Με αφορμή τη συζήτηση για την κύρωση διακρατικών συμφωνιών της Ελλάδας για τον τουρισμό (με Πολωνία, Λευκορωσία και Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα) στην Επιτροπή Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής, επιχειρήθηκε για μια ακόμα φορά εκ μέρους της αντιπολίτευσης, ιδιαιτέρως από την πλευρά του ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ, να ανοίξει ένας ουσιαστικός διάλογος για τα προβλήματα του τουρισμού, παρουσία της ίδιας της Υπουργού.
Δυστυχώς, οι εκπρόσωποι της κυβέρνησης εμφανίστηκαν αρκετά απρόθυμοι είτε να δώσουν ουσιαστικές απαντήσεις είτε να διεξάγουν ειλικρινή πολιτικό διάλογο˙ αντιθέτως, επιχείρησαν να παρουσιάσουν τη διαδικασία κοινοβουλευτικού ελέγχου ως τυπική και παρελκυστική στη λήψη αποφάσεων. Παράλληλα, δόθηκε μια εικόνα εξωραϊσμένη, όπου το Υπουργείο δήθεν ετοιμάζεται να εκτοξεύσει την τουριστική ανάπτυξη, καταπολεμά δραστικά τα φαινόμενα φοροδιαφυγής και εισφοροδιαφυγής και έχει ισχυρό πολιτικό ρόλο.
Φυσικά, η πραγματικότητα είναι άλλη: διάφορες φωνές από την πλειοψηφία μέσα στην αίθουσα θεωρούσαν πολιτικά αυτονόητο να εισφοροδιαφεύγουν οι επιχειρηματίες, όταν εκμεταλλεύονται το θεσμό της πρακτικής και των ασκούμενων, που προσφέρουν υπηρεσίες με εργασιακούς όρους «γαλέρας», ενώ τέσσερα χρόνια χωρίς την παραμικρή νομοθετική ενέργεια στον τουρισμό είναι πάρα πολλά για μια κατεξοχήν τουριστική χώρα.
Ο ΣΥΡΙΖΑ–ΕΚΜ δηλώνει ότι συμμετέχει ενεργά στο δημόσιο διάλογο, έχοντας ήδη πραγματοποιήσει σειρά συζητήσεων με εργαζόμενους, οργανώσεις και φορείς που δραστηριοποιούνται στον τουρισμό. Ατυχώς για την κυβέρνηση, ο δημόσιος διάλογος που οραματιζόμαστε δεν χαρακτηρίζεται από μονομέρεια και μεροληψία προς τα μεγάλα συμφέροντα, αλλά έχει κοινωνικό πρόσημο, πραγματικό αναπτυξιακό προσανατολισμό και τα συμφέροντα των εργαζόμενων στον τουρισμό σε κεντρική θέση.
To Γραφείο Τύπου