό». Και αυτές οι συμμαχίες δεν αφορούν σε κυβερνητικούς συνασπισμούς σε επίπεδο ηγεσιών αλλά αφορούν στη βάση και στις κοινωνικές συμμαχίες.
To Γραφείο Τύπου