Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
04/07/2013

Συνέντευξη του γραμματέα της Κ.Ο. του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ, Νίκου Βούτση, στο Red Notebook

Νίκος Βούτσης: «Η επιλογή του εθνικού νομίσματος δοκιμάστηκε και απέτυχε»

1. Το ερώτημα που καλείται να απαντήσει ο ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ στο Συνέδριο του Ιουλίου μπορεί, ίσως, να συμπυκνωθεί ως εξής: «ποιο κόμμα, για ποια κυβέρνηση, και για ποια σχέση με τα κοινωνικά κινήματα;». Η προφανής απάντηση είναι «μαζικό δημοκρατικό κόμμα, για μια κυβέρνηση με κορμό την Αριστερά, και για μια συνεργασία που θα ενισχύει τα κινήματα». Είναι όμως τόσο απλό;

Ναι, είναι τόσο απλό. Το ζήτημα δεν είναι να γεμίσουμε με ερωτήματα, με σενάρια, με ερμηνείες προθέσεων και με αμφιταλαντεύσεις το περιεχόμενο αυτών των καταφατικών εννοιών. Γιατί τότε θα μείνουν κελύφη χωρίς περιεχόμενο, ενώ εμπεριέχουν μια δικιά τους, αυτοφυή δυναμική.

Αυτό που κρίνεται καθημερινά και θα κριθεί συνολικά στο επικείμενο Συνέδριο είναι η πραγματική ικανότητα της δικιάς μας Αριστεράς να αποκτήσει μια διευρυνόμενη ιστορική ενόραση για τις εξελίξεις. Μια τέτοια διαλεκτική και άκρως επαναστατική οπτική θα αντιστοιχηθεί πραγματικά με τον ιδιαίτερο ιστορικό ρόλο που φαίνεται ότι θέλει να μας αναθέσει ένα μεγάλο τμήμα του λαού μας. Ενώ, ταυτόχρονα, αυτές οι λαϊκές δυνάμεις –κι εμείς μαζί τους– ενυπάρχουμε σε μια κοινωνία με ισχυρούς συντηρητικούς θύλακες και φαινόμενα εκφασισμού. Και, επίσης, ενώ επιβιώνουμε μέσα σε ένα αρνητικό συσχετισμό –διεθνή και ευρωπαϊκό– που μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά και τη στρατηγική μας. Με αυτή την έννοια, δεν αρκεί η ρητορεία της επίκλησης της ριζοσπαστικότητας εάν δεν είμαστε ικανοί και αποφασισμένοι να διαμορφώσουμε μια τακτική που θα κάνει ρεαλιστική και φερέγγυα την αριστερή αντιμνημονιακή στρατηγική για την οποία έχουμε δεσμευτεί.

Αυτή η τακτική εμπεριέχει τις αναγκαίες ρήξεις, τις τομές και αντιπαραθέσεις, τον οδικό χάρτη για την υλοποίηση προταγμάτων της προοδευτικής διακυβέρνησης. Εμπεριέχει βεβαίως και ρίσκα, αναγκαίους συμβιβασμούς, αναθεωρήσεις και νέες ιεραρχήσεις. Είμαστε υποχρεωμένοι να πετύχουμε. Πρέπει να αντιληφθούμε, με την έννοια της συναντίληψης της συλλογικότητας, ότι η εκτόξευση της εκλογικής μας επιρροής –που βέβαια δεν αντανακλά ακόμα στέρεη πολιτική, κοινωνική, πόσω μάλλον ιδεολογική μονιμότερη σύμπλευση των λαϊκών δυνάμεων που σήμερα μας εμπιστεύονται–, δεν «υπακούει» στις δικές μας αδρανειακές υστερήσεις, τις εύλογες εμμονές μας και τους υποκειμενικούς μας «χρόνους ωρίμασης».

Είναι μια φάση μεγάλης δοκιμασίας που δεν επιδέχεται τακτικισμούς, αλλά δεν επιδέχεται και συνεχείς αμφιταλαντεύσεις και μιζέριες. Γιατί πολύ απλά δεν υπάρχει δυνατότητα επιστροφής στην πρότερη κατάσταση.

2. Τα ζητήματα οργάνωσης και λειτουργίας του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ  απασχολούν έντονα τον προσυνεδριακό διάλογο. Τα ζητήματα αυτά περιλαμβάνουν τη λειτουργία τάσεων και συνιστωσών, όμως δεν εξαντλούνται εκεί. Αν ισχύει ότι η οργάνωση ενός κόμματος αντανακλά το σχέδιό του για την κοινωνία, ποια θεωρείς ότι πρέπει να είναι τα χαρακτηριστικά του ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ μετά το Συνέδριο; Τι προβλέπει γι΄ αυτά η πρόταση για το Καταστατικό;

Η διαμόρφωση και δημοκρατική λειτουργία ενός ενιαίου, μαζικού και πολυτασικού κόμματος της ριζοσπαστικής Αριστεράς είναι ο κοινός τόπος. Το κρίσιμο ζήτημα είναι η ικανότητα προωθητικών συνθέσεων σε όλα τα επίπεδα και η εκφορά ενιαίου, κρουστικού λόγου προς την κοινωνία που να ανατροφοδοτείται με τις προοδευτικές κοινωνικές διεργασίες και τα μαζικά κινήματα. Η σύνθεση, ανάμεσα και με σεβασμό στις διαφορετικές απόψεις, δεν μπορεί να είναι δημιουργική μέσα από την απλή συνύπαρξη και συμβίωση αυτόνομων και εφʼ όλης της ύλης κομματιδίων σε συσκευασία συνιστωσών ή ρευμάτων, αδυναμία την οποία μέχρι τώρα ευτυχώς έχουμε αποφύγει με τη συμβολή όλων μας στη λειτουργία του Συνασπισμού.

3. Με τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ να διεκδικεί την κυβέρνηση, γίνεται πολύς λόγος για τις συμμαχίες. Όσον αφορά τις κοινωνικές, κάποιοι υποστηρίζουν ότι το κόμμα πήρε ό,τι είχε να πάρει από τους ηττημένους της κρίσης, και τώρα οφείλει να μετατοπιστεί προς τον «κοινό νου» των μεσαίων στρωμάτων. Άλλοι, πάλι, επιμένουν ότι σε συνθήκες ακραίας κοινωνικής πόλωσης, το κόμμα πρέπει να ενισχύσει τους δεσμούς του με τους εργαζόμενους και τους ανέργους. Όσον αφορά τις πολιτικές συμμαχίες, η θέση «από την αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας ως την αριστερά της αριστεράς», άλλοτε δείχνει να περιορίζεται στο απρόθυμο ΚΚΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, άλλοτε μοιάζει να ρίχνει γέφυρες ακόμα και προς το χώρο της λαϊκής Δεξιάς. Τι πιστεύεις;

Εκτιμώ ότι η στρατηγική συμμαχιών που αποσκοπεί στην ωρίμαση των πραγματικών προϋποθέσεων για την αριστερή διακυβέρνηση, στρατηγική που επαναβεβαιώθηκε στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη και ελπίζω να υπερψηφιστεί και από το Ιδρυτικό Συνέδριο, αποτελεί ένα από τα πιο δυνατά στοιχεία της συλλογικής μας ηγεσίας και ότι έχει ευρύτατη απήχηση στην κοινωνία, ιδιαίτερα στην κοινωνία της Αριστεράς.

Δεν αναφέρομαι μόνο στην πάγια, την ιδρυτική θα έλεγα, αντίληψη για τη διαμόρφωση ενωτικών, κοινωνικών και πολιτικών μετώπων με το σύνολο των δυνάμεων της ιστορικής Αριστεράς. Ούτε μόνο στο γενναίο και ριζοσπαστικό άνοιγμα που έγκαιρα, από την αρχή της κρίσης κάναμε (με αντιστάσεις είναι αλήθεια) σε δυνάμεις που ανήκουν ή μορφοποιούνται στα αριστερά της σοσιαλδημοκρατικής παράδοσης. Αναφέρομαι κυρίως στη δυναμική διάσταση που έχουμε δώσει στην πολιτική των συμμαχιών, καθώς μόνο ο ΣΥΡΙΖΑ έχει κατανοήσει έγκαιρα τις άκρως ανατρεπτικές οριζόντιες διεργασίες στο σύνολο του πολιτικού συστήματος που επιφέρει με ταχύτατους ρυθμούς η κρίση ως εμβρυουλκός ενός εντελώς καινούργιου πολιτικού συσχετισμού με προοδευτικό πρόσημο.

Αυτή η διάσταση δεν μας εγκλωβίζει σε στερεότυπα της παρελθούσας περιόδου, ενώ αντίθετα μας βοηθάει να υπερβούμε θετικά μεταπολιτευτικές διαμορφώσεις που είτε αναφέρονται σε παγιωμένους κομματικούς σχηματισμούς (π.χ. ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, ΑΝ.ΕΛ., ΟΙΚΟΛΟΓΟΙ ΠΡΑΣΙΝΟΙ κ.ά.), είτε αναφέρονται σε νεφελώδεις σχηματισμούς περί κεντροαριστεράς ή, πιο πρόσφατα, σε εν γένει αντιμνημονιακά μπλοκ.

Ο μη εγκλωβισμός μας ευνοεί ακριβώς μια δυναμική αναζήτησης σε όλους τους χώρους στη βάση όλων των υπαρκτών και επιταχυνόμενων διεργασιών, ώστε να καταστεί δυνατή η ευρύτατη στήριξη της επιλογής της αριστερής διακυβέρνησης ακόμα και αν αυτή έρθει με όρους αυτοδυναμίας.

4. Είναι προφανές ότι η σημερινή Ευρώπη δεν μπορεί να αποτελεί πρότυπο για την Αριστερά. Την ίδια στιγμή, οι κλυδωνισμοί που υφίσταται το «οικοδόμημα» προέρχονται κυρίως από τους εθνικούς εγωισμούς των κυβερνήσεων και τον δεξιό λαϊκισμό, συνθήκη επικίνδυνη για το άμεσο μέλλον. Τι σημαίνουν αυτά για τον ΣΥΡΙΖΑ-ΕΚΜ;

Η ανάλυσή μας για τον συστημικό χαρακτήρα της κρίσης και για την κύρια ευρωπαϊκή διάσταση που έχει προσλάβει η σύγκρουση κεφαλαίου-εργασίας, προσδίδει τη σύγχρονη διεθνιστική αντίληψη στον αγώνα μας για τη σωτηρία της ελληνικής κοινωνίας, για την παραγωγική και την κοινωνική ανασυγκρότηση της χώρας μας ως μια ενιαία διαδικασία που ανοίγει προοδευτικούς δρόμους με βάση το στόχο για την υπέρβαση της κρίσης υπέρ των εργαζομένων.

Η στρατηγική αυτή, ως επιλογή, αναφέρεται στην κλίμακα των ευρωπαϊκών συγκρούσεων και είναι οργανικό στοιχείο για την προοδευτική τροποποίηση του συσχετισμού δυνάμεων, την ανατροπή της αρχιτεκτονικής του ευρώ, την πολιτική ήττα των νεοφιλελεύθερων δυνάμεων που ηγεμονεύουν σήμερα στην Ευρώπη. Είναι μια δυναμική πολιτική της Αριστεράς που επαναφέρει στη σημερινή, οριακή ιστορική συγκυρία το αίτημα για την Ενωμένη Ευρώπη των λαών με προοπτική τον σοσιαλισμό.

Το σύνθημα «η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αλλάζει, δεν μεταρρυθμίζεται, μόνο ανατρέπεται» είναι κενό περιεχομένου. Πιστοποιεί μια δογματική βεβαιότητα που υποβαθμίζει και τελικά εκμηδενίζει, αντί να ενθαρρύνει, τις οξύτατες κοινωνικές-ταξικές αντιπαραθέσεις μέσα στις κυρίαρχες αντιφάσεις της ίδιας της συστημικής κρίσης στην οποία περιδινίζεται η σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Αντίθετα, η στρατηγική της διαλεκτικής σχέσης ανάμεσα στον αγώνα για μια ριζοσπαστική αλλαγή των συσχετισμών δυνάμεων στη χώρα μας και μέσα στην Ε.Ε. είναι για τους εργαζόμενους, για το λαό μας και για τους εργαζόμενους και τους ευρωπαϊκούς λαούς μια επιλογή ρεαλιστική και, την ίδια στιγμή, ισχυρά ταυτοτική για την Αριστερά του 21ου αιώνα.

Ιδιαίτερα για το ζήτημα της επιλογής του εθνικού νομίσματος, δεν πρέπει να αγνοούμε στη σχετική δημόσια και εσωτερική συζήτηση που εύλογα αναπτύσσεται στην Αριστερά, ότι αυτή η επιλογή έχει υπάρξει ως πρόταση και στις προηγούμενες δύο εκλογές. Δεν οδήγησε στα καλύτερα αποτελέσματα ούτε το ΚΚΕ ούτε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όπως επίσης ότι η ίδια επιλογή, αυτή της εθνικής διάστασης για την υπέρβαση της κρίσης και μάλιστα με εθνικό νόμισμα, ήταν και είναι, από διαφορετικές αφετηρίες, επιλογή των πλέον ακραίων συντηρητικών ευρωατλαντικών δυνάμεων και των ακροδεξιών πολιτικών δυνάμεων της χώρας μας