Επιτέλους, έφτασε στην Ολομέλεια το νομοσχέδιο για τα ναρκωτικά. Ένα νομοσχέδιο πολύπαθο, γιατί ενώ αφορά ένα τόσο σημαντικό θέμα, τόσες χιλιάδες ανθρώπους, μέσα και έξω από τις φυλακές, μέχρι σήμερα έχανε συχνά τον δρόμο προς την αίθουσα αυτή. Έφτασε λοιπόν σήμερα, αλλά με τροποποιήσεις και τροπολογίες, που εν πολλοίς υπονομεύουν τη συνοχή και τον θετικό χαρακτήρα του.
Το νομοσχέδιο, έπειτα από σκληρή διαπραγμάτευση του Υπουργείου, κυρίως με τη Νέα Δημοκρατία, γίνεται πιο δειλό και αποκτά πιο σκληρό και αυστηρό χαρακτήρα. Συγχρόνως, εισάγονται σωρεία διατάξεων, άσχετες με το αντικείμενό του, διατάξεις που προωθούν τον εθισμό της κοινωνίας στην καταστολή και στην τιμωρία, με σοβαρές επιπτώσεις στα δημοκρατικά και ανθρώπινα δικαιώματα.
Εμείς, ως ΣΥΡΙΖΑ, θα εισηγούμασταν ένα διαφορετικό νομοσχέδιο, που θα υποστήριζε ουσιαστικά τη θεραπεία και την επανένταξη, θα στήριζε τις δομές. Παρʼ όλα αυτά, και παρά την ύπαρξη λοιπών ιδιαίτερα προβληματικών διατάξεων, ψηφίζουμε επί της αρχής το παρόν νομοσχέδιο. Και το κάνουμε, επειδή αφορά άμεσα τις ζωές 7.000 συνανθρώπων μας και των οικογενειών τους. Το υποστηρίζουμε, γιατί ακούσαμε στη διαβούλευση όλους τους εξειδικευμένους φορείς να το υποστηρίζουν. Το υποστηρίζουμε γιατί ακούμε τις φωνές των ανθρώπων, μέσα και έξω από τις φυλακές, φωνές απελπισίας που δεν εκπροσωπούνται. Το υποστηρίζουμε στη μνήμη όλων εκείνων που θα ήταν τώρα ζωντανοί αν ίσχυε, όπως καταθέτουν οι επιστήμονες, οι φίλοι και οι οικογένειές τους.
Ψηφίζουμε λοιπόν «Ναι» επί της αρχής, παρόλο που, το ξαναλέμε, απέχει από αυτό που θα καταθέταμε. Και το κάνουμε γιατί τον χώρο των δομών και της απεξάρτησης τον έχουμε υπερασπιστεί όλα αυτά τα χρόνια και δεν θα μπορούσαμε να κάνουμε τώρα πίσω. Δεν θα μπορούσαμε να κοιτάξουμε κατάματα όλους εκείνους τους συνανθρώπους μας που το περιμένουν σαν μοναδική ελπίδα για αλλαγή στη ζωή τους.
Το νομοσχέδιο αποτελεί καταρχήν ένα θετικό βήμα, που μας βγάζει από το Μεσαίωνα, χωρίς ωστόσο να φτάνει στον 21ο αιώνα, σε σχέση με τις άλλες ευρωπαϊκές νομοθεσίες και τις πρακτικές.
• Για πρώτη φορά έχουμε ένα νομοσχέδιο που δεν αντιμετωπίζει το πρόβλημα των ναρκωτικών μόνο με την καταστολή, αλλά εισάγει και ένα εναλλακτικό δρόμο: τη θεραπεία και την απεξάρτηση ως μέσο αντιμετώπισης και της παραβατικότητας που συνδέεται με τη χρήση – σύμφωνα με την ευρωπαϊκή και τη διεθνή εμπειρία, οι οποίες έχουν δώσει σημαντικά αποτελέσματα.
• Το σχέδιο νόμου αναγνωρίζει, σε πολλά σημεία, την ειδική κατάσταση εξάρτησης στην οποία βρίσκεται ο χρήστης, γιʼ αυτό και του επιφυλάσσει ειδική ευνοϊκότερη ποινική μεταχείριση. Ταυτόχρονα, προβλέπει αυστηρότερες ποινές για το μη χρήστη έμπορο-διακινητή.
• Προβλέπει τη λειτουργία προγραμμάτων απεξάρτησης και θεραπείας σε όλα τα στάδια της ποινικής διαδικασίας, και μέσα στη φυλακή, τόσο των λεγόμενων «στεγνών προγραμμάτων» όσο και προγραμμάτων «χορήγησης υποκατάστατων», πρόβλεψη που θα συντελέσει στη μείωση της βλάβης, στην καλυτέρευση της υγείας του χρήστη αλλά και στη διασφάλιση της αξιοπρέπειάς του. Θεωρούμε ωστόσο ότι πιο αποτελεσματική θα ήταν η δημιουργία ενός ενιαίου φορέα που, ανάλογα με τη φάση της θεραπείας και των εξατομικευμένων αναγκών του χρήστη, θα του παρείχε την υποστήριξη που χρειάζεται σε κάθε φάση, μέχρι το τελικό στάδιο της ψυχολογικής απεξάρτησης. Υπάρχουν, για παράδειγμα, χρήστες που ενώ έχουν μπει σε «στεγνό» πρόγραμμα, δεν αντέχουν, χρειάζονται μια φάση υποστήριξης με υποκατάστατα θα έπρεπε μετά να μπορούν να έχουν πάλι τη δυνατότητα να επιστρέψουν στο στεγνό, αν το επιλέξουν.
• Ιδιαίτερης σημασίας είναι η πρόβλεψη ότι ο κρατούμενος που έχει παρακολουθήσει επιτυχώς πρόγραμμα απεξάρτησης θα απολύεται με ευνοϊκότερους όρους, δηλαδή όταν έχει εκτίσει το 1/5 της ποινής υπό την προϋπόθεση ότι αποφυλακίζεται για να ολοκληρώσει το πρόγραμμα (άρθρο 35). Γιατί, για να είναι ολοκληρωμένη η απεξάρτηση πρέπει να γίνει εκτός φυλακής, και όχι σε περιβάλλον αιχμαλωσίας. Ο άνθρωπος πρέπει να στηριχθεί κατά την επανένταξή του στο κοινωνικό του περιβάλλον και την οικογένειά του, για να μην ξανακυλήσει στα ίδια μοτίβα συμπεριφοράς και τις ίδιες συνήθειες. Στόχος μας δεν είναι να ξεφορτωθούμε περιστασιακά τους ανθρώπους από τη φυλακή, αλλά να τους στηρίξουμε στην αλλαγή τους και στην απεμπλοκή τους απʼ αυτή.
• Διαφαίνεται, επίσης, μια πρώτη απόπειρα στην κατεύθυνση ενός κεντρικού σχεδιασμού για την αντιμετώπιση του προβλήματος των ναρκωτικών. Όμως, παρόλο που εισάγει ένα πιο πλουραλιστικό και διαφανές πλαίσιο με τη σύσταση δύο πολυπρόσωπων οργάνων, όπου εκπροσωπούνται όλοι οι φορείς, το νομοσχέδιο δεν χαράσσει συνολική εθνική πολιτική κατά των ναρκωτικών.
Τα θετικά αυτά βήματα, δυστυχώς, στη συζήτηση στις επιτροπές δεν διευρύνθηκαν. Δεν περιμέναμε βέβαια να συμφωνήσουμε όλοι, αλλά να γίνει ένα ουσιαστικός διάλογος που να αναδεικνύει τις διαφορετικές αντιλήψεις. Όμως, οι βασικές τοποθετήσεις των συναδέλφων της Νέας Δημοκρατίας αναλώθηκαν, εν πολλοίς, σε ένα άρθρο άσχετο με το αντικείμενο του νομοσχεδίου, το άρθρο 62, για τη δυνατότητα αναψηλάφισης μιας δίκης έπειτα από απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου. Ως προς την ουσία του νομοσχεδίου εξαντλήθηκαν σε μια στείρα ρητορική για τη μείωση των ποινών, το «κουρείο ποινών», όπως το ονόμασαν, εξαιτίας του οποίου δεν θα αντιμετωπίζεται η εγκληματικότητα. Όμως, οι προτάσεις για την αυστηροποίηση των ποινών ως μέσο αντιμετώπισης –τίνος άραγε πράγματος, της παραβατικής συμπεριφοράς του χρήστη ή της εξάρτησης;– δεν στηρίζονται σε καμιά επιστημονική έρευνα ή επιτυχημένη ευρωπαϊκή πρακτική. Το αντίθετο. Όλες οι χώρες που παρουσιάζουν θετικά αποτελέσματα –η Γαλλία, η Πορτογαλία, η Ισπανία, οι σκανδιναβικές χώρες– βασίζονται όχι σε μοντέλα καταστολής, αλλά κοινωνικής πολιτικής και πολιτικής πρόληψης, θεραπείας, απεξάρτησης και επανένταξης. Όπως αναφέρει τόσο η αιτιολογική έκθεση αλλά και η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου οι υπερβολικά αυστηρές ποινές οδηγούν σε αναπαραγωγή των παραβατικών συμπεριφορών μετά την αποφυλάκιση. Όπως δείχνει η διεθνής βιβλιογραφία, οι αλλαγές που κάνει ο άνθρωπος στο πλαίσιο της απεξάρτησης συνδέονται ταυτόχρονα και με απομάκρυνσή του από την εγκληματικότητα. Εκτός αν τα πρότυπά μας είναι χώρες όπως η Τουρκία ή η Αίγυπτος, στις οποίες προβλέπονται βαρύτατες ποινές, ακόμα και η θανατική, αλλά όπου ταυτόχρονα ανθεί το εμπόριο ναρκωτικών και η χρήση.
Παρόλο που στο αρχικό κείμενο του νομοσχεδίου οι ποινές ήταν πολύ αυστηρότερες, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, παρακολουθούμε ένα νταραβέρι για την αύξηση των ποινών, λες και είναι οκάδες... Πιέζει η Νέα Δημοκρατία και οι Ανεξάρτητοι Έλληνες για άκριτη αυστηροποίηση, ενώ η Χρυσή Αυγή μιλάει για θανατική ποινή! Κύριε Υπουργέ, αναμένουμε από εσάς να μην υποχωρήσετε στις πιέσεις, να εμμείνετε στην επιστημονική προσέγγιση του ποινικού δικαίου! Επί σειρά ετών υπήρξατε υπερασπιστής του δικαίου, μην ενδώσετε λοιπόν τώρα σε τέτοιους νομικούς και πολιτικούς πρωτογονισμούς!
Προχωράω στις βασικές ελλείψεις και αρνητικά του σχεδίου νόμου.
• Σύμφωνα με το αρχικό σχέδιο νόμου, διατηρούσατε το μεγαλύτερο και αυστηρότερο εύρος ποινής για το βασικό αδίκημα της διακίνησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δηλαδή κάθειρξη από 5 έως 20 χρόνια (άρθρο 20). Σήμερα, κύριε υπουργέ, μας φέρατε τροποποίηση που επιτείνει αδικαιολόγητα την αυστηροποίηση και ξεκινάει από ποινή κάθειρξης 8 ετών και φτάνει στα 20. Προφανώς είναι η απάντησή σας στις κορώνες περί «κουρείου ποινών». Έτσι θα επιβεβαιώσετε ότι έχουμε τις αδικαιολόγητα αυστηρότερες ποινές σε όλη την Ευρώπη. Αποκλίνετε πλέον κατά 180 μοίρες από την απόφαση του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία για το αντίστοιχο αδίκημα προτείνει πολύ χαμηλότερες ποινές, από 1-3 έτη φυλάκιση. Αυτές οι ποινές ισχύουν και στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
• Η άκριτη αυστηρότητα μπορεί να μας οδηγήσει σε άδικα και επικίνδυνα αποτελέσματα. Για παράδειγμα, το άρθρο 23 παρ.1α, που αναφέρεται σε διακεκριμένη μορφή διακίνησης ναρκωτικών που μπορεί να βλάψουν σοβαρά την υγεία πολλών ανθρώπων ή να επιφέρουν το θάνατο, επισύρει ποινή έως και ισόβια, χωρίς όμως να προβλέπει ως απαραίτητη προϋπόθεση τη γνώση του δράστη και την πρόθεσή του, τον δόλο δηλαδή. Το 23 παρ.2β και το παρεμφερές αλλά πλεόν τροποποιημένο άρθρο 71β εισάγουν μια ισοπεδωτική αυστηροποίηση που θα έχει ολέθριες συνέπειες: Εξηγήσαμε, κατα την διαδικασία επεξεργασίας του νομοσχεδίου στις Επιτροπές ότι κάποιος που φέρει βαρύ οπλισμό σε μια ληστεία ή κατά τη διαφυγή του ενώ διακινεί ναρκωτικά,δεν είναι δυνατόν να τιμωρείται με ισόβια κάθειρξη, ακόμα και αν δεν το χρησιμοποιήσει. Μια τέτοια διάταξη όχι μόνο δεν προστατεύει τις ανθρώπινες ζωές, όπως καμώνεται, αλλά, αντιθέτως, τις θέτει σε κίνδυνο. Γιατί αν η ποινή είναι η ίδια, γιατί να μη χρησιμοποιήσει κάποιος το όπλο σε συνθήκη πανικού για να βεβαιωθεί ότι δεν θα αφήσει πίσω του μάρτυρες; Ευτυχώς το Υπουργείο έλαβε υπʼόψιν τα επιχειρήματα μας και εξορθολόγησε την προβλεπόμενη ποινή. Όμως διατήρησε δυστυχώς και εντελώς αναιτιολόγητα τα ισόβια στην περίπτωση του προαναφερόμενου άρθρου 23 παρ.β.
• Μείζων αγκύλωση, σε αντίθεση μάλιστα με τη συλλογιστική της αιτιολογικής έκθεσης, είναι η διατήρηση της ποινικοποίησης της χρήσης (άρθρο 29). Η χρήση προξενεί βλάβη πρωτίστως στον ίδιο τον χρήστη, για τούτο και αυτός χρειάζεται βοήθεια από την Πολιτεία και όχι τιμωρία.
• Όσον αφορά τον εθνικό σχεδιασμό για τα ναρκωτικά, το νομοσχέδιο, παρά τα θετικά βήματα, δεν αποτυπώνει μια συνολική πολιτική. Τη στιγμή που η πρόληψη θα έπρεπε να ειναι η αιχμή του δόρατος της πολιτικής κατά των εξαρτήσεων, το θεσμικό καθεστώς των κέντρων πρόληψης είναι εξαιρετικά επισφαλές: δεν εγγυάται ούτε τη θεσμική τους αυτοτέλεια ούτε τη βιωσιμότητά τους. Έχουμε καταθέσει προτάσεις για τη θεσμική τους ένταξη στην εθνική πολιτική κατά των ναρκωτικών και την μετατροπή τους σε Νομικά Πρόσωπα Δημοσίου Δικαίου.
• Τέλος, η γενικόλογη αναφορά σε συμμετοχή ιδιωτών ως φορέων υλοποίησης σε έναν τομέα τόσο σοβαρό και ευαίσθητο, όπως η απεξάρτηση και η θεραπεία, εγκυμονεί κινδύνους για την εμπορευματοποίηση εξειδικευμένων ιατρικών υπηρεσιών και την εκμετάλλευση τόσο των θεραπευομένων όσο και του συστήματος (άρθρο 58). Για τούτο έχουμε καταθέσει πρόταση απόσυρσης της σχετικής διάταξης της παραγράφου 3 με την οποία εισάγεται η δυνατότητα συμμετοχής ιδιωτών με το μανδύα του Μη Κερδοσκοπικού ή Φιλανθρωπικού χαρακτήρα.
Πέραν όλων αυτών, υπάρχει ένα κομβικό ζήτημα, ένα ερώτημα εφιαλτικό για όσους ασχολούνται με το ζήτημα: Στην Ελλάδα του Μνημονίου και των ισοπεδωτικών περικοπών σε όλους τους κοινωνικούς τομείς, με τις δομές να υποχρηματοδοτούνται, πώς θα υλοποιηθούν οι διατάξεις του νομοσχεδίου και τα προγράμματα; Όταν λ.χ. ο ΟΚΑΝΑ, το ΚΕΘΕΑ, τα κέντρα πρόληψης είναι στα όρια της επιβίωσης, και λειτουργούν χάρη στην ψυχή και την αφοσίωση των εργαζομένων, πώς θα μπορέσουν να ανταποκριθούν στις ανάγκες 4.000 και περισσότερων ανθρώπων που αφορά το νομοσχέδιο; Είναι διατεθειμένη η κυβέρνηση να το στηρίξει; Ειδάλλως, σε τέτοιες συνθήκες, ακόμα και το ιδεωδέστερο νομοσχέδιο κινδυνεύει να μείνει γράμμα κενό, όμορφα λόγια στο χαρτί.
Το δεύτερο μέρος, σύμφωνα με μια γνωστή και απαράδεκτη πρακτική της κυβέρνησης, περιέχει διατάξεις κερματισμένες και εντελώς άσχετες με το νομοσχέδιο. Έτσι, το απόγευμα της Παρασκευής, την τελευταία στιγμή, κατατέθηκε τροπολογία με την οποία προβλέπεται φυλάκιση ενός-τριών ετών (χωρίς αναστολή και μετατροπή) για κατηγορούμενο που παραβιάζει τους περιοριστικούς όρους, σε συγκεκριμένες υποθέσεις κακουργηματικού χαρακτήρα. Διάταξη αυθαίρετη και υπερβολική. Γενικότερα, πολλές από τις διατάξεις του δεύτερου μέρους είναι πρόχειρες και προβληματικές και καταθέσαμε προτάσεις ειτε για τροποποίηση είτε για απόσυρσή τους. Ενδεικτικά:
• Το άρθρο για τα εγκλήματα ρατσιστικής βίας δεν λαμβάνει καμία μέριμνα για την προστασία των θυμάτων. Επιπλέον, περιέχει σφάλματα στον ορισμό (καθώς δεν περιλαμβάνει εγκλήματα που τελούνται για λόγους ταυτότητας φύλου).
• Το άρθρο 71α προβλέπει φυλάκιση για παράνομη είσοδο σε δημόσια υπηρεσία, ακόμα και όταν αυτή δεν λειτουργεί. Θα φυλακίζεται λοιπόν ο δημόσιος υπάλληλος που αναρτά ένα πανό; Ή ένας άστεγος που βρίσκει καταφύγιο σε μια δημόσια αποθήκη μες στο καταχείμωνο;
• Το άρθρο 77 (πρώην 78) για τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων διατηρεί το υπάρχον αποτυχημένο μοντέλο, αναιρώντας κάθε τεκμήριο αθωότητας. Με δεδομένη και τη συστηματική κατάχρηση της διάταξης, ζητάμε την απόλυτη απαγόρευση της δημοσιοποίησης των προσωπικών δεδομένων του κατηγορουμένου.
• Αναφέρθηκα ήδη στην αυστηροποίηση των άρθρων 71 β και γ. Ως προς το 71β που προέβλεπε ισόβια κάθειρξη αν έφερε κανείς βαρύ οπλισμό σε ληστεία, είτε τον χρησιμοποιούσε είτε όχι. Εξηγήσαμε και καταθέσαμε σοβαρά επιχειρήματα για τους λόγους για τους οποίους η διάταξη αυτή θα έθετε σε κίνδυνο αντί να διαφυλάξει, την ανθρώπινη ζωή και τα έλαβε υπʼ όψιν το Υπουργείο και εξορθολόγησε την προβλεπόμενη ποινή σε ποινη κάθειρξης. Ως προς το 71 γ προβλέπεται ποινή δυσανάλογα αυστηρή για κατόχους πλέον βαρύ οπλισμού ή όπλου για τούτο και πρέπει να αποσυρθεί.
***
Το ζήτημα των ναρκωτικών, και με αυτό θα κλείσω, είναι ζήτημα ζωής και θανάτου για χιλιάδες ανθρώπους, νέους κυρίως, τις οικογένειές τους και όλη την κοινωνία. Εμείς, ψηφίζουμε επί της αρχής το νομοσχέδιο, καταθέτοντας ταυτόχρονα τις αντιρρήσεις μας και τις προτάσεις μας για τροποποιήσεις. Και το κάνουμε, όπως είπαμε, ακούγοντας τις τεκμηριωμένες απόψεις των φορέων και των επιστημόνων, ακούγοντας τις φωνές όλων αυτών των ανθρώπων, μέσα και έξω από τη φυλακή, που δεν φτάνουν εύκολα ως εδώ. Σας ευχαριστώ πολύ.