Το Eurogroup με τις πρόσφατες αποφάσεις που έλαβε για την Κύπρο στις διαδοχικές συνεδριάσεις του, στις οποίες η ελληνική κυβέρνηση επέλεξε τον ρόλο του σιωπηλού παρατηρητή, κατάφερε μέσα σε λίγες μέρες να προκαλέσει ανυπολόγιστες καταστροφές στην κυπριακή οικονομία και ταυτόχρονα να αυξήσει δραματικά τον συστημικό κίνδυνο για ολόκληρη την Ευρωζώνη, και ιδιαίτερα για τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που ήδη υφίστανται τις ανυπολόγιστες οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες αδιέξοδων προγραμμάτων λιτότητας.
Πρόκειται για αποφάσεις ανήκουστες και απολύτως καταστροφικές. Το κόστος αναδιάρθρωσης των πτωχευμένων τραπεζών μεταφέρθηκε στους καταθέτες και ταυτόχρονα επιβλήθηκαν περιορισμοί στην κίνηση κεφαλαίων, κλονίζοντας ανεπανόρθωτα την εμπιστοσύνη στο ευρωπαϊκό τραπεζικό σύστημα. Επόμενο ήταν να υπάρξει ευρύτερη αποσταθεροποίηση, λόγω φυγής κεφαλαίων από τις χώρες του Νότου προς εκείνες του Βορρά, αλλά και συνολικά εκτός της Ευρωζώνης. Ταυτόχρονα, πέρα από την οικονομία οι αποφάσεις αυτές επέφεραν τεράστιο πλήγμα και στην ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, καθώς διαμορφώθηκαν με επαίσχυντες και αντιδημοκρατικές διαδικασίες, που καταστρατηγούν κατάφορα την αρχή της ισότητας των κρατών - μελών.
Για την Κύπρο οι εξελίξεις θα είναι δραματικές. Η απότομη συρρίκνωση του τομέα των χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών θα συμπαρασύρει τον επίσης σημαντικό κλάδο του τουρισμού. Καθώς απουσιάζουν πόροι για νέες παραγωγικές επενδύσεις, θα προκληθεί πρωτοφανής για περίοδο ειρήνης συρρίκνωση συνολικά της κυπριακής οικονομίας, χωρίς να υπάρχει κανένα σχέδιο ούτε για την άμεση στήριξη της κοινωνίας ούτε για τη μακροπρόθεσμη οικονομική ανασυγκρότηση. Παράλληλα, η μεγάλη μείωση των δημοσίων εσόδων και η επιβολή περιοριστικών πολιτικών υπό την ασφυκτική παρακολούθηση της Τρόικα, θα παγιδέψει την κυπριακή κυβέρνηση στον φαύλο κύκλο λήψης μέτρων - ύφεσης - ελλειμμάτων - χρέους, τις καταστροφικές συνέπειες του οποίου δυστυχώς βιώνουμε καθημερινά στην Ελλάδα. Η ύφεση θα φθάσει σε διψήφιο νούμερο, ενώ αναλυτές προβλέπουν ότι το κυπριακό χρέος θα προσεγγίσει ή και θα ξεπεράσει το ελληνικό. Ακόμα και ο επίσημος στόχος της συμφωνίας, η «εξυγίανση» του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, δεν πρόκειται να επιτευχθεί, καθώς θα αυξηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια, όπως συνέβη και στη χώρα μας, με αποτέλεσμα σύντομα να υπάρξει ανάγκη νέας αναδιάρθρωσης. Το συνολικό κόστος θα κληθεί να το πληρώσει ο κόσμος της εργασίας, με κατακόρυφη άνοδο της ανεργίας και δραστικές μειώσεις μισθών.
Στην Ελλάδα οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι καταλυτικές. Στον τραπεζικό κλάδο, αναλυτές επισημαίνουν ότι θα ενταθούν τα ήδη μεγάλα προβλήματα των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων, δυσχεραίνοντας τη διαδικασία της ανακεφαλαιοποίησης. Ιδιαίτερα μεγάλος είναι ο κίνδυνος για τις τράπεζες που δραστηριοποιούνται στην Κύπρο, αλλά και για την Τράπεζα Πειραιώς, η οποία σύμφωνα με αναλύσεις ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με συρρίκνωση του κύκλου εργασιών των κυπριακών καταστημάτων που απορρόφησε. Και οι εργαζόμενοι σε αυτά θα είναι οι πρώτοι, που θα κληθούν να πληρώσουν το κόστος, αλλά όχι οι τελευταίοι. Παράλληλα, η παρατεταμένη ύφεση της κυπριακής οικονομίας θα προκαλέσει σημαντική μείωση των ελληνικών εξαγωγών προς την Κύπρο, που αυτή τη στιγμή ξεπερνούν το 1 δισ. Ευρώ, πλήττοντας ακόμα και υγιείς εξαγωγικές επιχειρήσεις και αυξάνοντας το εμπορικό έλλειμμα της χώρας. Και βέβαια δεν πρέπει να ξεχνάμε τη συρρίκνωση ή ακόμα και τη διακοπή της λειτουργίας πολλών από τις χιλιάδες ελληνικές επιχειρήσεις, που δραστηριοποιούνται ή έχουν την έδρα τους στην Κύπρο, ούτε τις ζημιές εκατοντάδων εκατομμυρίων Ευρώ για ελληνικά φυσικά και νομικά πρόσωπα, που έχουν καταθέσεις σε κυπριακές τράπεζες. Συνολικά, η οικονομική και κοινωνική κατάσταση στην Ελλάδα θα επιδεινωθεί, με βάθεμα της ύφεσης, περισσότερα κλεισίματα επιχειρήσεων και ακόμα μεγαλύτερη άνοδο της ανεργίας.
Πέρυσι τον Ιούνιο οι 27 ηγέτες της Ευρωπαϊκής Ένωσης συμφώνησαν για την τραπεζική ενοποίηση και την απευθείας ανακεφαλαιοποίηση των πιστωτικών ιδρυμάτων. Υποτίθεται ότι είχε καταστεί κοινός ευρωπαϊκός στόχος να σπάσει ο φαύλος κύκλος ανάμεσα στην υπερχρέωση κρατών και τραπεζών, ώστε να υπάρξει διέξοδος για την οικονομία χωρίς αύξηση του δημόσιου χρέους και χωρίς μεταφορά των βαρών στους ευρωπαίους φορολογούμενους. Τώρα, μετά την απόφαση του Eurogroup για την Κύπρο και τις δηλώσεις αξιωματούχων που ακολούθησαν, αποκαλύπτεται ότι ο στόχος αυτός υπήρξε «κενό γράμμα». Για κάποιους προέχει να συνεχίζει να εφαρμόζεται το «ο καθένας μόνος του» και το «δόγμα του σοκ», πολιτικές που προστατεύουν την ολιγαρχία, ρίχνοντας όλα τα βάρη στη συντριπτική πλειοψηφία της κοινωνίας. Είναι οι απολυταρχικές και βάναυσες επιλογές τους, ταιριαστές σε επικυρίαρχους και όχι σε εταίρους, αυτές που μετατρέπουν το ευρωπαϊκό όραμα σε εφιάλτη, οδηγώντας τους λαούς της Ευρώπης στην καταστροφή, αλλά και την Ευρωζώνη στη διάλυση.
Η ελληνική και η κυπριακή κοινωνία θα πρέπει να επεμπλακούν από την άφρονα λογική του «μονόδρομου», που προσπαθούν να επιβάλουν οι κυβερνώντες. Υπήρχαν και άλλοι τρόποι στήριξης του κυπριακού τραπεζικού συστήματος, ακόμα και εντός του διαμορφωμένου ευρωπαϊκού πλαισίου. Όπως για παράδειγμα αυτός που έχει εφαρμοστεί στην Ιρλανδία, όπου η κυβέρνηση χρηματοδοτείται από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα μέσω έκδοσης υποσχετικών, με αποτέλεσμα να υπάρχει ελάφρυνση του κόστους διάσωσης των ιρλανδικών τραπεζών κατά 20 δισ. Ευρώ. Είναι βέβαια εξοργιστικό, ότι αυτή η «τεχνοκρατική» λύση δεν χρησιμοποιείται για τον τερματισμό της λιτότητας και την ανάκαμψη της πραγματικής οικονομίας. Αντίθετα, χρησιμοποιείται μόνο και μόνο για να δοθεί μια επίπλαστη εικόνα δικαίωσης της ακολουθούμενης πολιτικής στην Ιρλανδία, που παρουσιάζεται ως το πετυχημένο «παράδειγμα», παρά τους αναιμικούς οικονομικούς δείκτες, το τεράστιο ιδιωτικό χρέος και την κοινωνική εξαθλίωση, προβλήματα που η λιτότητα αδυνατεί να αντιμετωπίσει.
Η «λύση», που επεφύλασσαν οι μνημονιακές δυνάμεις για την Κύπρο, δεν ήταν «μονόδρομος» αλλά συγκεκριμένη πολιτική επιλογή, που στρέφεται κατά της κοινωνίας. Ως απάντηση, αλλά και ως προειδοποίηση, απλώς υπενθυμίζουμε τη δήλωση της Sharon Bowles, προέδρου της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου: «Κανένα σύστημα και καμία δομή οικονομίας δεν μπορούν να αντέξουν να είναι σε μια μόνιμη κατάσταση έκτακτης ανάγκης».
Τμήμα Οικονομικής Πολιτικής