Σε ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΣΥΝ Δ. Παπαδημούλη πού επισημαίνει ότι «η Ελλάδα έχει μια από τις ψηλότερες τιμές προ φόρων και δασμών, στην αμόλυβδη βενζίνη μεταξύ των 25, πολύ πάνω από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ασύγκριτα υψηλότερα από χώρες όπως η Γαλλία» απάντησε η επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Τα σημαντικότερα σημεία από την απάντηση της Επιτροπής έχουν ως εξής :
«Η περιγραφή της κατάστασης του αξιότιμου μέλους είναι ακριβέστατη. Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών μελών στα οποία η μέση τιμή της βενζίνης, εκτός φόρων και δασμών, είναι πιο υψηλή. Στις 18 Οκτωβρίου 2004, η μέση τιμή στην Ελλάδα ενός λίτρου euro -super 95 ήταν 0,428 ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανερχόταν σε 0,385 και η μέση τιμή στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 0,345 ). Δηλαδή η τιμή της euro-super 95 είναι 11,2% υψηλότερη από τον μέσο όρο της κοινότητας και 24 % υψηλότερη από την Γαλλία και το Η.Β».
«Ανάλογες διαφορές τιμών μεταξύ των κρατών μελών μπορούν να εξηγηθούν μόνο από την διαφορετική ένταση του ανταγωνισμού στον τομέα της διανομής των καυσίμων».
«Εναπόκειται στις εθνικές και κοινοτικές αρχές να μεριμνήσουν ώστε να τιμωρείται κάθε παράβαση του δικαίου για τον ανταγωνισμό ,ιδιαίτερα μάλιστα οιοσδήποτε προκαθορισμός τιμών».
Ο ευρωβουλευτής του ΣΥΝ Δ. Παπαδημούλης έκανε την ακόλουθη δήλωση :
«Η σκανδαλώδης κατάσταση που υπάρχει στο κύκλωμα παραγωγής και εμπορίας καυσίμων στην Ελλάδα είναι ήδη γνωστή. Το καινούργιο είναι ότι για πρώτη φορά η επιτροπή της Ευρωπαϊκής Ένωσης υπαινίσσεται με άμεσο τρόπο αθέμιτες πρακτικές προκαθορισμού τιμών και ευθύνες της κυβέρνησης που δεν εξυγιαίνει την αγορά και δεν τιμωρεί τους παραβάτες . Ο κόσμος δηλ. το έχει τούμπανο κι εμείς κρυφό καμάρι. Γιατί η κυβέρνηση ανέχεται αυτή την κατάσταση; Γιατί ανέχεται την αφαίμαξη των καταναλωτών για να μεγαλώνουν τα υπερκέρδη των διυλιστηρίων και των εταιρειών εμπορίας ; »
Ακολουθεί η πλήρης απάντηση της Commission:
Η περιγραφή της κατάστασης εκ μέρους του Αξιοτίμου Μέλους του Κοινοβουλίου είναι ακριβέστατη: Η Ελλάδα συγκαταλέγεται μεταξύ των κρατών μελών στα οποία η μέση τιμή της βενζίνης, εκτός φόρων και δασμών, είναι πιο υψηλή. Στις 18 Οκτωβρίου 2004, η μέση τιμή στην Ελλάδα ενός λίτρου euro-super 95 ήταν 0,428 ΕΥΡΩ, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση ανερχόταν σε 0,385 ΕΥΡΩ και η μέση τιμή στη Γαλλία και στο Ηνωμένο Βασίλειο ήταν 0,345 ΕΥΡΩ.
Ήδη στην ανακοίνωση της 4ης Οκτωβρίου 2000 σχετικά με « τον πετρελαϊκό εφοδιασμό της Ευρωπαϊκής Ένωσης » καθώς και στο Πράσινο Βιβλίο « Προς μία ευρωπαϊκή στρατηγική για την ασφάλεια του ενεργειακού εφοδιασμού », η Επιτροπή είχε τονίσει ότι από τη σύγκριση μεταξύ των κρατών μελών όσον αφορά τις τιμές κατανάλωσης πετρελαϊκών προϊόντων εκτός φόρων και δασμών προέκυπταν σοβαρές διαφορές. Μολονότι ορισμένα δεδομένα που αφορούν το κόστος μπορεί να εμφανίζουν διακυμάνσεις μεταξύ των κρατών μελών (δεδομένου συγκεκριμένα ότι το κόστος διανομής ανά λίτρο εξαρτάται από τον διακινούμενο συνολικό όγκο ανά πρατήριο), η Επιτροπή είχε υπογραμμίσει ότι ανάλογες διαφορές τιμές μπορεί να εξηγηθούν μόνο από τη διαφορετική ένταση του ανταγωνισμού στον τομέα της διανομής των καυσίμων. Εν προκειμένω για παράδειγμα είναι φανερό ότι οι γάλλοι και οι βρεττανοί οδηγοί επωφελούνται του ανταγωνισμού που αναπτύσσεται χάριν στη μη εξειδικευμένη διανομή (σούπερ μάρκετ). Αντίθεται ο ανταγωνισμός είναι λιγότερο έντονος στις Κάτω Χώρες ή την Ελλάδα.
Εναπόκειται στις εθνικές και κοινοτικές αρχές να μεριμνήσουν ώστε να τιμωρείται κάθε παράβαση του δικαίου για τον ανταγωνισμό, ιδιαίτερα μάλιστα οιοσδήποτε προκαθορισμός τιμών. Η Επιτροπή καταβάλλει κάθε δυνατή προσπάθεια προς τούτο, μεταξύ άλλων διοργανώνοντας ανταλλαγές πληροφοριών και εμπειριών μεταξύ των εθνικών αρχών που είναι υπεύθυνες για τον ανταγωνισμό. Εντούτοις η περιγραφείσα κατάσταση δεν αποκαλύπτει απαραίτητα παραβάσεις του δικαίου του ανταγωνισμού: ορισμένες διαρθρώσεις της αγοράς απλώς διευκολύνουν περισσότερο ή λιγότερο απ' ό,τι κάποιες άλλες τον έντονο ανταγωνισμό. Στο πλαίσιο αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό οι τομείς του ανταγωνισμού να παραμείνουν ανοικτοί στην είσοδο νέων φορέων εκμετάλλευσης, ιδίως μάλιστα φορέων εκμετάλλευσης που θα είναι ανεξάρτητοι από τα διϋλιστήρια. Η Επιτροπή καταβάλλει επίσης κάθε προσπάθεια για να τονώσει τις δράσεις των κρατών μελών στον εν λόγω τομέα, ιδίως βάσει έρευνας που πραγματοποίησε το 2001 για το ως άνω θέμα.
To Γραφείο Τύπου