Ένα πρώτο σχόλιο για τις εξελίξεις των τελευταίων ωρών στην δημόσια τηλεόραση.
Ο τρόπος με τον οποίο μέσα σε μερικές ώρες καταργήθηκε η δημόσια τηλεόραση είναι πρωτοφανής, όχι για «ανεπτυγμένη» ή «ευρωπαϊκή» χώρα, όπως συνηθίσαμε μέχρι τώρα να λέμε, αλλά για οποιαδήποτε κυρίαρχη χώρα στον κόσμο.
Η δημόσια τηλεόραση κλείνει όταν μια χώρα καταλαμβάνεται ή όταν γίνεται πραξικόπημα.
Είναι πρωτοφανές να βλέπουμε το Υπουργείο Οικονομικών με δήλωση που πρέπει να την έχει γράψει αντισυνταγματάρχης, να ανακοινώνει ότι είναι πλέον το αφεντικό της δημόσιας τηλεόρασης και ότι είναι έτοιμο να καταστείλει κάθε εκδήλωση διαμαρτυρίας στις εγκαταστάσεις της.
Είναι πρωτοφανές να προωθείται μια τέτοια ενέργεια με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, και μάλιστα όταν, μετά την υπαναχώρηση των κυβερνητικών εταίρων του Σαμαρά, είναι απολύτως σαφές ότι μια τέτοια κίνηση δεν βασίζεται πάνω σε κοινοβουλευτική πλειοψηφία, αλλά έρχεται σε αντίθεση με την θέληση του κοινοβουλίου.
Μια μεθόδευση ανοιχτά αντικοινοβουλευτική.
Η κυβέρνηση υπολόγισε –ή για να το πούμε ακριβέστερα, ήθελε μέσα στην αγωνία της να ελπίζει-ότι η πλειοψηφία των πολιτών θα αδιαφορούσε για τους εργαζόμενους της ΕΡΤ που πετιούνται ξαφνικά στον δρόμο, και δεν επρόκειτο να ενδιαφερθεί για έναν οργανισμό, που οι κυβερνήσεις του πολιτικού κατεστημένου, τόσο πριν όσο και μετά τα μνημόνια, διαχειρίστηκαν με χυδαία πελατειακό τρόπο.
Έκανε τρομακτικό λάθος. Πρόκειται για κάτι πολύ μεγαλύτερο. Ο λαός είδε στην πρωτοφανή αυτή ενέργεια ζήτημα δημοκρατίας.
Διότι γνωρίζει ότι σε αντίθεση με τα ιδιωτικά κανάλια, στην δημόσια τηλεόραση επιβιώνει ακόμα ως πλαίσιο η τηλεοπτική δεοντολογία.
Διότι γνωρίζει ότι η προπαγάνδα υπέρ του Μνημονίου διεξάγεται κυρίως μέσω των μεγάλων ιδιωτικών καναλιών, τα οποία επωφελούνται από το κλείσιμο της δημόσιας τηλεόρασης.
Διότι γνωρίζει, επίσης, ότι οι σχέσεις της κυβέρνησης με τα ισχυρά ιδιωτικά συμφέροντα που δραστηριοποιούνται στον χώρο των ΜΜΕ είναι πιο σημαντική για την προώθηση του Μνημονίου από ότι η λειτουργία μιας δημόσιας τηλεόρασης με τα όποια προβλήματα και αντιφάσεις.
Έχει αξία να θυμηθούμε, όμως, τι μας οδήγησε ως εδώ. Η κυβέρνηση Σαμαρά, με τη βοήθεια των μέσων μαζικής ενημέρωσης, προσπάθησε εδώ και έξι μήνες να δημιουργήσει ένα τεχνητό κλίμα αισιοδοξίας για τη πορεία της οικονομίας.
Την ίδια στιγμή που η χώρα βυθίζεται σε μια πρωτοφανή ανθρωπιστική κρίση και οι δημοσιονομικοί δείκτες δείχνουν κόκκινο από τη πενταετή οικονομική ύφεση, ο κος Σαμαράς διαλαλούσε παντού ότι η οικονομία βαίνει καλώς και μοίραζε προσδοκίες ανάκαμψης.
Τι κι αν η ανεργία εκτοξεύθηκε στο 60% για τους νέους;
Τι κι αν τα ασφαλιστικά ταμεία είναι έτοιμα να καταρρεύσουν;
Τι κι αν η αγορά έχει στεγνώσει;
Η κυβέρνηση του κου Σαμαρά, είχε το θράσος να μιλήσει για ιστορία επιτυχίας.
Να βαφτίσει δηλαδή το ψάρι κρέας και να χαρακτηρίσει success story, το disaster story της ελληνικής οικονομίας.
Στήριξε εν πολλοίς αυτήν την επίπλαστη και κατασκευασμένη αισιοδοξία στις αποκρατικοποιήσεις. Στο ξεπούλημα δηλαδή της δημόσιας περιουσίας και των στρατηγικών οργανισμών του δημοσίου. Ήθελε να δημιουργήσει τη ψευδαίσθηση ότι αφού πουλάμε, αλλάζει το κλίμα. Ανέλαβε μάλιστα και προσωπικά τις διαπραγματεύσεις με τη Ρώσικη Gazprom.Ήθελε να πιστωθεί προσωπικά τα εύσημα του καλού ντίλερ. Του καλού μεσάζοντα – διαχειριστή της δημόσιας περιουσίας της χώρας. Και την πάτησε. Αποδείχτηκε ότι ούτε για αυτό δε κάνει.
Η πώληση της ΔΕΠΑ αποδείχτηκε ένα τεράστιο φιάσκο. Και το περίφημο «success story» του κ.Σαμαρά έγινε το πιο σύντομο ανέκδοτο. Δημοφιλέστερο του περιβόητου «λεφτά υπάρχουν» του κ. Παπανδρέου, πριν τις εκλογές του 2009.
Πριν βέβαια από το τελειωτικό χτύπημα με το φιάσκο της ΔΕΠΑ, ένα ακόμα σημαντικό χαστούκι, αυτή τη φορά από τους ίδιους τους εμπνευστές του προγράμματος, από το ΔΝΤ, αποδήμησε πλήρως όλα τα αίολα επιχειρήματα περί επιτυχίας του προγράμματος.
Το κερασάκι στη τούρτα η χθεσινή ανακοίνωση της Morgan Stanley ότι αποτιμά την Ελλάδα όχι στις ανεπτυγμένες, αλλά στις αναδυόμενες χώρες. Δηλαδή τη συγκαταλέγει μαζί με τις οικονομίες των χωρών του τρίτου κόσμου.
Όλα αυτά ήταν αρκετά για να τελειώσουν πρόωρα το παραμύθι της επιτυχίας και να θέσουν εκ νέου τους εντολοδόχους της τρόικα, που έχουν προσχωρήσει πλήρως στη γραμμή της υποταγής, μπροστά στις ευθύνες να λάβουν νέα μέτρα, το αργότερο ως τις αρχές του Φθινοπώρου.
Το «success story» έχει τιναχτεί στον αέρα, και ο κ. Σαμαράς, με το χειρότερο επιτελείο συμβούλων που έχει δει ο τόπος από την εποχή του Κωλέττη, εξαπέλυσε ένα πυροτέχνημα. Ένα πυροτέχνημα εκτροπής και αποπροσανατολισμού. Μόνο που το πυροτέχνημα αυτό του έσκασε στα χέρια.
Φίλες και φίλοι,
Η απόφαση για την ΕΡΤ, σηματοδοτεί την αρχή του τέλους της μνημονιακής περιπέτειας της χώρας και του λαού μας. Είμαστε στη φάση του τέλους του Μνημονίου.
Επιβεβαιώνονται, όμως, αυτό που πολλοί λένε: ότι το τέλος δεν θα έρθει με μουσικές θριάμβου και με ροδοπέταλα, αλλά μέσα από μια μεγάλη σύγκρουση, μέσα από μια πρωτοφανή τάση για αντιδημοκρατική εκτροπή. Μια εκτροπή, που έχουμε χρέος να αποτρέψουμε.
Επί της ουσίας, οφείλουμε να πούμε ένα πράγμα. Αν θεωρήσουμε ότι η έκθεση του ΔΝΤ ανοίγει κάποια συζήτηση, η συζήτηση αυτή έχει γίνει από την πρώτη στιγμή .Και έχει τελειώσει ήδη.
Από την πρώτη στιγμή έχει κατατεθεί – και μάλιστα από πολλές αφετηρίες – η άποψη που λέει:
Ότι η λιτότητα εν μέσω κρίσης θα καταστρέψει οικονομικά τη χώρα.
Ότι το πρόγραμμα που έχει επιβληθεί στην Ελλάδα δεν είναι βιώσιμο, «ότι η ύφεση που προκλήθηκε είναι απλώς ανεξέλεγκτη.
Ότι αυτό κάνει αδύνατη κάθε προοπτική ανάκαμψης και συνεπώς κάθε προοπτική βιωσιμότητας του χρέους.
Ότι το PSI ήταν καταστροφή.
Αλλά όλα αυτά εμείς εδώ τα έχουμε επισημάνει από τη πρώτη στιγμή.
Συνεπώς, η έκθεση του ΔΝΤ δεν έρχεται να μας ξαφνιάσει αλλά να μας επιβεβαιώσει.
Επομένως, δεν έχει τίποτα καινούργιο να κουβεντιάσουμε εμείς εδώ.
Έχει, όμως, μεγάλο πολιτικό ενδιαφέρον να δούμε ποιοι από εδώ και στο εξής θα παριστάνουν τον βλάκα.
Η γερμανική κυβέρνηση;
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική τράπεζα;
Ή η κυβέρνηση Σαμαρά;
Όλοι αυτοί πράγματι κάνουν τον βλάκα. Αλλά δεν μπορούμε να παίζουμε άλλο. Γιατί γα τον ελληνικό λαό τίθεται άμεσο ζήτημα επιβίωσης.
Προφανώς, δεν έχει νόημα να μπούμε σε συζήτηση μόνο και μόνο επειδή το ΔΝΤ είπε χτες πράγματα που εμείς έχουμε πει εδώ και τρία χρόνια. Αλλά δημιουργούνται ερωτήματα.
Το πρώτο ερώτημα είναι: Αφού εμείς ξέραμε τι συμβαίνει, πως αυτοί δεν ήξεραν. Αυτό είναι εύκολο. Ήξεραν. Αλλά κυριάρχησαν πολιτικές προτεραιότητες πάνω στην πλάτη του κάθε Έλληνα που σήμερα δεν ξέρει πως θα εξασφαλίσει την επιβίωσή του.
Ποιες είναι οι προτεραιότητες αυτές;
Πρώτον, η πειθάρχηση της υπόλοιπους Ευρωζώνης, μέσω της ολοκληρωτικής εξαφάνισης μιας χώρας που υπήρξε δημοσιονομικά άτακτη.
Δεύτερον, η διάλυση του κοινωνικού συμβολαίου, μέσω των «μεταρρυθμίσεων», ώστε να επεκταθεί πρώτα στις άλλες χώρες του Νότου και κατόπιν σε ολόκληρη την Ευρωζώνη.
Και τρίτον, ένας άθλιος και αφόρητος λαϊκισμός –και το λέμε όσο πιο ωμά γίνεται – προκειμένου η Μέρκελ και ο Σόιμπλε να κερδίσουν άνετα τις γερμανικές εκλογές.
Αλλά δίπλα σε αυτά τα ερωτήματα ερχόμαστε εμείς να θέσουμε τα δικά μας:
Ερώτημα πρώτο: γιατί οι ελληνικές κυβερνήσεις, Παπανδρέου, Παπαδήμου και Σαμαρά δεν διαπραγματεύτηκαν ούτε στο ελάχιστο πάνω σε έναν ομολογημένα αποτυχημένο και καταστροφικό πρόγραμμα;
Ερώτημα δεύτερο: πως γίνεται και η οικονομική πολιτική της χώρας διαμορφώνεται από ανθρώπους που πέραν πάσης λογικής και κάθε σοβαρής οικονομικής ανάλυσης διακήρυξαν την τυφλή πίστη τους στον Μνημόνιο;
Ερώτημα τρίτο: Αν όλοι ξέρουμε το «success story» του Σαμαρά είναι πλέον ένα απελπισμένο και έωλο επικοινωνιακό επιχείρημα, τι έχουμε να κάνουμε από εδώ και εμπρός.
Εδώ ανοίγει η συζήτηση για το εναλλακτικό σχέδιο:
Οι κυβερνήσεις μέχρι τώρα δεν διαπραγματεύτηκαν τίποτα. Ξέρουμε λοιπόν ότι ο δρόμος του κατευνασμού των ισχυρών έχει αποτύχει. Ειδικά όταν οι ισχυροί πλακώνονται μεταξύ τους.
Η Ελλάδα εφάρμοσε μια συνταγή η οποία ομολογείται ανοιχτά ότι υπήρξε καταστροφική. Δεν έχει καμιά άλλη υποχρέωση να συνεχίσει προς αυτή την κατεύθυνση όταν η τρόικα δεν έχει κοινή θέση για την πορεία του προγράμματος.
Η Ελλάδα οφείλει, στηριγμένη στην εθνική της κυριαρχία να επεξεργαστεί έναν δρόμο απεμπλοκής από το Μνημόνιο. Αν σε αυτό δεν υπάρχει συμφωνία με τους εταίρους μας, το ζήτημα δεν μπορεί να λυθεί εις βάρος της Ελλάδας
Η Ελλάδα θα μείνει δημοκρατική και κυρίαρχη. Η κυβέρνηση οφείλει να παραιτηθεί και να ανοίξει τον δρόμο για εκλογές.
Η Ελλάδα πρέπει να αποκτήσει κυβέρνηση ικανή και αποφασισμένη να διαπραγματευτεί σε καινούρια βάση.
• Την διαγραφή του μεγαλύτερου μέρους του χρέους.
• Την αναστολή αποπληρωμής των τόκων έως ότου υπάρξει ανάπτυξη.
• Την επιλογή μιας διαφορετικής πολιτικής απέναντι στην κρίση.
Αρκετά τα αστεία. Αρκετά η γελοιότητα της κυβέρνησης Σαμαρά. Ο λαός υποφέρει και χρηματοδοτεί με τρομακτικές στερήσεις έναν σχέδιο που δεν είναι βιώσιμο. Είναι η στιγμή να σηκώσει κεφάλι.
To Γραφείο Τύπου