Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
21/12/2012

Περίληψη ομιλίας Δημήτρη Στρατούλη, βουλευτή Βʼ Αθήνας ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, υπεύθυνου της ομάδας κοινοβουλευτικού ελέγχου του Υπουργείου Εργασίας, στη συζήτηση Επερώτησης του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για την κατάρρευση του ΕΟΠΥΥ.

Η συγχώνευση των κλάδων υγείας των ασφαλιστικών ταμείων και η σύσταση του ΕΟΠΥΥ (Εθνικός Οργανισμός Παροχής Υπηρεσιών Υγείας) παρουσιάστηκε ως μέτρο για την αναβάθμιση της υγειονομικής περίθαλψης παρότι υπηρετούσε κατ'ουσία δημοσιονομικές ανάγκες και πολιτικές απορρύθμισης της δημόσιας υγείας, που υπαγορεύονται από τα Μνημόνια. Στην πράξη η ενοποίηση των κλάδων υγείας των ασφαλιστικών ταμείων μέσω του ΕΟΠΥΥ λειτούργησε ως ένα χαλί κάτω από το οποίο κρύβονται και σωρεύονται «ως σκουπίδια» τα προβλήματα των επιμέρους ασφαλιστικών ταμείων. Τα προβλήματα αυτά των ασφαλιστικών ταμείων διογκώθηκαν από την καταλήστευση της περιουσίας τους μέσω των δομημένων ομολόγων, του παράνομου σαρωτικού κουρέματος που υπέστησαν από το PSI+, της μείωσης των εργοδοτικών ασφαλιστικών εισφορών, της μεγάλης και ανεξέλεγκτης εισφοροδιαφυγής και της απώλειας εσόδων τους λόγω των μνημονιακών πολιτικών μείωσης μισθών, ελαστικοποίησης εργασιακών σχέσεων και υψηλής ανεργίας.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ είχε εξ αρχής καταγγείλλει ότι η «τήρηση των δεσμεύσεων» από τις μνημονιακές κυβερνήσεις έναντι της τρόικας οδηγεί στη διάλυση και των τελευταίων υπολειμμάτων του ΕΣΥ, των κλάδων υγείας των ασφαλιστικών ταμείων και του Κοινωνικού Κράτους και οδηγεί σε μια κοινωνία ακραίας ανισότητας και αποκλεισμού των πλέον αδύναμων και ευάλωτων τμημάτων του λαού.

Το σύντομο διάστημα, που πέρασε από τη σύσταση του ΕΟΠΥΥ, είναι ήδη αρκετό για να διαπιστώσουμε ότι τα προβλήματα πολλαπλασιάζονται και ότι οι ελλείψεις αυξάνονται. Η μέχρι τώρα λειτουργία του ΕΟΠΥΥ επιβεβαιώνει την αρχική εκτίμησή μας ότι στο όνομα του “εξορθολογισμού”, του “νοικοκυρέματος” και των “οικονομιών κλίμακας” θα απαξιωνόταν δραματικά η υγειονομική περίθαλψη των ασφαλισμένων, θα αποσυρόταν η πολιτεία από τις υποχρεώσεις της για χρηματοδότησή της, θα μεταφερόταν τα βάρη της στις τσέπες των ασφαλισμένων και θα οξύνονταν οι ανισότητες στην πρόσβαση στο ύψιστο κοινωνικό αγαθό της υγείας.

Στη μικρή διάρκεια λειτουργίας του ΕΟΠΥΥ βλέπουμε να διαλύονται ακόμη και αυτές οι ανεπαρκείς δομές του ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Την κρίσιμη ώρα, που οι μνημονιακές πολιτικές λιτότητας καθιστούν τη δημόσια και δωρεάν υγειονομική περίθαλψη επιτακτικότερη για εκατοντάδες χιλιάδες οικονομικά εξαθλιωμένους, οι δημόσιες δομές της αποδιαρθρώνονται και συρρικνώνονται δραματικά. Εννιάμιση εκατομμύρια ασφαλισμένοι στριμώχνονται κάτω από την ομπρέλα του ΕΟΠΥΥ σʼ ένα σύστημα με λιγότερους γιατρούς (4.500 από 20.000 που έλεγαν αρχικά), μειωμένες παροχές, μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση των ασθενών και έναν ελλειμματικό προϋπολογισμό.

Οι ασφαλισμένοι βιώνουν καθημερινά τις τεράστιες ελλείψεις σε γιατρούς και υγειονομικούς λόγω των μνημονιακών στόχων μείωσης των προσλήψεων σε ασφαλιστικά ταμεία και νοσοκομεία, που είναι ήδη υποστελεχωμένα.  Με πρόσχημα την πάταξη της διαφθοράς και της σπατάλης στο χώρο του φαρμάκου, εκατοντάδες φάρμακα εξαιρούνται από τις λίστες συνταγογράφησης, την ίδια στιγμή που κερδοσκοπικά συμφέροντα εταιρειών φαρμάκου οργιάζουν και ενώ έχουμε κρούσματα νεφροπαθών, διαβητικών και καρκινοπαθών που μπήκε σε άμεσο κίνδυνο η ζωή τους λόγω της μη άμεσης κάλυψης των φαρμάκων τους (ελλείψεις, πανάκριβα φάρμακα που πληρώνουν από την τσέπη τους κλπ) και των απαραίτητων αναλώσιμων για την υγεία τους. Ταυτόχρονα, οι παρεμβάσεις στους κρίσιμους τομείς της προληπτικής ιατρικής και της ιατρικής της εργασίας υποβαθμίζονται ακόμα περισσότερο, ενώ στο όνομα της άμεσης μείωσης δαπανών προωθούνται οι “φθηνότερες” έναντι των επιστημονικά καλύτερων ιατρικών και φαρμακευτικών πρακτικών.

Ανεξάρτητα από τις δραματικές και πολλές φορές ανθρωποκτόνες ελλείψεις κάλυψης των αναγκών υπηρεσιών υγείας και φαρμάκων, ο ΕΟΠΥΥ οδηγείται άμεσα σε χρεοκοπία, αφού από τη σύστασή του έχει ξεκινήσει με πρωτογενές έλλειμμα 1.3 δισ. ευρώ, και με συσσωρευμένο έλλειμμα/υποχρεώσεις ασφαλιστικών ταμείων που συγχωνεύτηκαν για 2009-2010-2011 3,5 δις ευρώ , ενώ η προϋπολογισμένη κρατική χρηματοδότησή του για το 2012 περικόπηκε από το 2ο Μνημόνιο κατά 0,5 δισ. ευρώ. Παράλληλα, οι ασφαλιστικές εισφορές μειώνονται δραματικά  (στα 3 - 3,2 δισ. ευρώ, από τα 4,5 δισ. ευρώ που είχαν προϋπολογιστεί για το 2012) ως συνέπεια των μνημονιακών πολιτικών απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, αύξησης της ανεργίας, μείωσης των μισθών και συντάξεων αλλά και ανοχής ή ενθάρρυνσης της εισφοροδιαφυγής. Το διπλό αυτό χτύπημα στην οικονομική βιωσιμότητα του ΕΟΠΥΥ  έχει άμεσο αντίκτυπο αφενός στο έλλειμμά του που θα φτάσει φέτος στα 2,2 δις ευρώ και αφετέρου στα διογκούμενα χρέη του έναντι των ασφαλισμένων, των παρόχων Υγείας και των προμηθευτών, των φαρμακοποιών και του ιατρικού προσωπικού. Με δεδομένο ότι ο ΕΟΠΥΥ είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος υγειονομικός οργανισμός στην Ευρώπη, η οικονομική κατάρρευσή του συμπαρασύρει ολόκληρο το δημόσιο σύστημα υγείας. Ήδη οι δείκτες υγείας στη χώρα μας έχουν επιβαρυνθεί δραματικά (περισσότεροι ανασφάλιστοι, λιγότεροι γιατροί, περισσότερες ασθένειες).

Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ αγωνίζεται  για ένα ενιαίο δημόσιο φορέα υγειονομικής περίθαλψης με δωρεάν και ισότιμη πρόσβαση όλων των κατοίκων της χώρας μας σε επαρκείς ποιοτικές υπηρεσίες. Προϋπόθεση για την υλοποίηση του στόχου αυτού αποτελεί η εγκατάλειψη των βάρβαρων μνημονιακών πολιτικών επιλογών της λιτότητας, της ύφεσης και της ανεργίας. Σε κάθε περίπτωση ο κρατικός προϋπολογισμός πρέπει να εγγυηθεί την επαρκή δημόσια χρηματοδότηση της δημόσιας υγείας-και ειδικά για τον ΕΟΠΥΥ την έκτακτη χρηματοδότησή του από τον κρατικό προϋπολογισμό του 2012-για την κάλυψη της απώλειας εσόδων του από ασφαλιστικές εισφορές, για την προστασία του αυξανόμενου αριθμού ανασφάλιστων και κυρίως για την αποτροπή της επαπειλούμενης οικονομικής κατάρρευσής του. Και για να γίνουμε πιο συγκεκριμένοι προτείνουμε ο ΕΟΠΥΥ, παρότι δεν δημιουργήθηκε όπως θα έπρεπε, να στηριχτεί και να αναβαθμιστεί ο ίδιος και η ποιότητα των υπηρεσιών του ενισχυόμενος με σταθερή ετήσια χρηματοδότηση από την κρατικό προϋπολογισμό ύψους 1% του ΑΕΠ.