Φίλες και φίλοι,
Θέλω να συγχαρώ τον Αλέξη Μητρόπουλο για την ακάματη προσπάθειά του να επικοινωνεί τις απόψεις του με τρόπο συγκροτημένο. Και επιχειρεί αναλύσεις και στοχασμούς που, παρότι υπερβαίνουν την τρέχουσα συγκυρία, εντούτοις την συμπεριλαμβάνουν.
Η σημερινή εκδήλωση θα μπορούσε υπό άλλες συνθήκες να είναι και μια ανοιχτή προσυνεδριακή διαδικασία του ΣΥΡΙΖΑ, του ΣΥΡΙΖΑ που στη πορεία προς το πρώτο του Συνέδριο δε φοβάται το διάλογο, δε φοβάται την ανταλλαγή απόψεων, αυτός είναι ο πλούτος μας, πόσο μάλλον όταν έχουμε συνειδητά αποφασίσει ότι προχωράμε στη δημοκρατική μας εμβάθυνση, ότι μετεξελισσόμαστε σε μια μεγάλη, ενιαία αλλά και δημοκρατική παράταξη της αριστεράς.
Οι περσινές εκλογικές αναμετρήσεις ανέδειξαν ένα πρωτοφανές ρεύμα υποστήριξης της Αριστεράς και γενικότερα του ΣΥΡΙΖΑ- ΕΚΜ. Ένα ρεύμα που δεν έσβησε την επομένη των εκλογών.
Μια μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία έχει, εδώ και ένα χρόνο, διαρκώς την προσοχή της στραμμένη στο δικό μας χώρο, απαιτώντας από μας όχι μόνο να χτίζουμε τα επιχειρήματά μας στο «όχι», στην καταγγελία του υπάρχοντος που, είναι κοινή η διαπίστωση πια ότι είναι καταστροφικό, βάρβαρο, αδιέξοδο, αλλά να χτίζουμε τα επιχειρήματά μας και στην κατάθεση, δηλαδή να προσπαθούμε να εξηγούμε ποιο είναι αυτό το εναλλακτικό πολιτικό σχέδιο με το οποίο θα αντιμετωπίσουμε τη σημερινή βάρβαρη συγκυρία και πάνω σε ποιες ράγες θα οικοδομήσουμε αυτή την εναλλακτική πρόταση.
Ένα σχέδιο που πρέπει να είναι πειστικό, ρεαλιστικό και ταυτόχρονα ανατρεπτικό.
Η μετεξέλιξη της Αριστεράς από μια δύναμη πολιτικής διαμαρτυρίας και αντίστασης σε έναν φορέα εναλλακτικής πρότασης εξουσίας δεν είναι προφανώς εύκολη υπόθεση.
Τα γεγονότα δεν μας περιμένουν, και η συγκυρία απαιτεί από εμάς όσο το δυνατόν πιο διαυγείς και σαφείς απαντήσεις.
Κάτω από αυτό το πρίσμα, το βιβλίο του Μητρόπουλου θέτει στο τραπέζι όλα τα μεγάλα θέματα στα οποία οφείλει να τοποθετηθεί η Αριστερά: την πολιτική διαχείριση της απεμπλοκής από το Μνημόνιο – που είναι το βασικό πολιτικό μας πρόταγμα.
Το ζήτημα των συμμαχιών. Το ζήτημα των εξελίξεων στην Ευρώπη και τη δική μας στρατηγικής απέναντι σε αυτές.
Αλλά θέτει και άλλα ζητήματα που είναι εξίσου σημαντικά, και αφορούν τις αναγκαίες θεσμικές και συνταγματικές αλλαγές, την ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος, την θέση μας για το μεταναστευτικό, την αυτοδιοίκηση, τις ιδιωτικοποιήσεις, την παραγωγική ανασυγκρότηση, τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα.
Υπό την έννοια αυτή, το βιβλίο του Μητρόπουλου είναι μια πολύ σοβαρή συμβολή στην συζήτηση η οποία ανοίγει, όχι μόνο εν όψει του ιδρυτικού Συνεδρίου, αλλά και ενόψει της προσπάθειάς μας να καταρτίσουμε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο, ένα εναλλακτικό πρόγραμμα απέναντι στο πρόγραμμα του μνημονίου, που έχει οδηγήσει την ελληνική κοινωνία σε πρωτοφανές αδιέξοδο.
Η Αριστερά εμφανίζεται στο προσκήνιο με την εντολή ενός μεγάλου μέρους της κοινωνίας, και την ελπίδα ενός ακόμα μεγαλύτερου, ότι θα καταφέρει να αναμετρηθεί με τους υπάρχοντες συσχετισμούς δύναμης.
Για να είναι σε θέση να το κάνει, πρέπει να δώσει ουσιαστικές και περιεκτικές απαντήσεις για το πολιτικό της σχέδιο και για την αναπτυξιακή της πρόταση.
Για να το κάνει αυτό οφείλει πρώτα από όλα να συζητά και να συνθέτει.
Οι απόψεις και οι σοβαρές αναλύσεις δεν μας λείπουν.
Χρειάζεται, όμως, να ενισχύσουμε την ικανότητα μας να κουβεντιάζουμε χωρίς προκαταλήψεις.
Χωρίς να απολυτοποιούμε την αντίθετη άποψη, χωρίς να αναζητάμε κάποια ιστορική δικαίωση σε κάθε μας επιχείρημα, χωρίς να θεωρούμε απαραίτητο κάθε συζήτηση να ξεκινά και να καταλήγει στην αναπαραγωγή περιχαρακώσεων.
Υπάρχουν κάποια δεδομένα τα οποία βάζει το βιβλίο και τα οποία αναγκάζουν τον αναγνώστη όχι να δεχτεί κάποιες δεδομένες απαντήσεις, αλλά να σκεφτεί ακόμα περισσότερο.
Δε θα αποφύγω, παρότι απευθύνω έναν χαιρετισμό, να υπεισέλθω επί της ουσίας σε τρία ζητήματα που τίθενται στο βιβλίο.
Το πιο σημαντικό από τα ζητήματα που προκαλούν τον αναγνώστη είναι αυτό που αναφέρεται στον τίτλο: η Κύπρος αλλάζει την ατζέντα.
Πράγματι την αλλάζει αλλά αξίζει το κόπο να σκεφτούμε: σε ποια κατεύθυνση;
Ακούω κάποιους να ισχυρίζονται το τελευταίο διάστημα, κάποιους ενδεχομένως καλόπιστους, αλλά κυρίως ακούω τους άλλους, τους μη καλόπιστους, οι οποίοι πρωτοστατούν στον οργουελιανό μηχανισμό επικοινωνιακής προπαγάνδας του διαπλεκόμενου κατεστημένου, να ισχυρίζονται ότι η περίπτωση της Κύπρου απέδειξε ότι δήθεν δεν υπάρχουν ενδιάμεσα σημεία ισορροπίας στην Ευρωζώνη.
Ότι δεν υπάρχει διαπραγμάτευση στη λιτότητα.
Αυτό δηλαδή που με δυο λόγια υποστηρίζει εδώ και τρία χρόνια το μνημονιακό πολιτικό κατεστημένο, για να δικαιολογήσει τη δική του αδυναμία να θέσει οποιαδήποτε κόκκινη γραμμή.
Όπου μας έλεγαν, δηλαδή: ή μέσα με Μνημόνιο ή έξω από την Ευρωζώνη.
Είναι ακριβώς το ίδιο επιχείρημα που μας είπε και η Μέρκελ, όταν πέρυσι, ζορισμένη από το κίνημα των πλατειών και από την προοπτική των εκλογών και μιας κυβέρνησης που δεν είχε εκλεγεί, δοτής κυβέρνησης που είχε σχηματισθεί για να αποκρούσει την κοινωνική αγανάκτηση, της κυβέρνησης Παπαδήμου, επέλεξε να τηλεφωνήσει στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και με περισσή αναίδεια να του θέσει το εκβιαστικό δίλημμα «αφήστε τις εκλογές, διεξάγετε τώρα δημοψήφισμα με βασικό ερώτημα, αν θέλετε ή όχι το ευρώ».
Από τη πλευρά της κ. Μέρκελ, βέβαια, είναι εύκολο να κατανοήσει κανείς γιατί αυτό το θράσος και η επιμονή.
Από τη πλευρά της εσωτερικής τρόικα όμως δεν πρόκειται απλά για μια στρατηγική διαστρέβλωσης της πραγματικότητας, αλλά για συνειδητή επιλογή καθαγιασμού της εγκληματικής στρατηγικής της παράδοσης άνευ όρων και άνευ μάχης στη κ. Μέρκελ.
Στρατηγική που αποφάσισε ο πρωθυπουργός και η κυβέρνησή του την επομένη των εκλογών, αφού, παραπλανώντας τους ψηφοφόρους, κέρδισε οριακά την εκλογή του, υποσχόμενος επαναδιαπραγμάτευση.
Και με τη πρόφαση του αμαρτωλού προεκλογικού παρελθόντος του, έκτοτε αναζητεί τον εξαγνισμό, ακλουθώντας πιστά ό,τι του ζητήσει η τρόικα και χωρίς αντιρρήσεις.
Και αμέσως μετά, επιχειρεί να παρουσιάσει κι ως μεγάλη εθνική επιτυχία, την υλοποίηση όσων του ζητούνται να υλοποιήσει.
Αν πράγματι ίσχυε αυτό το επιχείρημα, ότι ή μέσα κι όπως εμείς ορίσουμε, ή έξω, τότε γιατί άραγε αυτό το τεράστιο ενδιαφέρον, τόσος πανικός και αγωνία για τις πολιτικές εξελίξεις μην τυχόν και αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ την εξουσία, το περασμένο Ιούνη, και δώσει τη δυνατότητα στο λαό να εκφράσει τις δικές του διαθέσεις;
Γιατί τόσος πανικός; Γιατί ακόμα και άρθρο στα ελληνικά έγραψαν, σε γερμανική εφημερίδα, προσπαθώντας να πείσουν τον ελληνικό λαό μην τυχόν και κάνει το λάθος και ψηφίσει ΣΥΡΙΖΑ; Γιατί όλη αυτή η αγωνία, όχι του εγχώριου πολιτικού κατεστημένου, αλλά του ευρωπαϊκού; Εδώ όμως τίθεται το ερώτημα:
Μήπως όμως η Κύπρος δείχνει διαφορετικά συμπεράσματα;
Μήπως η Κύπρος είναι διαφορετική περίπτωση από την Ελληνική;
Κατά την άποψή μου, δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχουν διαφορές.
Διαφορετικές οι αιτίες και τα συμπτώματα της κρίσης.
Ίσως η Κύπρος να μπορούσε να χαρακτηριστεί ως Ιρλανδία της Μεσογείου, γιατί το βασικό της πρόβλημα είναι το τραπεζικό της σύστημα.
Αλλά και πάλι το κομβικό θέμα δεν είναι αυτό.
Τι απεδείχθη στη περίπτωση της Κύπρου;
Στην περίπτωση της Κύπρου, λοιπόν, απεδείχθησαν τρία πράγματα :
Πρώτον ότι μια κυβέρνηση του Ναι δε μπορεί να υπερασπιστεί το Όχι ενός λαού, όσο ηρωικό κι αν είναι αυτό.
Να γιατί έχει μεγάλη σημασία το ποιες δυνάμεις είναι στη κυβέρνηση. Να γιατί δεν είναι δευτερεύον το ζήτημα ποια κυβέρνηση, με ποιες δυνάμεις, ποιους συσχετισμούς.
Δεύτερον, απέδειξε η Κύπρος ότι στη διαπραγμάτευση με τους εταίρους, που δεν θα είναι ένας περίπατος, αλλά μια πραγματική σύγκρουση με σκληρούς εκβιασμούς, δεν έχεις ελπίδες όταν πηγαίνεις ως ειδική περίπτωση και χωρίς συμμαχίες.
Και στη συγκεκριμένη περίπτωση η Κύπρος ήταν απελπιστικά μόνη. Δεν είχε τη παραμικρή υποστήριξη ούτε καν από την Ελληνική κυβέρνηση.
Και τρίτο και σημαντικότερο συμπέρασμα: ότι το δόγμα μένουμε στο μνημόνιο για να μην έχουμε ρίσκο και να είμαστε ασφαλείς, μετά την Κύπρο δεν ισχύει.
Μέχρι την Κύπρο, γνωρίζαμε ότι το μνημόνιο δεν εξασφάλιζε τους μισθούς και το βιοτικό επίπεδο, αλλά εξασφάλιζε τουλάχιστον τις τραπεζικές καταθέσεις και άρα αποτελούσε ένα κάποιο οχύρωμα απέναντι στη προοπτική μιας άτακτης χρεοκοπίας.
Σήμερα, μετά την Κύπρο, κανείς σοβαρός άνθρωπος δε μπορεί αυτό να το ισχυριστεί.
Ας μη βιάζονται λοιπόν ορισμένοι να θεωρούν την εξέλιξη της Κύπρου ως επιβράβευση της στρατηγικής της άνευ όρων παράδοσης.
Σαν αυτούς που τους δείχνεις το δάσος και εκείνοι επιμένουν να κοιτούν το δέντρο.
Διότι μετά την Κύπρο, ολοένα και περισσότερο στη συνείδηση των καταθετών, αλλά και εν γένει των πολιτών, το δίλλημα μνημόνιο ή χρεοκοπία γίνεται συνώνυμο.
Και μνημόνιο και χρεοκοπία.
Και κούρεμα μισθών και συντάξεων αλλά, ενδεχομένως, και κούρεμα καταθέσεων.
Κι αυτή είναι μια συντριπτική αλλαγή που όντως αλλάζει την ατζέντα.
Και δημιουργεί τριγμούς, συνολικά για το τραπεζικό σύστημα των ευάλωτων χωρών, και φυσικά ενισχύει τις πλεονασματικές χώρες.
Έχουμε ξεφύγει λοιπόν πλέον από μια συζήτηση για το αν η Ευρώπη ακολουθεί σωστό ή λάθος δρόμο απέναντι στην κρίση.
Είμαστε σε μια φάση όπου η κρίση υπάρχει και αναπαράγεται, προκειμένου η μισή Ευρώπη – η πλεονασματική, να φάει την άλλη μισή – τον ελλειμματικό Νότο.
Που είναι ελλειμματικός ακριβώς γιατί τόσα χρόνια τάιζε τα πλεονάσματα του Βορρά.
Δεν υπάρχει λοιπόν πλέον κανένα πρόσχημα πια
Δεν υπάρχει ενιαίος δρόμος για την Ευρώπη.
Υπάρχει ο δρόμος που βολεύει τους ισχυρούς και επιβάλλεται με σκληρούς όρους στους πιο αδύναμους.
Περιέργως το ζήτημα αυτό -και το βιβλίο το επισημαίνει - αντί να φέρνει σε αμηχανία τους άνευ όρων «ευρωπαϊστές», τίθεται ως ερώτημα στην Αριστερά.
Δεν καλείται η Ευρώπη να επιβεβαίωσει τον σεβασμό της σε αρχές και αξίες τις οποίες μέχρι χθες διεκήρυττε.
Καλείται η Αριστερά να επιβεβαιώσει υπογράφοντας σε λευκό χαρτί ότι παραμένει ευρωπαϊκή, όπου και αν οδηγείται η Ευρώπη.
Και αυτό είναι ένα κατασκευασμένο ψευτοδίλημμα το οποίο οφείλουμε να απορρίψουμε.
Το ουσιώδες για μας είναι ότι μια κυβέρνηση της Αριστεράς, που θα έρθει με την λαϊκή εντολή, με στόχο την σωτηρία από τη βαρβαρότητα των μνημονίων, έχει ένα καθήκον: οφείλει να διαπραγματευτεί σθεναρά την απεμπλοκή της χώρας από αυτή την καταστροφική πορεία του Μνημονίου.
Για να διαπραγματευτεί δεν πρέπει να απεμπολήσει κανένα απολύτως διαπραγματευτικό της πλεονέκτημα. Αντίθετα, να αξιοποιήσει κάθε διαπραγματευτική δυνατότητα, κι αυτό σημαίνει επιδίωξη συμμαχιών και μέτωπο στον ευρωπαϊκό Νότο, κυρίως όμως σημαίνει και πρόγραμμα, ώστε ο αντίπαλός μας κάθε στιγμή να γνωρίζει ότι είμαστε σε θέση να ανασυγκροτήσουμε και να αναπτύξουμε την οικονομία μας, είμαστε σε θέση, ανεξάρτητα από τις δικές του επιδιώξεις και τους δικούς του εκβιασμούς να προχωρήσουμε προς τα μπρος, στην παραγωγική ανασυγκρότηση, στη θεμελίωση μιας κοινωνίας δικαιοσύνης και προοπτικής.
Το δεύτερο ζήτημα που θίγει το βιβλίο αφορά την πολιτική συμμαχιών. Για αυτό των συμμαχιών δε θέλω να πω πολλά. Μονάχα να πω, Αλέξη, ότι πριν δυόμιση χρόνια κοντέψαμε να φάμε τα μουστάκια μας για το αν ήταν ή δεν ήταν επιτυχής η επιλογή να είσαι υποψήφιος στην Περιφέρεια Αττικής. Σήμερα, πιστεύουμε ότι πρέπει όλοι να αισθανόμαστε δικαιωμένοι για αυτή την επιλογή, διότι, πέραν του ότι αναφέρεται στο πρόσωπό σου, το λέω ως στρατηγική επιλογή: αυτό που είπαμε και θέλαμε να το κάνουμε πράξη, μια ευρεία συμμαχία από τα αριστερά της αριστεράς ως τα αριστερά της σοσιαλδημοκρατίας, η οποία σήμερα έχει εκφυλιστεί διότι οι ηγεσίες της επιμένουν στη νεοφιλελεύθερη μετάλλαξή της. Και θα ήμασταν ευτυχέστεροι αν μπορούσαμε σήμερα να συμπληρώσουμε αυτό το πάζλ και με δυνάμεις που επιμένουν, στον χώρο της αριστεράς, εννοώ, ότι το ζήτημα μιας μεγάλης, ευρείας εκλογικής νίκης δεν είναι σημαντικό. Βλέπουμε ότι υπάρχουν δυνάμεις στην αριστερά που εξακολουθούν να μη θέλουν να ακούσουν για συνεργασία.
Το ΚΚΕ δεν θέλει να ακούσει τίποτα. Κατάφερε να αγνοήσει ακόμα κι αυτή την τεράστια ανακατάταξη στο πολιτικό πεδίο.
Κατάφερε να μη απαντήσει στο ερώτημα των μελών του, γιατί η αντιμνημονιακή συσπείρωση έγινε γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ.
Έγινε γύρω από τον ΣΥΡΙΖΑ γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ με ειλικρίνεια προσκάλεσε όλες τις δυνάμεις της αριστεράς, και επιμένουμε σε αυτό. Να προχωρήσουμε σε ένα ευρύ μέτωπο δυνάμεων με στόχο την κοινωνική σωτηρία.
Έχουμε λοιπόν αυτή την επιλογή. Παραμένουμε σταθεροί στην γραμμή της ειλικρινούς ενότητας με όλες τις δυνάμεις της Αριστεράς, καθώς και με τις δυνάμεις που προέρχονται από τον σοσιαλιστικό χώρο, με σαφέστατη οριοθέτηση απέναντι στον νεοφιλελευθερισμό.
Το τελευταίο ζήτημα, είναι αυτό της λεηλασίας του δημόσιου πλούτου.
Ο Μητρόπουλος συμβάλλει τα μέγιστα στην ανασυγκρότηση της επιχειρηματολογίας μας ότι η λεηλασία του δημόσιου πλούτου που σχεδιάζεται για την Ελλάδα δεν είναι εκσυγχρονισμός.
Θα ήταν αδιανόητη για ένα σύγχρονο ,ανεπτυγμένο και κυρίαρχο κράτος.
Θα ήταν αδιανόητο για την κ. Μέρκελ να προωθήσει στην Βαυαρία, λχ «επενδύσεις» εντός πολλών εισαγωγικών, με τους όρους και τις προϋποθέσεις με τις οποίες την προωθεί στην Ελλάδα το Μνημόνιο.
Ταυτόχρονα καθιστά σαφές ότι είναι αδιανόητο να μιλάμε για ανάπτυξη χωρίς την συμμετοχή του δημόσιου τομέα, χωρίς σχεδιασμό και παραγωγική ανασυγκρότηση, χωρίς πόρους και σχέδιο επενδύσεων.
Αυτή είναι η δική μας λογική.
Πολύ μακριά από τον πελατειακό κρατισμό, που απετέλεσε για δεκαετίες πολιτικό εργαλείο των παραδοσιακών κομμάτων εξουσίας.
Και ταυτόχρονα πολύ μακριά από την λογική της διάλυσης του κράτους και της εκχώρησης κάθε αναπτυξιακής δυνατότητας σε μια αντιπαραγωγική, έντρομη, κερδοσκοπική και σε τελική ανάλυση πλήρως κρατικοδίαιτη «ελεύθερη αγορά».
Το αρχικό ερώτημα του Μητρόπουλου είναι αν η Αριστερά είναι έτοιμη να ερμηνεύσει την κρίση και να αντιτάξει ένα εναλλακτικό σχέδιο.
Η προσωπική μου άποψη είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ, στα βασικά σημεία έχει δικαιωθεί από την ανάλυσή του για τη κρίση.
Και τα έχει πει και τα έχει περιγράψει όλα και εγκαίρως.
Αν θέλεις βέβαια να είσαι σοβαρός, απόλυτα έτοιμος δεν είσαι ποτέ για το ραντεβού με την ιστορία. Οι προκλήσεις έρχονται πρώτες, και το ζήτημα είναι αν θα τολμήσεις κι αν θα μπορέσεις να ανταποκριθείς.
Το ζήτημα λοιπόν δεν είναι άλλο από το αν είσαι αποφασισμένος να ανταποκριθείς στις ιστορικές προκλήσεις ή αν κάθε φορά ψάχνεις να βρεις θεωρητικές δικαιολογίες για να τις αποφύγεις.
Και δεν ξέρω αν η αριστερά ήταν έτοιμη να ερμηνεύσει ή να αντιτάξει ένα εναλλακτικό σχέδιο, αλλά ο ΣΥΡΙΖΑ ήταν και συνεχίζει να είναι αποφασισμένος να αναλάβει τις προκλήσεις και τις ευθύνες που αναλογούν.
To Γραφείο Τύπου