Στη διημερίδα που διοργάνωσε η Διακοινοβουλευτική Συνέλευση της Ορθοδοξίας (ΔΣΟ), στις 3 και 4 Μαρτίου, στην Κωνσταντινούπολη, με θέμα «Η κοινωνική διάσταση των μονοθεϊστικών θρησκειών», μετείχε η Ρένα Δούρου, με την ιδιότητα της Αναπληρώτριας Γενικής Γραμματέως της ΔΣΟ. Στην ομιλία της, με θέμα «Δημοκρατία, κοινωνία των πολιτών, θρησκείες», η Ρ. Δούρου τόνισε μεταξύ άλλων:
• «Αν θεωρήσουμε τη θρησκεία όχι ως προσωπικό βίωμα αλλά ως θρησκευτικό φαινόμενο που αγγίζει και αφορά στη δημόσια σφαίρα, τότε αντιλαμβανόμαστε τον πολιτικό και τον κοινωνικό της ρόλο».
• «Το θρησκευτικό φαινόμενο, που παρά τις περί του αντιθέτου κατά καιρούς αναλύσεις, έχει επιστρέψει για τα καλά στο προσκήνιο (έστω και χωρίς Θεό, έστω και χωρίς ιερό, έστω και χωρίς κάποιες παραδοσιακές απαγορεύσεις / ταμπού) και συνιστά παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις πολιτικές εξουσίες».
• Η διασύνδεση θρησκειών και κοινωνίας των πολιτών «θα κριθεί από το κατά πόσο η θρησκεία διευκολύνει τη διάχυση κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων προς τα κάτω, τασσόμενη στο πλευρό των πολιτών και όχι των ισχυρών / του κράτους, όπως έκανε συχνά η Εκκλησία της Ελλάδας, παραβλέποντας την εύστοχη παρατήρηση του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου: «Η Εκκλησία δεν μπορεί να ανήκει στη λέσχη των δυνατών και των πλουσίων».
• «Σήμερα, εποχή οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, παρατηρούμε την άνοδο ισλαμοφοβικών απόψεων, που ορισμένοι επιχειρούν να θεμελιώσουν στο Ισλάμ και το Κοράνιο. Μόνο αντίδοτο σε αυτές τις ανιστόρητες απόψεις, η γνώση».
• Η ύπαρξη του καθολικού κινδύνου του θρησκευτικού φονταμενταλισμού που «δεν αποτελεί ʽπρονόμιοʼ ούτε του Χριστιανισμού ούτε του Ισλάμ ούτε του Ιουδαϊσμού ούτε του Ινδουϊσμού. Στρέφεται συνολικά κατά της νεωτερικότητας».
• «Εξ ου και το χρέος όλων μας, του καθενός μας από τη θέση που βρίσκεται, να παλέψουμε κατά των αιτίων που τροφοδοτούν τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό: των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, της φτώχειας, της καταπίεσης και της περιστολής των πολιτικών δικαιωμάτων».
Ακολουθεί ολόκληρη η ομ ιλία:
Δημοκρατία, κοινωνία των πολιτών, θρησκείες
Κυρίες και κύριοι,
Να σας ευχαριστήσω με τη σειρά μου για την παρουσία σας.
Η παράταξη της «δημοκρατίας», της «κοινωνίας των πολιτών», και των «θρησκειών», μπορεί να ακούγεται σήμερα αυτονόητη, ωστόσο αν εξετάσουμε πιο μεθοδικά τα πράγματα, αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα είναι πιο περίπλοκα, από ό,τι μπορεί κανείς αρχικά να σκεφθεί. Και η περιπλοκότητα αυτή αφορά δύο επίπεδα. Αφενός, το πώς ορίζεται η έννοια της θρησκείας, και αφετέρου το πώς διαπλέκεται, πως διασυνδέεται σήμερα το θρησκευτικό φαινόμενο με τη δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών.
Πώς ορίζεται λοιπόν η έννοια της θρησκείας; Ο ορισμός αυτός περιλαμβάνει την έννοια του Θεού; Του θείου;
Οι κατά καιρούς ορισμοί που έχουν διατυπωθεί από κορυφαίους διανοητές και φιλοσόφους δεν έχει συγκεντρώσει καθολική αποδοχή. Σύμφωνα με τον Εμίλ Ντυρκάιμ, «Μια θρησκεία είναι ένα αλληλοεξαρτώμενο σύστημα πίστεων και πρακτικών οι οποίες σχετίζονται με πράγματα ιερά, δηλαδή χωρισμένα, απαγορευμένα, πίστεων και πρακτικών οι οποίες συνενώνουν σε μία και την αυτή ηθική κοινότητα, ονόματι Εκκλησία, όλους όσοι τις συμμερίζονται». Αλλά και αυτή, η όσο το δυνατόν ουδέτερη διατύπωση, δεν τυγχάνει ομόφωνης αποδοχής. Και τούτο γιατί ως γνωστόν υπάρχουν θρησκείες χωρίς Εκκλησία, όπως για παράδειγμα ο ινδουϊσμός.
Μήπως λοιπόν αντί να ασχοληθούμε με το τι «είναι» οι θρησκείες, να ασχοληθούμε το τι «κάνουν»; Αυτό που κάνουν οι θρησκείες είναι να καθιστούν «υποφερτή την ανθρώπινη αδυναμία» γράφει ο Φρόιντ στο «Μέλλον μιας Αυταπάτης» (σελ. 75). Ασχολούνται λοιπόν οι θρησκείες αποκλειστικά με τον εσωτερικό κόσμο του ανθρώπου; Αν περιορίσουμε τη θρησκεία στη σφαίρα του ιδιωτικού, του εντός μας, τότε, ναι, πράγματι, οι θρησκείες έχουν να κάνουν αποκλειστικά με τα εσώτερά μας. Ωστόσο, αν θεωρήσουμε τη θρησκεία όχι ως προσωπικό βίωμα αλλά ως θρησκευτικό φαινόμενο που αγγίζει και αφορά στη δημόσια σφαίρα, τότε αντιλαμβανόμαστε τον πολιτικό και τον κοινωνικό της ρόλο. Έναν ρόλο που ιστορικά κυρίως οι δύο από τις τρεις μονοθεϊστικές θρησκείες ουδέποτε απαρνήθηκαν, διεκδίκησαν μάλιστα, μετέχοντας πολλές φορές στη διάρκεια της μακραίωνης στην εξουσία, παίρνοντας μέρος σε στρατιωτικές εκστρατείες. Έτσι, ο Χριστιανισμός παρείχε το πρόσχημα για τις Σταυροφορίες ενώ η εξάπλωση του Ισλάμ ήταν συνυφασμένη με τη στρατιωτική, δια του ξίφους, επιβολή.
Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει ότι το θρησκευτικό φαινόμενο, που παρά τις περί του αντιθέτου κατά καιρούς αναλύσεις, έχει επιστρέψει για τα καλά στο προσκήνιο (έστω και χωρίς Θεό, έστω και χωρίς ιερό, έστω και χωρίς κάποιες παραδοσιακές απαγορεύσεις / ταμπού) και συνιστά παράγοντα που πρέπει να λαμβάνεται υπόψη από τις πολιτικές εξουσίες.
Για παράδειγμα σήμερα, στην Αίγυπτο, η άνοδος στην εξουσία των Αδελφών Μουσουλμάνων συνιστά το επιστέγασμα μιας πορείας που ξεκίνησε στις αρχές του 20ού αιώνα με πρόταγμα το Ισλάμ και όχημα μια αντίληψη περί της κοινωνίας με έμφαση στην προστασία των φτωχών και των αδυνάμων έναντι, αρχικά των βρετανών αποικιοκρατών και κατόπιν έναντι της διεφθαρμένης και αυταρχικής εξουσίας του Χόσνι Μουμπάρακ. Και αποτελεί σήμερα πράγματι μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα δοκιμασία, η επαφή των ΑΜ με την εξουσία. Για πρώτη φορά στην ιστορία τους καλούνται να διαχειριστούν κρατική εξουσία, με ό,τι αυτό συνεπάγεται, για παράδειγμα στην άσκηση εξωτερικής πολιτικής, στις σχέσεις με το Ισραήλ ή τις ΗΠΑ.
Σε αυτήν την προσπάθειά τους οι ΑΜ είναι σίγουρο ότι θα εμπνευστούν από το πρότυπο που έχει εγκαθιδρύσει εδώ και πάνω από δέκα πλέον χρόνια, εδώ στην Τουρκία, το Κόμμα Δικαιοσύνης και Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν. Ένα μοντέλο που έχει ανοίξει μια νέα περίοδο για τη χώρα, συνδυάζοντας την οικονομική ανάπτυξη με ένα σύγχρονο Ισλάμ, αν και βέβαια, όπως παραδέχεται και το ίδιο το AKP, μένουν ακόμη πολλά να γίνουν στο πεδίο των πολιτικών και κοινωνικών δικαιωμάτων. Πρόκειται πάντως για ένα μοντέλο που σίγουρα θα παίξει ρόλο και θα επηρεάσει τις εξελίξεις στις χώρες της Μέσης Ανατολής αλλά και ευρύτερα στον μουσουλμανικό κόσμο. Πρότυπο του AKP, όπως έχει δηλώσει ο Ερντογάν, οι Γερμανοί χριστιανοδημοκράτες, μέρος και αυτοί της ευρύτερης πολιτικής οικογένειας των ευρωπαίων Χριστιανοδημοκρατών.
Εδώ και πολλά χρόνια, στην Ευρώπη, η χριστιανική θρησκεία έχει αποτραβηχτεί στη σφαίρα του ιδιωτικού ενώ βέβαια τους προηγούμενους αιώνες είχε παίξει κορυφαίο και καθοριστικό ρόλο, αποτελώντας τη ραχοκοκαλιά αυτοκρατοριών και μεγάλων δυνάμεων. Σήμερα, ο χριστιανισμός δίνει έμφαση, λόγου χάρη, στην οικουμενικότητα του σεβασμού των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Μια από τις χαρακτηριστικότερες και πιο συνεπείς φωνές αυτής της προσέγγισης είναι και ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος, που σε μια βαρυσήμαντη ομιλία του ενώπιον του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στις 19 Απριλίου του 1994, τόνισε, μεταξύ άλλων ότι πρέπει να σεβόμαστε την ιδιαιτερότητα των λαών και τον πολιτισμό τους, καταδικάζοντας κάθε εθνικιστική υπερβολή, κάθε φανατισμό, κάθε βία και κάθε παρανομία. Επισήμανε ότι η Ευρώπη πρέπει να αναπτυχθεί όχι μόνο με πολιτικά ή οικονομικά ή στρατιωτικά κριτήρια αλλά κυρίως με βάση το ανθρώπινο πρόσωπο και τις ειρηνικές και κοινωνικές σχέσεις των ανθρώπων μεταξύ τους. Πρόκειται για μια προσέγγιση που εναρμονίζει τη χριστιανική θρησκεία, την Ορθοδοξία, στο μεταλλασσόμενο όσο και γεμάτο παγίδες περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης. Ένα περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις, ειδικά σήμερα, με πρώτη εκείνη της προστασίας της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων του ανθρώπου, που σήμερα βάλλονται στο όνομα ενός οικονομικού νεοφιλελεύθερου δογματισμού. «Η ορθόδοξη διάθεση αποδοχής του κάθε ανθρώπου, όπως είναι, με βαθύ σεβασμό της ελευθερίας του, χωρίς την απαίτηση αναγκαστικής προσχωρήσεως στις χριστιανικές απόψεις, δίνει άνεση αναστροφής και κοινωνίας με τους άλλους ανθρώπους έστω κι αν ανήκουν σε άλλες θρησκείες ή ιδεολογίες, βαθύ σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα, προθυμία ουσιαστικής συνεργασίας για την παγκόσμια αποδοχή και την υπεράσπισή τους», παρατηρεί ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας, Αναστάσιος, στο βιβλίο του «Παγκοσμιότητα και Ορθοδοξία» (σελ. 102), υποδεικνύοντας έτσι, τον σύγχρονο τρόπο παρέμβασης, δηλαδή ουσιαστικά ύπαρξης μίας θρησκείας σε ένα σύγχρονο δημοκρατικό πλαίσιο, σε άμεση διαδραστική σχέση με την κοινωνία των πολιτών και τις ανάγκες της. Για παράδειγμα, δεν είναι τυχαίο, ότι ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος δίνει μεγάλη σημασία και προωθεί την προστασία του περιβάλλοντος.
Πρόκειται λοιπόν εδώ για το δεύτερο σημείο-κλειδί της παρέμβασής μου. Τη διασύνδεση σήμερα, των θρησκειών, και ειδικότερα των δύο μεγαλύτερων, του χριστιανισμού και το Ισλάμ με την κοινωνία των πολιτών.
Ζήτημα πρώτο: η διασύνδεση αυτή πρέπει να γίνεται με τρόπο που να μην συνιστά ποδηγέτηση ή χειραγώγηση της κοινωνίας αλλά συμβολή στο σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όπως αυτές κατοχυρώνονται από την Οικουμενική Διακήρυξη για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα του ΟΗΕ, του 1948.
Ζήτημα δεύτερο: η ύπαρξη και η λειτουργία της κοινωνίας των πολιτών. Σύμφωνα με τον καθηγητή Νίκο Μουζέλη «σε μια ισχυρή κοινωνία των πολιτών πρέπει να αποφεύγεται όχι μόνο η υπερσυγκέντρωση πολιτικής αλλά και οικονομικής, κοινωνικής και πολιτισμικής δύναμης. Αυτό σημαίνει τη διάχυση όχι μόνο πολιτικών αλλά και οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων προς τα κάτω» (Το Βήμα, 14/12/1997). Τούτο σημαίνει ότι η προαναφερθείσα διασύνδεση θα κριθεί από το κατά πόσο η θρησκεία διευκολύνει τη διάχυση αυτή, τασσόμενη στο πλευρό των πολιτών και όχι των ισχυρών / του κράτους, όπως έκανε συχνά η Εκκλησία της Ελλάδας, παραβλέποντας την εύστοχη παρατήρηση του Αρχιεπισκόπου Αναστάσιου: «Η Εκκλησία δεν μπορεί να ανήκει στη λέσχη των δυνατών και των πλουσίων» (βλ. στο ίδιο, σελ. 265).
Η ίδια η έννοια της «κοινωνίας των πολιτών» θεωρείται σε ορισμένες περιοχές του πλανήτη, ταυτισμένη με τις δυτικές αξίες των πάλαι ποτέ αποικιοκρατικών δυνάμεων. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και με τα ανθρώπινα δικαιώματα έτσι και στην περίπτωση της κοινωνίας των πολιτών, πιστεύω ότι έχουμε να κάνουμε με οικουμενικές αξίες.
Είναι βαθιά μου πεποίθηση ότι δεν υπάρχουν θρησκείες που είναι «γονιδιακά» κατά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων.
Σήμερα, εποχή οικονομικής κρίσης στην Ευρώπη, παρατηρούμε την άνοδο ισλαμοφοβικών απόψεων, που ορισμένοι επιχειρούν να θεμελιώσουν στο Ισλάμ και το Κοράνιο. Μόνο αντίδοτο σε αυτές τις ανιστόρητες απόψεις, η γνώση. Το ιερό βιβλίο των Μουσουλμάνων προωθεί την κοινωνική δικαιοσύνη, την προστασία των αδυνάμων, της θρησκευτικής ελευθερίας, π.χ. «Στη Θρησκεία δεν υπάρχει καταναγκασμός. Διότι η Αλήθεια έχει ξεχωριστεί απʼ την Πλάνη...», (Κοράνιο, 2:256), καταδικάζει απερίφραστα τη βία και το φόνο: «...αν κανείς τους σκοτώσει κάποιον- εκτός βέβαια αν πρόκειται για δολοφόνο η κακοποιό στη γη- θα είναι, σαν να σκοτώνει όλο τον κόσμο: Αν όμως κανείς, σώσει κάποιον θα είναι σαν να σώζει όλον τον κόσμο», (Κοράνιο, 5:32).
Πιστεύω δηλαδή ότι το Ισλάμ μπορεί να είναι απόλυτα συμβατό με την κοινωνία των πολιτών, προωθώντας και σεβόμενο τη διάχυση των κοινωνικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων των πολιτών, συμπεριλαμβανομένης της θρησκείας τους: «Στη Θρησκεία δεν υπάρχει καταναγκασμός. Διότι η Αλήθεια έχει ξεχωριστεί απʼ την Πλάνη...», (Κοράνιο, 2:256).
Έχω βέβαια επίγνωση του γεγονότος ότι ελλοχεύει πάντα ο κίνδυνος του φονταμενταλισμού. Αυτός όμως δεν αφορά αποκλειστικά το Ισλάμ. Έχει «μολύνει» και τον Χριστιανισμό. Είναι παρών, για παράδειγμα, στα διδάγματα μίσους της Χριστιανικής Δεξιάς στις ΗΠΑ, «του πιο επικίνδυνου μαζικού κινήματος στην αμερικάνικη ιστορία», σύμφωνα με τον Chris Hedger, το οποίο αναπτύχθηκε στην κατάρρευση των ελπίδων «δεκάδων εκατομμυρίων Αμερικανών, οι οποίοι παρατηρούσαν απελπισμένοι τις κοινότητές τους να βυθίζονται στη φτώχεια, μέσα από τη μείωση των βιομηχανικών θέσεων εργασίας, τις οικογένειες και τους γείτονές τους να διαλύονται από την εγκατάλειψη και την αδιαφορία» (New Statesman, 5/3/2007).
Αναφερόμενα στο φαινόμενο του φονταμενταλισμού, τα δυτικά ΜΜΕ προβάλλουν συχνά εικόνες μαινόμενων μουσουλμάνων, να καίνε σημαίες των ΗΠΑ και του Ισραήλ. Πρόκειται για μονομερή κι επιλεκτική προσέγγιση. Γιατί ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός δεν αποτελεί προνόμιο ούτε του χριστιανισμού ούτε του Ισλάμ ούτε του Ιουδαϊσμού ούτε του Ινδουϊσμού.
Στρέφεται συνολικά κατά της νεωτερικότητας, εκμεταλλευόμενος τα εκτεταμένα φαινόμενα διαφθοράς, κατασπατάλησης δημόσιου χρήματος, ατιμωρησίας των πολιτικών, αδιαφάνειας στη λήψη των αποφάσεων, που παρατηρούνται στις κυβερνήσεις όχι μόνο του δυτικού κόσμου. Εκμεταλλεύεται την άνοδο της ανεργίας, της φτωχοποίησης, της αίσθηση γενικευμένης ανημποριάς όλο και πλατύτερων μαζών να παρέμβουν στο δημοκρατικό παιχνίδι και να αλλάξουν τα πράγματα, πυροδοτώντας ακραίες, συχνά βίαιες συμπεριφορές μέσω μιας μανιχαϊστικής ερμηνείας των θρησκειών. Και επιδιώκοντας, σε θεσμικό επίπεδο, το «κλείδωμα» των κοινωνιών σε αρχαϊκά πλαίσια, στραμμένα προς ένα εξιδανικευμένο όσο και ανύπαρκτο παρελθόν.
Και ακριβώς για το λόγο αυτόν ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός συνιστά σοβαρότατη απειλή κατά της Δημοκρατίας. Αλλά και της ίδιας της συνοχής της κοινωνίας των πολιτών.
Πρόκειται, κυρίες και κύριοι, για μια απειλή που μας αφορά όλους μας. Είτε είμαστε θρησκευόμενοι είτε όχι. Είτε είμαστε Μουσουλμάνοι είτε Χριστιανοί. Γιατί ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, είτε από τη μια είτε από την άλλη πλευρά, είτε προέρχεται από το Ισλάμ είτε από τον Χριστιανισμό, έχει τη δυνατότητα να πολιτικοποιήσει και να κινητοποιήσει μάζες ανθρώπων προς συγκρουσιακές κατευθύνσεις. Προς κατευθύνσεις άκρως επικίνδυνες.
Εξ ου και το χρέος όλων μας, του καθενός μας από τη θέση που βρίσκεται, να παλέψουμε κατά των αιτίων που τροφοδοτούν τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό: των κοινωνικών και οικονομικών ανισοτήτων, της φτώχειας, της καταπίεσης και της περιστολής των πολιτικών δικαιωμάτων. Η Οικουμενική Διακήρυξη του ΟΗΕ για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου είναι ίσως πιο επίκαιρη από ποτέ, παρά τα 65 χρόνια που έχουν περάσει από την υπογραφή της. Η ευρύτερη και καθολικότερη εφαρμογή της θα είναι νίκη για όλους μας, για όλες τις παραδοσιακές, αναγνωρισμένες θρησκείες. Και θα είναι μεγάλη ήττα για όλους όσοι ευαγγελίζονται συγκρουσιακές λογικές, που αναιρούν τη Δημοκρατία και την κοινωνία των πολιτών.
Έχω συνείδηση ότι πρόκειται για έναν αγώνα μακρύ και δύσκολο με πολλές αναδιατάξεις, λόγω γεωπολιτικών ανακατατάξεων. Έναν αγώνα που δεν είναι εκ των προτέρων κερδισμένος γιατί οι Λαιστρυγόνες είναι πολλοί, απρόβλεπτοι και πολύμορφοι. Δεν πρέπει όμως να μας αποθαρρύνουν. Γιατί έστω κι αν δεν φθάσουμε ποτέ στην Ιθάκη, το ταξίδι μας, δηλαδή ο αγώνας μας θα έχουν μεγάλη αξία, θα είναι πολύ σημαντικοί: θα έχουν απομακρύνει το φάσμα του σκοταδισμού που συνεπάγεται ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός.
Σας ευχαριστώ για την προσοχή σας.
To Γραφείο Τύπου