Είναι αλήθεια ότι ο τουρισμός είναι ίσως ο μοναδικός τομέας της οικονομίας που αυτή την περίοδο της παραγωγικής κατάρρευσης καταγράφει θετικό πρόσημο στη χώρα μας. Μέσα σʼ αυτό το περιβάλλον συγκρατημένης αισιοδοξίας και προσμονής θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων που είναι απολύτως καλοδεχούμενο για τη χειμαζόμενη οικονομία αλλά και για την κοινωνία που βρίσκεται σε απόγνωση, η κυβέρνηση επιδιώκει να καλλιεργήσει ένα κλίμα αναπτυξιακής ευφορίας και επίτευξης στόχων, ενώ ταυτόχρονα βρήκε την ευκαιρία να προωθήσει ένα νέο σχέδιο για τον τουρισμό βασισμένο στην προοπτική της διαρκούς επένδυσης σε μεγάλης δυναμικότητας υποδομές και εγκαταστάσεις. Το σχέδιο της, που αποτυπώνεται πολύ καθαρά στον υπό συζήτηση νομοσχέδιο, είναι απλό: Ο τουρισμός είναι προσοδοφόρος άρα το έδαφος για νέες οργανωμένες και σύνθετες τουριστικές επενδύσεις -και μάλιστα κατά παράβαση κάθε ισχύουσας χωροταξικής και περιβαλλοντικής ρύθμισης- είναι ευνοϊκό. Ιδού λοιπόν πεδίο δόξης λαμπρό για δημιουργία οργανωμένων υποδοχέων τουριστικών δραστηριοτήτων ακόμα =όπως λέει ρητά το άρθρο 1- και σε «εκτάσεις που υπάγονται σε ειδικά καθεστώτα προστασίας, όπως χώροι αρχαιολογικού ή ιστορικού ενδιαφέροντος, καθώς και περιοχές υπαγόμενες στο Εθνικό σύστημα προστατευόμενων περιοχών»! Εμπρός για νέες υπερπολυτελείς εγκαταστάσεις, για γήπεδα γκολφ που ξέρουμε πόσο υδροβόρα και αντιοικολογικά είναι, για καζίνο, για επέκταση δραστηριοτήτων και υποδομών πιο κοντά στον αιγιαλό!
Μόνο που το σχέδιο αυτό παραγνωρίζει ή αγνοεί εγκληματικά μια βασική αρχή για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη: Την αρχή της φέρουσας ικανότητας κάθε περιοχής, που αν ξεπεραστεί θέτει σε δοκιμασία τη λειτουργικότητα, την ποιότητα και τελικά την επιβίωση όλης της τουριστικής δραστηριότητας. Με άλλα λόγια, η λογική της αέναης τουριστικής ανάπτυξης χωρίς όρια, χωρίς «περιττούς φραγμούς» και κυρίως χωρίς όραμα αειφορίας και κοινωνικής ανταποδοτικότητας, θα αποδειχθεί μακροπρόθεσμα καταστροφική, θα μετατραπεί -στην καλύτερη περίπτωση, γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο με τη σημερινή επενδυτική άπνοια- σε μια ακόμα «επενδυτική φούσκα» όπως αυτές που γνωρίσαμε στο παρελθόν και οδήγησαν σε χρεωκοπία το αναπτυξιακό μοντέλο των τελευταίων δεκαετιών και με τη βοήθεια των γνωστών παθογενειών του πολιτικού συστήματος, στη σημερινή κοινωνική τραγωδία τη χώρα μας.
Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα δεν είναι για μια ακόμα φορά η εξαγγελία κάποιων εναλλακτικών μορφών τουρισμού, που ξέρουμε πολύ καλά ότι δεν πρόκειται να προωθηθούν στην πράξη επειδή είναι ασύμβατες με το μοντέλο του μαζικού τουρισμού και των all inclusive ξενοδοχείων που έχει επιβληθεί από τη μόνη και ακλόνητη «συντεχνία» στο χώρο, δηλαδή τους μεγαλοξενοδόχους και τα πολυεθνικά τουριστικά γραφεία (tour operators) που ελέγχοντας το 80% της αγοράς διαμόρφωσαν τους όρους στα μέτρα τους: Τουρισμός επικεντρωμένος σε λίγους προορισμούς, με «ομαδικό» χαρακτήρα, χαμηλού κόστους αλλά και ποιότητας και συρρικνωμένος χρονικά μόνο στους καλοκαιρινούς μήνες. Αυτό το μοντέλο, ακόμα και με αυξημένες αφίξεις όπως φέτος, δεν πάει μακριά. Ήδη καταγράφεται μείωση 15% στην απασχόληση στον κλάδο στα πλαίσια της εργασιακής ζούγκλας και της υπερεκμετάλλευσης των εργαζομένων που επικρατεί στο χώρο, ο εσωτερικός τουρισμός έχει καταρρεύσει, η εξευτελιστική συμπίεση των τιμών στα «πακέτα» καθιστά μη βιώσιμες πολλές ξενοδοχειακές μονάδες και η μικρομεσαία τουριστική και επισιτιστική επιχείρηση φυτοζωεί. Δεν έχει προοπτική ένας τουρισμός που φέρνει ταξιδιωτικό συνάλλαγμα αλλά επειδή τρέφεται με εισαγόμενα προϊόντα αυξάνει το εμπορικό έλλειμμα γιατί, παρά τις εξαγγελίες διαχρονικά, δεν έχει γίνει ούτε ένα βήμα συνέργειας του πρωτογενούς και του τουριστικού τομέα.
Η μεγάλη πρόκληση για την τουριστική πολιτική, ειδικά στην περίοδο της κρίσης είναι να υπάρξει αυξημένο κοινωνικό μέρισμα από τον τουρισμό. Το νομοσχέδιο σας κινείται προς την αντίθετη κατεύθυνση: Ενισχύει τα ισχυρά επιχειρηματικά συμφέροντα, την συγκεντροποίηση και ολιγοπωλιακή διάρθρωση της τουριστικής αγοράς. Για να αυξηθεί η κοινωνική ανταποδοτικότητα του τουριστικού προϊόντος χρειάζεται συνολική αλλαγή υποδείγματος, άλλη φιλοσοφία για το τουριστικό μέλλον της χώρας, με έμφαση στη μικρή κλίμακα και όχι στο γιγαντισμό των τουριστικών μονάδων, στην ανάπτυξη της συνέργειας και της συλλογικής επιχειρηματικότητας στα πλαίσια της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, με επένδυση στο καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό, στις ανθρώπινες συνθήκες δουλειάς και στα εργασιακά δικαιώματα των ξενοδοχοϋπαλλήλων, με απόλυτο σεβασμό στο περιβάλλον και την οικολογική ισορροπία, σε διασύνδεση με την παραγωγή τοπικών αγροτικών προϊόντων ποιότητας και τη μεταποίηση, με καλή οργάνωση των σχέσεων πρωτογενούς τομέα και τουρισμού και με τελικό στόχο την ποιότητα των υπηρεσιών και την επιβίωση της υπαίθρου. Ένα άλλο πρότυπο για τον τουρισμό, φιλικό προς την κοινωνία, την φύση και τον πολιτισμό, απαιτεί ειδική μέριμνα για την ανάδειξη και διατήρηση όλων των σημείων υπεροχής της χώρας μας (φυσικό περιβάλλον, καθαρές θάλασσες, ιστορική-λαογραφική-πνευματική και διατροφική ταυτότητα, άυλη πολιτισμική κληρονομιά, αρχαιολογικός πλούτος, κουλτούρα ανοχής, συνύπαρξης και φιλοξενίας των ξένων), απαιτεί ενίσχυση του εσωτερικού τουρισμού και της δυνατότητας έστω και μικρών διακοπών ως κοινωνικού δικαιώματος μεγάλης αξίας για την σωματική και ψυχική υγεία των ανθρώπων, αλλά και ως μέσου στήριξης των τουριστικών μονάδων της ενδοχώρας και επιμήκυνσης της τουριστικής περιόδου.
Ο εναλλακτικός τουρισμός, ο τουρισμός της θεματικής εμπειρίας και των πολλαπλών δραστηριοτήτων που στηρίζεται στην ποιότητα και όχι μόνο στην «πολυτέλεια χαμηλού κόστους», απαιτεί άλλες ισορροπίες, άλλες προτεραιότητες, χρειάζεται αλλαγή γραμμής πλεύσης και από τη κυριαρχία του μαζικού τουρισμού της επιβολής που συνεπάγονται τα φθηνά πακέτα και το all inclusive, να πάμε σταδιακά στον τουρισμό της επιλογής, που ο επισκέπτης έχει τη δυνατότητα εξατομικευμένα να απολαύσει διαφορετικά τουριστικά προϊόντα (πέραν του κλασσικού «ήλιος + θάλασσα + διασκέδαση») και μια σύνθετη τουριστική εμπειρία ζωής. Ο εναλλακτικός τουρισμός απαιτεί εναλλακτικούς τρόπους οργάνωσης των παρεχόμενων υπηρεσιών, απαιτεί κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία και όχι κυριαρχία της ασύδοτης αγοράς και της κερδοσκοπίας.
Κατά τη γνώμη μας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί ένα σοβαρό σχέδιο για τη βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη χωρίς να αμφισβητηθεί ο νεοφιλελευθερισμός και η λιτότητα στην χώρα μας αλλά και στην Ευρώπη, χωρίς σοβαρό Κράτος με σύγχρονες κοινωνικές υποδομές, χωρίς δημόσιες και όχι ιδιωτικοποιημένες υπηρεσίες ύδρευσης, ηλεκτρισμού, σιδηροδρόμων, λιμένων και αεροδρομίων, χωρίς οργανωμένη και οικονομικά εύρωστη τοπική αυτοδιοίκηση ικανή να διαχειρίζεται αποτελεσματικά τα απορρίμματα, τους ελεύθερους χώρους, τις ακτές, το ναυαγοσωστικό έργο, χωρίς δημόσια περίθαλψη υψηλής ποιότητας, χωρίς οδική ασφάλεια, χωρίς δραστική αντιμετώπιση των φαινομένων ρατσισμού, ξενοφοβίας και εθνικιστικού φανατισμού, χωρίς πραγματική φιλοξενία και φροντίδα των επισκεπτών μας, εγχώριων και αλλοδαπών.
Επειδή ακριβώς μας ενδιαφέρει να υπάρχει απασχόληση και εισόδημα από τον τουρισμό, με σεβασμό όμως στον εργαζόμενο, το περιβάλλον και το δημόσιο συμφέρον, είμαστε αντίθετοι σε ένα νομοσχέδιο-επέλαση του συμπλέγματος μεγαλοξενοδόχων-μεγαλοκατασκευαστών-τουριστικών πρακτόρων. Είμαστε αντίθετοι όμως και επειδή μας ενδιαφέρει η αναδιανομή του παραγόμενου πλούτου, η διάχυση του στο κόσμο της εργασίας, στην τοπική κοινωνία, στη μικρομεσαία επιχείρηση, στην οικοτουριστική μονάδα της υπαίθρου, στον σωστό ελευθεροεπαγγελματία που σέβεται τη δουλειά του.
Συμπερασματικά, είμαστε αντίθετοι στο ν/σ επειδή μια αξιόπιστη και βιώσιμη τουριστική πολιτική προϋποθέτει άλλο στόχο για την οικονομία και την κοινωνία, αλλά και άλλο τρόπο οργάνωσης των τουριστικών υπηρεσιών, πιο συλλογικό, πιο συνεργατικό, πιο αλληλέγγυο και δημοκρατικό. Με άλλα λόγια, ένα εθνικό στρατηγικό σχέδιο για τον τουρισμό προαπαιτεί μια πολιτική που υπερβαίνει το σημερινό καταστροφικό πλαίσιο του Μνημονίου και της αυταρχικής διακυβέρνησης της χώρας.