Μετά την πρόσφατη απάντηση της Commission για τους συμβασιούχους, με την οποία ανοίγεται δυνατότητα στους συμβασιούχους που εξαιρούνται από το Π.Δ εξ αιτίας της καθυστερημένης εφαρμογής του στη Ελλάδα να προσφύγουν στα Ελληνικά αλλά και στο Ευρωπαϊκό δικαστήριο., πέντε νέες ερωτήσεις κατατέθηκαν στην Commission από τον Ευρωβουλευτή του ΣΥΝ Δ. Παπαδημούλη. Σκοπός των πέντε ερωτήσεων είναι να επισημάνουν σημεία του Π.Δ. 164/2004 τα οποία έρχονται σε αντίθεση με το γράμμα και το πνεύμα της Οδηγίας και με βάση τα οποία εξαιρούνται χιλιάδες συμβασιούχοι από τις ευεργετικές διατάξεις της Οδηγίας.
Οι ερωτήσεις που κατατέθηκαν έχουν περιληπτικά ως εξής:
ΕΡΩΤΗΣΗ 1
Τα άρθρα 5 και 6 του Π.Δ. 164/2004 απαγορεύουν εφ εξής η σύναψη συμβάσεων άνω των 24 μηνών στον ίδιο φορέα. Σε περίπτωση που υπάρχει υπέρβαση του ορίου αυτού ο εργαζόμενος δεν αποκτά δικαίωμα μετατροπής της σύμβασής του σε αορίστου διαρκείας, αλλά απολύεται με καταβολή αποζημίωσης.
Σύμφωνα με το εθνικό δίκαιο, η απόλυση των εργαζομένων αορίστου χρόνου επιτρέπεται μόνο σε περιπτώσεις σοβαρών πειθαρχικών παραπτωμάτων, ως προβλεπόμενη εκ του νόμου πειθαρχική ποινή.
Ερωτάται:
* Είναι συμβατή με την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ η απαγόρευση της μετατροπής των συμβάσεων σε αορίστου διαρκείας ή αυτή συνιστά εθνικό μέτρο, που αίρει το ωφέλιμο αποτέλεσμα της Κοινοτικής Οδηγίας;
* Είναι συμβατή με την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ η απόλυση του εργαζομένου ορισμένου χρόνου, ο οποίος συμπληρώνει 24 μήνες προϋπηρεσία, την στιγμή που ο αντίστοιχος εργαζόμενος αορίστου διαρκείας απολύεται μόνο για σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα ή υπηρεσιακή ανεπάρκεια;
ΕΡΩΤΗΣΗ 2
Σύμφωνα δε με τη ρήτρα 7 παράγραφος 3 της ίδιας κοινοτικής οδηγίας, η εφαρμογή αυτής δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση επαρκή αιτιολογία για την υποβάθμιση του γενικού επιπέδου προστασίας των εργαζομένων.
Στην Ελλάδα ισχύει ήδη από το 1920 ο νόμος 2112/1920, σύμφωνα με το άρθρο 8 παράγραφος 3 του οποίου μια σύβαση, που καταχρηστικά καταρτίζεται ως ορισμένης διάρκειας (ιδίως όταν αποσκοπεί στην κάλυψη πάγιων αναγκών του εργοδότη), θεωρείται ως αορίστου διαρκείας.
Η Ελλάδα προέβη σε ενσωμάτωση της κοινοτικής οδηγίας με το Π.Δ. 164/2004, σύμφωνα με το οποίο ένας εργαζόμενος δεν μπορεί να εργαστεί στον ίδιο φορέα για διάστημα άνω των 24 μηνών, ενώ η σύμβασή του δε μετατρέπεται σε αορίστου διαρκείας από την ημέρα δημοσιεύσεως του Π.Δ. και εφεξής.
Ερωτάται:
* Είναι συμβατό με την Κοινοτική Οδηγία, η ενσωμάτωσή της να οδηγεί το εθνικό δίκαιο από την ανεξαίρετη μετατροπή, που ίσχυε με το ν. 2112/1920, στην απαγόρευση της μετατροπής σε αορίστου διαρκείας;
* Είναι συμβατή με την Κοινοτική Οδηγία η μείωση του επιπέδου προστασίας των εργαζομένων;
ΕΡΩΤΗΣΗ 3
Σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις (2190/94,2527/97), οι συμβάσεις που καταρτίζονται στο Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα δεν μπορούν να έχουν μεταξύ τους κενό μικρότερο των 4 μηνών.
Συνεπεία των ανωτέρω, , η ρύθμιση για την ενσωμάτωση της Κοινοτικής Οδηγίας οδηγεί σε πλήρη άρση του ωφελίμου αποτελέσματος της Κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ για το Δημόσιο και τον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, αφού το Π.Δ. 164/2004 προβλέπει ότι διαδοχικές είναι οι συμβάσεις μεταξύ των οποίων δε μεσολαβεί διάστημα μεγαλύτερο των 3 μηνών.
Ερωτάται:
* Είναι συμβατή προς την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ η ρύθμιση αυτή που δε λαμβάνει υπ΄ όψιν της στο ελάχιστον την ισχύουσα νομική και πραγματική κατάσταση στην Ελλάδα;
* Είναι συμβατή η εισαγωγή ρύθμισης δυσμενέστερης για τους εργαζομένους στο Δημόσιο και στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα έναντι των εργαζομένων στον ιδιωτικό τομέα;
ΕΡΩΤΗΣΗ 4
Σύμφωνα με την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ, τα κράτη-μέλη κατόπιν διαβουλεύσεων με τους κοινωνικούς εταίρους ή/και οι κοινωνικοί εταίροι καθορίζουν τα απαραίτητα μέτρα για την αποφυγή καταχρήσεων εις βάρος των εργαζομένων ορισμένου χρόνου.
Στη Ελλάδα οι διαβουλεύσεις που πραγματοποιήθηκαν έγιναν μόνο με τριτοβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο των δημοσίων υπαλλήλων, το οποίο θεσμικά δεν εκπροσωπούν τους εργαζομένους ορισμένου χρόνου, ενώ οι απόψεις της Ο.Κ.Ε., στην οποία παραπέμφθηκε το Π.Δ. 164/2004, δεν ελήφθησαν στο ελάχιστον υπ΄ όψιν.
Ερωτάται:
* Η παραπομπή του θέματος στην Ο.Κ.Ε., οι απόψεις της οποίας δεν ελήφθησαν υπ΄ όψιν, ικανοποιεί την απαίτηση των διαβουλεύσεων, που επιβάλλει η κοινοτική Οδηγία;
* Οι διαβουλεύσεις με μη αντιπροσωπευτικό φορέα ικανοποιούν το νόημα και τον σκοπό της Κοινοτικής Οδηγίας 1999/70/ΕΚ;
ΕΡΩΤΗΣΗ 5
Σύμφωνα με το Π.Δ. 164/2004, σύμφωνα με το οποίο τα προγράμματα κατάρτισης, εκπαίδευσης, επανεκπαίδευσης και μαθητείας εξαιρούνται της ισχύος του Π.Δ., σύμφωνα με τη ρήτρα 2 της Οδηγίας 1999/70.
Η γνώμη της Ο.Κ.Ε., στην οποία παραπέμφθηκε το Π.Δ. για επεξεργασία, στην ισχύ του Π.Δ. είναι ότι πρέπει να υπαχθούν και οι εργαζόμενοι στην εταιρία «ΕΠΑΓΓΕΛΜΑΤΙΚΗ ΚΑΤΑΡΤΙΣΗ Α.Ε.», οι οποίοι αν και προσλαμβάνονται ως καταρτιζόμενοι, στην πραγματικότητα απασχολούνται για την στελέχωση διαφόρων υπηρεσιών του Δημοσίου για πάνω από 10 έτη, με συνθήκες πραγματικής απασχόλησης. Μολαταύτα, οι συγκεκριμένοι εργαζόμενοι εξαιρέθηκαν ρητά από το Π.Δ.
Ερωτάται:
* Είναι συμβατή με την Κοινοτική Οδηγία 1999/70/ΕΚ η εξαίρεση εργαζομένων που υποτίθεται ότι καταρτίζονται, ενώ στην πραγματικότητα η σύμβασή τους υποκρύπτει σχέση εξαρτημένης εργασίας;
* Γιατί δεν ελήφθησαν υπ΄ όψιν η γνώμη της Ο.Κ.Ε. (ήτοι των κοινωνικών εταίρων) σχετικά με το ζήτημα αυτό;
To Γραφείο Τύπου