Χθες το απόγευμα συζητήθηκε στην Ολομέλεια της Βουλής η επίκαιρη επερώτηση 56 βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ προς το Υπουργείο Υγείας, με θέμα τον αποκλεισμό από το σύστημα υγειονομικής περίθαλψης των ανασφάλιστων συμπολιτών μας.
Στο πλαίσιο της συζήτησης αυτής, η βουλευτής Ειρήνη Αγαθοπούλου επεσήμανε τη σοβαρότητα και τραγικότητα του προβλήματος και προέτρεψε τον υπουργό να σταθεί στο ύψος των περιστάσεων, κάτι που ο ίδιος, δίνοντας μία ακόμη τηλεοπτικού τύπου παράσταση, αγνόησε επιδεικτικά, προκαλώντας τις έντονες επικρίσεις της βουλευτή στη δευτερολογία της: «Έρχεστε εδώ μέσα δίνοντας ρεσιτάλ υποκρισίας, υποτιμώντας τη νοημοσύνη του κόσμου που μας παρακολουθεί και δεν απαντάτε σε καμία ερώτηση όπως θα άρμοζε μέσα στο ελληνικό κοινοβούλιο».
Η κ. Αγαθοπούλου άσκησε δριμεία κριτική στη συνειδητή κυβερνητική επιλογή της διάλυσης της δημόσιας ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης, επισημαίνοντας την ένταση του φαινομένου της υγειονομικής φτώχειας τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Εγκάλεσε τον υπουργό για θρασεία και υποκριτική αντιμετώπιση του προβλήματος, φέροντας παραδείγματα των κυβερνητικών ημίμετρων που, χωρίς να λύνουν τα πραγματικά προβλήματα, συσκοτίζουν το γεγονός του ξεπουλήματος και της δημόσιας υγείας στην ιδιωτική κερδοφορία.
Χαρακτηριστικό το παράδειγμα του voucher, το οποίο προβλέπεται να καλύψει 230.000 ανασφάλιστους σε ένα βάθος χρόνου 2 ετών, καλύπτει όμως μόνο διαγνωστικές εξετάσεις, «τι γίνεται όμως εάν σε αυτές τις εξετάσεις διαγνωστεί ασθένεια;», σημείωσε η βουλευτής και αναφερόμενη στο σύμφωνο συνεργασίας Υπουργείου και ΙΣΑ, ΣΦΕΕ, ΕΟΦ και Αρχιεπισκοπής Αθηνών, για δωρεάν παροχή φαρμάκων σε ανασφάλιστους, έθεσε στον υπουργό το αυτονόητο ερώτημα «Αφού έχετε τη δυνατότητα να συνεργαστείτε με θεσμικούς φορείς και να δώσετε φάρμακα σε ανασφάλιστους γιατί δεν το κάνετε μέσα από τις θεσμικές δομές του κράτους, τα φαρμακεία του ΕΟΠΥΥ, ώστε να φτάνουν σε κάθε άκρη της Ελλάδας;». Σε αυτό το πλαίσιο τόνισε τον σημαντικότατο ρόλο των Κοινωνικών Ιατρείων-Φαρμακείων ανά την Ελλάδα και επέκρινε τον υπουργό για την προσπάθειά του να δυσφημίσει αυτές τις δομές πραγματικής αλληλεγγύης.
Σχετικά με το θέμα του αποκλεισμού των μεταναστών χωρίς χαρτιά από την υγειονομική περίθαλψη, ανέφερε: «Ξέρουμε πολύ καλά ότι, σαν κ. Γεωργιάδης, βγάζετε αναφυλαξία όταν ακούτε για μετανάστες χωρίς χαρτιά, για ανθρώπους που δεν έχουν τη νομιμοποίηση της κυβέρνησης να ζουν σε αυτή τη χώρα», σημείωσε η βουλευτής, «αναφυλαξία που δεν γιατρεύεται ούτε με τα καλύτερα γενόσημα κ. Υπουργέ. Όταν όμως έχετε την ευθύνη ενός υπουργείου και δη του υπουργείου υγείας, είστε υποχρεωμένος να μεριμνάτε και γιʼ αυτούς και για όλους τους ανασφάλιστους που έχετε δημιουργήσει σε αυτή τη χώρα. Και σʼ αυτό περιμένουμε πραγματικά την απάντησή σας».
Η βουλευτής αναφέρθηκε, μεταξύ άλλων, στο ζήτημα των αυξανόμενων παρενεργειών από γενόσημα φάρμακα που παρατηρούνται πλέον στα νοσοκομεία, καλώντας τον υπουργό να μεριμνήσει για την εφαρμογή της φαρμακοεπαγρύπνησης αλλά και την αναγκαία στελέχωση του ΕΟΦ προκειμένου να γίνονται οι απαραίτητοι έλεγχοι των εισαγομένων γενοσήμων. Επεσήμανε τον διπλασιασμό της συμμετοχής των ασθενών στα φάρμακά τους, αλλά και το γεγονός ότι σήμερα χιλιάδες άνθρωποι δεν ακολουθούν τη θεραπεία τους, λόγω οικονομικής δυσπραγίας.
Η κ. Αγαθοπούλου επεσήμανε, τέλος, την αδυναμία της κυβέρνησης να αφήσει στην άκρη τα νούμερα και να ασχοληθεί με την ανθρωπιστική κρίση που δημιούργησε: «Αφήστε το να το κάνουν κάποιοι άλλοι», σημείωσε, «οι οποίοι έχουν και την δύναμη και τη θέληση και δεν δεσμεύονται από συμφέροντα που εσείς δεσμεύεστε για να το κάνουν. Κι αυτό εμείς θα το κάνουμε, να είστε σίγουροι». Στο δε πάγιο προς τον ΣΥΡΙΖΑ ερώτημα «που θα βρείτε τα λεφτά;», η κ. Αγαθοπούλου απάντησε στον κ. Γεωργιάδη τα αδιανόητα για την κυβερνητική του λογική: «τα λεφτά θα βρεθούν όχι κάνοντας περικοπές στην παιδεία, στις συντάξεις και στους μισθούς, αλλά από την αξιοποίηση των δημοσίων επιχειρήσεων και όχι από το ξεπούλημά τους, θα βρεθούν φορολογώντας τους φίλους σας μεγαλοεπιχειρηματίες και τις επιχειρήσεις που μέσα στο 2012 αισχροκέρδησαν εις βάρος των εργαζομένων και είχαν υπερκέρδη», αναφέροντας ορισμένες μόνο από τις δυνατές πηγές χρηματοδότησης της υγείας.