Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Βρισκόμαστε σε μια κρίσιμη περίοδο. Σε μια περίοδο όπου συγκεντρώνονται κοινωνικές και πολιτικές δυνάμεις ικανές να επιβάλλουν ριζικές αλλαγές, ανατροπές και ρήξεις με το παρελθόν.
Ταυτόχρονα, όμως, και σε μια περίοδο που ο αντίπαλος τόσο στην Ελλάδα, όσο και διεθνώς, δίνει μια μάχη χωρίς κανόνες και χωρίς ενδοιασμούς για να αποτρέψει κάθε βήμα προόδου και να καθηλώσει τη χώρα για πολλές δεκαετίες στη ζώνη του λυκόφωτος.
Ολόκληρη η ελληνική κοινωνία είναι σε κίνηση που καμιά συμβατική δημοσκόπηση δεν μπορεί να εκτιμήσει και δεν μπορεί να καταγράψει τις υπόγειες διεργασίες που τούτη την ώρα συντελούνται. Καμιά συμβατική δημοσκόπηση δεν είναι σε θέση να αποδώσει το βάθος, την έκταση και την ορμή αυτής της κίνησης, καθώς κάθε ώρα και κάθε μέρα που περνάει η άρνηση, η οργή, η απόγνωση, η αντίσταση επιφέρουν νέες αλλαγές στις συνειδήσεις και στους συσχετισμούς.
Είναι χαρακτηριστικό ότι τις τελευταίες μέρες για τους δικούς τους λόγους ακόμα και οι κυβερνητικοί εταίροι ομολογούν πια ανοιχτά ότι ο ελληνικός λαός δεν αντέχει άλλο. Λένε, βέβαια, ότι δεν αντέχει άλλα μέτρα, δεν αντέχει άλλη σκληρότητα, δεν αντέχει άλλη φτώχεια. Δεν λένε ότι δεν αντέχει τους ίδιους και την πολιτική τους που παράγουν τα μέτρα και τη φτώχεια, που παράγουν αυτή τη σκληρότητα σε κύκλους που ολοένα διευρύνονται.
Είτε το λένε όμως είτε όχι, είτε το παραδέχονται είτε όχι, όλοι πια ξέρουν και όλοι πια ξέρουμε ποια ολέθρια πολιτική κρύβεται πίσω από το δράμα εκατομμυρίων συνανθρώπων μας που μέρα με τη μέρα οδηγούνται στη φτώχεια, στην εξαθλίωση, στην αναξιοπρέπεια.
Και δεν είναι καν ανάγκη σήμερα με τις εμπειρίες που έχει συσσωρεύσει ο λαός μας να ξοδέψει κανείς λέξεις για να αποδείξει ότι οι προπαγανδιστικές ανοησίες του μνημονιακού μπλοκ, όσο κι αν υιοθετούνται και αναπαράγονται από τους αμετανόητους βαρόνους των μεγάλων ΜΜΕ, δεν είναι τίποτα παραπάνω από αυτό ακριβώς: Προπαγανδιστικές ανοησίες.
Ο ελληνικός λαός δεν ζητά σήμερα απαντήσεις για το τι συμβαίνει στη χώρα. Ο καθένας ξέρει πάρα πολύ καλά τι συμβαίνει στο σπίτι, στη δουλειά του, στη ζωή του. Ούτε καν ζητά απαντήσεις για το τι θα γίνει στη χώρα, εφόσον δεν αλλάξει κάτι ριζικά. Όλοι το βλέπουν και όλοι το καταλαβαίνουν.
Πιστεύετε για παράδειγμα ότι υπάρχει έστω και ένας έλληνας σήμερα, ακόμα και ψηφοφόρος της ΝΔ ή του ΠΑΣΟΚ, που να πιστεύει ότι δεν θα υπάρξουν νέα σκληρά μέτρα αν συνεχίσουμε σʼ αυτή την στρατηγική; Που να πιστεύει ότι όλη αυτή η κωμωδία της αντίστασης στην τρόικα δεν θα καταλήξει και πάλι σε δράμα για τους συνταξιούχους, την κοινωνική ασφάλιση, τις χτυπημένες από αλλεπάλληλα κύματα μέτρων κοινωνικές ομάδες; Όχι βέβαια.
Άλλωστε, κατέρρευσε με πάταγο το τελευταίο παραμύθι της κυβέρνησης. Το παραμύθι της επιτυχίας. Όλοι έχουν καταλάβει πια πόσο εγκληματική είναι η πολιτική της υποταγής και του υπάκουου μαθητή. Και αυτή η εξευτελιστική συμπεριφορά απέναντι στον κ. Σαμαρά από τη γερμανίδα Καγκελάριο προχθές στη Σύνοδο Κορυφής είναι χαρακτηριστικό παράδειγμα του στρατηγικού αδιεξόδου στο οποίο βρίσκεται η κυβέρνηση.
Και ξέρετε ο εξευτελισμός δεν αφορά μόνο την κυβέρνηση, αφορά και τη χώρα.
Όσα είπε προχθές η κ. Μέρκελ στους δημοσιογράφους και η πλήρης απαξίωση προς τον πρωθυπουργό που ενάμισι χρόνο τώρα έχει γίνει χαλί να τον πατήσει, δεν είναι κατάντια μόνο για τον κ. Σαμαρά. Είναι και ντροπή για τη χώρα, όταν ο έλληνας πρωθυπουργός εισπράττει τη μια ταπείνωση μετά την άλλη.
Αυτό όμως τι αποδεικνύει; Ότι όταν μια κυβέρνηση στερείται στόχων και στρατηγικής δεν είναι ικανή να διεκδικήσει τίποτα. Όλος ο κόσμος συζητά για το αδιέξοδο ελληνικό πρόγραμμα. Θυμηθείτε ότι και η προεκλογική περίοδες στη Γερμανία επʼ αυτού εστιάστηκε. Στο ότι το πρόγραμμα στην Ελλάδα δεν βγαίνει και ότι χρειάζεται να αναζητηθούν εναλλακτικές λύσεις.
Όλοι έχουν άποψη. Όλοι ομολογούν το αδιέξοδο και την αποτυχία, διαφωνούν ωστόσο για τη λύση που πρέπει να δοθεί. Αλλά όλοι παίρνουν θέση. Η ελληνική κυβέρνηση όχι μόνο δεν ομολογεί την αποτυχία, αλλά δεν παίρνει και θέση. Δεν έχει στόχο, δεν έχει άποψη, δεν έχει στρατηγική. Και ο μόνος δρόμος που της έχει απομείνει είναι ο δρόμος του εξευτελισμού. Εξευτελίζεται, εξευτελίζοντας και τη χώρα.
Όταν όλοι μιλούν για αδιέξοδο, για λάθος στους πολλαπλασιαστές, στις παραμέτρους, στο σχεδιασμό, οι δικοί μας μιλάνε για success story! Όταν όλοι συζητούν για το χρέος και ότι πρέπει να υπάρξει αναδιάρθρωσή του και κάποιοι ζητούν κούρεμα, οι δικοί μας δεν παίρνουν θέση και σιωπούν.
Παριστάνουν μόνο τους επαναστάτες για εσωτερική κατανάλωση. Κι αυτό μέχρι να βαφτίσουν τα μέτρα με περίτεχνους επιθετικούς προσδιορισμούς και να τα παρουσιάσουν ως άλλα και όχι ως νέα στον κόσμο, ακόμα και στον δικό τους κόσμο που φαίνεται ότι τον περνάνε για κουτόφραγκο.
Αλλά πείτε μου κάτι. Γιατί, αλήθεια, να πάρουν στα σοβαρά τον πρωθυπουργό η κ. Μέρκελ και οι τροικανοί; Γιατί να πάρουν στα σοβαρά τον κ. Σαμαρά και την κυβέρνησή του; Αφού όπου σταθεί και όπου βρεθεί, ομνύει στο μνημόνιο και επιβεβαιώνει ότι μόνη του δύναμη είναι η δική τους υποστήριξη. Αφού σε όλους τους τόνους δηλώνει ότι η Ελλάδα δεν δικαιούται σε καμία περίπτωση να κινηθεί μονομερώς, παρά όλες της οι κινήσεις πρέπει να είναι σε απόλυτη συμφωνία και καθʼ υπόδειξη των εταίρων μας. Αφού δεν διεκδικεί ούτε παίρνει θέση για το επίμαχο θέμα του χρέους, δεν διεκδικεί μείωση του χρέους, δεν θέτει κόκκινες γραμμές, δεν διεκδικεί τίποτα άλλο, παρά μονάχα λίγη συμπόνια από τους εταίρους.
Γιατί, λοιπόν, να τον πάρουν στα σοβαρά; Αφού παντού έξω λέει ότι το πρόγραμμα πετυχαίνει και όταν μάλιστα βρίσκεται σε κλειστές πόρτες το σοβαρό του επιχείρημα δεν είναι ότι η κοινωνία έχει καταρρεύσει, δεν είναι ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε πρωτοφανή για ευρωπαϊκή χώρα ανθρωπιστική κρίση, δεν είναι ότι ο λαός δεν αντέχει άλλο. Αλλά το σοβαρό του επιχείρημα είναι ότι αν δεν τον λυπηθούν και τον οδηγήσουν στο πικρό ποτήρι των νέων μέτρων, τότε κινδυνεύει να χάσει την εξουσία, γιατί θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ.
Αυτό είναι το μεγάλο επιχείρημα του κ. Σαμαρά μπροστά στους δανειστές. Ότι αν δεν τον λυπηθούν θα έχουν λέει να κάνουν με τον ΣΥΡΙΖΑ. Και ξέρετε αυτά δεν τα λέμε εμείς. Αυτή ήταν η επίσημη διαρροή του Μεγάρου Μαξίμου που προφανώς δεν είχε Συναίσθηση ούτε ντροπή για να κάνει αυτή τη διαρροή από τη συνάντηση στην Ουάσινγκτον με την κ. Λαγκάρντ. Σοβαρό επιχείρημα: Βοηθήστε μας γιατί θα έρθει ο ΣΥΡΙΖΑ! Πως λοιπόν με αυτά τα φαιδρά επιχειρήματα να πάρουν στα σοβαρά τον έλληνα πρωθυπουργό και να μην τον εξευτελίσουν και απαξιώσουν, δίνοντάς του περισσότερα από 5 λεπτά του χρόνου τους στις κατʼ ιδίαν συναντήσεις στη Σύνοδο Κορυφής;
Με αυτά τα δεδομένα είναι απολύτως υποκριτική η συζήτηση που γίνεται αυτές τις μέρες για τα νέα μέτρα. Πόσο δε μάλλον όταν ο θαυμαστής των μνημονίων κος Στουρνάρας, θεωρεί και νόμιμο και ηθικό -και το λέει κι από πάνω!- να αναζητήσει στα ασφαλιστικά ταμεία τα εκατομμύρια που του λείπουν .Από τα ίδια ταμεία που τα σακάτεψαν, τα κούρεψαν, τα συνέτριψαν με το PSI, κόβοντας συντάξεις και παροχές.
Και ιδίως, όταν έχουν ήδη δρομολογήσει την καταλήστευση της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού με το πακέτο 32 νέων στοχευμένων παρεμβάσεων, που δεν ανήκει στα νέα, αλλά στα ήδη αποφασισμένα μέτρα και περιλαμβάνει νέες αυξήσεις φόρων, κατάργηση φοροαπαλλαγών, ψαλίδισμα επικουρικών συντάξεων και νέες περικοπές σε δημόσιες δαπάνες. Μέσα σε αυτό το πακέτο περιλαμβάνεται και ο πρωτοφανής νέος φόρος ακινήτων, που παραβιάζει κάθε συνταγματική έννοια φορολόγησης. Αφού για άλλη μια φορά ρίχνει τα βάρη για άλλη μια φορά στους αδύναμους, στους μη έχοντες, στη λεγόμενη μεσαία τάξη και διαστρωμάτωση, μια μεσαία τάξη που έχει ήδη πάει στην κόλαση από τη συνεχόμενη φοροεπιδρομή.
Για να παραμένουν, όμως, στο παράδεισο της φοροδιαφυγής και της φοροαποφυγής οι γνωστοί-άγνωστοι διαπλεκόμενοι επιχειρηματίες. Για να συνεχίζεται ανενόχλητη η φορολογική ασυλία του μεγάλου πλούτου, η φοροαποφυγή, η διαφθορά, οι ενδοομιλικές συναλλαγές και η φοροαποφυγή των εξωχώριων εταιριών, η κερδοσκοπία από το λαθρεμπόριο και το μαύρο χρήμα που κάνεις μέχρι σήμερα δεν είχε την πολιτική βούληση να χτυπήσει. Τη στιγμή, όμως, που φορτώνουν τους αδύναμους και τους πρώην μεσαίους, διότι είναι πια κι αυτοί στο περιθώριο, με νέους φόρους και νέα βάρη. Είναι, λοιπόν, προφανές ότι μετά την κλοπή του εισοδήματος η κυβέρνηση περνά σε ένα νέο στάδιο, αυτό της δήμευσης της περιουσίας των πολιτών. Και το ερώτημά μας είναι, άραγε αυτά δεν είναι νέα μέτρα; Τι άλλο χρειάζεται για να συνειδητοποιήσουν ότι οδηγούν μια ολόκληρη κοινωνία στην απόγνωση;
Σήμερα κατέθεσα πριν από λίγη ώρα μια ακόμα επίκαιρη ερώτηση στον Πρωθυπουργό. Μια από τις πολλές κατατεθειμένες και αναπάντητες ερωτήσεις. Ενάμιση χρόνο τώρα ο πρωθυπουργός απαξιώνει τη Βουλή, απαξιώνει την κοινοβουλευτική διαδικασία. Δεν έρχεται να απαντήσει στις επίκαιρες ερωτήσεις που του παραθέτω και τον ίδιο δρόμο ακολουθούν και οι υπουργοί του. Μια σειρά από αιτήματα για προ Ημερησίας Διάταξη Συζήτηση στη Βουλή έχουμε καταθέσει και δεν έχουν ανταποκριθεί. Υποβαθμίζουν τη κοινοβουλευτική διαδικασία και συρρικνώνουν τη δημοκρατία. Αλλά τούτη την ώρα πρέπει ο πρωθυπουργός να δώσει απαντήσεις.
Η Επίκαιρη Ερώτηση που του κατέθεσα αφορά το μείζον θέμα του νέου Ενιαίου Φόρου Ακινήτων. Ελπίζω ότι έστω και τώρα θα σταματήσει να κρύβεται και να φυγομαχεί. Ελπίζω έστω και τώρα να έρθει επιτέλους στη Βουλή και να υπερασπιστεί τις επιλογές του. Έχει χρέος να το κάνει. Να σταματήσει να είναι κοινοβουλευτικός λιποτάκτης και να πάρει επάνω του την ευθύνη των πολιτικών του επιλογών.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Ο ελληνικός λαός δεν νομίζω ότι ζητά πια απαντήσεις για το ποια πολιτική και ποιες πολιτικές δυνάμεις ευθύνονται για ό,τι συμβαίνει στη χώρα. Ακόμα και εκείνοι που στήριξαν τις ελπίδες τους στη ΝΔ του κ. Σαμαρά και στο ΠΑΣΟΚ του κ. Βενιζέλου, ξέρουν πια την ουσία της πολιτικής και της στάσης τους, γιατί έχουν δει τα αποτελέσματα της πολιτικής και της στάσης τους. Όπως λέει και ο ποιητής: Τον ξέρουμε τον ένοχο κι είναι γνωστή η αιτία. Ο ελληνικός λαός ζητά σήμερα κατά τη γνώμη μου απαντήσεις στο αγωνιώδες,- υπαρξιακό θα έλεγα, για την πατρίδα και για τον καθένα μας- ερώτημα, αν μπορεί να γίνει κάτι για να αλλάξει αυτή η ολέθρια πορεία των πραγμάτων. Και τι είναι αυτό; Και σε αυτά τα ερωτήματα οφείλουμε να δώσουμε απαντήσεις.
Και γύρω από αυτό ακριβώς το ερώτημα διεξάγεται σήμερα η πιο σκληρή και αδυσώπητη ιδεολογική και πολιτική μάχη. Και το αποτέλεσμά της δεν είναι δεδομένο. Δεν δίνει η ιστορία το δικαίωμα στην πρόοδο να προελαύνει άνευ αντιπάλου. Το αντίθετο ακριβώς συμβαίνει.
Έχουμε σήμερα από τη μια το μπλοκ των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων μέσα και έξω από τη χώρα που επί της ουσίας κηρύσσει και επιχειρεί να επιβάλλει μια βαθιά αντιδραστική μετάλλαξη της ελληνικής κοινωνίας. Από την πρώτη στιγμή της κρίσης η Ελλάδα αντιμετωπίζεται ως πειραματικός εργαστηριακός σωλήνας. Ως το πειραματόζωο πάνω στο οποίο εξετάζονται μίγματα βάρβαρης πολιτικής, προκειμένου το αποτέλεσμα της κοινωνικής αντίδρασης να μελετηθεί και να εξαχθεί και σε άλλες διπλανές χώρες και κοινωνίες.
Έχουμε, λοιπόν, σήμερα, αυτό το μπλοκ των δυνάμεων, μέσα και έξω από τη χώρα, που στηρίζει με κάθε μέσο, ασκώντας κάθε είδους ψυχολογική, ιδεολογική και υλική βία, πως αυτό που σήμερα μας έχει επιβληθεί είναι ο μόνος δρόμος, ένα είδος καθαρτηρίου για να βρεθούμε κάποτε, κάποιοι, κάπως, κάπου, όπου θα ξαναβρούμε, θα μας ξαναδώσουν πίσω, ξεπλυμένους από τις αμαρτίες μας, όσα μας έχουν αρπάξει. Ένα μπλοκ δυνάμεων που επιδιώκει μια κοινωνία με χέρια για να δουλεύει, με πόδια για να τρέχει όπου τη διατάξουν, αλλά χωρίς μυαλό για να αντιστέκεται και στόμα για να διαμαρτύρεται. Χωρίς φωνή, δικαιώματα, ελευθερίες και αξιοπρέπεια.
Και ξέρετε ότι υποπροϊόν αυτής της πολιτικής και της κοινωνικής αποσύνθεσης που προκαλεί αυτό το μπλοκ των δυνάμεων είναι και η επιχείρηση εκφασισμού της κοινωνίας. Η επέλαση των νεοναζί, το φαινόμενο της εξάπλωσης της εγκληματικής δραστηριότητας των νεοναζί της Χρυσής Αυγής στην οποία, όλο το προηγούμενο διάστημα, δόθηκε η δυνατότητα να απλωθεί και να εγκληματεί όχι μόνο γιατί βρήκε πρόσφορο έδαφος στην κοινωνία, αλλά και γιατί με τον ένα ή τον άλλο τρόπο είχε την ενίσχυση του κράτους.
Η κυβέρνηση πρόσφατα αναγκάστηκε να προχωρήσει στο αυτονόητο. Να θέσει την εγκληματική δράση των νεοναζί ενώπιον του νόμου. Ας μην γελιόμαστε όμως. Δεν ήταν επιθυμία της κυβέρνησης που έκανε τα στραβά μάτια εδώ και χρόνια. Ήταν δική μας απαίτηση και επιθυμία. Η άρση της χρηματοδότησης των εγκληματιών ήταν δικό μας αίτημα. Δεν ήταν επιθυμία αυτών που μόλις πριν από λίγες μέρες μιλούσαν για πιθανή μετεκλογική συνεργασία με τους νεοναζί, που έψαχναν να βρουν μια πιο σοβαρή Χρυσή Αυγή για να συνεργαστούν. Ήταν αίτημα του αντιφασιστικού κινήματος. Όπως αίτημα και διεκδίκηση συνεχίζει να είναι η αποξήλωση των χρυσαυγίτικων, νεοναζιστικών θυλάκων από τον κρατικό μηχανισμό. Θέλουμε, όμως, αυτή διαδικασία να γίνει με απόλυτο σεβασμό στους δημοκρατικούς θεσμούς και στο κράτος δικαίου. Το φασισμό όσο περισσότερο τον εκθέτεις στη δημοκρατία και στους κανόνες της, τόσο περισσότερο τον απομονώνεις.
Να σημειώσω, όμως, εδώ ότι εμείς είχαμε προειδοποιήσει εγκαίρως για τον κίνδυνο που αντιπροσωπεύει αυτή η συμμορία με τις χιτλερικές ιδέες και πρακτικές , καθώς και με τη διείσδυσή της στο κράτος και στους μηχανισμούς καταστολής. Αλλά μόνο όταν η κοινή γνώμη, στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, ξεσηκώθηκε με τη δολοφονία του Παύλου Φύσσα, μόνο τότε υποχρεώθηκε η κυβέρνηση Σαμαρά να επιβάλει επιτέλους το νόμο και να αντιμετωπίσει τους εγκληματίες ως εγκληματίες.
Εμείς θα στηρίξουμε και στηρίζουμε τη δικαιοσύνη στο έργο της. Πιστεύουμε, όμως, ότι δεν είναι μόνο δουλειά του νόμου και του εισαγγελέα η αντιμετώπιση του ναζιστικού φαινομένου. Είναι πρώτα απ' όλα καθήκον κάθε δημοκράτη και κάθε προοδευτικού ανθρώπου, κάθε συλλογικότητας και κινήματος, να υψώσουν μέτωπο εναντίον των νεοναζί. Και η εξάλειψη αυτού του καρκινώματος δεν μπορεί να επιδιώκεται ξεκομμένα από τις αιτίες που το γεννούν και το αναπαράγουν και δεν είναι άλλες από την καταστροφική πολιτική των μνημονίων και την ανοχή που δείχνουν ακόμα και σήμερα τμήματα του κρατικού μηχανισμού.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Έχουμε μια κυβέρνηση που δεν έχει πια να προτείνει τίποτε θετικό, τίποτε ελπιδοφόρο, τίποτε που να κινητοποιεί τις δυνάμεις της κοινωνίας και της πατρίδας. Έχουμε μια κυβέρνηση που αρχίζει και τελειώνει με την πλήρη και τυφλή υποταγή στα μνημόνια. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια και είναι μια αλήθεια που την ξέρουν όλοι οι Έλληνες. Ακόμα και όσοι στήριξαν το δίδυμο Σαμαρά-Βενιζέλου βλέπουν σήμερα ότι δεν εκπροσωπούν παρά μια καταστροφική πολιτική την οποία επιχειρούν να επιβάλουν με καταστροφικά μέσα: με καταστολή, μηδενιστική προπαγάνδα, φόβο, εκβιασμούς, ψέματα και ασκώντας κάθε είδους βία σε κάθε πτυχή της κοινωνικής και πολιτικής ζωής.
Αλήθεια, τι μπορεί πια να περιμένει ακόμα και ο μέσος, όπως τον χαρακτηρίζουμε, συντηρητικός πολίτης από αυτό το δίδυμο; Να περιμένει αυτοί που μας οδήγησαν στην κρίση, που μας έφτασαν έως εδώ να σώσουν τώρα τη χώρα; Να περιμένει να του διασφαλίσουν την περιουσία που του την αρπάζουν; Να υπερασπιστούν τη δημοκρατία που καθημερινά καταργούν; Να αξιοποιήσουν τη δημόσια περιουσία που οι ίδιοι ξεπουλούν; Να ανατάξουν την οικονομία που οι ίδιοι καταβυθίζουν; Να μειώσουν την ανεργία που οι ίδιοι πολλαπλασίασαν και την έφτασαν σε πρωτοφανή μεγέθη; Να σώσουν το μαγαζί του που κλείνουν με την πολιτική τους;
Ακριβώς επειδή η μεγάλη πλειοψηφία έχει πια εννοήσει και κατανοήσει και τι γίνεται, και ποιοι ευθύνονται και πού μας πάνε, οι ηθικοί και φυσικοί αυτουργοί της σημερινής πολιτικής σε ένα και μόνο χαρτί ποντάρουν: στη συκοφάντηση, στην πρόκληση, στη σπίλωση, στη μείωση ή αν είναι δυνατό στον εκμηδενισμό του βασικού τους αντιπάλου που δεν είναι άλλος από τον ΣΥΡΙΖΑ. Που είμαστε όλοι εμείς, αλλά κυρίως είναι ο ελληνικός λαός.
Στο βάθος της σκέψης και της προπαγάνδας τους είναι μια βασική επιδίωξη: να πείσουν με όλα τα μέσα, εκ των οποίων το ψέμα είναι το πλέον τίμιο, ότι κανένας δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε. Ότι όλα όσα συμβαίνουν είναι φυσικός νόμος. Και ότι και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πρόκειται να αλλάξει τίποτε προς το καλύτερο. Έτσι η προσπάθεια να εμφανιστεί ο ΣΥΡΙΖΑ ως άκρο, ως εχθρός της πατρίδας, ως κόμμα-ταραξίας, ως κόμμα με αποκλίνουσες απόψεις και ομάδες, έχει λάβει πρωτοφανείς διαστάσεις. Με την ευγενική βοήθεια γνωστών και μη εξαιρετέων ΜΜΕ που απολαμβάνουν την ευγενική χορηγία γνωστών και μη εξαιρετέων τραπεζικών και οικονομικών κύκλων.
Το τελευταίο διάστημα, προσπάθησαν να ξαναζεστάνουν τη σούπα των δύο άκρων. Απέτυχαν, όμως, παταγωδώς. Ακόμα και οι αστείες απόπειρες προβοκάτσιας τους έπεσαν στο κενό. Κι αυτό όχι μόνο διότι είναι ανιστόρητη και ανυπόστατη θεωρία, αλλά γιατί δεν επιχειρείται εν κενώ. Επιχειρείται σε μια περίοδο που η κοινωνία υφίσταται τα αποτελέσματα ακραίων πολιτικών επιλογών. Είναι λοιπόν τουλάχιστον αστεία η προσπάθεια ταύτισης της δύναμης της ελπίδας που είναι σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ, με το μαύρο του φασισμού. Όταν μάλιστα αυτοί που το επιχειρούν ομνύουν στη πιο βίαιη και καταστροφική πολιτική. Αυτή που έχει οδηγήσει χιλιάδες συμπολίτες μας στην απόγνωση, στην εξαθλίωση, στον εξευτελισμό, ακόμα και στην αυτοκτονία.
Ξέρουμε βέβαια καλά ότι μια φοβισμένη από τα αδιέξοδά της κυβέρνηση δεν έχει που αλλού να επενδύσει παρά μονάχα στο φόβο. Αυτό έκαναν και πριν τις εκλογές. Αυτό επιχειρεί και θα επιχειρήσει ξανά και ξανά και σήμερα. Ας έχουν, όμως, στο μυαλό τους ότι η επανάληψη της ιστορίας, συνήθως αποδεικνύεται φάρσα. Σήμερα ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι πια μια δύναμη που μπορεί να τρομάζει ή να σκιάζεται από αστείες θεωρίες συνομωσίας. Ούτε το μεγάλο – σχεδόν πλειοψηφικό πια – κομμάτι του λαού που μας στηρίζει και επενδύει τις ελπίδες του πάνω μας, τρώει κουτόχορτο.
Σας καλώ, λοιπόν, όλους και όλες εσάς να μη δίνετε πια σημασία σε ιστορίες συνομωσίας και παραλογισμού. Σας καλώ να συνειδητοποιήσετε τη δύναμη που έχουμε, αλλά και την ιστορική μας ευθύνη. Το όπλο στα χέρια του αντιπάλου μας που λέγεται φόβος είναι ισχυρό, αλλά όχι πια ανίκητο. Αρκεί και εμείς να σταματήσουμε να φοβόμαστε το φόβο. Να σταματήσουμε να σκεφτόμαστε μίζερα και μοιρολατρικά. Και να συνειδητοποιήσουμε ότι είμαστε μια ανάσα από τη μεγάλη αλλαγή. Μια ανάσα από τη μεγάλη νίκη του λαού μας. Μια ανάσα από τη μεγάλη νίκη του ΣΥΡΙΖΑ. Και αυτό κανένας φόβος δεν μπορεί πια να το αποτρέψει γιατί είναι η μεγάλη και ίσως η μοναδική ελπίδα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού μας. Και κανείς πια δεν μπορεί να το αποτρέψει. Ξέρω είναι δύσκολο να συνειδητοποιήσουμε ότι έχει επέλθει αυτή η μεγάλη αλλαγή, όμως ζούμε ιστορικές στιγμές και θα τα καταφέρουμε καλύτερα μόνο αν τις συνειδητοποιήσουμε και συνειδητοποιήσουμε και τα μεγέθη και τη δυναμική μας.
Άλλωστε, αν κάποιος θα έπρεπε σήμερα πραγματικά να φοβάται και να φοβάται πολύ, είναι όλοι όσοι νομίζουν ότι με το φόβο μπορούν να ξεγελάσουν το λαό μας, Όλοι όσοι έριξαν τη χώρα στα βράχια έκαναν καθεστώς τη διαφθορά, τη μίζα και τη διαπλοκή και τώρα έχουν και την απαίτηση να συνεχίζουν να κυβερνούν πάνω στα κοινωνικά ερείπια των επιλογών τους. Ε, όχι. Πάει αυτό πολύ! Μια του κλέφτη, δύο του κλέφτη, τρεις και η κακή του μέρα!
Σήμερα έχει καταρρεύσει πλήρως το success story του κυρίου Σαμαρά, η αξιοπιστία της κυβέρνησης. Σήμερα κανείς πια δεν πιστεύει ότι οι αυτόκλητοι σωτήρες μας θα μας σώσουν. Σήμερα, στη συνείδηση της πλειοψηφίας του λαού μας αυτοί που μας οδήγησαν ως εδώ είναι κατηγορούμενοι. Και ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης, ο κ. Βενιζέλος στην πλειοψηφία της συνείδησης των πολιτών, ακόμα και σε αυτούς που από φόβο ψήφισαν ΠΑΣΟΚ, είναι κατηγορούμενο για τα έργα και τις ημέρες του γενικά και ειδικά με τα ναυπηγεία Σκαραμαγκά.
Και εδώ είναι ένα ερώτημα. Τι θα κάνει αλήθεια ο κύρος Σαμαράς και η ακροδεξιά ομάδα του Μαξίμου με την υπόθεση αυτή; Θα καλύπτει ως το τέλος τον κύριο Βενιζέλο, όπως ο κ. Βενιζέλος κάλυψε ως το τέλος τον κύριο Τσοχατζόπουλο; Θα επιχειρήσουν να εμποδίσουν τη Βουλή να διερευνήσει ένα ακόμα σκάνδαλο που δεν έγινε πριν από πολλά χρόνια, αλλά έγινε χθες; Θα επιβάλουν στους βουλευτές τους να στηρίξουν, εν ονόματι της κυβερνητικής συνοχής, τη συνενοχή με τα έργα και τις ημέρες του Αντιπροέδρου της κυβέρνησης και μάλιστα σε μια μνημονιακή κυβέρνηση που την ίδια στιγμή που υπέγραφε την εκταμίευση εκατομμυρίων προς τον ψευτο-επενδυτή έκοβε μισθούς, συντάξεις, κοινωνικές παροχές.
Σε κάθε περίπτωση πάντως εμείς θα κάνουμε το χρέος μας όχι για να καταδικάσουμε τον οποιονδήποτε, αλλά για να δώσουμε την ευκαιρία στη βουλή και στη δικαιοσύνη να διερευνήσουν μια υπόθεση με πολλές σκοτεινές πλευρές. Γιατί σε μια περίοδο που ο λαός μας υποβάλλεται σε πρωτοφανείς θυσίες, είναι στοιχειώδης πολιτική υποχρέωση να μην αιωρείται το νέφος των σκανδάλων και της ατιμωρησίας πάνω από την πολιτική.
Συντρόφισσες και σύντροφοι,
Η κρισιμότητα των στιγμών, οι δυνατότητες που ανοίγονται καθημερινά μπροστά μας, αλλά και οι προκλήσεις, η λυσσώδης αντίδραση των συνασπισμένων συμφερόντων της διαπλοκής και των δυνάμεων που τρέμουν την ανάδειξη της αριστεράς σε κυβερνητική εξουσία, απαιτούν από όλους εμάς μια νέα ωριμότητα, μια νέα εγρήγορση, μια νέα επαγρύπνηση, μια νέα τολμώ να πω ιστορική συνείδηση του ρόλου μας. Δεν αρκεί η αγωνιστικότητα, η αφοσίωση στα συμφέροντα των πιο ευάλωτων και καταπιεσμένων στρωμάτων του λαού, η πεποίθηση για το δίκιο των απόψεων και το ορθό των ιδεών μας για να πείσουμε τον πολίτη που ταλαντεύεται, που έχει απηυδήσει από την καθεστωτική σαπίλα, τον πολίτη που έχει πια απογοητευτεί, να μας εμπιστευτεί. Όλα αυτά τα έχουμε και τα είχαμε πάντα. Ήταν και είναι η κληρονομιά που μας άφησαν γενιές και γενιές αγώνων και θυσιών.
Σήμερα όμως χρειάζεται κάτι παραπάνω. Γιατί δεν καλούμε το λαό απλώς να μας εμπιστευτεί στους καθημερινούς μικρούς και μεγάλους αγώνες του, αλλά να μας εμπιστευτεί το σκάφος της χώρας σε συνθήκες επικίνδυνης φουρτούνας. Και να δώσει τη μάχη μαζί μας για να αλλάξουμε τη μοίρα της χώρας και του καθενός.
Χρειαζόμαστε όσο ποτέ άλλοτε την πιο ευρεία ενότητα όσων έχουν συμφέρον και διάθεση να αντισταθούν στην πολιτική των μνημονίων. Χρειαζόμαστε επίσης την ενότητα στις ίδιες τις γραμμές μας, που κανείς βέβαια δεν αμφισβητεί σήμερα, αλλά που πρέπει να πάρει ακόμα πιο στέρεα και βαθιά χαρακτηριστικά ενιαίας θέλησης και δράσης, ενιαίας απόφασης και στάσης, ενιαίας ειλικρίνειας και συντροφικότητας. Ενότητας εν τέλει με βασικό κριτήριο το συμφέρον του λαού και της χώρας.
Χρειαζόμαστε τέλος εκείνη την πολιτική ωριμότητα που ξέρει να συνδυάζει τη σταθερότητα με την ευελιξία, τη στρατηγική με την τακτική, την αυτοσυγκράτηση με την αγωνιστικότητα και να διακρίνει σε κάθε στιγμή όχι μόνο τις προθέσεις των φίλων, αλλά και τις προθέσεις και τους στόχους των αντιπάλων. Την ωριμότητα που ξέρει επίσης την αξία της προσωπικής ευθύνης και μετράει το γεγονός ότι καθένας από μας, όπου κι αν βρεθεί, εκπροσωπεί όχι μόνο το πρόγραμμα και την πολιτική του κόμματος, αλλά και το ήθος και την ικανότητά του να πείθει ότι και θέλει και μπορεί.
Πιστεύω βαθιά σύντροφοι ότι γρήγορα, ίσως και πιο γρήγορα απʼ ό,τι έχουν κάποιοι στο μυαλό τους θα κληθούμε να αναλάβουμε τις τύχες της χώρας. Και πρέπει να είμαστε έτοιμοι από κάθε άποψη και σε όλα τα επίπεδα. Γιατί εμείς δεν ερχόμαστε ούτε υποσχόμαστε να είμαστε μια καλύτερη κυβέρνηση, αλλά μια κυβέρνηση που τέτοια ποτέ δεν γνώρισε ο τόπος. Αποφασισμένη και ικανή να αλλάξει ριζικά τα πράγματα. Και αυτό θα συμβεί σύντομα θα γίνει και θα είναι μέρα μεσημέρι, για να θυμηθώ τα λόγια ενός παλιού αγωνιστή.
Καλή δύναμη!