Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
10/03/2013

ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΗΣ Κ.Ο. ΤΟΥ ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, ΑΛ. ΤΣΙΠΡΑ ΣΤΗ ΔΙΗΜΕΡΙΔΑ ΤΟΥ ΙΝΣΤΙΤΟΥΤΟΥ ΕΡΕΥΝΩΝ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗΣ (ΙΝΤΕΡΠΟΣΤ) ΚΑΙ ΤΟΥ LEVY INSTITUTE

Θα ήθελα κατʼ αρχήν να ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές όχι μόνο για τη δυνατότητα που δίνουν σε μένα να παραβρίσκομαι εδώ και να μιλώ σε αυτήν την ημερίδα, αλλά για την ίδια την διοργάνωση που έχουν κάνει, φτιάχνοντας ένα βήμα διαλόγου, συζήτησης, ανταλλαγής εμπειριών το οποίο νομίζω το έχουμε ανάγκη. έρχομαι να μιλήσω μετά από τον κ. Galbraith και νομίζω πως είμαι αναγκασμένος να τοποθετηθώ όχι μόνο στα γενικά ζητήματα στο πώς αντιμετωπίζουμε την κρίση, αλλά στο θέμα της ενότητας αυτού του τραπεζιού, φαντάζομαι ότι πολλοί άλλοι αυτό το διήμερο τοποθετήθηκαν σε ζητήματα που αφορούν στους στόχους, στον προγραμματικό σχεδιασμό, στα βήματα που πρέπει να κάνουμε… Εγώ δε θέλω να επαναλάβω πράγματα τα οποία μπορεί να έχουν ακουστεί. Θέλω να τοποθετηθώ στο θέμα του πάνελ στο οποίο έχω κληθεί.

Βεβαίως παρακαλώ για την επιείκειά σας, διότι έρχομαι από ένα jetlag πιο πρόσφατο από αυτό του κ. Galbraith, ήρθα μόλις πριν από λίγο από μια μακρινή χώρα, στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, μια χώρα που έχει έναν ιδιαίτερο συμβολισμό. Πήγα έχοντας την αίσθηση ότι θα βρεθώ  σε μια κατάσταση οδύνης, εντούτοις βρέθηκα σε μια κατάσταση διεκδίκησης. Χιλιάδες, εκατομμύρια πολιτών στους δρόμους όχι για να πενθήσουν αλλά για να επισημάνουν ότι είναι παρόντες για να συνεχίσουν τον αγώνα. Κι αυτό είναι πάρα πολύ σημαντικό. Αποδεικνύει ότι καμία μεγάλη πολιτική αλλαγή δεν μπορεί να σταθεί αν δε στηρίζεται στη συμμετοχή, στη διεκδίκηση, στο πάθος του ίδιου του λαού να πάρει τα πράγματα στα χέρια του. Και αυτό είναι πολύ σημαντικό μήνυμα και για τα δικά μας πράγματα. Είναι ένα πάρα πολύ σημαντικό μήνυμα για έναν λαό που υποφέρει εδώ και τρία χρόνια, που βρέθηκε στους δρόμους διεκδικώντας, αλλά απογοητεύθηκε. Νομίζω πως η ελπίδα είναι ένα βασικό συστατικό στοιχείο για να μπορέσει κανείς να διεκδικήσει μια διαφορετική προοπτική.

Είπα όμως ότι θα μιλήσω για το θέμα του τραπεζιού μας που είναι τα ζητήματα των συμμαχιών. Και θα ήθελα να σας πω, δεν ξέρω αν η ομιλία μου θα έχει αναταράξεις καθότι την συνέταξα στο αεροπλάνο σε μια πτήση που είχε αναταράξεις, αλλά θα πω το εξής: το ζήτημα των συμμαχιών είναι ένα κορυφαίο ζήτημα που μας απασχολεί πάρα πολύ στον ΣΥΡΙΖΑ. Κι είναι ένα κορυφαίο ζήτημα διότι εξαιτίας της προσέγγισής μας σε αυτό πιστεύω ότι καταφέραμε αυτήν την μεγάλη εκτόξευση των εκλογών του Μάη, όμως εξαιτίας και αυτού και θα εξηγήσω δεν καταφέραμε να έχουμε το αποτέλεσμα που επιθυμούσαμε τον Ιούνιο.

Ο ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε την εκλογική του εκτόξευση κυρίως γιατί έθεσε πολύ έγκαιρα το ζήτημα της διακυβέρνησης ως πρωτεύον, με στόχο την απεμπλοκή από το Μνημόνιο.

Έθεσε δηλαδή ως διακύβευμα το στόχο της απεμπλοκής από το μνημόνιο  ο οποίος θα προέκυπτε ως αποτέλεσμα μιας νέας πλειοψηφίας, ενός ευρύτερου συνασπισμού, πολιτικού και κοινωνικού. Και θα ήθελα να σας θυμίσω πως αυτόν τον στόχο εμείς τον θέσαμε πρώτη φορά τον Ιούνιο του 2011, στην τότε Πανελλαδική Συνδιάσκεψη του ΣΥΡΙΖΑ των πολλών συνιστωσών και των κραδασμών και των προβλημάτων, όταν ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν ένα κόμμα του 4,5%. Και βεβαίως τότε αυτό φάνταζε λίγο μικρομέγαλο, υπερβολικό από την πλευρά μας,  κι όμως αυτό ήταν το κλειδί.

Μιλήσαμε τότε για την ανάγκη εκλογικής συνεργασίας όλων των αριστερών και προοδευτικών δυνάμεων στην κάλπη. Μιλήσαμε για την ανάγκη μιας νέας κοινωνικής συμμαχίας ένας νέου συνασπισμού εξουσίας, ενός συνασπισμού των από κάτω, των μη προνομιούχων, με ειδικό σκοπό την κατάργηση του μνημονίου, δηλαδή αυτό που λέει διαφορετικά ο κόσμος, τη σωτηρία του, τη σωτηρία της κοινωνίας, της οικονομίας, άρα τη σωτηρία και του λαού από αυτή τη λαίλαπα. Και το λέω αυτό γιατί τα τελευταία τρία χρόνια πολλές σωτηρίες έχουμε ακούσει. Πολλές σωτηρίες που σώζουν τις τράπεζες, που σώζουν την οικονομία, αλλά δε σώζουν τον κόσμο. Τι είναι μια χώρα, αν όχι το άθροισμα των ανθρώπων που ζούνε σε αυτήν;

Νομίζω ότι χτυπήσαμε φλέβα όταν το είπαμε αυτό. Για δυο λόγους :

Πρώτον, διότι η εφαρμογή του Μνημονίου και της σκληρής πολιτικής λιτότητας αποκαθήλωνε σταδιακά το κοινωνικό συμβόλαιο: τη συμμαχία της μεσαίας κοινωνικής διαστρωμάτωσης με τα συμφέροντα της αστικής τάξης στη χώρα. Μιας αστικής τάξης που σε αντίθεση με άλλες χώρες στην Ελλάδα αποδέχτηκε αμαχητί το Μνημόνιο, ακόμη κι αν λογικά είχε και έχει στοιχεία που αντιβαίνουν των συμφερόντων της, κι όχι μόνο το αποδέχτηκε αμαχητί, αλλά προσπάθησε και να το επιβάλλει με όσα μέσα διέθετε και ως μονόδρομο στη συνείδηση της μεγάλης πλειοψηφίας του κόσμου. Αυτή η σταδιακή αποκαθήλωση αυτής της συμμαχίας δημιούργησε τις προϋποθέσεις για μια άλλη συμμαχία στον αντίποδά της. Τη συμμαχία της μεσαίας κοινωνικής διαστρωμάτωσης με τους μη προνομιούχους. Μετέφερε δηλαδή το κέντρο βάρους της πολιτικής πλειοψηφίας από τα δεξιά  προς τα αριστερά, το λέω σχηματικά για να συνεννοηθούμε.

Ο δεύτερος λόγος που χτυπήσαμε φλέβα ήταν επειδή αυτή η βίαιη εφαρμογή του μνημονίου, το καθιστούσε εκ των πραγμάτων τη βασική και καθοριστική διαχωριστική γραμμή της συγκυρίας. Όλες οι άλλες διαχωριστικές γραμμές, υπαρκτές, δεν ισχυρίζομαι ότι έχουν σταματήσει να ισχύουν οι ιδεολογίες, δεν ισχυρίζομαι ότι δεν υπάρχουν μια σειρά από διαχωριστικές γραμμές στην κοινωνία μας σήμερα, αυτή όμως ήταν η βασική διαχωριστική γραμμή.

Και νομίζω πως ήταν αυτά τα δύο στοιχεία που έθεσαν την πρότασή μας στο επίκεντρο της συζήτησης. Και τότε σας θυμίζω ότι αυτόν το νέο συνασπισμό, ως προς τη πολιτική του σύσταση, τον προσδιορίσαμε σε ένα ευρύ φάσμα δυνάμεων από τα αριστερά της αριστεράς, λέγαμε τότε, ως τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας. Μιας σοσιαλδημοκρατίας που με την επιλογή της στο μνημόνιο, άρχισε σιγά σιγά να χάνει τη παραδοσιακή της κοινωνική της εκπροσώπηση, δηλαδή τη μεσαία κοινωνική διαστρωμάτωση.

Αν όμως, αγαπητοί φίλοι, αυτή η διατύπωση του στόχου του νέου συνασπισμού εξουσίας και η διαρκής μας επίκληση προς τις άλλες πολιτικές δυνάμεις για μια κυβέρνηση αριστεράς που θα τερματίσει το λάθος και τη τραγωδία του μνημονίου, ήταν αυτό που μας έδωσε τη δυνατότητα να εκτοξευθούμε από το 4% στο 17% στις εκλογές του Μάη, ήταν και αυτό, ή μάλλον ήταν μια από τις βασικές αιτίες αλλά όχι η μόνη που μας στέρησε τη δυνατότητα να έχουμε τα αποτελέσματα που θέλαμε τον Ιούνιο. Διότι τον Ιούνη ήταν κάτι παραπάνω από προφανές, ότι με βάση τη κοινή πολιτική αριθμητική, κυβέρνηση αριστεράς δεν μπορούσε να προκύψει.

Αφού από τη μια μεριά είχαμε ένα ΚΚΕ, που προς έκπληξη κάθε αριστερού και κομμουνιστικού κόμματος όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο, επέμενε πεισματικά και αρνιόταν τη συνεργασία και από την άλλη τη ΔΗΜΑΡ, που στο όνομα μιας αδιόρατης ευθύνης, που στη πραγματικότητα αποτέλεσε το φύλλο συκής ενός αμοραλιστικού κυβερνητισμού, όπως φάνηκε στην πορεία, έκανε από τότε εμφανές πως θα προτιμήσει τη σιγουριά της ζεστής Μνημονιακής αγκαλιάς από το ρίσκο μιας μεγάλης πολιτικής ανατροπής.

Και ερχόμαστε στο σήμερα.

Σήμερα τι έχουμε μπροστά μας;

Κατά την άποψή μου σήμερα μπροστά μας έχουμε τρία μεγάλα πράγματα: ένα φοβερό παράδοξο, μια μεγάλη απειλή για εμάς για τον ΣΥΡΙΖΑ και μια μεγάλη πρόκληση.

Το παράδοξο είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ εκπροσωπεί πολιτικά τη πρόταση που σε κοινωνικό επίπεδο καλύπτει τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των κοινωνικών δυνάμεων, αλλά πολιτικά, στο κοινοβουλευτικό επίπεδο τουλάχιστον, δίνει την αίσθηση αδυναμίας συμμαχιών. Είναι παράδοξο αυτό. Η πρότασή μας αντικατοπτρίζει το συμφέρον μιας μεγάλης πλειοψηφίας. Αλλά επειδή έχουμε συνηθίσει να προσδιορίζουμε την πολιτική ζωή σε αυτά που βλέπουμε στο κοινοβούλιο, δίνεται αυτή η αίσθηση στους πολίτες.

Κι αυτό γιατί τα άλλα δυο αριστερά κόμματα της Βουλής συνεχίζουν τη αυτοκαταστροφική τους πορεία και για τα ίδια αλλά και για την προοπτική του λαϊκού κινήματος στην Ελλάδα.

Από την άλλη σχετικά με τους ΑΝ. ΕΛΛ. θεωρούν πολλοί -και στους ίδιους αλλά και στη αριστερά πολλοί- ότι βρίσκονται σε διαφορετικό ιδεολογικό μήκος κύματος. Ενώ το ΠΑΣΟΚ, όπως πολύ καλά γνωρίζετε εσείς που διοργανώνετε αυτήν την ημερίδα, δεν είναι το ΠΑΣΟΚ που είχαμε κάποτε γνωρίσει, αλλά μετατρέπεται σε μια συνιστώσα της μνημονιακής και ακραίας δεξιάς του κου Σαμαρά.

Άρα, θα βιαστούν κάποιοι να βγάλουν συμπεράσματα και να πουν ότι, οι μόνοι που μπορούν να έχουν συμμαχική προοπτική είναι τα κόμματα του μνημονίου σε ένα σαφές πρόγραμμα. Έχουν πρόγραμμα: το Μνημόνιο.

Αυτή όμως επιτρέψτε μου είναι μια μαγική εικόνα. Είναι μια εικονική πραγματικότητα. Γιατί; Κατά τη γνώμη μου για δύο λόγους:

Ο πρώτος λόγος γιατί σε αυτή την εποχή της βίαιης μνημονιακής προσαρμογής, το μόνο που δεν έχει νόημα να κάνεις είναι υπολογισμούς με βάση τη σταθερή πολιτική αριθμητική. Θυμηθείτε ποια σταθερή πολιτική αριθμητική είχαμε πέρσι τέτοιο καιρό. Ένα χρόνο πριν. Που στις δημοσκοπήσεις ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε 5%, το ΠΑΣΟΚ 18% και η ΝΔ 29%. Και πώς προέκυψε τελικά αυτή η σταθερή πολιτική αριθμητική στις κάλπες του Μαΐου.

Και σήμερα νομίζω ότι είναι απολύτως προφανές ότι μπορεί να υπάρξει μια νέα πολιτική συμμαχία ευρύτερων δυνάμεων. Αριστερών, οικολογικών και προοδευτικών δυνάμεων αλλά και προσωπικοτήτων μπορεί να σχηματιστεί, όχι όμως στη βάση της ορθής πολιτικής αριθμητικής, ούτε στη βάση συμφωνιών από τα πάνω, αλλά στη βάση του διαλόγου και των πρωτοβουλιών και πάλης από τα κάτω, ενάντια σε αυτήν την πολιτική που καταστρέφει το μέλλον μας.

Ο δεύτερος λόγος που αυτή η εικόνα συνιστά εικονική πραγματικότητα είναι διότι το Μνημόνιο δημιουργεί τεράστιες αντιθέσεις, πολώσεις. Εγώ πολλές φορές έχω παρομοιάσει αυτό που γίνεται στη χώρα τα τελευταία χρόνια με μια βίαιη Λατινοαμερικανοποίηση της οικονομικής, κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Όταν έχεις 1.500.000 άνεργους όταν έχεις 500.000 νοικοκυριά που δεν έχουν εισόδημα πλέον η αντίθεση είναι ανάμεσα σε αυτούς που δεν έχουν να φοβηθούν ή να χάσουν κάτι, αυτούς που είναι στο περιθώριο και άρα ψάχνουν ελπίδα να πιαστούν από κάπου και τους άλλους που φοβούνται γιατί ακόμα έχουν πράγματα να χάσουν παρά το ότι έχουν υποστεί τεράστιες μειώσεις στο εισόδημά τους, έχουν ενδεχομένως κάποιες καταθέσεις, μια δουλίτσα που τους επιτρέπει να τα βγάλουν πέρα. αυτό δημιουργεί τεράστιες αντιθέσεις και αυτές τις αντιθέσεις τις είδαμε και στο εκλογικό αποτέλεσμα. Θυμηθείτε ποια ήταν η τομή στο κοινωνικό πλαίσιο υοθ εκλογικού αποτελέσματος. Στις λαϊκές περιοχές, και στις περιοχές εκείνες των πιο εύπορων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτή λοιπόν η Λατινοαμερικανοποίηση, επιτρέψτε μου το νεολογισμό, δημιουργεί πολώσεις και δεν είναι ότι ρευστοποιεί και κατακερματίζει μόνο αλλά πολώνει την πολιτική ζωή ανάμεσα στις δύο βασικές προτάσεις.

Σε αυτήν που λέει ότι πρέπει να συνεχίσουμε, λίγο έχουμε ακόμα και άντε λίγο έμεινε ακόμα και δεν πρέπει να συγκρουστούμε και σε αυτήν που λέει ότι αυτό το πρόγραμμα είναι ένα πρόγραμμα το οποίο δεν βγαίνει, το οποίο είναι έξω από τη λογική και μόνο μέσα από μια μεταφυσική ερμηνεία των πραγμάτων μπορεί κανείς να το αποδεχτεί και πρέπει τώρα να το αλλάξουμε.

Και αυτή η πόλωση είναι κοινωνική και πολιτική και σε αυτό το σημείο επιτρέψτε μου μια παρέμβαση η οποία έχει μια σημασία, τολμώ να το πω, όλοι αυτοί οι αναλυτές που γράφουν και χύνουν σωρηδόν μελάνι για να μας πείσουν ότι το κρίσιμο στοιχείο για το ποιος θα κερδίσει την επόμενη εκλογική αναμέτρηση είναι το ποιος θα καταλάβει το πολιτικό κέντρο, προσέξτε, δεν εννοώ τη μεσαία τάξη. Πρόκειται λοιπόν για αναλυτές οι οποίοι δεν έχουν πάρει χαμπάρι τι έχει συμβεί στη χώρα τα τελευταία χρόνια.

Για ποιό κέντρο μιλάμε σήμερα;

Με το μνημόνιο δεν μπορεί να υπάρξει πολιτικό κέντρο. Και ούτε θα υπάρξει πολιτικό κέντρο. Δεν ξέρω αν αυτό είναι καλό ή κακό πάντως είναι μια πραγματικότητα. Ούτε και κεντροαριστερά μπορεί να υπάρξει με το Μνημόνιο.

Κοιτάτε τι έγινε στην Ιταλία. Ο Μπερσάνι υπό φυσιολογικές συνθήκες έχοντας απέναντί του ένα Μπερλουσκόνι διεφθαρμένο και έχοντας στη λίστα του ακόμα και δυνάμεις της Αριστεράς να τον στηρίζουν  θα έπρεπε να κάνει περίπατο. Έχασε όμως τις εκλογές. Δεν τις κέρδισε οριακά, έχασε ο Μπερσάνι τις εκλογές.

Γιατί τις έχασε όμως; Γιατί δεν είχε καθαρή απάντηση στο βασικό διακύβευμα και αυτό δεν είναι άλλο από το ζήτημα της λιτότητας.

Και όχι μόνο δεν είχε καθαρή απάντηση, αλλά υπόσχονταν μετεκλογική συνεργασία με τον κατεξοχήν Ιταλό Μερκελιστή της Ιταλίας, τον κο Μόντι.

Και νομίζω ότι όσο συνεχίζει σε αυτή τη γραμμή, βλέποντας μια δημοσκόπηση χθες -αν και δε θέλω να στηρίζομαι στις δημοσκοπήσεις- ότι χάνει τρίτο κόμμα βγαίνει.

Άρα λοιπόν αυτό είναι το παράδοξο της ελληνικής πολιτικής πραγματικότητας, ότι δεν μπορούμε να σκεφτόμασταν με του όρους και την αριθμητική της προμνημονιακής εποχής.

Αντιθέτως πρέπει να ξεχάσουμε τα ερμηνευτικά σχήματα του χθες αλλά και τα μοντέλα συμμαχιών και μετώπων του χθες και να αναζητήσουμε νέους σχηματισμούς, στη προοπτική ενός μεγάλου αστερισμού δυνάμεων κι εμείς λέμε ότι σε αυτόν τον αστερισμό ο ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να διεκδικήσει να έχει ένα ρόλο κορμού αλλά αυτό είναι ζήτημα δυναμικής, η ζωή θα το δείξει. Να πάμε σε ένα άλλο μοντέλο όπου αυτός ο μεγάλος αστερισμός δυνάμεων και προσωπικοτήτων θα διεκδικήσει να σταματήσει η καταστροφή του μνημονίου και να ξαναοικοδομηθεί η χώρα σε στέρεες βάσεις μπορεί να δώσει απάντηση στα μεγάλα προβλήματα της χώρας μέσα από συνθέσεις και διάλογο.

Σας περιέγραψα ποιο είναι το παράδοξο, τώρα ποια είναι η απειλή; Και θέλω να το πω με ειλικρίνεια. Η απειλή για μας ξέρετε ποια είναι; Είναι μήπως μέσα από την αναγκαία για την κυβερνητική προοπτική  αναζήτηση συμμαχιών, χάσουμε την ψυχή μας, το ριζοσπαστισμό μας. Αν δείξουμε στον κόσμο ότι δεν είμαστε αυτό που ήμασταν και πήραμε αυτή τη δυναμική αλλά είμαστε κάτι άλλο. Ένα σχήμα που θα προσαρμοστεί στα συστημικά καλούπια. Και αν αυτό μπορεί να ήταν αναγκαίο πριν από τρία τέσσερα χρόνια για ένα κόμμα της αριστεράς αριστερό που ήθελε να αποκτήσει ηγεμονία στο λεγόμενο μεσαίο χώρο για να κυβερνήσει, σήμερα που το σύστημα της μεταπολίτευσης όχι έχει καταρρεύσει έχει σαπίσει και η μυρωδιά μας πνίγει, αυτό αν επιλεγεί από εμάς θα αποτελέσει τη συνταγή της αποτυχίας.

Το ζήτημα για μας δεν είναι να αναζητήσουμε συμμαχίες προκειμένου να γίνουμε  εμείς πιο συντηρητικοί αλλά προκειμένου οι σύμμαχοι και όλοι μαζί να γίνουμε ακόμα πιο ριζοσπαστικοί.

Για να χτίσουμε μια πολιτική και κοινωνική συμμαχία στέρεη, πρέπει να ξεκαθαρίσουμε ότι αυτή η συμμαχία που δε θα έρθει να επιδιορθώσει πτυχές αλλά θα έρθει να αντικαταστήσει ολοσχερώς. Θα έρθει όχι να επιδιορθώσει αλλά να ξαναχτίσει σε πιο στέγες βάσεις μια διαφορετική Ελλάδα από αυτή που μας οδήγησε στη κρίση.

Διότι αν υποθέσουμε ότι ξαφνικά πετυχαίναμε στη διαπραγμάτευση, διαγράφαμε το χρέος μας και μας δινόταν η δυνατότητα να ξαναχτίσουμε από την αρχή. Αν αφήναμε όλα όσα μας έφεραν ως εδώ ίδια, πολύ γρήγορα θα ξαναερχόμασταν ως εδώ. Αν αφήναμε ίδια στοιχεία που έχουν να κάνουν με τη δομή του πολιτικού συστήματος, της οικονομίας, αν δεν προχωρούσαμε σε τομές μεγάλες και διαρθρωτικές αλλαγές στη δημόσια διοίκηση, αν δεν προχωρούσαμε σε μια ενεργοποίηση του ίδιου του λαού, των ίδιων των πολιτών ώστε οι ίδιοι μέσα από μια επανάσταση συνείδησης να απαιτούσαν να αλλάξουν πράγματα στην καθημερινότητα, να μην είναι δεδομένο δηλαδή ότι στην Ελλάδα πρέπει να έχουμε μαύρο πολιτικό χρήμα, ρουσφέτια, φοροδιαφυγή, κάποιους -λίγους εγώ λέω- γιατρούς σε νοσοκομεία που πρέπει να πάρουν φακελάκι βεβαίως εγώ πιστεύω ότι η μεγάλη πλειοψηφία και των γιατρών και των πολιτών δεν είναι σε αυτή τη λογική αλλά αυτά υπάρχουν και υπάρχουν διότι και εμείς τα ανεχόμαστε να υπάρχουν.

Και τέλος η πρόκληση ποια είναι;

Η πρόκληση για μας είναι σε αυτό το ραγδαία μεταβαλλόμενο σκηνικό, να δείξουμε τόλμη και όχι εμμονές. Μια αριστερά που φοβάται να διεκδικήσει τη κυβέρνηση μη μολυνθεί δεν μπορεί να δώσει απαντήσεις.

Μια αριστερά που σε περίοδο καταστροφής, κάνει σα τη γεροντοκόρη ή σαν το γεροντοπαλίκαρο, το ένα μας ξινίζει και το άλλο της βρωμάει, δεν μπορεί να δώσει λύσεις. Ή μια αριστερά που το σκέφτεται στο όνομα της καθαρότητάς να αναζητήσει συμμαχίες μη τυχόν της πει κανείς ότι συζητά με το διάβολο, δεν πρόκειται ποτέ να κερδίσει το διάβολο. Θα τον έχει απέναντι, θα τον ξορκίζει αλλά ποτέ δε θα τον νικήσει.

Και μιας και έρχομαι από τη Βενεζουέλα, ο Τσάβες πριν από 14 χρόνια όταν έφτιαξε τη πρώτη επαναστατική κυβέρνηση με πρόταγμα την ανεξαρτησία, τη λαϊκή κυριαρχία και τη κοινωνική δικαιοσύνη, ξέρετε όρκισε και υπουργούς όχι από το χώρο του κέντρου αλλά και από το χώρο της δεξιάς τότε. Η κυβέρνησή του δεν ονομάστηκε τότε κυβέρνηση της αριστεράς αλλά κυβέρνηση λαϊκής σωτηρίας. Έχει κανείς από εσάς αμφιβολία για το αν ήταν ή όχι αριστερή κυβέρνηση; Μπορείτε να μου δώσετε παραδείγματα μήπως, από μια κυβέρνηση πιο αριστερή από αυτή; Πιστεύω πως όχι.

Η πρόκληση λοιπόν για μας είναι να αποφασίσουμε τι είναι αυτό που θέλουμε. Αν αυτό που θέλουμε είναι να έχουμε ισχυρά ποσοστά και να κάνουμε καλή αντιπολίτευση τότε αυτό μπορούμε να το έχουμε. Αν όμως αυτό που θέλουμε είναι να σώσουμε την το λαό από αυτή τη πρωτοφανή τραγωδία του μνημονίου και να θέσουμε τις βάσεις να μεταμορφώσουμε την Ελλάδα να αλλάξουμε την Ελλάδα τότε αυτό απαιτεί τόλμη. Και νομίζω ότι μπροστά σε αυτόν τον στόχο μπροστά σε αυτή την επιθυμία δε θα πρέπει να διστάσουμε να κάνουμε οποιαδήποτε υπέρβαση κρίνουμε ότι είναι αναγκαία να υπηρετήσει αυτόν το στόχο.

Αγαπητοί φίλοι, στα πεταχτά σήμερα στην Φρανκφούρτη είδα στο διαδίκτυο τους τίτλους των εφημερίδων και διαπίστωσα ότι η κυβέρνηση βρίσκεται σε ένα αδιέξοδο. Η στρατηγική του καλού μαθητή που θα τη βοηθήσει να ξεπεράσει το πρόβλημα έχει αποτύχει παταγωδώς κι όχι απλά έχει αποτύχει αλλά όσο πιο καλός μαθητής είναι ο πρωθυπουργός απέναντι στην κυρία Μέρκελ τόσο σκληρότερα μέτρα του ζητάνε. Εμείς έχουμε την εκτίμηση ότι υπάρχει εναλλακτική δυνατότητα για την Ευρώπη και για την Ελλάδα. Έχουμε την εκτίμηση ότι αυτό που συμβαίνει αποτελεί πολιτική επιλογή, η επιλογή του λάθους είναι πολιτική επιλογή, η στρατηγική της λιτότητας που έχει αποτύχει όχι μόνο για την Ελλάδα αλλά αποτελεί υπʼ αριθμόν ένα κίνδυνο για την παγκόσμια οικονομία να εξαρθεί η ύφεση ακόμα σε χώρες όπως οι ΗΠΑ που έχουν μια επεκτατική δημοσιονομική πολιτική, ή σε χώρες του αναπτυσσόμενου κόσμου που είχαν πολύ υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης όλα τα προηγούμενα χρόνια, ο κίνδυνος δηλαδή γενίκευσης της ύφεσης εξαιτίας της στρατηγικής λιτότητας στην Ευρώπη και ιδιαίτερα στον Ευρωπαϊκό νότο είναι η μεγαλύτερη αυτή τη στιγμή ανησυχία σε όλον τον κόσμο.

Εμείς δεν πιστεύουμε ότι δεν υπάρχουν εναλλακτικές προτάσεις, ότι δεν υπάρχει εναλλακτικό σχέδιο, αλλά αυτή είναι μια στρατηγική επιλογή σήμερα των κυρίαρχων δυνάμεων στην Ευρώπη που μέσα από αυτήν την στρατηγική κερδίζουν. Εμείς δεν έχουμε τίποτε να κερδίσουμε από αυτό.

Το ζήτημα λοιπόν είναι ποια θα είναι η χώρα, ποιος θα είναι ο λαός που θα μπει μπροστά για να σπάσει, να σταματήσει, να εκτρέψει αυτήν την πορεία προς τον γκρεμό. Εμείς πιστεύουμε ότι αν ο ΣΥΡΙΖΑ είχε εκλεγεί τον Ιούνη θα είχε καταφέρει να καθίσει τους δανειστές μας σε ένα τραπέζι και να θέσει όρους. Οι πολιτικές εξελίξεις σε όλη τη Νότια Ευρώπη σήμερα αυτό επαληθεύουν. Αντιθέτως, το διαρκές δράμα του λαού μας από τις διαρκείς δημοσιονομικές αστοχίες και η επιμονή στο λάθος αποδεικνύουν ότι αυτή η πορεία δεν έχει τέλος, το βαρέλι δεν έχει πάτο. Και όσο η κατάρρευση και ο κατήφορος θα συνεχίζονται τόσο θα διευρύνεται ο κύκλος των πολιτών οι οποία σιγά σιγά θα αρχίσουν να αποστασιοποιούνται από αυτό που νόμιζαν ως κίνδυνο μέχρι χθες.

Ποιο είναι άραγε είναι το όριο που μπορεί να μπει για τους πολίτες τους προοδευτικούς εγώ λέω που πίστεψαν στους εκβιασμούς, φοβήθηκαν πίστεψαν και ψήφισαν τα τρία κόμματα που αποτελούν σήμερα την κυβέρνηση φοβούμενα ότι η Ελλάδα θα βγει από το ευρώ αν υπάρξει μια πολιτική αλλαγή. Ποιο είναι άραγε το όριο εκείνο της ανεργίας, το όριο φτώχειας, το όριο βιασμού της δημοκρατίας μας που μπορεί να ανεχτεί η κοινωνία και που ιδιαίτερα, ο μέσος προοδευτικός πολίτης μπορεί να αντέξει; Πόση καταστροφή είναι συμβατή με την πολιτική του συνείδηση; Εμείς πιστεύουμε ότι έχουμε ήδη υπερβεί αυτό το όριο.

Σε αυτά λοιπόν τα πλαίσια οφείλουμε να επικαιροποιήσουμε την ενωτική μας πρόταση προς της δημοκρατικές αντιμνημονιακες δυνάμεις, αναγνωρίζοντας τις νέες συνθήκες, διαβάζοντας επιτυχώς τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων, και επαναδιαμορφώνοντας τους όρους και τη δυναμική του πλειοψηφικού ρεύματος, της κοινωνικής συμμαχίας που θα κληθεί να απαλλάξει το λαό μας από αυτόν τον οδυνηρό δρόμο. 

Και αυτή μας η πρόταση δε μπορεί παρά να απευθύνεται εκτός από τις δυνάμεις της αριστεράς και στις δυνάμεις εκείνες που χειραφετούνται ή έχουν ήδη  χειραφετηθεί από τις αυταπάτες και τις φοβίες που έσπερναν προεκλογικά τα κόμματα του μνημονίου.

Σε πολίτες και σε συλλογικότητες που στην προηγούμενη περίοδο πίστεψαν ότι υπάρχει κίνδυνος για τη χώρα και ότι η άνευ όρων παράδοση της χώρα στη στρατηγική της κυρίας Μέρκελ έγινε εξαιτίας του γεγονότος ότι τα τρία κόμματα φοβήθηκαν την έξοδο από το ευρώ και όχι γιατί θέλανε σώνει και καλά να παραμείνουν στην εξουσία.

Οι δυνάμεις λοιπόν που αντιλαμβάνονται την καταστροφή και θέλουν να την αποτρέψουν, οφείλουν και μπορούν να συντονιστούν και δράσουν από κοινού στο βασικό επίδικο αυτής της συγκυρίας.

Πέρα λοιπόν από το διάλογο που είναι το πρώτο βήμα πάντα, θέλω να πω και κλείνω με αυτό, ότι θα πρέπει να θέσουμε και κάποιους συγκεκριμένους στόχους. Διότι ξέρετε έχουμε απέναντί μας μια κυβέρνηση που και η ίδια δεν καταλαβαίνει πως αντέχει εντούτοις είναι σα να έχεις μια ποδοσφαιρική ομάδα που δεν μπορεί να βγάλει ούτε το πρώτο ημίχρονο αλλά σου βάζει γκολ. Μπορεί να τα βάζει από τα αποδυτήρια, μπορεί να τα βάζει επειδή ο διαιτητής είναι στημένος αλλά σου βάζει γκολ. Και πρέπει να υπάρξει αντεπίθεση και να βάλουμε κι εμείς κάνα γκολ.

Και νομίζω ότι ένας στόχος πολύ συγκεκριμένος είναι να μην περάσουν αυτές οι ιδιωτικοποιήσεις που λεηλατούν τον δημόσιο πλούτο και θα δημιουργήσουν τεράστιες δυσκολίες στην επόμενη κυβέρνηση να έχει εργαλεία για να παράξει πολιτική. Ίσως να μη συμφωνούμε σε όλα. Ίσως να μη συμφωνούμε σε σχέση με το ρόλο του δημοσίου γενικά.  Μπορούμε όμως να συμφωνήσουμε ότι βασικά κοινωνικά αγαθά, μεγάλες υποδομές που χτίστηκαν με τον ιδρώτα του ελληνικού λαού δεν πρέπει να γίνουν λάφυρα στα χέρια πειρατών αλλά εργαλεία χρήσιμα για να χτίσουμε ξανά την πατρίδα μας.

Πιστεύω λοιπόν ότι μπορούμε να στρατευτούμε σε αυτή την υπόθεση όλες οι δυνάμεις της αριστεράς, οι δυνάμεις της οικολογίας αλλά και οι ευρύτερες αντιμνημονιακές δυνάμεις για να αποτρέψουμε αυτό το έγκλημα.

Και η υπόθεση για παράδειγμα των ιδιωτικοποιήσεων του κερδοφόρου ΟΠΑΠ αλλά και της ΕΥΔΑΠ που αφορά ένα αναντικατάστατο κοινωνικό αγαθό, είναι υποθέσεις όπου όλοι μαζί μπορούμε να κερδίσουμε και να κερδίσουμε όχι μόνο την τρικομματική κυβέρνηση αλλά κυρίως να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη των πολιτών ότι μπορούμε να συμφωνούμε σε συγκεκριμένους στόχους και να πετυχαίνουμε νίκες.

Και μιας και ο αγαπητός φίλος μου, ο κ. Χρυσόγελος, αναφέρθηκε στο κίνημα της Χαλκιδικής θέλω να πω ότι το κίνημα αυτό έχει ήδη επιφέρει μια νίκη. Διότι ο κ. Σαμαράς πριν από 15 μέρες είπε ότι σε 10 ημέρες τελειώνει η υπόθεση της Θράκης. Χθες υπό τον πανικό μιας ολόκληρης τοπικής κοινωνίας που τους διαμήνυσε ότι δε θα περάσουν ούτε για προεκλογική συγκέντρωση στη Θράκη, έκαναν την πρώτη αναδίπλωση. Ξέρουμε ότι δεν είναι ειλικρινής αυτή η αναδίπλωση το είπε σήμερα και η κυρία Παπαρήγα. Αλλά εμείς δε θα πούμε ότι μας κοροϊδεύουν θα πούμε ότι τους νικήσαμε και θα τους νικήσουμε ακόμα πολλές φορές μέχρι την τελική νίκη.

To Γραφείο Τύπου