Κύριε Υπουργέ, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, συζητάμε σήμερα το πολύ κρίσιμο σχέδιο νόμου για την αξιολόγηση των εκπαιδευτικών, το οποίο αν και αρχικά είχε κατατεθεί ως τροπολογία από το Υπουργείο, μετά τις έντονες διαμαρτυρίες της εκπαιδευτική κοινότητας, αποσύρθηκε και επανακατατέθηκε ως σχέδιο νόμου. Ωστόσο, κατά τη συνήθη τακτική του Υπουργείου αποφάσισε να καταθέσει και σε αυτό το σχέδιο νόμου την περιβόητη τροπολογία που επιτρέπει τη νομική εφαρμογή του σχεδίου «ΑΘΗΝΑ» την οποία εδώ και αρκετές μέρες περιφέρει από νομοσχέδιο σε νομοσχέδιο. Η τελευταία έκδοση της τροπολογίας αυτής μάλιστα είναι και αλλαγμένη. Εισάγει νέα δεδομένα, καθώς δημιουργεί κατευθύνσεις δύο ταχυτήτων και συνδέει και τα απονεμόμενα πτυχία με αυτές, με συνέπεια τη ραγδαία υποβάθμισή τους.
Είναι χαρακτηριστική σʼ αυτό το σημείο η σπουδή του Υπουργείου να εφαρμόσει δύο δυσμενή σχέδια για τη δημόσια εκπαίδευση της χώρας μας, αγνοώντας τις αντιρρήσεις που έχουν εκφραστεί όλο αυτό το διάστημα και που εφιστούν την προσοχή καθώς τίποτα από όλα αυτά δεν προμηνύει την αναβάθμιση είτε της ανώτατης είτε της πρωτοβάθμιας και της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης παρά οδηγούν στην πλήρη διάλυσή τους. Είναι προφανές ότι το Υπουργείο δεν ενδιαφέρεται για την ομαλή εκπαιδευτική λειτουργία και επιμένει να εθελοτυφλεί μπροστά στις πραγματικές ανάγκες που έχουν προκύψει στην εκπαίδευση από την πολιτική του μνημονίου που έχει επιβάλλει ραγδαία μείωση των δαπανών με την κρατική χρηματοδότηση να φτάνει μόλις στο 2% ως το 2016.
Έτσι τα σχολεία δεν έχουν χρήματα για να καλύψουν τις στοιχειώδεις ανάγκες. Οι εκπαιδευτικές άδειες έχουν καταργηθεί. Οι σχολικές μονάδες συγχωνεύονται, με αποτέλεσμα οι εκπαιδευτικοί να τρέχουν από σχολείο σε σχολείο να καλύψουν τις ώρες -με μισθούς πείνας-, ενώ παράλληλα υπολογίζεται ότι το φετινό σχολικό έτος θα χαθούν πάνω από τριάντα δύο χιλιάδες διδακτικές ώρες. Και το Υπουργείο επιλέγει σʼ όλα αυτά να απαντήσει ότι η δημιουργία μιας Αρχής, της ΑΔΙΠΠΔΕ, με κόστος λειτουργίας περί το 1,5 εκατομμύριο ευρώ ετησίως, αποδεικνύοντας γιʼ άλλη μια φορά ότι για τη διάλυση της δημόσιας εκπαίδευσης λεφτά υπάρχουν.
Δεν θα επανέλθω πάλι στο θέμα των απολύσεων, κύριε Υπουργέ. Άλλωστε ο κ. Βλαχογιάννης απάντησε και μας έλυσε όλες τις απορίες και επειδή και οι εκπαιδευτικοί ξέρουν ότι για την Κυβέρνηση οι απολύσεις δεν είναι ταμπού και επειδή γνωρίζουν ότι το υπάρχον νομικό πλαίσιο επιτρέπει απολύσεις εκπαιδευτικών και ότι η αξιολόγηση θα αποτελέσει απλά το νομικό άλλοθι για την εφαρμογή αυτού του πλαισίου γιʼ αυτό και έχουν ξεσηκωθεί και εκφράζουν τις αντιρρήσεις τους.
Το προτεινόμενο σύστημα είναι αντιεπιστημονικό, υπουργοκεντρικό, θα κοστίσει πολύ ακριβά στο δημόσιο ταμείο και διαταράσσει την εκπαιδευτική ζωή και τη ζωή στη σχολική μονάδα. Και είναι αντιεπιστημονικό, γιατί ουσιαστικά αντιγράφεται μια νεοφιλελεύθερη άποψη, η οποία αντιλαμβάνεται τη σχολική μονάδα ως έναν αποκομμένο οργανισμό, ασύνδετο από την κοινωνία, κάτι που είναι -φυσικά- επιστημονικά άτοπο. Στηρίζεται σε εσφαλμένες μεταβλητές για να μετρήσει την απόδοση των εκπαιδευτικών και δεν λαμβάνει υπʼ όψιν του το γενικότερο κοινωνικό και οικονομικό πλαίσιο που καθορίζει τη ζωή στο σχολείο.
Το σύστημα αξιολόγησης είναι, επίσης, πυραμιδικό και υπουργοκεντρικό. Η Αρχή που θέλετε να δημιουργήσετε είναι μόνο κατʼ επίφαση ανεξάρτητη. Συγκεκριμένα στην παράγραφο 4 του άρθρου 1 ορίζεται ως ανώτατο διοικητικό όργανο της Αρχής το Συμβούλιο. Το Συμβούλιο αυτό αποτελείται από τον Πρόεδρο της Αρχής, αποτελείται από τον Πρόεδρο του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής, αποτελείται από τέσσερις εκπαιδευτικούς και έναν καθηγητή πανεπιστημίου, των οποίων όλοι οι διορισμοί εγκρίνονται από τον Υπουργό. Ακόμη, ο οργανισμός λειτουργίας της Αρχής –ο οποίο ρυθμίζει όλα τα ζητήματα που αφορούν τη λειτουργία της Αρχής- κυρώνεται με προεδρικό διάταγμα όπως προβλέπεται από την παράγραφο 13α του σχεδίου. Άρα, λοιπόν, δεν υπάρχει καμία διοικητική αυτοτέλεια. Αντίθετα, δημιουργείται ένα υπουργοκεντρικό όργανο, το οποίο το μόνο που κάνει είναι να προσφέρει άλλοθι σε άνωθεν κυβερνητικές επιλογές.
Εν τω μεταξύ, η αξιολόγηση δεν φαίνεται σε κανένα επίπεδο να προσφέρει διέξοδο στα υφιστάμενα προβλήματα που εντοπίζονται στην εκπαίδευση αυτή τη στιγμή. Αντιθέτως, κατά τη γνώμη μας, τα οξύνει. Υπονομεύει τη συλλογικότητα και τη συνεργασία εντός του σχολικών μονάδων –αλλά και μεταξύ τους-, δημιουργεί σχολειά δύο ταχυτήτων και εν τέλει χρησιμοποιείται ως μέσο χειραγώγησης των εκπαιδευτικών, διαχωρίζοντάς τους σε προακτέους και μη προακτέους.
Η δική μας θέση, κύριε Υπουργέ, για την αναβάθμιση του εκπαιδευτικού έργου είναι τελείως αντίθετη με τις σχεδιαζόμενες αξιολογήσεις του Υπουργείου. Οι μόνιμες περικοπές στην παιδεία, οι καταργήσεις σχολικών μονάδων, οι απολύσεις και οι μισθολογικές καθηλώσεις είναι εκτός της εκπαιδευτικής μας λογικής. Η αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου για εμάς στηρίζεται στην ελεύθερη συμμετοχή, στις δημοκρατικές σχέσεις ανάμεσα στους φορείς, στην ενίσχυση του εκπαιδευτικού συστήματος σε υλικοτεχνικούς πόρους και στην προστασία του εκπαιδευτικού δυναμικού.
Δεν αποδεχόμαστε τα δημοσιονομικά δεσμά που επιβάλλει η τρόικα, δεν αποδεχόμαστε το 2% για την παιδεία και σας ζητάμε ακόμα και τώρα –και αυτή την ύστατη ώρα- να αποσύρετε όλα αυτά τα σχέδια νόμου που γυρνάνε την ελληνική εκπαίδευση εξήντα χρόνια πίσω.