Ενώ η απόφαση του Eurogroup έχει επιβάλλει τη διάλυση του τραπεζικού συστήματος στην Κύπρο, ενώ η Standard & Poors απειλεί να υποβαθμίσει την Deutsche Bank λόγω του σκανδάλου απόκρυψης ζημιών 12 δις δολλαρίων από τοξικά παράγωγα, η Κομισιόν δηλώνει ότι στην ΕΕ η αρμοδιότητα ελέγχου των τραπεζών ανήκει στις εθνικές αρχές, και εν προκειμένω στη Γερμανία (!!!)
Αυτά προκύπτουν από απάντηση του Επιτρόπου Barnier σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ, Νίκου Χουντή. Ο Νίκος Χουντής στην ερώτησή του αναφερόταν στην έρευνα που διεξάγει η αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς σε βάρος της Deutsche Bank λόγω της απόκρυψης ζημιών ύψους 12 δις δολλαρίων από παράγωγα στις δραστηριότητες της τράπεζας στις ΗΠΑ. Συγκεκριμένα τόνιζε ότι η Deutsche Bank κατηγορείται από τις αμερικανικές αρχές ότι «κατά τη διάρκεια της χρηματοπιστωτικής κρίσης 2007-2009, αποτίμησε ʽλανθασμέναʼ την αξία περίπλοκων παραγώγων (leveraged super senior trades), τα οποία αν είχαν αποτιμηθεί σε τρέχουσες αξίες (mark-to-trades), τότε θα είχαν προκύψει λογιστικές ζημιές που ενδεχομένως θα οδηγούσαν τα ίδια κεφάλαια της Deutsche Bank σε επικίνδυνα χαμηλά επίπεδα και στην ανάγκη παρέμβασης για την αντιμετώπιση συστημικού κινδύνου». Καταλήγοντας ο Νίκος Χουντής, έθεσε τα εξής ερωτήματα:
«1. Τι γνωρίζει σχετικά με την ανωτέρω καταγγελία; Ποιο είναι το ευρωπαϊκό νομικό πλαίσιο που υπάρχει; Τι αρμοδιότητες διαθέτουν σήμερα οι θεσμοί της Ε.Ε. προκειμένου να ερευνήσουν την υπόθεση;
2. Τα stress tests των ευρωπαϊκών τραπεζών του 2011 ήταν αξιόπιστα; Γιατί δεν ανέδειξαν την γιγαντιαία έκθεση της Deutsche Bank στα ανωτέρω «τοξικά» παράγωγα;
3. Προτίθεται η Επιτροπή να ερευνήσει την υπόθεση ή θα αφήσει την Αμερικανική Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (SEC) να «βγάλει το φίδι από την τρύπα», όπως κάνει σε όλες τις ανάλογες περιπτώσεις που η SEC ερευνά γερμανικές εταιρείες;»
Στην απάντηση του πρώτου ερωτήματος ο Επίτροπος Barnier αναφέρει ότι η Κομισιόν «δεν είναι σε θέση να καθορίσει κατά πόσον η έκθεση (σ.σ. σε τοξικά παράγωγα) της Deutsche Bank είναι ακριβής» και αποκαλύπτει ότι βάσει του κανόνα του Διεθνούς Προτύπου Χρηματοοικονομικής Αναφοράς (ΔΠΧΑ) δεν υπάρχουν αυστηρά διατυπωμένοι κανόνες και μπορεί μια τράπεζα να παρουσιάζει, κατά το δοκούν, είτε μεγάλα κέρδη, είτε μεγάλες ζημιές, επηρεάζοντας ανάλογα την κεφαλαιακή της επάρκεια. Λέει συγκεκριμένα ο Επίτροπος: «Βάσει του πλαισίου του ΔΠΧΑ, τα παράγωγα θα μπορούσαν να αποτιμηθούν σε εύλογη αξία. Ο εν λόγω λογιστικός κανόνας μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα κέρδη ή ζημίες στα κοινοποιηθέντα αποτελέσματα. Πράγμα που θα επηρεάσει τα υποχρεωτικά κεφάλαια μιας τράπεζας»
Ο Ευρωπαίος Επίτροπος στην δεύτερη απάντησή του ουσιαστικά παραδέχεται ότι τα stress-tests δεν οδήγησαν στα σωστά συμπεράσματα όσον αφορά στην ανθεκτικότητα του ευρωπαϊκού τραπεζικού συστήματος, αφού δηλώνει ότι «Στο πλαίσιο της προσομοίωσης δεν απαιτήθηκε η κοινοποίηση πρόσθετων στοιχείων για παράγωγα τραπεζών (εκτός από την περίπτωση των κρατικών ομολόγων)», δηλαδή, δεν εξετάστηκε από την Ευρωπαϊκή Ένωση η έκθεση των τραπεζών σε τοξικά στοιχεία, όπως χρηματοοικονομικά παράγωγα, που θα μπορούσαν να επηρεάσουν σημαντικά, όπως έγινε στις ΗΠΑ το 2008-09, την κεφαλαιακή τους βάση και βιωσιμότητα.
Στην τρίτη απάντησή της στο ερώτημα του Νίκου Χουντή, η Κομισιόν, για άλλη μια φορά, σφυρίζει αδιάφορα μπροστά στα γερμανικά συμφέροντα, ξεχνώντας τι έγινε στην Κύπρο, αφού μεταφέρει την ευθύνη της εφαρμογής των λογιστικών κανόνων στις γερμανικές εθνικές αρχές. Λέει συγκεκριμένα: «Στην Ευρώπη, η αξιολόγηση της εφαρμογής ενός λογιστικού προτύπου εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ελεγκτών των εταιρειών και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών της αγοράς (BaFin and Deutsche Prüfstelle für Rechnungslegung DPR στην περίπτωση της Deutsche Bank)»
Η πλήρης απάντηση του Επιτρόπου Barnier έχει ως εξής:
Απάντηση του κ. Barnier εξ ονόματος της Επιτροπής
1. Η Επιτροπή δεν είναι σε θέση να καθορίσει κατά πόσον η έκθεση της Deutsche Bank είναι ακριβής. Το ΔΠΧΑ αποτελεί το λογιστικό πλαίσιο που εφαρμόζεται στους ενοποιημένους λογαριασμούς εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ. Βάσει του πλαισίου του ΔΠΧΑ, τα παράγωγα θα μπορούσαν να αποτιμηθούν σε εύλογη αξία. Ο εν λόγω λογιστικός κανόνας μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλα κέρδη ή ζημίες στα κοινοποιηθέντα αποτελέσματα. Πράγμα που θα επηρεάσει τα υποχρεωτικά κεφάλαια μιας τράπεζας. Όταν δεν διατίθενται τιμές προσφοράς στην αγορά ή δεδομένα αγοράς για την αποτίμηση της εύλογης αξίας των παραγώγων, οι τράπεζες καθορίζουν την εύλογη αξία τους χρησιμοποιώντας μαθηματικά πρότυπα που βασίζονται σε παραδοχές. Οι μετρήσεις αυτές υπόκεινται σε έλεγχο. Το ΣΔΛΠ εξέδωσε πρόσφατα ένα νέο πρότυπο για την αποτίμηση της εύλογης αξίας (ΔΠΧΑ 13) το οποίο βελτιώνει τις προηγούμενες κατευθύνσεις σχετικά με το θέμα αυτό.
2. Ο στόχος της προσομοίωσης ακραίων καταστάσεων (stress test) του 2011 σε επίπεδο ΕΕ ήταν να αξιολογηθεί η ανθεκτικότητα μεγάλου τμήματος του τραπεζικού συστήματος της ΕΕ. Η προσομοίωση αυτή αποτελούσε σημαντική βελτίωση σε σχέση με προηγούμενες προσομοιώσεις, έχοντας τρεις βαθμίδες διασφάλισης ποιότητας και ενισχυμένη διαφάνεια. Βασίστηκε στα χρηματοοικονομικά στοιχεία των τραπεζών του τέλους του έτους 2010, τα οποία χορηγήθηκαν από τις ίδιες τις τράπεζες, στη συνέχεια αναλύθηκαν από εθνικές εποπτικές αρχές και τέλος, ελέγχθηκε από την ΕΑΤ η συνοχή τους με άλλα αποτελέσματα τραπεζών. Στο πλαίσιο της προσομοίωσης δεν απαιτήθηκε η κοινοποίηση πρόσθετων στοιχείων για παράγωγα τραπεζών (εκτός από την περίπτωση των κρατικών ομολόγων).
3. Στην Ευρώπη, η αξιολόγηση της εφαρμογής ενός λογιστικού προτύπου εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ελεγκτών των εταιρειών και των εθνικών ρυθμιστικών αρχών της αγοράς . Οι εθνικές ρυθμιστικές αρχές της αγοράς συντονίζονται σε ευρωπαϊκό επίπεδο από την ΕΑΚΑΑ , σε ένα φόρουμ που ονομάζεται EECS . Η ΕΑΚΑΑ δημοσιεύει τακτικά στον δικτυακό της τόπο αποσπάσματα εκτελεστικών αποφάσεων της ΕΟΚΕE σχετικά με το ΔΠΧΑ .
To Γραφείο Τύπου