«Τα βιβλία του Ν. Κοτζιά είναι απʼ αυτά τα βιβλία που ξεκινώντας κανείς να τα διαβάσει τρέχει τις σελίδες με ενδιαφέρον για να δει τι γίνεται στη συνέχεια, να διαβάσει όσο περισσότερο γίνεται, δεδομένου ότι δεν μπορεί να το τελειώσει σε μια μέρα. Είναι απʼ αυτά που θα τα ρουφήξεις και όχι απλώς θα τα διαβάσεις. Αλλά είναι και απʼ αυτά που τα γεμίζεις σημειώσεις. Είναι διδακτικά βιβλία. Και για να το συνειδητοποιήσει κανείς αυτό δεν έχει παρά να δει στο τέλος τη βιβλιογραφία.
Νομίζω ότι ο Ν. Κοτζιάς είναι αυτό που θα λέγαμε ένας χρήσιμος θεωρητικός για την αριστερά, ένας διανοούμενος. Δεν ξέρω αν έχει την ίδια επιτυχία ως πολιτικός, για να πάρω το νήμα από την παρουσίαση του βιβλίου του Αλ. Μητρόπουλου. Ο Αλ. Μητρόπουλος έγραψε ως πολιτικός, ο Νίκος γράφει ως θεωρητικός. Αυτό είναι ένα πολύ σημαντικό πλεονέκτημα για εμάς που διαβάζουμε τα βιβλία του.
Κατά την άποψή μου, το βιβλίο του είναι ένα από τα καλύτερα- ίσως το καλύτερο-γιατί γράφεται σε μία εποχή πολύ ενδιαφέρουσα. Γιʼ αυτό είναι και το βιβλίο ενδιαφέρον. Προσπαθεί να μας εξηγήσει τα όσα παράδοξα συμβαίνουν γύρω μας τα τελευταία δύο –τρία χρόνια, μεταφέροντας ένα πολύ ενδιαφέρον θεωρητικό μοντέλο, αυτό της αυτοκρατορίας. Και μεταφέρει στο βιβλίο του χρήσιμα ιστορικά γεγονότα,πολύ σημαντικά για όλους εμάς που δεν έχουμε εντρυφήσει στην ιστορία, και βάσει αυτού του μοντέλου προσπαθεί να ερμηνεύσει τους συσχετισμούς και τις σχέσεις εξουσίας στη σημερινή Ε.Ε. Και νομίζω ότι αυτή η θεωρητική συνεισφορά είναι εξόχως σημαντική και ενδιαφέρουσα, διότι η ανάλυσή μας για την Ε.Ε. έχει μείνει στα κατάλοιπα και στις εμμονές της δεκαετίας του ΄70 και του ΄80. Όσο κι αν όλοι μας πιστεύουμε ότι έχουμε ξεπεράσει αυτά τα κατάλοιπα κι αυτές τις εμμονές.
Η ανάλυση, το αφήγημα της δεκαετίας του ΄70 για την Ευρώπη, δεν ισχύει σήμερα. Και αυτό δεν δικαιώνει ιστορικά τη μία ή την άλλη άποψη, διότι δεν ισχύει ούτε η μία, ούτε η άλλη κριτική σήμερα. Βρισκόμαστε σε άλλο πλαίσιο.
Η ανάλυση της δεκαετίας του ΄70 ήταν αυτή μιας ενιαίας Ευρώπης που χτιζόταν ως καπιταλιστική ολοκλήρωση με βάση όμως τη δημοκρατία, την ειρήνη, την ισότιμη συνεργασία και τη συμβολή στην παγκόσμια ειρήνη. Αυτό ήταν το μεγάλο πλεονέκτημα της ευρωπαϊκής οικοδόμησης, ότι ναι μεν είναι μια καπιταλιστική ολοκλήρωση, λέγαμε τότε, αλλά θα είναι εκείνη η ολοκλήρωση που θα βοηθήσει τους λαούς της Ευρώπης να ξεφύγουν από το φάντασμα του πολέμου. Και νομίζω ότι τη δεκαετία του ΄70 ήταν πολύ πιο κοντά εκείνες οι αναμνήσεις απ΄ ότι είναι σήμερα σε εμάς.
Και αυτή η ανάλυση δεν είναι καθόλου πειστική σήμερα. Και είναι εκείνη η ανάλυση που έλεγε ότι η κοινωνικά, οικονομικά και πολιτικά καθυστερημένη Ελλάδα, η ψωροκώσταινα που την έλεγαν κάποιοι, θα εκσυγχρονιζόταν μοιραία μπαίνοντας σʼ αυτή τη διαδικασία.
Αυτό το αφήγημα και η αντίστοιχη κριτική από τις διάφορες πλευρές, είτε την πλευρά της ορθόδοξης μαρξιστικής σκέψης, είτε της ευρωκομμουνιστικής τότε που διαμόρφωσε τον περίφημο αριστερό ευρωπαϊσμό ως ρεύμα, ούτε οι πλευρές της κριτικής σήμερα στέκουν, ούτε το αφήγημα.
Το αφήγημα μας πήγε μέχρι τα τέλη της δεκαετίας του ΄90, ίσως μέχρι τις μέρες μας, το αφήγημα γκρεμίστηκε με το μνημόνιο και με τη βαρβαρότητα και βεβαίως με όλα όσα κυνικά βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας, με τις αποφάσεις της Ε.Ε., η τελευταία στην Κύπρο. Η συνείδηση του μέσου Έλληνα γι αυτό που ονομάζεται Ευρώπη και Ε.Ε. δεν είναι η ζεστή εκείνη αγκαλιά που θα μας οδηγήσει στην πρόοδο, την ανάπτυξη και την κοινωνική ειρήνη.
Οι θεσμοί της Ε.Ε. έχουν σήμερα μεταλλαχθεί. Δεν υπάρχει ισοτιμία, δεν υπάρχει δημοκρατία. Το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, οι Σύνοδοι Κορυφής, δηλαδή, και το Eurogroup είναι μία αναμέτρηση όπου κάθε φορά υπάρχει τόσο μεγάλη αγωνία για το ποιος θα είναι ο νικητής, όσο η αγωνία που είχαμε προχθές βλέποντας το Τσάμπιονς Λιγκ για το ποια χώρα θα επικρατήσει. Ήταν γερμανικές ομάδες, δεν υπήρχε θέμα ποιος θα επικρατήσει, μία από τις δύο, γερμανική, όμως, ομάδα θα επικρατούσε. Έτσι και κάθε φορά που μαζεύονται οι 17 ή οι 27 είναι μια διαδικασία όπου συζητάνε και στο τέλος γίνεται αυτό το οποίο προτείνει ο κ. Σόιμπλε στο Eurogroup ή κ. Μέρκελ στη Σύνοδο Κορυφής.
Γύρω απʼ αυτό το ζήτημα, δηλαδή γύρω από το ζήτημα της Ευρώπης, είχαν γίνει μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις τη δεκαετία του ΄80 και διαψεύσεις. Το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές το ΄81 με το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο». Το ΚΚΕ, τότε, έλεγε «έξω από την ΕΟΚ των μονοπωλίων». Αργότερα και τα δύο αυτά κόμματα άλλαξαν άποψη. Άλλαξαν ξανά, ίσως, μετά και η ζωή προχώρησε. Αλλά γύρω απ΄ αυτό το ζήτημα είχαν γίνει μεγάλες πολιτικές και ιδεολογικές συγκρούσεις, τόσο στο κεντρικό πολιτικό σκηνικό, μεταξύ ευρωπαϊστών και αντιιμπεριαλιστών, όσο και στο εσωτερικό της αριστεράς, ανάμεσα στους ορθόδοξους και τους αναθεωρητές. Εξ αιτίας λοιπόν αυτού του λόγου τα επιχειρήματα της σύγκρουσης εκείνης τα κουβαλάμε στο DNA, παρά το γεγονός ότι σήμερα ιστορική μόνο σημασία έχουν, και δεν μας βοηθούν να δούμε το νέο πεδίο της σύγκρουσης. Γι αυτό η συμβολή του Ν. Κοτζιά μ΄ αυτό το βιβλίο είναι πολύ σημαντική.
Και το ίδιο συμβαίνει και με τις αναλύσεις μας γύρω από την ΟΝΕ και το Μάαστριχτ, που τις κουβαλάμε από την αρχή της δεκαετίας του ΄90. Διότι είναι αναλύσεις που περιγράφουν την εμπέδωση του νεοφιλελευθερισμού σε μία οικονομία που αναπτύσσεται, σε μία Ελλάδα που πηγαίνει με φρενήρεις ρυθμούς στην ανάπτυξη και όχι σε μία Ελλάδα που σήμερα βρίσκεται μπροστά σε ανθρωπιστική κρίση, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών της απογοητευμένη, σχεδόν σε κατάθλιψη, έτοιμη να αποσυρθούν από τη διεκδίκηση.
Η κρίση, λοιπόν, ήταν αυτή που ανέδειξε μια σειρά από μεγάλα ελλείμματα. Όσα η Αριστερά είχε υποδείξει ως μήτρες ανισορροπιών και ανισοτήτων, τα οποία όμως απέκρυπτε η οικονομική μεγέθυνση και ένα περιβάλλον φθηνού δανεισμού για κράτη και επιχειρήσεις όλη την περίοδο της μεγάλης ιδέας του εκσυγχρονισμού που κορυφώθηκε την περίοδο της Ολυμπιάδας και τελικά μας οδήγησε στο να αντιμετωπίσουμε αυτή την κρίση, χωρίς όπλα.
Η ανάλυση, λοιπόν, του βιβλίου, πέραν του ενδιαφέροντος που παρουσιάζει, προσφέρει μια συγκεντρωτική παράταξη γεγονότων και επιχειρημάτων, μια ολοκληρωμένη εικόνα του πώς εξελίχθηκε η κρίση και ποια κατάσταση έχει σήμερα δημιουργηθεί.
Κατʼ αρχήν, αυτό αιφνιδιάζει τον αναγνώστη, τον ενεργοποιεί, ταυτόχρονα, όμως, θα έλεγα, τον θυμώνει λίγο. Άλλωστε, έχουν γίνει τόσα πολλά σε τόσο πυκνό χρόνο που όσο κι αν τα ανακαλείς και τα μαζεύεις στη μνήμη σου, πάντα κάτι σου ξεφεύγει. Και όταν θυμάσαι αυτό που σου έχει ξεφύγει, η έντασή σου για όλα αυτά που συμβαίνουν γύρω σου αυξάνεται. Αυξάνει η έντασή σου και κάθε φορά που συνειδητοποιείς ότι διάφορα γεγονότα που σερβιρίστηκαν στον κόσμο με σάλτσα φθηνού πολιτικαντισμού και κακής ποιότητας επιχειρηματολογία εξυπηρετούσαν σκοπιμότητες και σχεδιασμούς πολύ πιο σοβαρούς. Αυξάνει ακόμα περισσότερο η ένταση όταν συνειδητοποιείς ότι η κρίση και η καταστροφή για τους πολλούς, για κάποιους λίγους που σήμερα μας κουνάνε το δάχτυλο ήταν τεράστιο κέρδος και πλεονέκτημα.
Όταν για παράδειγμα, μέσα σε μια νύχτα, ξηλώθηκε το τραπεζικό σύστημα της Κύπρου και στα περισσότερα ΜΜΕ έβγαιναν τα παπαγαλάκια να μας πουν ότι ήταν απολύτως λογικό και δίκαιο αυτό που συνέβη, διότι ήταν ένα σύστημα δομημένο σε ανισορροπίες, ένα σύστημα το οποίο στηρίχθηκε στο ξέπλυμα χρήματος και στη διαφθορά. Την ίδια στιγμή, όμως, κανένας απ΄ αυτούς δεν μας έλεγε ότι είχε ρυθμιστεί η ροή κεφαλαίου προς τις τράπεζες του σκληρού ευρωπαϊκού πυρήνα, ότι οι γερμανικές τράπεζες κρύβουν τοξικά κι ότι αν υπάρχει –και υπήρξε όντως- ροή μαύρου χρήματος στο τραπεζικό σύστημα της Κύπρου μια φορά- στις τράπεζες του Βορρά καιν στις ίδιες τις γερμανικές υπήρχε πολλαπλάσιες φορές η ίδια ροή άλλου μαύρου χρήματος.
Είναι, λοιπόν, πλεονέκτημα ενός θεωρητικού βιβλίου γραμμένου με αυτόν τον συγκροτημένο, επιστημονικό και ήρεμο τρόπο και με καθαρό μυαλό, όπως γράφει ο Ν. Κοτζιάς, να ενεργοποιεί συνειδήσεις και να προκαλεί συναισθήματα.
Το ερώτημα, όμως, αγαπητές φίλες και φίλοι, είναι, εντάξει, τα βλέπουμε αυτά, τα διαβάζουμε, τα συνειδητοποιούμε, μας βοηθάει η θεωρητική ανάλυση, μετά τι γίνεται; Η λύση ποια είναι. Εδώ όμως νομίζω ότι τελειώνει η δουλειά του θεωρητικού και αρχίζει η δουλειά του πολιτικού. Όχι ότι δεν το κάνει καλά αυτό στο βιβλίο του ο Ν.Κοτζιάς. Αλλά θέλω να πω ότι εδώ είναι ένα θέμα που πρέπει να συζητήσουμε και πέρα και έξω από το βιβλίο.
Πώς μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε την ιστορική εμπειρία, την οποία ο Ν.Κοτζιάς αξιοποιεί για να φτιάξει το θεωρητικό μοντέλο της αυτοκρατορίας, ώστε να συγκροτήσουμε ένα σχέδιο κοινωνικής απελευθέρωσης; Αυτό είναι το κρίσιμο ερώτημα, το οποίο είναι δουλειά του πολιτικού. Του πολιτικού και των πολιτικών και των πολιτικών υποκειμένων που ψάχνουν να βρουν και να συγκροτήσουν λύσεις διεξόδου, όχι όλων όσων θέλουν να παριστάνουν ότι βρίσκουν λύσεις διεξόδου, ενώ στην πραγματικότητα διαχειρίζονται την κατάσταση.
Σ΄ αυτή την κατεύθυνση θα επιχειρήσω να δώσω τρεις άξονες.
Το πρώτο, λοιπόν, που οφείλουμε είναι να δώσουμε τη μάχη σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Και εδώ θα μου επιτρέψει ο φίλος μου ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου να διαφωνήσω με την επισήμανση ότι περισσότερη Ευρώπη σημαίνει περισσότερη Γερμανία. Γιατί να τους χαρίσουμε, στους αντιπάλους μας δηλαδή, αυτό το σημαντικό πλεονέκτημα, να παίξουμε δηλαδή στο δικό τους το γήπεδο, τη στιγμή που καταστρέφουν την Ευρώπη ως ιδέα και ως οντότητα, την ευρωπαϊκή ενοποίηση, να τους πούμε ότι Ευρώπη σημαίνει αυτοκρατορία τριγωνική. Δεν ήταν αυτή η Ευρώπη η αρχική της ιδέα, ούτε αυτή η ιδέα που ενέπνευσε λαούς και οράματα. Ή έστω αυτή η ολοκλήρωση η καπιταλιστική δεν είχε αυτόν τον χαρακτήρα.
Νομίζω, λοιπόν, ότι θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το κρίσιμο ερώτημα θα πρέπει να απευθυνθεί στην ίδια τη Γερμανία και στον ίδιο το γερμανικό λαό και εδώ πρέπει να διαχωρίσουμε την ηγεσία από το γερμανικό λαό. Εδώ δεν έχουμε μια αντιπαράθεση ανάμεσα σε έθνη, σε λαούς. Έχουμε μια αντιπαράθεση που από τη μια μεριά έχει τις δυνάμεις της εργασίας σε όλη την Ευρώπη και από την άλλη μεριά έχει τις δυνάμεις του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, που βεβαίως σήμερα ηγεμονικό ρόλο παίζει η γερμανική αστική τάξη ή η αστική τάξη των βόρειων χωρών. Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ως προς αυτό.
Το δίλημμα είναι στο γερμανικό λαό και στη γερμανική πολιτική ηγεσία και δεν είναι ένα καινούργιο δίλημμα αυτό, είναι παλιό δίλημμα για το γερμανικό λαό. Επιδιώκει η γερμανική ελίτ σήμερα μια ευρωπαϊκή Γερμανία ή μια γερμανική Ευρώπη; Η γερμανική Ευρώπη δεν μπορεί να είναι Ευρώπη κι αυτοί που σήμερα εμφανίζονται ως υποστηρικτές ενός αφηρημένου ευρωπαϊσμού, χωρίς πολιτικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά, δεν μπορεί εμείς να τους χαρίσουμε το ότι δήθεν υπερασπίζονται την Ευρώπη. Υπερασπίζονται τους δεδομένους συσχετισμούς δυνάμεων, δεν είναι ευρωπαϊστές κι εμείς τους έχουμε χαρακτηρίσει μερκελιστές. Και είναι οξύμωρο στην πρώτη γραμμή των μερκελιστών σήμερα να είναι ο Έλληνας πρωθυπουργός κ. Σαμαράς, δηλαδή ο πρωθυπουργός μιας χώρας του Νότου, που πρώτη τραβάει αυτό το δύσκολο, τον οδυνηρό χορό της λιτότητας, που πρώτη έγινε αποικία χρέους, όπως πολύ εύστοχα επισημαίνει ο Ν. Κοτζιάς, δεν υπερασπίζονται την Ευρώπη, υπερασπίζονται την επιθετικότητα του κεφαλαίου και των αγορών, την ολοκληρωτική λεηλασία του Νότου και της ευρωπαϊκής περιφέρειας, την κοινωνική καταστροφή και την κατάργηση του ευρωπαϊκού κεκτημένου.
Και παρουσιάζουν ως ευρωπαϊκή στρατηγική την παθητική συναίνεση του πολιτικού κατεστημένου σε οποιοδήποτε σχέδιο διαλύει και καταστρέφει τη χώρα, βάζοντας στο στόχαστρο τον ίδιο τον ελληνικό λαό και προσπαθώντας να δημιουργήσουν κι ένα κλίμα συλλογικής ενοχής στον ελληνικό λαό ότι δήθεν αυτός φταίει για ό,τι έχει συμβεί ως σήμερα, επειδή μαζί τα φάγαμε έτσι μας είπαν αρχικά, επειδή είμαστε τεμπέληδες, βολεμένου, επειδή είμαστε διεφθαρμένοι. Και βεβαίως παρουσιάζουν σήμερα ως ανάπτυξη –κι αυτό είναι το success story- τη μετατροπή της χώρας σε μια απέραντη ειδική οικονομική ζώνη.
Βέβαια, το πρόβλημα είναι ότι η πολεμική τους και τα μάλλον ρηχά επιχειρήματά τους έχουν την στήριξη ενός ισχυρού πλέγματος καθεστωτικών ΜΜΕ, ικανών να διαστρεβλώνουν την κριτική ικανότητα του κόσμου και να συσκοτίζουν πλευρές της πραγματικότητας που θέλουν να συσκοτίσουν.
Έτσι σήμερα, αντί να αισθάνονται την ανάγκη να απολογηθούν οι συστημικοί υποτιθέμενοι ευρωπαϊστές, μας κουνάνε και το δάχτυλο και μας εγκαλούν για αντιευρωπαϊσμό, όταν μια ολόκληρη κοινωνία, που είναι κατά το ένα τρίτο άνεργη, βουλιάζει στη φτώχεια και στερείται στοιχειώδεις υπηρεσίες κοινωνικού κράτους.
Ο Ν. Κοτζιάς, όμως, προς το τέλος του βιβλίου του αναφέρει την εξής φράση, ότι «ο αυθεντικός δημοκρατικός ευρωπαϊσμός σήμερα δεν μπορεί παρά να είναι ενάντια στην τριγωνική αυτοκρατορία». Κι έχει κι έναν πολύ ενδιαφέροντα και ιδιότυπο ορισμό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, διότι αναφέρεται στην ανάγκη εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, όμως επισημαίνει –για αυτό είναι ιδιότυπος- ότι εθνικοαπελευθερωτικός αγώνας σήμερα σημαίνει αγώνας για την αλλαγή της δομής της αυτοκρατορίας. Δεν σημαίνει προσπάθεια να βγάλουμε τη δικιά μας ουρά απ΄ εξω, προσπάθεια δηλαδή διαφυγής στο κενό, αλλά προσπάθεια να δημιουργήσουμε εκείνους τους συσχετισμούς δύναμης ώστε να αλλάξουμε αυτό το μοντέλο. Διότι, ηρωικό το παράδειγμα που έδωσε ο Πέτρος με τον πειρατή που αποκεφαλίζεται, μύθος, αλλά ηρωικός μύθος, αλλά νομίζω δεν είναι αυτή η λύση, να οδηγηθούμε στο κενό. Η λύση είναι να κερδίσουμε αυτή τη μάχη. Και μπορούμε να την κερδίσουμε αν πρωτίστως κερδίσουμε την ιδεολογική ηγεμονία.
Άρα, το ένα το πεδίο το σημαντικό, ο πρώτος άξονας, ο ιδεολογικός. Να ξανακερδίσουμε την ιδεολογική ηγεμονία.
Ο δεύτερος άξονας, η μάχη στο πολιτικό πεδίο. Μην την υποτιμούμε. Σήμερα το ζήτημα δεν είναι απλώς η απελευθέρωση από το μνημόνιο, ούτε βεβαίως είμαστε αφελείς να πιστεύουμε ότι εξηγώντας απλώς στα κέντρα της ευρωπαϊκής εξουσίας ότι δεν είναι σωστό αυτό που κάνουν, θα αλλάξουμε τις κεντρικές επιλογές της Ε.Ε. Δεν αρκεί να λέμε πώς πρέπει να είναι και τι πρέπει να κάνει η Ευρώπη. Δεν αρκεί να έχουμε σοβαρές προγραμματικές επεξεργασίες και πολύ σωστά να ζητάμε ρήτρα ανάπτυξης και σύνοδο αντίστοιχη αυτής του Λονδίνου του ΄53 που κέρδισε η Γερμανία μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Αυτό είναι το εύκολο σκέλος. Το δύσκολο σκέλος είναι να διαμορφώσουμε τους όρους εκείνους ώστε αυτά που ζητάμε να μπορέσουμε να τα επιβάλουμε.
Και το κρίσιμο ερώτημα, λοιπόν, εδώ είναι το εξής: Μπορεί η αυτοκρατορία να νικηθεί; Ε, λοιπόν, ας μην υποτιμήσουμε το πολιτικό πεδίο. Αν η απάντηση είναι ότι οι αυτοκρατορίες είναι ανίκητες και ότι δεν μπορούν να νικηθούν, εξηγήστε μου για ποιο λόγο αυτός ο πανικός, αυτός ο τρόμος που είχε διασπαρεί μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου στους εταίρους μας, σε όλη την Ευρώπη στην ιδέα και μόνο ότι στην Ελλάδα μπορεί να υπάρξει μια μεγάλη πολιτική αλλαγή. Εάν είναι ανίκητη η αυτοκρατορία, εάν η Ελλάδα είναι μια μικρή χώρα στην αλυσίδα, δεν είναι συστημικός κίνδυνος, όπως μας λένε διαρκώς, είναι το 3% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ, θα μας έχουν ως παράδειγμα προς αποφυγή, τότε γιατί αυτός ο πανικός; Τότε γιατί τους έπιασε κρύος ιδρώτας; Τότε γιατί η κ. Μέρκελ έπαιρνε τηλέφωνο τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας για να του επιβάλει το δημοψήφισμα, τι είδους δημοψήφισμα πρέπει να γίνει στην Ελλάδα; Τότε γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ έγινε υπ΄ αριθμόν ένα κίνδυνος για την Ευρώπη;
Άρα, λοιπόν, δεν είναι ανίκητη η αυτοκρατορία. Και το πολιτικό πεδίο και μια μεγάλη πολιτική αλλαγή μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα. Κι ας μην ξεχνάμε ότι οι εκλογές και η πιθανότητα νίκης του ΣΥΡΙΖΑ στις περυσινές εκλογές ερχόταν ως μια κλιμάκωση κοινωνικών αγώνων και κοινωνικών αντιστάσεων, δεν ήταν εκλογές σε μια νεκρή πολιτική περίοδο. Κι αυτό έχει μια μεγαλύτερη σημασία. Αλλά ακολούθησαν αυτές οι εκλογές έναν γύρο δυναμικών κινητοποιήσεων και αντιστάσεων του ελληνικού λαού και ο ΣΥΡΙΖΑ ερχόταν ως η δύναμη που θα έφερνε τα αιτήματα και τις διεκδικήσεις των κοινωνικών αντιστάσεων στο επίκεντρο. Άρα λοιπόν ας κρατήσουμε αυτό για το μέλλον. Μια εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ δεν θα είναι μια απλή εναλλαγή διακυβέρνησης. Θα είναι μια πολιτική αλλαγή που θα αλλάξει το τοπίο όχι στην Ελλάδα, στην Ευρώπη. Τίποτα δεν θα είναι το ίδιο στην Ευρώπη την επόμενη μέρα στην αυτοκρατορία αν υπάρξει μια τέτοια πολιτική αλλαγή.
Και, βεβαίως, εδώ πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτή η αλλαγή δεν μπορεί να γίνει χωρίς τον ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν μπορεί μόνος του. Χρειάζεται το πρώτο και το σημαντικότερο τον κοινωνικό παράγοντα στο προσκήνιο ώστε να έχει δυναμική αυτή η πολιτική αλλαγή και δεύτερον χρειάζεται συμμαχίες.
Και μιας και μιλάω για συμμαχίες, συμμαχίες δεν πρέπει να εξαντληθούν στο εσωτερικό πεδίο. Είναι απαραίτητες και οι διεθνείς συμμαχίες ανάμεσα σε χώρες, κυρίως όμως ανάμεσα σε κινήματα σε λαούς, σε κοινωνικές τάξεις που βρίσκονται στην ίδια μοίρα με εμάς ή που θα βρίσκονται σε λίγο καιρό στην ίδια μοίρα μ΄ εμάς. Και πρέπει να είμαστε πολύ χαρούμενοι, όχι βεβαίως γιατί έχουμε μια άμπωτη κοινωνικών αντιστάσεων στην Ελλάδα, γι αυτό πρέπει να είμαστε λυπημένο, αλλά νάμαστε χαρούμενοι γιατί υπάρχει μια συνέχεια κοινωνικών αντιστάσεων στον ευρωπαϊκό Νότο. Οι αγανακτισμένοι στην Ισπανία δεν το έχουν βάλει κάτω, στην Πορτογαλία είχαμε χιλιάδες διαδηλωτές στους δρόμους προχθές που απαιτούσαν την παραίτηση της μνημονιακής κυβέρνησης. Στην Ιταλία είχαμε ενδιαφέρουσες πολιτικές εξελίξεις. Αλλά βλέπουμε ότι στην ευρωπαϊκή περιφέρεια, στις άλλες χώρες δηλαδή που έχουν οδηγηθεί ως αποικίες χρέους στην εξάρτηση των δυνάμεων που ηγεμονεύουν την αυτοκρατορία υπάρχει μια ενδιαφέρουσα κινητικότητα. Άρα λοιπόν η συμμαχία των «αποικιοκρατούμενων χωρών» ενάντια στη δομή της αυτοκρατορίας, ενάντια στους αποικιοκράτες είναι προϋπόθεση για να μπορέσει να αλλάξει αυτή η πορεία των πραγμάτων.
Ο τρίτος άξονας, το τρίτο που χρειαζόμαστε είναι η αίσθηση ότι, πέρα από τους συσχετισμούς δύναμης στο σύνολο της αυτοκρατορίας και παρά την πλήρη επίγνωση ότι δεν πάμε να κάνουμε το άλμα στο κενό, εντούτοις, εάν δεν γνωρίζουμε ή εάν δεν έχουμε σχεδιάσει από πριν το πώς θα μπορέσουμε να σταθούμε μόνοι μας στα πόδια μας και στην πιο αρνητική εκδοχή, στην πιο δύσκολη εκδοχή, τότε δεν κερδίζεται η μάχη.
Θέλω να πω ότι σε κάθε σύγκρουση και σε κάθε αντιαποικιακό αγώνα καθοριστικό ρόλο έπαιζαν οι διεθνείς συμμαχίες. Αλλά για να μπορέσει να πειστεί ο λαός να δώσει αυτό τον αγώνα πρέπει να έχει συλλογικό όραμα και ταυτόχρονα πίστη ότι οι δυνάμεις που ηγούνται αυτόν τον αγώνα είναι αποφασισμένες να φτάσουν μέχρι τέλους κι έχουν σχέδιο για την επόμενη μέρα.
Χρειαζόμαστε, λοιπόν, ένα σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης της χώρας. Χρειαζόμαστε ένα σχέδιο παντός καιρού, που θα είναι πειστικό για το πώς θα μπορέσουμε να παράξουμε πλούτο ξανά και να τον διανείμουμε δίκαια στον ελληνικό λαό. Το μοντέλο της προηγούμενης μεγέθυνσης, μιας μεγέθυνσης για τις πολυεθνικές, την κατανάλωση μέσω του δανεισμού ήταν αυτό που προετοίμασε το έδαφος για τη βιαιότητα των σημερινών πολιτικών. Αυτό το μοντέλο δεν μπορεί να αποτελέσει πλαίσιο εξόδου από την κρίση. Δεν υπάρχει επιστροφή, ακόμα και αν θέλαμε, στο 2009.
Η Ελλάδα οφείλει να ανασυγκροτηθεί παραγωγικά, με πρωταρχικό κριτήριο τις δυνατότητες αλλά και τις ανάγκες της. Και πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό δεν γίνεται από τη μια μέρα στην άλλη. Δεν υπάρχουν μαγικές λύσεις. Θέλει μελέτη, θέλει σχέδιο, θέλει όραμα και θέλει και επίγνωση ότι αυτό που μπορεί να μοιάζει σήμερα πολύ επαναστατικό και ριζοσπαστικό μπορεί να είναι μια μπαρούφα. Εάν, για παράδειγμα, το πιο ριζοσπαστικό που έχουμε να πούμε σήμερα είναι να εθνικοποιήσουμε, να κρατικοποιήσουμε τις χρεοκοπημένες τράπεζες, δηλαδή να πάρουμε στο δημόσιο το χρέος τους και όχι να δούμε πώς θα απαιτήσουμε να βάλουν το χέρι στην τσέπη αυτοί που όλα αυτά τα χρόνια κέρδιζαν και εν πάση περιπτώσει, αν δεν μπορούν ή δεν θέλουν να βάλουν το χέρι στην τσέπη, να σταματήσουν να ελέγχουν την οικονομία του τόπου και να φτιάξουμε νέο πλαίσιο, νέους θεσμούς για την χρηματοδότηση της οικονομίας, ξεκινώντας από την αρχή, αν δεν συνειδητοποιήσουμε, δηλαδή, ότι δεν πρέπει να εμμένουμε σε ορισμένα κλισέ χωρίς να αναλύουμε τι κρύβεται από πίσω και ποιο είναι το ταξικό πρόσημο κάθε φορά στο επίδικο, δεν πρόκειται να προχωρήσουμε.
Γιʼ αυτό, λοιπόν χρειάζεται, σχέδιο, στρατηγική, συνεχή επανεξέταση των στόχων και κυρίως χρειάζεται στήριξη από την κοινωνία. Χωρίς αυτό δεν μπορούμε να πάμε μπροστά.
Επιτρέψτε μου, λοιπόν, να κλείσω την παρέμβασή μου με μια αναφορά στην ιστορική εμπειρία του μοντέλου της αυτοκρατορίας που εισαγάγει ο Ν.Κοτζιάς και νομίζω ότι είναι ένα μοντέλο το οποίο θα μείνει στις θεωρητικές αναλύσεις της συγκυρίας, όχι μόνο σε ελληνικό επίπεδο, όσο και σε διεθνές.
Αν έχουμε μάθει κάτι ιστορικά από τις αυτοκρατορίες είναι ότι αυτές βεβαίως είναι ισχυρές, βεβαίως γράφουν μεγάλο κομμάτι της ιστορίας, αλλά δεν είναι ανίκητες, δεν είναι άτρωτες. Και κυρίως ότι οι αυτοκρατορίες στηρίχτηκαν πολύ περισσότερο στην παθητικότητα, στην αδράνεια και την εθελοδουλία των καταπιεσμένων παρτά σε αυτή καθεαυτή την ισχύ τους, τη σύγκρουση και την καταπίεση. Αν θέλουμε να εξηγήσουμε το τι συνέβη στην Ελλάδα, έχει πολύ δίκιο ο Κοτζιάς που λέει ότι το πρόβλημα είναι κατ΄ αρχήν πολιτικό. Και στην Ευρώπη είναι πολιτικό. Διότι όλοι έχουμε δει ποιος είναι αυτός ο οποίος κερδίζει στο τέλος, αλλά δεν είδαμε και κανέναν πολιτικό ή κανέναν αρχηγό κράτους, καμιά κυβέρνηση να βάζει βέτο στο τέλος. Δεν το είδαμε. Αυτό που βλέπουμε είναι ότι τέλος οι «αδύναμοι» υποχωρούν. Και στην Κύπρο, που πάνε να μας το παρουσιάσουν ως το παράδειγμα που επιβεβαιώνει ότι δεν υπάρχει άλλη στρατηγική κι όλα είναι μονόδρομος, τι είδαμε; Είδαμε ότι διαχειρίστηκε το ηρωικό όχι ενός λαού μια κυβέρνηση που από την αρχή ήταν με το ναι και στο τέλος ένα πολιτικό σύστημα που συμβιβάστηκε. Δεν είδαμε δηλαδή αυτό το δύσκολο έργο που εμείς ισχυριζόμαστε ότι είμαστε έτοιμοι να διαδραματίσουμε. Το όχι μέχρι τέλους, παρά τις πιέσεις και τους εκβιασμούς. Και δεν έχουμε δει φυσικά πώς θα αντιδρούσε αυτός ο γίγαντας με το μυαλό νάνου στο όχι. Έχουμε δει να φτιάχνει χρονοδιαγράμματα εκβιασμού και στο τέλος να κερδίζει. Να κάνουν πίσω οι αδύναμοι.
Η ιστορία λοιπόν μας διδάσκει ότι στο τέλος κερδίζει αυτός που έχει δίκιο αρκεί να τολμά να το διεκδικήσει. Δεν μας διδάσκει η ιστορία ότι πάντα κερδίζει όποιος έχει δίκιο. Μας διδάσκει όμως ότι τα καταφέρνει αυτός που έχει δίκιο και τολμά να το διεκδικήσει.
Η Αριστερά, λοιπόν, οφείλει να πείσει όχι μόνο ότι αυτός ο κόσμος πρέπει να αλλάξει, αλλά και ότι μπορεί να τον αλλάξει. Κι αυτό πρέπει να γίνει με μάχες μικρές και μεγάλες, τόσο στα μικρά όσο και στα μεγάλα μέτωπα. Και νομίζω ότι πρωτίστως πρέπει να πείσουμε και τους εαυτούς μας και την κοινωνία ότι είμαστε αποφασισμένοι να δώσουμε αυτές τις μάχες και να αναλάβουμε ευθύνες.
Ευχαριστώ».
To Γραφείο Τύπου