Η Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ παραχώρησε σήμερα συνέντευξη τύπου για τις θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για τις συλλογικές συμβάσεις εργασίας με αφορμή την έναρξη της μετενέργειας των τελευταίων απο αυτές σε κλαδικό επίπεδο.
Εκ μέρους της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ εισήγηση έκαναν οι βουλευτές Δημήτρης Στρατούλης, υπεύθυνος της ΕΕΚΕ Υπουργείου Εργασίας και ο Αλέξης Μητρόπουλος, υπεύθυνος της ΕΕΚΕ Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης
Τη συζήτηση συντόνισε η βουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Δέσποινα Χαραλαμπίδου, ενώ παραβρέθηκαν οι βουλευτές Σταθάς Γιάννης, Καραγιαννίδης Χρήστος, Κουρουμπλής Παναγιώτης, Αμανατίδης Γιάννης, Καφαντάρη Χαρά, Δούρου Ρένα, Χατζηλάμπρου Βασίλης και Κριτσωτάκης Μιχάλης.
Συμμετείχαν, επίσης, ο Γιώργος Γαβρίλης, υπεύθυνος εργατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ – ΕΚΜ, η Δέσποινα Σπανού, υπεύθυνη του τμήματος εργατικής πολιτικής του ΣΥΡΙΖΑ- ΕΚΜ, ο Μπόλας Μάξιμος Γραμματέας της Νομαρχιακής Επιτροπής των ΔΕΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ- ΕΚΜ, ο Απόστολος Καψάλης, επιστημονικός συνεργάτης της ΚΟ του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και οι συνδικαλιστές Πεπές Ζώης, Χαρίσης Γιώργος, Σπινάσας Γιάννης
** Ακολουθούν αναλυτικά οι εισηγήσεις των Δημήτρη Στρατούλη και Αλέξη Μητρόπουλου, ένα σύντομο σχόλιο του Γ. Σταθά καθώς και η πρόταση νόμου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ για την αποκατάσταση του κατώτατου μισθού, των συλλογικών συμβάσεων, του θεσμού της διαιτησίας και για την ανασυγκρότηση του Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας και της Εργατικής Εστίας, η οποία έχει κατατεθεί στη Βουλή από τον Ιούλιο του 2012 και μέχρι σήμερα δεν έχει έρθει στην αρμόδια Κοινοβουλευτική επιτροπή, με ευθύνη τόσο της κυβέρνησης όσο και του Προέδρου της Βουλής.
Καταρχήν θέλουμε να καταγγείλουμε δύο νέα αυταρχικά ολισθήματα της τρικομματικής κυβέρνησης. Πρώτον, την επίθεση από δυνάμεις των ΜΑΤ στους Νέους/ες του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, που πραγματοποιούσαν συμβολική παράσταση διαμαρτυρίας έξω από το πανεπιστημιακό γραφείο του Γ.Γ. του Υπουργείου Οικονομικών και τον τραυματισμό των Βουλευτών μας Κώστα Μπάρκα και Βαγγέλη Διαμαντόπουλο, για τα οποία υπάρχει και σχετική καταγγελία του γραφείου τύπου του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ. Δεύτερον, την παρουσία δύο αστυνομικών σε υπηρεσία στη χθεσινή σύσκεψη του Συντονισμού Πρωτοβάθμιων Σωματείων για τον προγραμματισμό της πανελλαδικής πανεργατικής απεργίας της 20ης Φλεβάρη, που διεξαγόταν στα γραφεία του Σωματείου Μισθωτών Τεχνικών. Και τα δύο γεγονότα εντάσσονται στην «στρατηγική της έντασης» που ακολουθεί η κυβέρνηση έναντι του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ και του λαϊκού κινήματος και θυμίζουν παλιές, πολιτικά ανώμαλες, περιόδους στην ιστορία της χώρας μας. Ειδικά η παρουσία αστυνομικών σε συνδικαλιστική σύσκεψη θυμίζει το αλήστου μνήμης συνδικαλιστικό της ασφάλειας στη μετεμφυλιακή περίοδο και στη χούντα.
Σε ό,τι αφορά το θέμα αυτής της συνέντευξης τύπου, η σημερινή ημέρα θα μείνει ανεξίτηλα χαραγμένη στην ιστορική μνήμη των εργαζομένων της χώρας μας, ως η ημερομηνία που η τρικομματική κυβέρνηση (ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ) των μνημονίων και της λιτότητας σήμανε με κάθε επισημότητα το τέλος των 42 εναπομεινασών κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας και του ελληνικού συλλογικού εργατικού δικαίου. Κατʼ ουσίαν, εδώ και μήνες η συλλογική διαπραγμάτευση και οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας αποτελούν παρελθόν, έπειτα από σωρεία προδήλως αντισυνταγματικών, αντεργατικών και αντιδημοκρατικών νομοθετικών παρεμβάσεων των μνημονιακών κυβερνήσεων της τελευταίας τριετίας, την στιγμή που η εργοδοτική πλευρά διατηρεί το απόλυτο δικαίωμα της διαμόρφωσης του ύψους των αποδοχών, είτε με συμβάσεις-φωτοαντίγραφα των προτάσεών της, είτε δια της (απειλής της) ατομικής διαπραγμάτευσης και συμφωνίας ή ακόμα και της απόλυσης.
Την περίοδο των μνημονιακών κυβερνήσεων και των κατεδαφιστικών πολιτικών τους οι συλλογικές συμβάσεις εργασίας από θεσμός προστασίας των εργαζομένων μετατρέπονται σε μηχανισμό απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων και δραματικής συρρίκνωσης των αποδοχών τους, ενώ παράλληλα, με την ίδια ακριβώς επιδίωξη, εκτοξεύεται ο αριθμός των ατομικών συμβάσεων εργασίας.
Σύμφωνα με το ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, από το Οκτώβριο του 2011 (Ν. 4024) έως τα τέλη Νοεμβρίου 2012 υπογράφονται 930 επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας και μάλιστα στην μεγάλη τους πλειοψηφία (80%) ανάμεσα στον εργοδότη και στο εργοδοτικό μόρφωμα των ενώσεων προσώπων και όχι με τη συνδικαλιστική οργάνωση των εργαζομένων. Το ποσοστό της μέσης μείωσης των αποδοχών είναι κυριολεκτικά ανυπολόγιστο, διότι εκτός από τις περιπτώσεις ονομαστικών μειώσεων της τάξης του 15%, του 20%, του 30%, ή και του 40-50% στην συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων «συμφωνείται» μείωση-προσαρμογή των αποδοχών στα επίπεδα της εκάστοτε Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, δηλαδή σε μικτούς μηνιαίους μισθούς 586 ευρώ (ή 511 ευρώ για τους νέους έως 25 ετών).
Επιπλέον, υπολογίζεται ότι η λήξη της ισχύος και η μη ανανέωση των κλαδικών, ομοιοεπαγγελματικών και επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων, μετά την λήξη της μεταλλαγμένης πλέον μετενέργειάς τους, εντός του προηγούμενου έτους έχει υποχρεώσει το 60% των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα, δηλαδή περίπου 1.200.000 άτομα, σε ατομικές συμβάσεις εργασίας με δραστικές έως σφαγιαστικές μειώσεις μισθών.
Με την σημερινή λήξη της ισχύος των υπολοίπων 42 κλαδικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, που επιβίωσαν από το καταστροφικό πέρασμα του δευτέρου μνημονίου, και εφόσον δεν υπογραφούν νέες στο διάστημα των τριών επομένων μηνών, που θα ισχύει η νέα μεταλλαγμένη μετενέργειά τους, εκτιμάται ότι το συνολικό ποσοστό των εργαζομένων που οι αποδοχές τους θα καθορίζονται με ατομική συμφωνία, δηλαδή με πλήρη παράδοσή τους στην κερδοσκοπική βουλιμία των εργοδοτών, θα εκτιναχθεί έως τα τέλη του 2013 στο 80% και ότι οι μειώσεις των μισθών τους θα φτάσει το 50%.
Καθίσταται, έτσι, σαφές ότι η συντριπτική πλειοψηφία των εργαζομένων του ιδιωτικού τομέα κινδυνεύει να αμείβεται με τον κατώτατο μισθό της εθνικής γενικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, ο οποίος μεταλλάσσεται πλέον σε γενικώς καθολικό μισθό για το σύνολο των εργαζομένων. Τα κατώτατα μισθολογικά όρια δεν αφορούν, όπως μέχρι πρότινος, στους λίγους και στους «εκτός των τειχών» της προστασίας των κλαδικών-ομοιοεπαγγελματικών και των επιχειρησιακών συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αλλά σχεδόν στους πάντες -δεδομένου ότι αυτά τα «τείχη» έχουν ανατιναχθεί- οι οποίοι οδηγούνται σε ραγδαία φτωχοποίηση και οικονομική εξαθλίωση
Όσον αφορά τις δηλώσεις του Υπουργού Εργασίας κ. Βρούτση την περασμένη Κυριακή, αλλά και τις πιο πρόσφατες του Γενικού Γραμματέα του Υπουργείου Οικονομικών κ. Μέργου, θεωρούμε ότι δεν τις έκαναν κατά λάθος, αλλά συνειδητά παίζοντας ουσιαστικά τον ρόλο του «λαγού» ως προς τις πραγματικές προθέσεις τις κυβέρνησης.
Ο μεν κ. Βρούτσης ουσιαστικά προανήγγειλε ότι η κυβέρνηση, εκτός από το δικαίωμα των συλλογικών συμβάσεων εργασίας —το οποίο, όπως προαναφέραμε, ουσιαστικά έχει καταργηθεί στη χώρα μας, θα καταργήσει άλλα δύο συνταγματικά δικαιώματα, αυτά της απεργίας και του συνδικαλισμού, δίνοντας συνέχεια στις αυταρχικές πρακτικές της για αντιμετώπιση των απεργιών με πολιτικές επιστρατεύσεις, δικαστικές απαγορεύσεις και ωμή καταστολή.
Η κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ-ΔΗΜΑΡ, προκειμένου να τσακίσει τις λαϊκές αντιστάσεις στις βάρβαρες μνημονιακές πολιτικές της και για να επιβάλλει στο λαό μας προς όφελος των κερδών της εγχώριας οικονομικής ολιγαρχίας και των ξένων «επενδυτών» μισθούς Κίνας και εργασιακές σχέσεις Ουγκάντας, συνεχίζει τον αυταρχικό κατήφορό της, που δεν έχει τέλος, βάζοντας σε διακινδύνευση πλέον και την ίδια τη δημοκρατία στη χώρα μας, αφού με την ακύρωση των δικαιωμάτων για συλλογική διαπραγμάτευση και για απεργία «ξεριζώνει» από τα συνδικάτα την ίδια την ψυχή τους και τα μετατρέπει σε απλές λέσχες συζητήσεων.
Όσον αφορά τον κ. Μέργο, στην ουσία ομολόγησε αυτό το οποίο έχουν συμφωνήσει οι μνημονιακές κυβερνήσεις με την τρόικα. Στο 2ο μνημόνιο υπάρχει διάταξη —η οποία έχει ψηφιστεί δυστυχώς από την τότε πλειοψηφία της Βουλής (ΠΑΣΟΚ-ΝΔ) τον περασμένο Φλεβάρη του 2012— που αναφέρει ότι ο κατώτερος μισθός θα πάει σε επίπεδα ανταγωνιστικών προς την Ελλάδα χωρών της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, δηλαδή της Ρουμανίας, Βουλγαρίας, Εσθονίας, Λεττονίας κλπ. Και εάν λάβουμε υπόψη —πρέπει να τονιστεί αυτό— ότι η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας λήγει 31 Μαρτίου 2013 και ότι πλέον, με βάση μνημονιακό νόμο, δεν θα καθορίζεται με συμφωνία μεταξύ ΓΣΕΕ και εργοδοτικών φορέων αλλά με Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου, μετά από εισήγηση του υπουργού Εργασίας, αυτό σημαίνει ότι από 1η Απριλίου 2013 και μετά —και δεν πρόκειται για πρωταπριλιάτικο αστείο— θα μπορούν η εκάστοτε κυβέρνηση και ο εκάστοτε υπουργός Εργασίας να καθορίζουν τον κατώτερο μισθό σε όποια επίπεδα θέλουν. Γιʼ αυτό καλέσαμε τον ελληνικό λαό να μην επαναπαύεται στις διαβεβαιώσεις του κ. Στουρνάρα ή του κ. Βρούτση ότι δεν τίθεται θέμα κατώτερου μισθού.
Η χθεσινή αποκαλυπτική απάντηση του επιτρόπου Όλι Ρεν αποκαθιστά την αλήθεια επισημαίνοντας ότι η περαιτέρω σύγκλιση των αποδοχών στην Ελλάδα με τις αντίστοιχες σε χώρες, όπως η Βουλγαρία ή η Ρουμανία, δηλαδή στα 150 ευρώ μηνιαία, παραμένει ρητός μνημονιακός στόχος για το άμεσο μέλλον.
Γίνονται, έτσι, απολύτως κατανοητά τα αίτια της πραξικοπηματικής άρνησης της κυβέρνησης να φέρει προς συζήτηση στην Βουλή την Πρόταση του Νόμου του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ που έχει κατατεθεί από τις αρχές Ιουλίου 2012 και η οποία αφορά στην κατάργηση της Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου με αριθμό 6 της 28/02/2012, με την οποία –μεταξύ άλλων- μειώθηκαν οι κατώτατες αποδοχές κατά 22% και κατά 32% για τους νέους κάτω των 25 ετών.
Για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ η αποκατάσταση των κατώτατων αποδοχών δεν αποτελεί απλά ένα μέσο οικονομικής στήριξης και αποκατάστασης της αγοραστικής δύναμης των ασθενέστερων οικονομικά τμημάτων των εργαζομένων, αλλά αναδεικνύεται σε μείζον ζήτημα δημοκρατίας, γιατί η συλλογική διαπραγμάτευση και το δικαίωμα της υπογραφής συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποτελούν κατακτημένα εδώ και δεκαετίας δικαιώματα των εργαζομένων στην Ελλάδα και στην Ευρώπη.
Η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για την επαναφορά του κατώτερου μισθού στα προηγούμενα επίπεδα, για την κατάργηση όλων των αντισυνταγματικών κανόνων απορρύθμισης της συλλογικής εργατικής νομοθεσίας και για την ανασύσταση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων και της διαιτησίας έχει ως στόχο την επαναφορά στη χώρα μας του εργατικού δικαίου που την τελευταία μνημονιακή τριετία είχε μετατραπεί σε εργοδοτικό δίκαιο. Ταυτόχρονα εξασφαλίζει τις απαραίτητες προϋποθέσεις για να αναχαιτιστεί η βαθιά υφεσιακή επιλογή της «εσωτερικής υποτίμησης» που κατακρεουργεί το διαθέσιμο εισόδημα των μισθωτών, την ίδια ώρα που αυξάνει υπέρμετρα τα κέρδη των μεγάλων επιχειρήσεων και την μαζική ανεργία.
Από την άλλη, η δέσμευση του ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ για την επαναφορά του κατώτερου μισθού και των συλλογικών συμβάσεων εργασίας εντάσσεται στα πλαίσια της συνολικής εναλλακτικής πρότασής του για την ανάδειξη μίας αριστερής κυβέρνησης, που θα απελευθερώσει τη χώρα από τα μνημόνια, το μεγαλύτερο μέρος του χρέους και τοις επαχθείς όρους των δανειακών συμβάσεων και θα προωθήσει ένα σχέδιο οικονομικής και κοινωνικής ανόρθωσης προς όφελος όλων εκείνων που παράγουν τον κοινωνικό πλούτο και όχι αυτών που τον αρπάζουν και τον καταληστεύουν.
Καλούμε όλους τους εργαζόμενους να δώσουν στα νέα αντεργατικά σχέδια της κυβέρνησης την απάντηση που της αρμόζει με την καθολική και μαχητική συμμετοχή τους στην πανελλαδική πανεργατική απεργία στις 20 Φλεβάρη. Αυτή η απεργία μπορεί και πρέπει να αποτελέσει την αρχή για ένα νέο νικηφόρο αυτή τη φορά κύκλο αγώνων του λαού μας, που θα οδηγήσει στην ήττα τις καταστροφικές μνημονιακές πολιτικές και την κυβέρνηση που τις υπηρετεί και θα ανοίξει το δρόμο για αντιμνημονιακές προοδευτικές εξελίξεις στη χώρα μας.
Η απαξίωση των Συνδικάτων, η απομείωση του οικονομικού και κοινωνικού τους ρόλου, η αδρανοποίηση όλου του συλλογικού πολιτισμού, ως μηχανισμού άμβλυνσης των κοινωνικών αντιθέσεων και διατίμησης της εργατικής δύναμης, άρχισε μαζί με την επιβολή του Μνημονίου. Αυτή είναι, κατά τους μνημονιακούς κύκλους, η μεγαλύτερη «διαρθρωτική μεταρρύθμιση».
Γιʼ αυτό και η επίθεση στα Συνδικάτα εξελίχθηκε μεθοδικά και σχεδιασμένα από την βρυξελληνική διανόηση και από τη μνημονιακή δημοσιολογία. Έπρεπε να επικρατήσει το δόγμα «ο καθένας μόνος του» για να επιτευχθεί ο κατακερματισμός του κοινωνικού ιστού.
Όσοι συνδικαλιστές αντιστάθηκαν στην παράδοση της χώρας και στην κατεδάφιση του Κοινωνικού Κράτους, δέχτηκαν πρωτόγνωρης έντασης στοχευμένες επιθέσεις (ακόμη και σε προσωπικό επίπεδο), με όλα τα μέσα, από τους συστημικούς αναλυτές, που διόγκωναν ό,τι επιλήψιμο -ή έστω κοινωνικώς αμφισβητούμενο- ενυπάρχει σε κάθε ζώντα οργανισμό.
Με τη λήξη της ισχύος του μεγάλου όγκου των ΣΣΕ σήμερα, την έναρξη της 3μηνης (αντί 6μηνης) μετενέργειας, μπαίνουμε σε μια φάση βίαιης και γενικευμένης αναδιάρθρωσης του συστήματος μισθών στην Ελλάδα, που δεν έχει προηγούμενο στην Ευρώπη˙ όχι μόνο των μισθών του ιδιωτικού τομέα, αλλά και των μισθών του στενού Δημόσιου και των ΔΕΚΟ, κάτι που μέχρι σήμερα έχει αποκρυβεί συστηματικά από την παραπλανητική μνημονιακή δημοσιολογία.
Εν πρώτοις, υπάρχει η ρήτρα της συγκρίσιμης ευθυγράμμισης (ανταγωνιστικής υποτίμησης) με τις χώρες της Κεντρικής και Ν.Α. Ευρώπης (σελ. 713 του ΦΕΚ Α 28/14-2-2012 του ν. 4046/2012-δεύτερο Μνημόνιο)˙ ρήτρα διαρκής και μόνιμη (δομική) της ελληνικής αγοράς εργασίας, ανεξάρτητα από την πορεία της οικονομίας και της βιωσιμότητας του χρέους. Συνακόλουθος ο μονομερής νομοθετικός καθορισμός του κατώτατου μισθού, για τον οποίο οι λεγόμενοι «κοινωνικοί εταίροι» θα εκφράζουν απλώς άποψη!
Ήδη από την τρίτη επικαιροποίηση του πρώτου Μνημονίου (27-7-2011), οι μισθοί του Δημοσίου και των ΔΕΚΟ πρέπει να ευθυγραμμιστούν με τους μισθούς του ιδιωτικού τομέα (σελ. 12-13). Η σταδιακή ολοκλήρωση αυτής της άγνωστης μέχρι σήμερα στο ευρύ κοινό ρήτρας, θα γίνει μέσα σε τρία (3) χρόνια. Αυτό θα καθηλώσει όλους τους μισθούς (και των τριών μισθολογίων) στα επίπεδα του ιδιωτικού τομέα, που -εφεξής, ρυθμιζόμενος μονομερώς από την κυβέρνηση- θα ενεργοποιεί τη ρήτρα «βουλγαροποίησης» για όλα τα μισθολόγια και όχι μόνο του ιδιωτικού τομέα.
Είναι λοιπόν καιρός όλοι οι εργαζόμενοι, ακόμη και αυτοί του «στενού» Δημόσιου Τομέα, που αμείβονται με τα λεγόμενα «ειδικά» μισθολόγια, να αντιληφθούν την πορεία των πραγμάτων και την τύχη που τους περιμένει σε βάθος τριετίας.
Όσον αφορά τον κατώτατο μισθό, η μοίρα του είχε προδιαγραφεί ήδη από το πρώτο Μνημόνιο (ν. 3845/2010, σελ. 1323 άρθρο 2 παρ. 7), όπου είχε προβλεφθεί ότι όλες οι ΣΣΕ μπορούν να αποκλίνουν από την Εθνική Γενική ΣΣΕ. Τότε είχαμε προειδοποιήσει τις Συνδικαλιστικές Οργανώσεις, συσχετίζοντας την παραπάνω πρόβλεψη με την εν γένει οικονομική ανάλυση του Μνημονίου.
Με το τρίτο Μνημόνιο όμως (ν. 4093/2012), τον προϋπολογισμό του 2013 και τον πρόσφατο εφαρμοστικό (ν. 4111/2013), η επίθεση λαμβάνει θεσμικό χαρακτήρα. Πλήττεται ο πυρήνας της συλλογικής αυτονομίας, το ισχυρότερο διαχρονικά όπλο του ταξικού αγώνα, αλλά και του συστημικού Συνδικαλιστικού Κινήματος.
Έτσι, όπως προέβλεπε η τρίτη επικαιροποίηση του πρώτου Μνημονίου (ν. 3845/2010), το δεύτερο Μνημόνιο (ν. 4046/2012), αλλά και το τρίτο, η βίαιη αναδιάρθρωση του ελληνικού συστήματος μισθών (στην ουσία, συνολική αποσάθρωση) εξειδικεύεται περαιτέρω:
α)με την υπαγωγή των ΔΕΚΟ (όπως οριοθετούνται με τον ν. 3429/2005) στο Ενιαίο Μισθολόγιο-Βαθμολόγιο και τη δραστική περικοπή μέχρι και 50% των απολαβών, όπως ορίζεται στην από 12-12-2012 εγκύκλιο του υπουργού Διοικητικής Μεταρρύθμισης, με την πρόβλεψη ότι τα ειδικά μισθολόγια θα ακολουθήσουν τον ίδιο δρόμο,
β)με την αφαίρεση της δυνατότητας από τα Συνδικάτα των ΔΕΚΟ να συνομολογούν αυξήσεις μέσω ΣΣΕ, που έτσι αχρηστεύονται κατʼουσίαν, αφού ο τρόπος και ο μηχανισμός καθορισμού των μισθών θα είναι εφεξής αποκλειστική αρμοδιότητα της κυβέρνησης και των δανειστών,
γ)με την αναλογική εφαρμογή του ν. 4024/2011 στο σύνολό του και για τους υπαλλήλους των ΔΕΚΟ, που θα αφορά όχι μόνο στο μισθολόγιο-βαθμολόγιο, αλλά και στην εφεδρεία-διαθεσιμότητα-κινητικότητα-απολύσεις, όπως ορίζει το τρίτο σκληρότερο Μνημόνιο,
δ)με την αφαίρεση από την ΓΣΕΕ της αρμοδιότητας να συζητά και να διαπραγματεύεται για τον κατώτατο μισθό (σελ. 5612 ν. 4093/2012), αλλά και για κάθε άλλο ζήτημα μισθολογικού χαρακτήρα,
ε)με την πρόβλεψη του τρίτου Μνημονίου ότι κανένας μισθός στον ιδιωτικό τομέα (είτε από ατομική σύμβαση, είτε από ΣΣΕ) δεν μπορεί να είναι κατώτατος του εκάστοτε κατώτατου(!!), κάτι που a contrario σημαίνει, για τους γνωρίζοντες πλέον τους μνημονιακούς ευφημισμούς, ότι όλοι οι μισθοί επιτρέπεται να πέσουν μέχρι τον κατώτατο(!),
στ)με τη θέσπιση, με τον ίδιο ν.4093/2012 (σελ. 5612), για όλους τους εργαζομένους, του παγκόσμιας πρωτοτυπίας συστήματος «καθαρού κατώτατου μισθού» (single minimum wage), χωρίς προσαυξήσεις λόγω προϋπηρεσίας, οικογένειας, σπουδών, συνθηκών κ.ά.
Ειδικότερα, αναφέρεται ότι: «Πέραν της μηνιαίας τακτικής προσαύξησης λόγω προϋπηρεσίας, καμία άλλη προσαύξηση δεν περιλαμβάνεται στον νομοθετικώς καθορισμένο κατώτατο μισθό και ημερομίσθιο». Αλλά και η μοναδική αυτή προσαύξηση δεν χορηγείται, αφού αμέσως παρακάτω ορίζεται ότι: «Έως ότου η ανεργία διαμορφωθεί σε ποσοστό κάτω του 10%, αναστέλλεται η προσαύξηση του νομοθετικώς καθορισμένου νόμιμου κατώτατου μισθού και ημερομισθίου
για προϋπηρεσία που συμπληρώνεται μετά την 14-2-2012».
Ως εκ τούτου, από σήμερα εισερχόμαστε και επίσημα, σε καθολικό σύστημα Ατομικών Συμβάσεων Εργασίας (ΑΣΕ) χωρίς εγγυημένο ελάχιστο (κατώτατο-εισαγωγικό) μισθό/ημερομίσθιο, αφού θα καθορίζεται μονομερώς από την κυβέρνηση σε πρώτη φάση (μεταβατική) και αργότερα θα γίνει αντικείμενο ορισμού από τη λεγόμενη …«ελεύθερη» διαπραγμάτευση μεταξύ αφενός του απορφανισμένου από κάθε συλλογική προστασία εργαζόμενου και αφετέρου του εργοδότη.
Είναι προφανές ότι υπό την απειλή της διαρκώς αυξανόμενης ανεργίας, ο εργαζόμενος της ανάγκης θα υπογράφει ή θα συμφωνεί οτιδήποτε προτείνεται από την εργοδοτική πλευρά. Πρόκειται περί εργασίας χωρίς αρχές, χωρίς έλεγχο, χωρίς κανόνες, χωρίς προστασία, χωρίς κοινωνική νομιμοποίηση.
Η βίαιη εσωτερική υποτίμηση που συντελείται με την εξομοίωση προς τα κάτω όλων των μισθολογίων, αποκρύπτεται με ευφημισμούς από την κυβέρνηση και τον αρμόδιο υπουργό, που παραπλανούν τον ελληνικό λαό ερμηνεύοντας σκόπιμα τον όρο «αναθεώρηση του κατώτατου μισθού» του πρόσφατου Μνημονίου, ως δήθεν διαδικασία αύξησής του. Τα κριτήρια ανταγωνιστικότητας κ.λπ. της οικονομίας που θέτει το σχετικό χωρίο του Μνημονίου αφορούν με βεβαιότητα στη νέα μείωση του κατώτατου μισθού και όλων των άλλων, επειδή το ισχύον ελληνικό μισθολογικό σύστημα είναι «κατωτατο-κεντρικό», δηλαδή και τα επιδόματα που απέμειναν, ορίζονται με βάση το ύψος του κατώτατου μισθού.
Η λεγόμενη «αναθεώρηση» δεν αφορά την επαναφορά των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως ορισμένοι μνημονιακοί δημοσιολόγοι διατείνονται, αλλά αφορά αποκλειστικά και μόνο στον ορισμό του κατώτατου μισθού (πάντα προς τα κάτω), όπως άλλωστε ερμήνευσε τη σχετική διάταξη του Μνημονίου και ο Επίτροπος Όλι Ρεν.
Είναι πασίδηλο πλέον ότι η κυβέρνηση και οι δανειστές διαμορφώνουν μια κοινωνία χωρίς ΣΣΕ και Συνδικάτα (area without union), χωρίς συλλογική δράση και προστασία, για να εντείνουν το αντικοινωνικό έργο της γενικευμένης βίαιης εσωτερικής υποτίμησης. Ο πιο ακραίος, επιθετικός και αναχρονιστικός νεοφιλελευθερισμός προελαύνει με όργανο το κράτος, προτού το καταστήσει ολοκληρωτικά κράτος-«παρία» («rogue»), με τον βίαιο ακρωτηριασμό του και την παράδοση, ακόμη και πολλών κρίσιμων κρατικών λειτουργιών, στο ιδιωτικό νομαδικό κεφάλαιο.
«Την ένταση δεν την προκαλούν ούτε οι εργαζόμενοι ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ ΕΚΜ αλλά οι τροϊκανοί και οι εγκάθετοί τους. Ο ελληνικός λαός είναι ένας περήφανος λαός έχει αγωνιστεί και θα συνεχίσει να αγωνίζεται για την αξιοπρέπειά του. Τα δικαιώματα τα οποία χάνει προσωρινά τα έχει κερδίσει με αίμα και θα τα ξανακερδίσει».
ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΗ ΕΚΘΕΣΗ
Με την υπʼ αριθ. 6/28-2-2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α 38/28-2-2012) για την «Ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012» και στα πλαίσια της υλοποίησης του 2ου μνημονίου επήλθαν εξαιρετικά δυσμενείς ανατροπές στο ήδη απορυθμισμένο εργατικό δίκαιο της χώρας μας. Οι επιπτώσεις της εν λόγω ΠΥΣ στο επίπεδο των αποδοχών, αλλά και στα συλλογικά εργατικά δικαιώματα ήταν καταστροφικές και επιδείνωσαν δραματικά την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει ο κόσμος της μισθωτής εργασίας κατά την διάρκεια των δύο τελευταίων ετών.
Ειδικότερα η νέα απορρύθμιση των εργασιακών σχέσεων είχε το εξής περιεχόμενο:
Πρώτον, μειώθηκε ο κατώτερος μισθός κατά 22% και κατά 32% για τους νέους μέχρι 25 ετών μέχρι το τέλος του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ η εξέλιξη αυτή είχε ως αποτέλεσμα να συμπαρασύρει ανάλογα και τα επιδόματα ανεργίας, ασθενείας, μητρότητας, τις συντάξιμες αποδοχές και τις αποζημιώσεις για υπερωριακή απασχόληση.
Δεύτερον, επήλθαν σημαντικές τροποποιήσεις στον ν. 1876/1990 «περί συλλογικών διαπραγματεύσεων», που κατʼ ουσία ακύρωσαν τις προβλεπόμενες από το Σύνταγμα, τις Διεθνείς Συμβάσεις κ.λπ. διατάξεις περί συλλογικών διαπραγματεύσεων. Οι τροποποιήσεις αυτές αφορούν: α) στην μείωση της διάρκειας και στην συρρίκνωση του περιεχομένου της ισχύος της μετενέργειας των συλλογικών συμβάσεων, β) στην αναστολή -μέχρις ότου η ανεργία στη χώρα διαμορφωθεί σε επίπεδα κάτω του 10%- της ισχύος διατάξεων στα πλαίσια συλλογικών συμφωνιών με τις οποίες προβλέπονται αυξήσεις στις αποδοχές ή υπηρεσιακές ωριμάνσεις με μόνη προϋπόθεση την πάροδο συγκεκριμένου χρόνου εργασίας (επίδομα πολυετίας, χρόνου εργασίας, τριετίας-πενταετίας κοκ).
Τρίτον, απορρυθμίστηκε περαιτέρω το θεσμικό πλαίσιο που σύμφωνα με τον Ν. 1876/1990 αφορά στον Οργανισμό Μεσολάβησης και Διαιτησίας. Συγκεκριμένα καταργήθηκε το δικαίωμα μονομερούς προσφυγής στην διαιτησία, ενώ επήλθαν σημαντικοί περιορισμοί στις εξουσίες του διαιτητή σε ό,τι αφορά στην ρύθμιση της συλλογικής εργατικής διαφοράς.
Τέταρτον, άλλαξε το καθεστώς λύσης συμβάσεων εργασίας σε ΔΕΚΟ και Τράπεζες και καταργήθηκε σε αυτές τις επιχειρήσεις η σταθερότητα και η ασφάλεια της εργασίας.
Από της εφαρμογής της συγκεκριμένης ΠΥΣ το εναπομείναν θεσμικό σύστημα διατίμησης των εργατικών αμοιβών κατέρρευσε, με αποτέλεσμα η αγορά εργασίας να οδηγείται ραγδαία σε συνθήκες «εργασιακής ζούγκλας».
Ενόψει της αδήριτης ανάγκης κοινωνικής προστασίας των μισθωτών και άλλων λαϊκών στρωμάτων και αποτροπής της πλήρους φτωχοποίησής τους, λόγω της παρατεταμένης ύφεσης στην οικονομία που επιφέρουν οι κυβερνητικές μνημονιακές πολιτικές και απορρύθμισης των εργασιακών σχέσεων, απαιτείται η άμεση λήψη μέτρων αποκατάστασης των κατώτερων εγγυημένων μισθών και ημερομισθίων, καθώς και των συλλογικών θεσμών του εργατικού δικαίου.
Με το προτεινόμενο άρθρο 1 της παρούσης πρότασης νόμου, καταργούνται οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/28-2-2012, οι οποίες, επιπλέον, όσο παραμένουν σε ισχύ αναμένεται να προκαλέσουν ανεπανόρθωτες βλάβες σε όλο το σύστημα των συλλογικών διαπραγματεύσεων και να οδηγήσουν σε μαζική φτώχεια και οικονομική εξαθλίωση μεγάλα στρώματα των εργαζομένων.
Ασφαλώς, η σημερινή νομοθετική πρωτοβουλία δεν αποτελεί παρά μια πρώτη, κατεπείγουσας σπουδαιότητας, διορθωτική παρέμβαση στις αντεργατικές ανατροπές στο συλλογικό εργατικό δίκαιο της χώρας μας.
Είναι απαραίτητο να επιδιωχθεί στα πλαίσια μιας ολοκληρωμένης πρότασης νόμου η επανόρθωση όλων των απορρυθμίσεων που υπέστησαν οι συλλογικές ελευθερίες και τα απορρέοντα εργατικά δικαιώματα καθώς επίσης και η βαθμιαία ανατροπή όλων των αποτελεσμάτων που επήλθαν δυνάμει ενεργειών που στηρίχθηκαν στις ρυθμίσεις της υπό κατάργησης ΠΥΣ 6/28-2-2012.
Αντικείμενο νέας πρότασης νόμου που θα καταθεσουμε σε συνέχεια της παρούσας για τις συλλογικές εργασιακές σχέσεις θα αποτελέσουν μεταξύ άλλων:
α) η επαναφορά του δικαιώματος μονομερούς προσφυγής των συνδικάτων στην διαιτησία
β) η επαναφορά των καταργημένων αρμοδιοτήτων του ΟΜΕΔ και η απόδοση πλήρους ρυθμιστικής εξουσίας στον διαιτητή για όλα τα ζητήματα που ρυθμίζονται με συλλογική σύμβαση εργασίας.
γ) η επαναφορά της επεκτασιμότητας των κλαδικών και ομοιοεπαγγελματικών συλλογικών συμβάσεων εργασίας.
δ) η επαναφορά της αρχής της ευνοϊκότερης ρύθμισης σε περίπτωση συρροής συλλογικών συμβάσεων εργασίας διαφόρων επιπέδων όπως προβλεπόταν από το άρθρο 10 του ν. 1876/1990.
Με το προτεινόμενο άρθρο 2 της παρούσας πρότασης νόμου επανασυστήνονται οι καταργημένοι με την παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.4046/2012 Οργανισμοί Εργατικής Εστίας και Κατοικίας.
Το Μνημόνιο 2 (ν. 4046/2012, ΦΕΚ Α 28/14.2.2012) στη σελ. 713 του οικείου ΦΕΚ αναφέρει ότι «…Θεσπίζουμε νομοθεσία για τη μείωση των εισφορών Κοινωνικής Ασφάλισης για τους εργοδότες στο ΙΚΑ κατά 5 ποσοστιαίες μονάδες και θα λάβουμε μέτρα για να διασφαλίσουμε ότι η μείωση αυτή δεν θα έχει δημοσιονομική επίπτωση. … Πρώτον, ως προαπαιτούμενη δράση, θα υιοθετήσουμε νομοθεσία να κλείσουμε μικρά Ταμεία ειδικού σκοπού που ασχολούνται με κοινωνικές δαπάνες με μικρή προτεραιότητα (ΟΕΚ, ΟΕΕ) με μία μεταβατική περίοδο που δεν θα ξεπερνά τους 6 μήνες. …». Ακολούθως εκδόθηκε η ΠΥΣ 7/28.2.2012 που υλοποίησε αυτή τη νομοθετική επιταγή με μεταβατική περίοδο έξι (6) μηνών.
Αντίθετα με την -πρωτοφανούς κυνικότητας και αναλγησίας- αιτιολογία του Μνημονίου ότι «οι κοινωνικές δαπάνες που εξυπηρετούσαν οι δύο οργανισμοί είναι μικρής προτεραιότητας», θεωρούμε ότι οι ανάγκες της εργατικής τάξης για στέγαση, επιδότηση στεγαστικών δανείων και ενοικίου, κοινωνικού τουρισμού και διακοπών, πολιτισμού και ψυχαγωγίας είναι πρωταρχικές και κατεπείγουσες, ιδιαίτερα υπό τις παρούσες συνθήκες ανθρωπιστικής κρίσης.
Οι δραστηριότητες των δύο Οργανισμών στους παραπάνω τομείς κοινωνικής πολιτικής προς τους εργαζόμενους και τα αδύναμα κοινωνικά στρώματα πρέπει να αποκατασταθούν, μάλιστα δε, παρίσταται κατεπείγουσα ανάγκη επέκτασης τους.
Με υπουργικές αποφάσεις θα πρέπει να προωθηθούν, μετά από διάλογο με τις συνδικαλιστικές οργανώσεις των εργαζομένων των δύο οργανισμών, μέτρα για τον εκσυγχρονισμό, ανασυγκρότηση, αναβάθμιση των ΟΕΚ και ΟΕΕ, ώστε να ανταποκρίνονται στις νέες αυξημένες ανάγκες των εργαζομένων. Για όλους τους ανωτέρω λόγους υποβάλλουμε την παρακάτω πρόταση νόμου.
Για την κατάργηση της υπʼ αριθ. 6/28-2-2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου και για την επανασύσταση του «Οργανισμού Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ)» και του «Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)»
Άρθρο 1
Κατάργηση της υπʼ αριθ. 6/28-2-2012 Πράξης Υπουργικού Συμβουλίου
Η υπʼ αριθ. 6/28-2-2012 Πράξη Υπουργικού Συμβουλίου (ΦΕΚ Α 38/28-2-2012 για την «Ρύθμιση θεμάτων προς εφαρμογή της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν. 4046/2012» καταργείται από τότε που άρχισε να ισχύει
Άρθρο 2
Επανασύσταση του «Οργανισμού Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ)» και του «Οργανισμού Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)»
1. Τα ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Οργανισμός Εργατικής Εστίας (ΟΕΕ)» και «Οργανισμός Εργατικής Κατοικίας (ΟΕΚ)», τα οποία καταργήθηκαν δυνάμει της παρ. 6 του άρθρου 1 του ν.4046/2012 επανασυστήνονται από τότε καταργήθηκαν.
2. Η κυριότητα και κάθε άλλο δικαίωμα επί του συνόλου της κινητής και ακίνητης περιουσίας των φορέων της παρ. 1 επανέρχονται αυτοδικαίως σε αυτούς. Στους ίδιους επιστρέφονται και τυχόν έσοδα από την εκμετάλλευση ή εκποίηση της μεταβιβασθείσας περιουσίας τα οποίο συγκέντρωσε ο ΟΑΕΔ στον Ειδικό Λογαριασμό που συστάθηκε με την ΠΥΣ 7 της 28.2.2012 (ΦΕΚ Α 39 29.2.2012).
3. Το πάσης φύσεως προσωπικό των φορέων αυτών που είχε μεταφερθεί στον ΟΑΕΔ μεταφέρεται με την αρχική σχέση εργασίας στον φορέα προέλευσης του, με διαπιστωτική πράξη του ΔΣ του οικείου φορέα. Το χρονικό διάστημα που διανύθηκε στον ΟΑΕΔ και αυτό που τυχόν μεσολαβεί έως τη δημοσίευση της πράξης μεταφοράς και ανάληψης υπηρεσίας του πάσης φύσεως προσωπικού της προηγούμενης παραγράφου, θεωρείται, για κάθε συνέπεια, ως χρόνος πραγματικής υπηρεσίας του και οι αντίστοιχες αποδοχές του για το διάστημα αυτό καταβάλλονται από την υπηρεσία υποδοχής.
4. Λεπτομέρειες εφαρμογής του παρόντος άρθρου ρυθμίζονται με απόφαση των Υπουργών Εργασίας και Κοινωνικής Προστασίας και Εσωτερικών.
To Γραφείο Τύπου