Η αντίληψη και η λογική που εκφράζονται και στις δύο επιστολές της Ε.Ε. αποτελούν ευθεία συνέπεια της ηγεμονίας νεοφιλελεύθερων απόψεων στην ελίτ της γραφειοκρατίας και των κυβερνήσεων της σημερινής Ε.Ε., στο βαθμό που εμμένουν στην συμπερίληψη των θεμάτων της Ενημέρωσης και της λειτουργίας-ιδιοκτησίας των ΜΜΕ στο περιεχόμενο και την ύλη των δικαιωμάτων της ανεμπόδιστης επιχειρηματικής δραστηριότητας. Θεωρείται, προφανώς, ότι θα εδημιουργείτο «προηγούμενο» για παράλληλες και αντίστοιχες διεργασίες και θεσμικές αναζητήσεις και ρυθμίσεις και σε άλλες χώρες της Ε.Ε. με αφορμή σκάνδαλα οικονομικής αδιαφάνειας και πολιτικής διαπλοκής.
Σε αυτή την εκτίμηση συνηγορεί και η πρωτοφανής χρονική επίσπευση των σχετικών αποφάσεων και των προθεσμιών που ετέθησαν, σε αντίθεση π.χ. με τα πρόσφατα μέτρα για τα κινέζικα προϊόντα, οι απειλές σε βάρος της χώρας μας για σοβαρότατες οικονομικές συνέπειες, όπως επίσης και η εμφανής παράκαμψη επιχειρημάτων π.χ. σχετικά με τη νομολογία για τα ολλανδικά ΜΜΕ., που είχε διαμορφωθεί μέσα σε ένα διαφορετικό συσχετισμό δυνάμεων στην Ε.Ε.
Πέραν των άλλων επιπτώσεων, είναι προφανής πλέον ο κίνδυνος επιβολής αντίστοιχων κανόνων για τα μείζονα θέματα της Παιδείας και του Πολιτισμού, όπως επίσης και με αφορμή τη συζήτηση για την οδηγία Μπόλγκενστάϊν, η συμπερίληψη όλου του περιεχομένου των κοινωνικών δικαιωμάτων επίσης στα θέματα οικονομικού ανταγωνισμού.
Ο πυρήνας της διαφορετικής, ως προς τη θέση της Αριστεράς αλλά και της ελληνικής κυβέρνησης εν προκειμένω, φιλοσοφίας για την αντιμετώπιση του ζητήματος, συνίσταται στο ότι η Επιτροπή αρνείται ευθέως τη δυνατότητα παραγωγής προνομιακών σχέσεων επιρροής, μέσω της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ για την ανάληψη δημόσιων προμηθειών. Αρνείται, δηλαδή, επί της ουσίας το φαινόμενο της διαπλοκής.
Η ουσία της αντιπαράθεσης είναι ακριβώς το εάν θα δοθεί ή δεν θα δοθεί ένα αυστηρό μήνυμα και το εάν θα υπάρξει ή δεν θα υπάρξει μια θεσμική θωράκιση αυτού του μηνύματος προς τις δυνάμεις της οικονομικής-πολιτικής διαπλοκής με επίκεντρο την ιδιοκτησία των ΜΜΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι, ενώ ο παρών νόμος δεν μπήκε ποτέ σε εφαρμογή, υπήρξαν εσπευσμένες αλλαγές στο τοπίο της ιδιοκτησίας των ΜΜΕ, έστω και περιορισμένου χαρακτήρα.
Η «ελληνική ιδιαιτερότητα», η οποία προφανώς δεν γίνεται δεκτή από την Ε.Ε. και από βεβαίως και από εγχώρια διαπλεκόμενα οικονομικά συμφέροντα, συνίσταται στο ότι διαμορφώθηκε επί 15ετία ένα ασύδοτο τοπίο «ιδιοκτησιών» - μέχρι και καθεστώς εκτεταμένων μεταπωλήσεων και άδηλων ιδιοκτησιών περιφερειακών δικτύων ΜΜΕ υπήρξε. Ένα τοπίο το οποίο προφανώς επηρέασε οικονομικές και πολιτικές εξελίξεις σε μια φάση εισροής τεράστιων κονδυλίων από τα Κοινοτικά Πλαίσια και διάθεσης επίσης τεράστιων κονδυλίων για δημόσιες προμήθειες, για εξοπλιστικά προγράμματα και για τους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004. Ως εκ τούτου, για την ελληνική πραγματικότητα, ετίθετο και τίθεται σε προτεραιότητα το ζήτημα της θεσμικής παρέμβασης για να υπάρξει διαφάνεια και προφανώς αλλαγή σ΄ αυτό το τοπίο συμφερόντων και ιδιοκτησιών.
Δεν αποτελεί λοιπόν αυτή η εκτίμηση πολιτικό «εφεύρημα», ούτε ηθικολογική ρητορεία των δυνάμεων της Αριστεράς, ούτε βέβαια πρέπει να αποτελεί πεδίο επιλογής νέων διαπλεκομένων συμφερόντων.
Ο ισχύων σήμερα νόμος, που ψηφίστηκε επί ΠΑΣΟΚ, με τον οποίον επίσης διαφωνεί η Ε.Ε. επειδή η διαφωνία της έγκειται ακριβώς στην επί της ουσίας άρνηση του σχετικού συνταγματικού άρθρου, θεωρώντας την ενημέρωση ως προϊόν της ελευθερίας του επιχειρείν, είχε τα σχετικά «παραθυράκια» ώστε να διατηρηθεί ανέγγιχτο το ιδιοκτησιακό τοπίο των ΜΜΕ. Η σημερινή κυβέρνηση της Ν.Δ. φέρεται, από δημόσιες τοποθετήσεις και διαρροές, ότι προτίθεται να υποχωρήσει σε αυτά ακριβώς τα σημεία στα οποία υπήρξε αυστηρότερη ρύθμιση, δηλαδή στο μετοχολόγιο των εταιρειών, το τεκμήριο της αυτοδύναμης συγγενικής περιουσίας, τον έλεγχο εξωχώριων εταιρειών, τη συρρίκνωση του ποσοστού του «βασικού μετόχου».
Μια τέτοια εξέλιξη θα είναι αρνητική και θα οδηγήσει εκ των πραγμάτων στην ενθάρρυνση των παλαιότερων αλλά και νέων οικονομικών συμφερόντων που θα διεκδικήσουν πλέον μία προνομιακή διαπλοκή και με τη σημερινή εξουσία.
Η ορθή αντιμετώπιση του θέματος πρέπει να εδράζεται στην αποδοχή της αρχής ότι οι ραδιοτηλεοπτικές συχνότητες αποτελούν δημόσιο αγαθό. Ότι, κατά σχετικό άρθρο του Συντάγματος, η ενημέρωση αποτελεί επίσης δικαίωμα με συνταγματικές κατοχυρώσεις μέσα στο σύγχρονο τοπίο των ηλεκτρονικών μέσων μέχρι και του διαδικτύου, κατ΄ επέκταση του σχετικού περί Τύπου άρθρου του προηγούμενου Συντάγματος.
Τούτων δεδομένων, δεν νοείται κληρονομικό δικαίωμα ή δικαίωμα μεταπώλησης από «ιδιοκτήτες» συχνοτήτων και βεβαίως πρέπει να γίνουν συχνές και αυστηρές οι διαδικασίες των σχετικών αδειοδοτήσεων. Αυτό λοιπόν το ζήτημα, μαζί με το μείζον θέμα της συγκέντρωσης των ΜΜΕ, για το οποίο η κυβέρνηση είχε δεσμευθεί ότι θα φέρει νομοθετική ρύθμιση μέχρι τον Ιούνιο ΄05, είναι επιβεβλημένο να προστεθεί στο «οπλοστάσιο» της θεσμικής διαφάνειας έτσι ώστε ο σχετικός έλεγχος να έχει ως επίκεντρο την αδειοδότηση ή την ανανέωση αδειοδότησης σε ιδιοκτήτες ΜΜΕ με βάση τα ασυμβίβαστα επιχειρηματικών δραστηριοτήτων και όχι το αντίστροφο που καθιστά το ΕΣΡ ως κριτή «διαφάνειας» για κάθε τεχνικό έργο ή δημόσια προμήθεια.
Η κυβέρνηση της Ν.Δ. ευθύνεται όχι μόνο για όσα τεκμηριωμένα οι βουλευτές της Αριστεράς στην πρόσφατη συζήτηση στη Βουλή σημείωσαν για την ατολμία και τον επιλεκτικό χαρακτήρα διατάξεων του νέου νόμου, αλλά και γιατί - ανεξάρτητα αλλά και σε ένα βαθμό σε σχέση με το συγκεκριμένο ζήτημα - αρνήθηκε να θέσει την Ευρωπαϊκή Συνθήκη σε δημοψήφισμα.
Μία τέτοια επιλογή, δηλαδή η διεξαγωγή δημοψηφίσματος, πέραν της προφανούς διαδικασίας δημοκρατικής ενημέρωσης και λαϊκής νομιμοποίησης, θα αποτελούσε και μία σημαντική ευκαιρία για την ανάδειξη, όπως εγκαίρως έχουμε επισημάνει, των μεγάλων κοινωνικών, θεσμικών, αλλά και θεμάτων σχέσεων ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου με την εθνική νομοθεσία και το Σύνταγμα, θεμάτων από αφορούν στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Θα ήταν μια σημαντική ευκαιρία για να ασκηθεί μια πραγματική δημοκρατική λαϊκή πίεση για ικανοποίησή τέτοιων θεμάτων με υποχώρηση ή και ανοχή των νεοφιλελεύθερων απόψεων στα όργανα της Ε.Ε.
Η Πολιτική Γραμματεία του Συνασπισμού
To Γραφείο Τύπου