Ο προϋπολογισμός για το 2007 χαρακτηρίζεται από έντονη αναδιανομή εισοδημάτων σε βάρος των χαμηλών και μεσαίων εισοδημάτων και υπέρ των κερδών και ισχυρών κοινωνικών ομάδων. Προβλέπει μειωμένες, σε σχέση με τις ανάγκες και τις δυνατότητες, δαπάνες για τις Δημόσιες επενδύσεις και τις κοινωνικές δαπάνες. Δε διαθέτει αποθεματικό ούτε δυνατότητα να δράσει σταθεροποιητικά σε περίπτωση κρίσης. Χαρακτηρίζεται από αδιαφάνεια και αναξιοπιστία.
Η κυβέρνηση και προσωπικά ο πρωθυπουργός υποσχέθηκαν αξιόπιστους και διαφανείς προϋπολογισμούς. Δυστυχώς, όλοι οι προϋπολογισμοί που χειρίσθηκε η κυβέρνηση της Ν.Δ. αποδείχθηκαν, όπως και οι προϋπολογισμοί του παρελθόντος, αδιαφανείς και αναξιόπιστοι.
Συγκεκριμένα:
Ο προϋπολογισμός του 2004 που καταρτίσθηκε από την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, προέβλεπε δημόσιο έλλειμμα 1,2%. Η κυβέρνηση της Ν.Δ., με την απογραφή, το αναθεώρησε σε 5,3%. Όμως, ούτε αυτό ήταν το τελικό. Μετά από διαδοχικές αναθεωρήσεις, το έλλειμμα για το 2004 έφτασε στο 7,8%.
Ας έλθουμε όμως στον προϋπολογισμό για το 2005 που κατήρτισε και υλοποίησε η κυβέρνηση της Ν.Δ.Ήταναποκλειστικά «δικός της» προϋπολογισμός. Προέβλεπε, ο προϋπολογισμός αυτός, έλλειμμα για το 2005 2,8% του ΑΕΠ. Μετά από επανειλημμένες αναθεωρήσεις, το έλλειμμα αυτό διαμορφώθηκε στο 5,2%, χωρίς να είναι βέβαιο ότι θα είναι και το τελικό (βλ. Πίνακα 1).
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2005 | -2,8% |
Σύμφωνα με το προσχέδιο Πρ/σμού 2006 | -3,6% |
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2006 | -4,3% |
Σύμφωνα με το προσχέδιο Πρ/σμού 2007 | -5,1% |
Σύμφωνα με τον Προϋπολογισμό του 2007 | -5,2% |
Ο προϋπολογισμός για το 2007, όπως και οι προηγούμενοι, πρώτον, δεν περιλαμβάνει τους ειδικούς, εκτός προϋπολογισμού, λογαριασμούς. Έτσι, σημαντικές δαπάνες πληρώνονται από τέτοιους λογαριασμούς χωρίς να εμφανίζονται στον προϋπολογισμό και το έλλειμμα. Δεύτερο, δεν αναφέρονται υποχρεώσεις του κράτους που η πληρωμή τους μετατίθεται στο μέλλον. Τρίτον, η όλη διαδικασία κατάρτισης και υλοποίησής του, καθώς και ο τρόπος εμφάνισής του καλύπτονται από πέπλο αδιαφάνειας. Τέλος,ούτε και σήμερα υπάρχει κάποια διαδικασία ελέγχου ή πιστοποίησης της αξιοπιστίας των προϋπολογισμών. Ο προϋπολογισμός κατατίθεται και ψηφίζεται ως ένα «μαύρο κουτί». Η κυβέρνηση αρνήθηκε στη διαρκή επιτροπή οικονομικών υποθέσεων ακόμη και τη δυνατότητα να κληθούν στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου και της στατιστικής υπηρεσίας για να διευκρινίσουν σκοτεινά σημεία.
Μια ακόμη ένδειξη για την αναξιοπιστία των προϋπολογισμών παρέχει η διαχρονική συσχέτιση του δημόσιου χρέους και του δημόσιου ελλείμματος που κάνει η Τράπεζα της Ελλάδος. Όπως δείχνει ο σχετικός πίνακας που δημοσιεύεται στην τελευταία ενδιάμεση έκθεσή της για τη Νομισματική Πολιτική (σελ. 162), ο ετήσιος δανεισμός του κράτους δε δικαιολογείται από το επίσημα εμφανιζόμενο έλλειμμα. Αντιστοιχία ελλείμματος και χρέους υπήρξε μόνο τα έτη 2002 και 2003, μετά όμως την αναθεώρηση του ελλείμματος. Αυτό σημαίνει ότι υπάρχουν δαπάνες που δεν εγγράφονται στο έλλειμμα.
'Αλλες δαπάνες, όπως τα χρέη των νοσοκομείων, οι στρατιωτικές δαπάνες κλπ άλλοτε εγγράφονται και άλλοτε δεν εγγράφονται. Όμως, έστω και με καθυστέρηση, εμφανίζονται τελικά στο χρέος, οπότε αποκαλύπτονται και σχετικές αποκλίσεις.
Ο προϋπολογισμός, συνεπώς, που καλούμαστε να εξετάσουμε, είναι ένας ακόμη αναξιόπιστος και αδιαφανής προϋπολογισμός.
Η συνέχιση αυτής της πρακτικής δεν τιμά την κυβέρνηση, αλλά δεν τιμά ούτε το κοινοβούλιο. Διότι η πρακτική αυτή σκοπό έχει την παραπλάνηση της κοινωνίας, τη συσκότιση της πραγματικότητας και τη νομιμοποίηση της αδιαφανούς διαχείρισης του δημοσίου χρήματος, με ό,τι αυτό συνεπάγεται.
Η λύση του προβλήματος αυτού είναι πρωτίστως πολιτική και θεσμική και δευτερευόντως τεχνική. Κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού, αλλά και του απολογισμού του κράτους, έχουμε καταθέσει ολοκληρωμένες προτάσεις. Η ουσία τους συνίσταται στο να αποκτήσει η Βουλή δυνατότητα ελέγχου του προϋπολογισμού και όχι μόνο να ελέγχει, αλλά και να έχει συμμετοχή στη διαμόρφωση των επιμέρους κονδυλίων του. Να πάψει το Υπουργείο Οικονομικών να είναι και ελέγχων και ελεγχόμενος. Οι όποιες τεχνικές διαρρυθμίσεις σε ό,τι αφορά την κατάρτιση του προϋπολογισμού, δε θα έχουν αποτέλεσμα αν δε συνοδεύονται από μια τέτοια ρύθμιση σε ό,τι αφορά το ρόλο και τη διακριτότητα της Βουλής σε σχέση με την εκτελεστική εξουσία.
Η κυβέρνηση προβάλει ως κορυφαίο επίτευγμα της πολιτικής της, τη μείωση των ελλειμμάτων και τη "δημοσιονομική εξυγίανση". Όμως, όπως ήδη αποδείξαμε, το έλλειμμα του 2005 όχι μόνο δε μειώθηκε στο 2,8%, όπως προέβλεπε ο προϋπολογισμός, αλλά ανήλθε στο 5,2% με βάση τα απολογιστικά στοιχεία.
Η μείωση του ελλείμματος, συνεπώς, στην οποία αναφέρεται η κυβέρνηση, είναι, σε μεγάλο βαθμό, στα χαρτιά.
Η «δημοσιονομική προσαρμογή» και η απογραφή, με τους όρους που έγινε, αξιοποιήθηκαν και αξιοποιούνται, από την κυβέρνηση, ως άλλοθι για μια αναδιανομή εισοδημάτων σε βάρος των εργαζομένων και της πλειοψηφίας του πληθυσμού και υπέρ των οικονομικά ισχυρών και προνομιούχων κοινωνικών τάξεων και ομάδων. Στην κατεύθυνση αυτή, ενεργοποιήθηκαν από την κυβέρνηση όλα τα διαθέσιμα μέσα και πολιτικές και ιδίως η φορολογική, η εισοδηματική, η κοινωνική και η «διαρθρωτική» πολιτική καθώς και οι λεγόμενες «μεταρρυθμίσεις».
Το κρίσιμο πολιτικό ερώτημα, συνεπώς, είναι ποιος πλήρωσε για την όποια δημοσιονομική προσαρμογή και, γιατί, παρά τις θυσίες των εργαζομένων, τα ελλείμματα και το χρέος παραμένουν ως απειλητικά προβλήματα.
Από την πλευρά των εσόδων το μεγάλο θύμα της πολιτικής της κυβέρνησης είναι, κυρίως, οι φορολογούμενοι με χαμηλά και μεσαία εισοδήματα.
2004 | 2007 | Διαφορά | Μεταβολή | |
Έμμεσοι φόροι | 23.000 | 28.580 | 5.580 | +24,3% |
Φόροι φυσικών προσώπων | 7.785 | 9.720 | 1.935 | +24,8% |
Φόροι νομικών προσώπων | 4.724 | 4.620 | - 104 | -2,2% |
Σύνολο φορολογικών εσόδων | 39.484 | 48.030 | 8.546 | +20,40% |
Όπως φαίνεται στον Πίνακα Β1, κύρια πηγή αύξησης των φορολογικών εσόδων του κράτους, στο διάστημα 2004-2007, είναι κατά πρώτο λόγο οι έμμεσοι φόροι και κατά δεύτερο οι φόροι φυσικών προσώπων. Συγκεκριμένα στο ως άνω χρονικό διάστημα τα συνολικά φορολογικά έσοδα του κράτους αυξήθηκαν κατά 8,5 δις ?. Από αυτά, τα 5,58 δις ? (το 65%) προήλθαν από την έμμεση φορολογία και τα 1,935 δις ? (το 22,8%) από τη φορολογία φυσικών προσώπων. Κατά την ίδια περίοδο, τα έσοδα από τη φορολογία Νομικών Προσώπων (επιχειρήσεων), όχι μόνο δεν αυξήθηκαν, αλλά παρουσίασαν μικρή μείωση, παρά την μεγάλη αύξηση των κερδών, σύμφωνα με τα δημοσιευμένα από τις ίδιες τις επιχειρήσεις οικονομικά τους αποτελέσματα. Τέλος, οι φόροι από περιουσία αποτελούν αμελητέο μέγεθος (490 εκ. ? το 2006).
Το γεγονός ότι ο κύριος όγκος της αύξησης των φορολογικών εσόδων προήλθε από τους έμμεσους φόρους, έχει αρνητικές συνέπειες στην κατανομή του εισοδήματος.
Οι φόροι αυτοί χαρακτηρίζονται από «αρνητική αναλογικότητα» με την έννοια ότι όσο μεγαλύτερο μέρος του εισοδήματός του καταναλώνει κάποιος, τόσο μεγαλύτερη είναι η αναλογία των (έμμεσων) φόρων που πληρώνει ως ποσοστό του εισοδήματός του. Ένας μισθωτός π.χ. που δαπανά όλο το μισθό του για την επιβίωσή του, πληρώνει (έμμεσους) φόρους για το 100% του εισοδήματός του. Ένας πλούσιοςπου καταναλώνει π.χ. μόνο το 30%του εισοδήματός του και το υπόλοιπο το αποταμιεύει ή το επενδύει σε μετοχές, ομόλογα κλπ, επιβαρύνεται με έμμεσους φόρους μόνο για το μέρος του εισοδήματος που καταναλώνει. Για το υπόλοιπο όχι μόνο δεν πληρώνει, αλλά έχει και αφορολόγητα κέρδη. Ακριβώς γιʼ αυτό οι έμμεσοι φόροι αποτελούν έναν αυτόνομο μηχανισμό που κάνει τους φτωχούς φτωχότερους και τους πλούσιους πλουσιότερους, ιδίως όταν η άμεση φορολογία δεν αντισταθμίζει την επίπτωση αυτή.
Από την πλευρά των δαπανών, θύματα της πολιτικής της κυβέρνησης είναι οι Δημόσιες Επενδύσεις, οι κοινωνικές δαπάνες, οι μισθοί και οι συντάξεις.
Σε ό,τι αφορά τις δημόσιες επενδύσεις, η έλλειψη υποδομών που χαρακτηρίζει τη χώρα μας και η ανάγκηαπορρόφησης του Γʼ και του Δʼ ΚΠΣ επιβάλλουν Δημόσιες επενδύσεις σαφώς υψηλότερες από εκείνες των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Κατά την προηγούμενη 8ετία, οι Δημόσιες επενδύσεις κινήθηκαν σε σχετικά υψηλά επίπεδα (5,5% ως ποσοστό του ΑΕΠ), όμως η Ολυμπιάδα και οι ανάγκες της στρέβλωσαν την κατανομή τους και περιόρισαν το αναπτυξιακό και το κοινωνικό τους αποτέλεσμα.
Μετά την Ολυμπιάδα, οι Δημόσιες επενδύσεις έπρεπε να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα προκειμένου να εξασφαλισθεί η απορρόφηση του Γ΄ ΚΠΣ που είχε καθυστερήσει, αλλά και να καλυφθούν ελλείμματα, κυρίως στην περιφέρεια, που είχαν δημιουργηθεί λόγω της συγκέντρωσης μεγάλου μέρους των πόρων στην Αθήνα.
Όπως δείχνει ο πίνακας Β2, αντί να συμβεί αυτό, οι Δημόσιες επενδύσεις μειώθηκαν κατά 1,3 ποσοστιαίες μονάδες.
1997-2004 | +5,5% |
2005-2007 | +4,2% |
Με τον τρόπο αυτό, η κυβέρνηση στέρησε την περιφέρεια από τις αναγκαίες υποδομές, περιόρισε τις δυνατότητες απασχόλησης, και, κυρίως, απέτυχε να απορροφήσει τους πόρους του Γ΄ ΚΠΣ. Έτσι, ενώ το 2006 λήγειη τυπική διάρκεια του Γ΄ ΚΠΣ (με δυνατότητα εκταμίευσης μέχρι το 2008), το 50% των πόρων δεν έχει απορροφηθεί. Ό,τι κερδήθηκε, συνεπώς, σε όρους ελλείμματος, θα το χάσουμε - στο πολλαπλάσιο - σε όρους υποδομών, απασχόλησης και κοινοτικών πόρων.
Το Πρόγραμμα Δημοσίων Επενδύσεων (ΠΔΕ) χρήζει και μιας πιο εξειδικευμένης ποιοτικής ανάλυσης.
Περιοριζόμαστε σε ορισμένες επισημάνσεις:
α) Το ειδικό βάρος των εθνικών πόρων στο ΠΔΕ έχει περιορισθεί από το 35% το 1998 στο 27,5% το 2007. Το υπόλοιπο αποτελείται από συγχρηματοδοτούμενα έργα. Θύμα αυτής της αλλαγής είναι, κυρίως, περιφερειακά έργα ή έργα κοινωνικών υποδομών που, συνήθως, δεν είναι επιλέξιμα από την Ε.Ε.
β) Το ΠΔΕ έχει εκφυλισθεί σε μια "αποθήκη" διάφορων δαπανών άσχετων με τις δημόσιες επενδύσεις (π.χ. επιχορηγήσεις αναπτυξιακών νόμων, επιχορήγηση ΟΑΕΔ για καταπολέμηση της ανεργίας κλπ).
γ) Δεδομένου ότι οι ελληνικοί προϋπολογισμοί (κακώς) δεν προβλέπουν αποθεματικό, το ΠΔΕ λειτουργεί στην πράξη ως "αποθεματικό", δηλαδή, ως πηγή κάλυψης διαφόρων έκτακτων αναγκών, όπως αποκατάσταση φυσικών καταστροφών κλπ.
Η πρότασή μας να υπάρξει ένα ειδικό ταμείο αντιμετώπισης φυσικών καταστροφών φυσικά αγνοήθηκε από την κυβέρνηση, παρόλο που, λόγω και των κλιματολογικών αλλαγών, οι φυσικές καταστροφές δεν πρόκειται να μας αγνοήσουν, αλλά, σύμφωνα με πολλούς ειδικούς, μάλλον θα γίνουν συχνότερες και εντονότερες.
Σε ό,τι αφορά τις Δαπάνες για τους κοινωνικούς τομείς, και ιδιαίτερα την παιδεία, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, τον πολιτισμό και το περιβάλλον, η πολιτική της κυβέρνησης και οι προϋπολογισμοί της επεδίωξαν τη συγκράτηση της αύξησής τους σε επίπεδα χαμηλότερα από την ονομαστική αύξηση του ΑΕΠ. Δεδομένων όμως των μεγάλων αναγκών και του ευαίσθητου χαρακτήρα τους για τη ζωή των πολιτών, αλλά και της μεγάλης απόστασής μας από τις υπόλοιπες χώρες της Ε.Ε. των 15, η πολιτική αυτή περιορίζει ποσοτικά και υποβαθμίζει ποιοτικά τα δημόσια και κοινωνικά αγαθά και οδηγεί στην αύξηση της ήδη υψηλής ιδιωτικής δαπάνης για υπηρεσίες υγείας και παιδείας. Ο στόχος ειδικότερα, για αύξηση των δαπανών για την παιδεία στο 5% από το 3,5% όχι μόνο δεν προσεγγίσθηκε, αλλά οι διατιθέμενοι πόροι, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έμμειναν στα ίδια χαμηλά επίπεδα και το 2007 προβλέπεται ελαφρά μείωσή τους.
Τα πολύ χαμηλά ποσά που προβλέπονται στον προϋπολογισμό του 2007 για επενδύσεις στους τομείς αυτούς, δείχνουν ότι η κυβέρνηση προτίθεται να επεκτείνει την πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων και στους τομείς αυτούς με τη μορφή των ΣΔΙΤ (συμπράξεις δημοσίου και ιδιωτικού τομέα).
Η προβλεπόμενη, τέλος, επιχορήγηση του ΙΚΑ με το 1% του ΑΕΠ, εξακολουθεί να μην καταβάλλεται ολόκληρη, γεγονός που συσσωρεύει ελλείμματα στο ΙΚΑ.
Και στην περίπτωση λοιπόν αυτή, η όποια μείωση του δημόσιου ελλείμματος με τη συγκράτηση των σχετικών δαπανών μετασχηματίζεται ευθέως σε κοινωνικό έλλειμμα, σε έλλειμμα δηλαδή σε ό,τι αφορά την ποσότητα και την ποιότητα των κοινωνικών αγαθών και υπηρεσιών.
Με δεδομένη την απόστασή μας από την υπόλοιπη ΕΕ των 15, αντί σύγκλισης έχουμε απόκλιση. Η κυβερνητική πολιτική κινείται με την …όπισθεν. Και το κοινωνικό ασανσέρ κινείται προς την κάθοδο.
Σε ό,τι αφορά την εισοδηματική πολιτική, η κυβέρνηση, όπως είναι γνωστό, αποφασίζει την πολιτική αυτή μόνο σε σχέση με τους δημόσιους υπαλλήλους και συνταξιούχους. Όμως, το ύψος των αυξήσεων που αποφασίζονται, επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας.
Για την αξιολόγηση της πολιτικής της Κυβέρνησης στον τομέα αυτό, πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι οι αποδοχές ενός δημόσιου υπαλλήλου αποτελούνται, σε πολλές περιπτώσεις, περίπου κατά 60% από το βασικό μισθό και κατά 40% από επιδόματα. Αυξήσεις, επομένως, της τάξης του 3,5%, επειδή αναφέρονται στο βασικό μισθό μόνο, συνεπάγονται αυξήσεις επί των συνολικών αποδοχών κάτω από 2,5%, δηλαδή, κάτω από τον επίσημο πληθωρισμό. Και στην περίπτωση αυτή, λοιπόν, το δημόσιο έλλειμμα μεταφέρεται στις τσέπες των εργαζομένων και στους προϋπολογισμούς των νοικοκυριών. Σε δεινή θέση είναι και οι συνταξιούχοι του Δημοσίου και ιδίως οι χαμηλοσυνταξιούχοι, όπως δείχνει και ο πίνακας Β3. Ίδια και χειρότερη είναι η κατάσταση των ασφαλισμένων στο ΙΚΑ και σε άλλα ασφαλιστικά ταμεία.
Αριθμός Συνταξιούχων |
Κλιμάκια Σύνταξης |
Ποσοστό Συνταξιούχων |
102.415 | Μέχρι 500? | 27,56 |
40.641 | 501-700? | 10,93 |
87.002 | 701-1000? | 23,41 |
97.655 | 1001-1300? | 26,27 |
32.181 | 1301-2000? | 8,66 |
11.797 | >2000? | 3,17 |
371.691 | 100,00 |
Σε ό,τι αφορά, τέλος, τη λεγόμενη «διαρθρωτική» ή «μεταρρυθμιστική» πολιτική της Κυβέρνησης, είναι πλέον σαφές ότι οι όροι αυτοί χρησιμοποιούνται, όπως παλαιότερα χρησιμοποιούνταν ο «εκσυγχρονισμός», ως το κέλυφος για τη συγκάλυψη της νεοφιλελεύθερης πολιτικής των ιδιωτικοποιήσεων και της απελευθέρωσης των αγορών από κάθε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο.
Οι πολιτικές, όμως, αυτές δεν είναι ουδέτερες ως προς την κατανομή των εισοδημάτων και των δικαιωμάτων σε μια κοινωνία.
Για παράδειγμα, η σχεδόν πλήρης ιδιωτικοποίηση και η απελευθέρωση του τραπεζικού συστήματος έχει οδηγήσει σε ένα «συλλογικό μονοπώλιο», και, κατά πολλούς, σε ένα άτυπο καρτέλ, που δεν υπόκειται σε καμία δημόσια πολιτική ή ρύθμιση σε ό,τι αφορά τον προσανατολισμό και την κατανομή των πιστώσεων, το ύψος των επιτοκίων, τους όρους δανεισμού, και την προστασία των χρηστών τραπεζικών υπηρεσιών.
Η πλήρης απελευθέρωση των ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών έχει οδηγήσει σε άνοδο των τιμών, σε εγκατάλειψη των απομακρυσμένων νησιών, και στο διαρκή εκβιασμό των εφοπλιστών προς το κράτος για κάθε είδους νέα προνόμια και περιοχές.
Η ιδιωτικοποίηση της ΔΕΗ, πριν ακόμη ολοκληρωθεί, οδήγησε σε πιέσεις για αύξηση της τιμής του ρεύματος και σε εγκατάλειψη του όποιου κοινωνικού στοιχείου στην πολιτική της ΔΕΗ ώστε να ικανοποιηθεί το αίτημα των ιδιωτών μετόχων για αυξημένα μερίσματα.
Γενικά, σε όλους αυτούς και άλλους τομείς που υπόκεινται στο καθεστώς της απελευθέρωσης και της ιδιωτικοποίησης, αναδύεται μια νέα αντίθεση ανάμεσα στα συμφέροντα των μετόχων που απαιτούν διαρκώς υψηλότερα κέρδη και μερίσματα και εκείνα της κοινωνίας που εξαρτώνται από τις σχετικές υπηρεσίες.
Ο προϋπολογισμός του 2007 προβλέπει τη συνέχιση των ιδιωτικοποιήσεων και την επέκτασή τους σε τομείς των υποδομών και της ακίνητης περιουσίας του δημοσίου.
Πέραν της ενεργητικής και εμφανούς ιδιωτικοποίησης που συνίσταται στη μεταβίβαση ιδιοκτησίας από το δημόσιο σε ιδιώτες, οδυνηρές κοινωνικές συνέπειες έχουν και αφανείς ή παθητικές μορφές ιδιωτικοποίησης.
Αυτές, κατά κανόνα, συνίστανται στην υποβάθμιση των παρεχόμενων υπηρεσιών ή στην έμμεση εμπορευματοποίησή τους, με αποτέλεσμα όσοι και όσες έχουν ανάγκη τις σχετικές υπηρεσίες ή αγαθά να στρέφονται σε ιδιωτικά συστήματα παροχής τους. Παράδειγμα τέτοιας ιδιωτικοποίησης είναι ο χώρος της υγείας. Η χρόνια υποχρηματοδότηση του ΕΣΥ, η διαχειριστική υποβάθμιση των δημόσιων νοσοκομείων (ούτε ισολογισμούς δε συντάσσουν τα περισσότερα), οι ελλείψεις προσωπικού και οργάνωσης, τα κρούσματα διαφθοράς, σε συνδυασμό με την ανεξέλεγκτη, από την άλλη πλευρά, λειτουργία των ιδιωτικών επιχειρήσεων υγείας, σπρώχνουν τον κόσμο στα ιδιωτικά ιατρεία.
'Αλλο παράδειγμα είναι η κατάσταση σε πολλές ΔΕΚΟ, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την Ολυμπιακή. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις επέτρεψαν την, επί χρόνια, λεηλασία της από διάφορα τρωκτικά, την παρέδωσαν σε ανεύθυνες διοικήσεις, την καταδίκασαν σε ελλειμματική λειτουργία και τη διέσυραν για υπαρκτές και ανύπαρκτες αδυναμίες, ώστε να διευκολυνθεί η γιγάντωση ιδιωτικών αερομεταφορέων και να οδηγηθεί η Ολυμπιακή στην ιδιωτικοποίηση ή τον αφανισμό.
Ανάλογες τάσεις εμφανίζονται στο χώρο της δημόσιας εκπαίδευσης, της κοινωνικής ασφάλισης κλπ.
Μέσω της υποβάθμισης των δημόσιων συστημάτων ή της κατασυκοφάντησής τους, επιδιώκεται, συχνά συνειδητά, η μεταστροφή της κοινής γνώμης σε βάρος του Δημόσιου Τομέα συνολικά και ο εκβιασμός κοινωνικών συναινέσεων υπέρ της εκποίησής του ή της εκχώρησής του στο ιδιωτικό κεφάλαιο. Αυτό, είναι ουσιώδης πτυχή του ελληνικού δρόμου προς το νεοφιλελεύθερο πρότυπο.
Τέλος, η απορύθμιση των εργασιακών σχέσεων και της αγοράς εργασίας, σε συνδυασμό με τη μαζική ανεργία, και την επέκταση ελαστικών μορφών απασχόλησης, αποδυναμώνουν τη διαπραγματευτική δυνατότητα των εργαζομένων, αυξάνουν την ανασφάλεια, και, σε πολλές περιπτώσεις, οδηγούν σε συνθήκες εργασιακής ζούγκλας, με εργαζομένους χωρίς δικαιώματα. Αλλά ακόμη και η υφιστάμενη εργατική νομοθεσία και οι συλλογικές συμβάσεις που υπογράφονται, συχνά δεν τηρούνται. Οι Επιθεωρήσεις Εργασίας κρατούνται σκόπιμα σε μια κατάσταση υπανάπτυξης.
Η προώθηση των ιδιωτικοποιήσεων, των απορυθμίσεων και της απελευθέρωσης των αγορών από δημόσιο και κοινωνικό έλεγχο αποτελεί τον πυρήνα της κυβερνητικής πολιτικής. Η πολιτική αυτή διευκολύνει τη συγκέντρωση του κεφαλαίου και το μονοπωλιακό έλεγχο της οικονομίας. Επιτείνει το πρόβλημα της ακρίβειας και επιβαρύνει το κόστος ζωής. Έχει ως αποτέλεσμα τον αποκλεισμό των φτωχών τμημάτων του πληθυσμού ή τη δυσκολότερη πρόσβαση στις ιδιωτικοποιούμενες υπηρεσίες όσων δε διαθέτουν επαρκή αγοραστική δύναμη και επιτείνει τις περιφερειακές ανισότητες. Είναι, συνεπώς, η πολιτική αυτή ένας σημαντικός παράγοντας διεύρυνσης των ανισοτήτων και επιδείνωσης του προβλήματος της φτώχειας.
Οι συνθήκες δημοσιονομικής στενότητας, η «αντοχή της οικονομίας» και οι ανάγκες μείωσης των ελλειμμάτων, δεν εμπόδισαν την κυβέρνηση να επιδείξει γενναιοδωρία και απλοχεριά προς ισχυρά συμφέροντα και προνομιούχες κοινωνικές ομάδες. Τα τελευταία 3 χρόνια, η ελληνική Βουλή ψήφισε μερικές από τις πιο προκλητικές ρυθμίσεις υπέρ συγκεκριμένων ομάδων ή συμφερόντων.
Η μείωση των φορολογικών συντελεστών κατά 10 ποσοστιαίες μονάδες από 35% σε 25% επεκτάθηκε όχι μόνο στα επενδυόμενα κέρδη, αλλά και στα διανεμόμενα μερίσματα. Μάλιστα, με άλλη ρύθμιση, δόθηκε η δυνατότητα στις επιχειρήσεις να διανέμουν αφορολόγητα αποθεματικά με φορολογία 10% - 15%, αντί της φορολογίας με συντελεστές 35% που ίσχυαν κατά το σχηματισμό τους. Με άλλη ρύθμιση, που είχε ψηφισθεί επί ΠΑΣΟΚ, αλλά δεν καταργήθηκε, επετράπη στις Τράπεζες, να χαρακτηρίζουν την απορρόφηση θυγατρικών τους εταιριών ως συγχωνεύσεις, πληρώνοντας έτσι χαμηλότερη φορολογία. Ως αποτέλεσμα αυτών και άλλων ανάλογων ρυθμίσεων, φθάσαμε στο σημείο τα φορολογικά έσοδα του κράτους από νομικά πρόσωπα, δηλαδή επιχειρήσεις, σε μια εποχή προκλητικής αύξησης των κερδών, να μειωθούν, όπως είδαμε προηγούμενα (βλ. πίνακα Β1).
Η κυβέρνηση, συνεπώς, χρησιμοποίησε τις θυσίες των εργαζομένων, όχι για να μειώσει τα ελλείμματα, αλλά για να αυξήσει τα κέρδη και τα προνόμια ισχυρών κοινωνικών ομάδων.
Στους προνομιούχους και τους ευνοημένους της «νέας διακυβέρνησης» ήταν και η ιεραρχία και τα ιδρύματα της εκκλησίας. Με εμβόλιμες διατάξεις ή τροπολογίες της τελευταίας στιγμής, μέσα σʼ ένα κλίμα ένοχης σιωπής από τη συντριπτική πλειοψηφία των βουλευτών, η εκκλησία και τα ιδρύματά της απαλλάχθηκαν από κάθε φορολογική υποχρέωση ακόμη και για εμπορικού είδους δραστηριότητες.
Από τους ευνοημένους της περιόδου δεν θα μπορούσαν να λείψουν ομάδες ή και μεμονωμένα άτομα, που έτυχαν πλουσιοπάροχων παροχών με κριτήρια πελατειακά αν όχι και στενά μικροκομματικά.
Οι «αντοχές της οικονομίας» δεν εμπόδισαν την κυβέρνηση να καταρτίσει ένα φαραωνικό εξοπλιστικό πρόγραμμα. Σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΚΥΣΕΑ (27/5/06), το πρόγραμμα αυτό, για την περίοδο 2006-2010, έχει ύψος 11,4 δις ?. Ενώ για την περίοδο 2011-2015 το ύψος του θα ανέλθει στα 15 δις ?. Συνολικά, δηλαδή, για τη δεκαετία 2006-2015, το ύψος του εξοπλιστικού προγράμματος ανέρχεται στα 26,5 δις ?, ποσό κατά πολύ υψηλότερο από ολόκληρο το πολυδιαφημισμένο Δ' ΚΠΣ (ύψους 20,1 δις ?).
Στα ποσά αυτά δεν περιλαμβάνονται, βέβαια, οι δαπάνες για συμμετοχή της χώρας μας σε στρατιωτικές αποστολές που δεν έχουν σχέση με την ειρήνη, αλλά με την υποβοήθηση της πολιτικής των ΗΠΑ.
Οι υπέρογκες αυτές δαπάνες, ενώ γίνονται στο όνομα της εθνικής ασφάλειας, ουσιαστικά την υποσκάπτουν, αφού αυξάνουν το Δημόσιο Χρέος και το δημόσιο έλλειμμα, χωρίς να έχουν καμιά συμβολή στη διεύρυνση της εγχώριας παραγωγής και απασχόλησης.
Από τα λίγα υπουργεία των οποίων οι δαπάνες αυξάνουν ταχύτερα από την αύξηση του εθνικού εισοδήματος, είναι το υπουργείο Δημόσιας Τάξης. Αυξητικοί είναι οι ρυθμοί και στο υπουργείο Δικαιοσύνης. Το φαινόμενο δεν είναι μόνον ελληνικό και, σε ό,τι μας αφορά, είναι στην αρχή του.
Γι' αυτό και πρέπει να επισημανθεί, διότι δείχνει ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική δεν οδηγεί σε "λιγότερο κράτος", όπως οι υποστηρικτές της υποστηρίζουν, αλλά σε μια αναδιάρθρωση του κράτους: η συρρίκνωση των κοινωνικών του λειτουργιών συνοδεύεται από αύξηση των κατασταλτικών του λειτουργιών και η μείωση του κοινωνικού κράτους οδηγεί στη διόγκωση του κατασταλτικού και του ποινικού κράτους.
Τέλος, στους ευνοημένους της περιόδου είναι όσων τα εισοδήματα φοροδιαφεύγουν ή φοροαποφεύγουν, αφού η εκτεταμένη φοροδιαφυγή όχι μόνο δεν περιορίσθηκε, αλλά διευρύνθηκε. Την αύξηση της φοροδιαφυγής, σ' ένα γενικό επίπεδο, την καταδεικνύει η μείωση των φορολογικών εσόδων ως ποσοστό του ΑΕΠ. Πράγματι, όπως φαίνεται στον πίνακα Β4, τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 26,5% το 2000 έπεσαν στο 23% το 2006, παρά την αύξηση, κατά μια μονάδα, των συντελεστών του ΦΠΑ τον Απρίλιο του 2005.
2000 | 2001 | 2002 | 2003 | 2004 | 2005 | 2006 |
26,5% | 25,1% | 25% | 23,7% | 23,4% | 23,2% | 23% |
Συχνά, η φοροδιαφυγή αποδίδεται στην παραοικονομία. Όμως, όπως δείχνει και ο πίνακας Β5, μεγάλο τμήμα της γίνεται και στην "επίσημη" οικονομία.
Έσοδα επιχειρήσεων | 155 δις ευρώ |
Ποσό που δηλώθηκε | 138 δις ευρώ |
Φοροδιαφυγή | 17 δις ευρώ |
Αν μάλιστα τα νέα εθνικολογιστικά στοιχεία επικυρωθούν από τη Eurostat, τα φορολογικά έσοδα, θα αντιπροσωπεύουν ένα ακόμη μικρότερο ποσοστό του ΑΕΠ, γεγονός ενδεικτικό της προκλητικής φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής.
Τα όποια μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα, όπως η αύξηση των συντάξεων του ΟΓΑ, του ΕΚΑΣ και του επιδόματος ανεργίας, καθώς και η αύξηση του αφορολόγητου ποσού κατά 1000 ?, είναι ανεπαρκή σε σχέση με τις ανάγκες, αλλά και με τις προεκλογικές δεσμεύσεις της κυβέρνησης. Κυρίως, όμως, για μια ακόμη φορά, τα μέτρα αυτά αντί να συνιστούν μέρος μιας συγκροτημένης πολιτικής για την αντιμετώπιση της φτώχειας, εντάσσονται στον "πολιτικό κύκλο" και στην προεκλογική ταχτική της κυβέρνησης. Σε κάθε περίπτωση, το "κόστος" των μέτρων αυτών συνιστά μια μερική επιστροφή των έμμεσων φόρων που καταβάλλουν οι επωφελούμενοι από αυτά και ακριβώς αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους το φαινόμενο της φτώχειας αναπαράγεται.
Γεγονός παραμένει ότι, στην υπόθεση της "δημοσιονομικής εξυγίανσης", σε θυσίες υποβλήθηκαν, για μια ακόμη φορά, αποκλειστικά οι εργαζόμενοι και ο πληθυσμός με μεσαία και χαμηλά εισοδήματα.
Οι ισχυρές κοινωνικές ομάδες και οι πλούσιοι απήλαυσαν την ασυλία τους και τα πρόσθετα οφέλη με τα οποία τους επιβραβεύει η πολιτική της κυβέρνησης της ΝΔ.
Οι προϋπολογισμοί, επομένως, της «νέας διακυβέρνησης» δεν είναι τυχαία αναξιόπιστοι και αδιαφανείς. Είναι αναξιόπιστοι και αδιαφανείς διότι, μέσω αυτών, συντελείται μία ταξική αναδιανομή εισοδημάτων σε βάρος της πλειοψηφίας του πληθυσμού και υπέρ των ισχυρών και προνομιούχων κοινωνικών ομάδων. Η αδιαφάνεια είναι αναγκαίος όρος για να συγκαλύπτεται, ή να συσκοτίζεται αυτή η αναδιανομή!
Η κυβέρνηση της Ν.Δ., όχι μόνο δεν περιορίζει τις ήδη μεγάλες ανισότητες, αλλά τις διευρύνει: παίρνει από τους πολλούς και δίνει στους ολίγους, αυξάνει έτσι την κοινωνική πόλωση πλούτου και ανέχειας.
Αυτή η πολιτική δεν οδηγεί στην αντιμετώπιση αλλά στην όξυνση του δημοσιονομικού προβλήματος.
Το δεύτερο μεγάλο επίτευγμα, που προβάλλει η Κυβέρνηση, είναι η επίτευξη «ισχυρής ανάπτυξης».
Σε τι συνίσταται όμως η ανάπτυξη αυτή; Πού στηρίζεται; Πώς κατανέμονται τα αποτελέσματά της; Και ποιες οι προοπτικές της;
Ισχυρή ανάπτυξη -με την έννοια της αύξησης του ΑΕΠ- υπήρχε και στο παρελθόν και μάλιστα ορισμένα έτη ήταν και υψηλότερη.
1997-2001 | + 4,0% |
2002-2004 | + 4,4% |
2005-2007 | + 3,7% |
Πράγματι, όπως δείχνει ο πίνακας Γ1, η αύξηση του ΑΕΠ συνεχίστηκε με κάποια επιβράδυνση και μετά τους Ολυμπιακούς αγώνες. Το «νέο» λοιπόν δεν είναι η «ισχυρή ανάπτυξη», αλλά η σχετική επιβράδυνσή της.
Η Κυβέρνηση, δια του υπουργού της κ. Αλογοσκούφη, προέβαλε στη διαρκή επιτροπή οικονομικών υποθέσεων την "αύξηση των επενδύσεων", ως ενδεικτική του δυναμισμού της ανάπτυξης. Επικαλέσθηκε μάλιστα, για το σκοπό αυτό, τη φθινοπωρινή έκθεση της Ε.Ε. η οποία, πράγματι, αναφέρει ότι «οι επενδύσεις ανακάμπτουν». Όμως, η ανάκαμψη στην οποία αναφέρεται η Ε.Ε. αφορά στα έτη 2006 και 2007 σε σχέση με το έτος 2005, οπότε οι επενδύσεις είχαν μειωθεί κατά 1,4%. Αν, συνεπώς, η Κυβέρνηση επιζητά τον έπαινο για την ανάκαμψη πρέπει να αναλάβει την ευθύνη και για την πτώση.Πέρα, όμως, από τον κλεφτοπόλεμο των εντυπώσεων εκείνο που έχει σημασία είναι ότι οι επενδύσεις παρουσιάζουν γενικότερη επιβράδυνση, όπως φαίνεται στον πίνακα Γ2.
Σύνολο Επενδύσεων |
Επενδύσεις σε Εξοπλισμό |
|
1997-2001 | +8,6% | 12,2% |
2002-2004 | +8,4% | 11,1% |
2005-2007 | +3,7% | 4,1% |
Πέρα από το ύψος των επενδύσεων, σημασία έχει το περιεχόμενό τους και η συμβολή τους στην απασχόληση και την αύξηση της παραγωγικότητας. Η κυβερνητική πολιτική υιοθετεί, ολοένα και συχνότερα, μια χρηματιστηριακή - κερδοσκοπική αντίληψη για τις επενδύσεις. Σύμφωνα μ' αυτήν, οι εξαγορές επιχειρήσεων "βαφτίζονται" επενδύσεις, ενώ πρόκειται για αλλαγή ιδιοκτησίας υφιστάμενων περιουσιακών στοιχείων και όχι για αύξηση του παραγωγικού δυναμικού, της απασχόλησης ή της παραγωγικότητας της εργασίας.
Επικαλείται, επίσης, η κυβέρνηση, ως επίτευγμα της πολιτικής της, τη μείωση της ανεργίας. Όμως, ο τρόπος μέτρησης της ανεργίας, δεν επιτρέπει την εξαγωγή ασφαλών συμπερασμάτων, δεδομένου ότι μη άνεργος θεωρείται κάποιος ακόμη και αν εργάσθηκε έστω και μια ώρα στη βδομάδα αναφοράς της έρευνας. Έτσι, ένας οικοδόμος που απολύθηκε από μια τεχνική εταιρεία, αλλά κάνει κάποια σποραδικά μεροκάματα, δε θεωρείται άνεργος. Μείωση, λοιπόν, της ανεργίας μπορεί να υπάρξει ως αποτέλεσμα της επέκτασης της μερικής απασχόλησης ή και ως αποτέλεσμα κάμψης της παραγωγικότητας της εργασίας. Και στις δύο περιπτώσεις, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για κάποια σταθερή τάση προς την ενίσχυση της πλήρους και σταθερής απασχόλησης. Αντίθετα, πρόσφατες έρευνες του ΙΚΑ δείχνουν σημαντική αύξηση των μερικώς απασχολούμενων το 2005 (278.000 έναντι 266.000 το προηγούμενο έτος), από 2,7% σε 5% του εργατικού δυναμικού.
Η ΝΔ αποδίδει την "ισχυρή ανάπτυξη" στην πολιτική της. Αλλά, όπως είδαμε, ανάλογη ή και ισχυρότερη ανάπτυξη είχαμε και επί κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ. Το ΠΑΣΟΚ πάλι προέβλεπε την κατάρρευση της οικονομίας, επειδή το ίδιο έχασε τις εκλογές. Όμως, η "ισχυρή ανάπτυξη" συνεχίσθηκε και επί ΝΔ.
Σε τι συνίσταται λοιπόν αυτή η «ισχυρή ανάπτυξη»; Ποιες οι βαθύτερες και «υπερκομματικές», προωθητικές δυνάμεις της; Και ποιες οι προοπτικές της;
Το πρώτο βασικό χαρακτηριστικό της ανάπτυξης των τελευταίων δέκα ετών είναι η αυξανόμενη εξάρτησή της από το δανεισμό και, σε μειωμένο αλλά σημαντικό ακόμη βαθμό, από τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Όπως δείχνει Ο πίνακας Γ3. (βλ. στις επόμενες σελίδες) η συνολική εξάρτηση της αύξησης του ΑΕΠ από την αύξηση του δανεισμού έχει πάρει πρωτοφανείς ιστορικά διαστάσεις: για κάθε 1 ευρώ προσαύξησης του ΑΕΠ ο δανεισμός προσαυξάνεται κατά 2,5 ευρώ. Η αύξηση του ΑΕΠ, συνεπώς, είναι σε άμεση εξάρτηση από την αύξηση του δανεισμού των νοικοκυριών, αλλά και των επιχειρήσεων και του κράτους. Από την άποψη του παράγοντα αυτού μπορεί να συνεχίζεται όσο θα μπορεί να συνεχίζεται ο δανεισμός. Όμως, οι δαπάνες εξυπηρέτησης των παρελθόντων δανείων θα λειτουργούν ολοένα και περισσότερο ως περιοριστικός παράγοντας τόσο της κατανάλωσης όσο και της αποταμίευσης, άρα και των επενδύσεων. 'Αρα, ό,τι σήμερα πυροδοτεί την κατανάλωση και την ανάπτυξη, «αύριο» θα λειτουργεί ως περιορισμός της.
Το δεύτερο χαρακτηριστικό της συντελούμενης ανάπτυξης είναι η μεγάλη εξάρτησή της από εισαγωγές τόσο εμπορευμάτων και υπηρεσιών όσο και ξένων κεφαλαίων για την κάλυψη του ελλείμματος των εξωτερικών συναλλαγών.
Παρόλο που το έλλειμμα αυτό έχει εκτιναχθεί και απειλεί να ξεπεράσει το 10% του ΑΕΠ, η «ισχυρή ανάπτυξη», μπορεί να συνεχίζεται εφόσον εισρέουν ξένα κερδοσκοπικά κεφάλαια για να το καλύπτουν. Όμως τα κεφάλαια αυτά, αφ' ενός απαιτούν ολοένα και υψηλότερα μερίσματα, «υπεραξίες» και ιδιωτικοποιήσεις. Αφού, για τα κεφάλαια αυτά, «επένδυση» είναι η εξαγορά έτοιμων επιχειρήσεων και όχι η δημιουργία νέων. Η συνέχιση, λοιπόν, αυτής της ισχυρής ανάπτυξης σημαίνει συνέχιση και ένταση της πίεσης στους μισθούς, στα εργασιακά δικαιώματα, εκποίηση δημόσιας περιουσίας και αφελληνισμό της οικονομίας.Πέραν του ότι και αυτή η διαδικασία έχει όρια, όσο συνεχίζεται, αυξάνει η υπερχρέωση της οικονομίας και η εκροή πόρων με τη μορφή τόκων κερδών και μερισμάτων.
Ό,τι, λοιπόν, και στην περίπτωση αυτή, λειτουργεί αρχικά ως «προωθητικός παράγοντας», μεταλλάσσεται σε παράγοντα κρίσης της, ακόμη και για λόγους εξωγενείς ως προς την ελληνική οικονομία. Μια διεθνής διαταραχή ή κρίση, μπορεί να οδηγήσει σε μαζική έξοδο κεφαλαίων με κίνδυνο η τελευταία να μετασχηματισθεί σε εσωτερική κρίση.
Το τρίτο χαρακτηριστικό της συντελούμενης ανάπτυξης και δείκτης του συνολικού κοινωνικού της αποτελέσματος είναιη διεύρυνση των ανισοτήτων και της φτώχειας. Πέραν της πρόκλησης που συνιστούν στο πεδίο της κοινωνικής δικαιοσύνης και αλληλεγγύης οι ανισότητες, η φτώχεια και ο κοινωνικός αποκλεισμός δεν είναι ουδέτερες ως προς τις προοπτικές της ανάπτυξης.
Η αύξηση της ανέχειας και των στερήσεων, σε μεγάλα τμήματα του πληθυσμού, περιορίζει τις δυνατότητες κατανάλωσης και αποταμίευσης καθώς και τη φοροδοτική τους ικανότητα. Καθιστά, για ορισμένα τουλάχιστον από τα τμήματα αυτά, το δανεισμό όρο επιβίωσης και όχι μέσο για τη δημιουργία περιουσιακών στοιχείων. Τέλος, αυξάνει ο αριθμός των ανθρώπων που εξωθούνται στο περιθώριο, παραιτούνται από την αναζήτηση εργασίας, αδυνατούν να κάνουν «σχέδια ζωής», να αναλαμβάνουν οικονομικές πρωτοβουλίες και κινδύνους, με αποτέλεσμα να περιορίζεται τελικά η «κοινωνική βάση» της οικονομικής ανάπτυξης. Το πρόβλημα είναι τόσο οξύ που ακόμη ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, κ. Ν. Γκαργκάνας, αποδέχεται σήμερα ότι οι ανισότητες και η φτώχεια, στις διαστάσεις που έχουν λάβει, «συνιστούν ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα που αντιμετωπίζει η ελληνική οικονομία και κοινωνία». Και τούτο γιατί "οι πολιτικές που εξασφαλίζουν ότι θα συνεχιστεί η οικονομική ανάπτυξη πρέπει, για να είναι αποτελεσματικές, να συνοδεύονται από ενδυνάμωση της κοινωνικής συνοχής και της κοινωνικής αλληλεγγύης". (βλ. ομιλία στη Διαρκή Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής 14/11/06).
'Αλλο θέμα, βέβαια, ότι πολλές από τις προτάσεις που συχνά διατυπώνει ο κ. Γκαργκάνας, βρίσκονται σε αντίθεση με αυτή την ορθή διαπίστωση.
Τέταρτο δομικό χαρακτηριστικό της ανάπτυξης είναι ότι αυτή γίνεται με επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Η επιβάρυνση αυτή, είναι αποτέλεσμα του συνολικού τρόπου ανάπτυξης των οικονομικών δραστηριοτήτων και των κυρίαρχων προτύπων κατανάλωσης.
Ο ενεργοβόρος χαρακτήρας της οικονομίας, η κυριαρχία του ΙΧ επί των μέσων μαζικής μεταφοράς, η απουσία χωροταξικών σχεδιασμών, η χαλαρότητα στην τήρηση των όποιων όρων περιβαλλοντικής προστασίας και η παράδοση των ακτών, των δασών και των δημόσιων εκτάσεων στο κερδοσκοπικό Real Estate συνεισφέρουν στην επιβάρυνση αυτή.
Πέμπτο δομικό χαρακτηριστικό της ανάπτυξης που συντελείται είναι ότι αυτή, όπως διαπιστώσαμε, συνεισφέρει μειούμενα έσοδα στον κρατικό προϋπολογισμό. Έτσι, τα φορολογικά έσοδα, ως ποσοστό του ΑΕΠ, έπεσαν από το 26,5 το 2000 στο 23% το 2006 (βλ. πίνακα 4) εξαιτίας της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής. Ακόμη κι αν θεωρήσουμε ότι αυτό πρόσκαιρα συμβάλλει στην ανάπτυξη, μακροχρόνια στερεί από τη δημοσιονομική πολιτική τη δυνατότητα να στηρίξει τη συνέχιση της ανάπτυξης και να λειτουργήσει αντικρισιακά όταν χρειαστεί.
Αυτά τα χαρακτηριστικά λειτουργούν ως παράγοντες που υπονομεύουν τη μακροχρόνια ανάπτυξη και συνθέτουν μια ορατή ήδη κρίση της βιωσιμότητάς της. Ο υπερδανεισμός, η εισροή κερδοσκοπικών κεφαλαίων, η επιβάρυνση του περιβάλλοντος, η εκτεταμένη φοροδιαφυγή και φοραποφυγή και η χαμηλή συνεισφορά σε δημόσια έσοδα, ό,τι αρχικά λειτουργεί ως προωθητικός παράγοντας, μετεξελίσσεται στη συνέχεια στο αντίθετό του, δηλαδή σε παράγοντα κρίσης, γεγονός που δείχνει τη βαθύτατη χρεοκοπία της ακολουθούμενης νεοφιλελεύθερης πολιτικής τόσο στο πεδίο της κοινωνικής δικαιοσύνης όσο και σε εκείνο της οικονομικής αποτελεσματικότητας από τη σκοπιά του γενικότερου δημόσιου και κοινωνικού συμφέροντος.
Πριν όμως αναφερθούμε στις πολιτικές προκλήσεις που θέτουν οι εξελίξεις αυτές, κρίνουμε αναγκαίο να τεκμηριώσουμε ορισμένες από τις βασικές μας διαπιστώσεις.
Η Κυβέρνηση, δια του υπουργού της κ. Αλογοσκούφη, αποπειράθηκε κατά τη συζήτηση του προϋπολογισμού στην Επιτροπή της Βουλής, να διασκεδάσει τις εντυπώσεις ως προς τον υπερδανεισμό των νοικοκυριών και την σε μεγάλο βαθμό εξάρτηση της αύξηση του ΑΕΠ από την κατανάλωση και τον δανεισμό, αρνούμενος ουσιαστικά ότι ο τελευταίος συνιστά πρόβλημα. Η Τράπεζα της Ελλάδος αντιθέτως εκτιμά ότι «η αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης στηρίχθηκε στηνπιστωτική επέκταση» σʼ ένα ποσοστό που υπερβαίνει το 50% (ενδιάμεση έκθεση, Οκτ. 2006, σελ. 116).
Σύμφωνα επίσης με μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, ο δανεισμός των νοικοκυριών, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 17% το 2000 έφτασε το 37% το 2005 με τάσεις ισχυρής περαιτέρω αύξησης. (βλ. Greece: Economic & Market Analysis August 2006).
Σύμφωνα, τέλος, με έρευνα τηςICAP το 28% των νοικοκυριών δεν ισοσκελίζει τους οικογενειακούς του προϋπολογισμούς, με αποτέλεσμα να καταφεύγει στο δανεισμό ή στην πώληση περιουσιακών στοιχείων, εφόσον διαθέτει. (βλ. Αυγή 16.7.06).Αυτό δείχνει ότι ο δανεισμός, για μερίδα του πληθυσμού, που ίσως είναι ακόμη μικρή αλλά είναι υπαρκτή, αποτελεί μέσο επιβίωσης και όχι αύξησης των περιουσιακών του στοιχείων.
Επίσης, σύμφωνα με την ίδια μελέτη της Εθνικής Τράπεζας, η δαπάνη για την εξυπηρέτηση παλαιότερων δανείων αυξάνει, ως ποσοστό του ΑΕΠ, από 3,1% το 2000 σε 5,3% το 2005 και σε 6,3% το 2007 (πρόβλεψη), με αποτέλεσμα τη βαθμιαία μείωση της αποταμίευσης, που, ως ποσοστό του διαθέσιμου εισοδήματος, μειώθηκε από 12% το 1999 σε 7,2% το 2005.
Συνολικά, ο δανεισμός των νοικοκυριών, των επιχειρήσεων και του κράτους έχει πάρει πρωτοφανείς διαστάσεις. Για κάθε προσαύξηση του ΑΕΠ κατά 1 ?, ο δανεισμός αυξάνει κατά 2,5 ?, όπως δείχνει ο πίνακας Γ3.
ΕΤΟΣ | ΑΥΞΗΣΗ ΑΕΠ εκ. ? | ΔΑΝΕΙΣΜΟΣ | Λόγος αύξησης ΑΕΠ προς αύξηση δανεισμού |
||
Επιχειρήσεων και νοικοκυριών |
Κεντρικής Κυβέρνησης' |
Αθροισμα | |||
2001 | 9.409 | 14.697 | 12.230 | 23.927 | 2,8 |
2002 | 9.323 | 12.483 | 10.004 | 22.487 | 2,4 |
2003 | 12.796 | 14.668 | 16.548 | 31.216 | 2,4 |
2004 | 14.124 | 16.023 | 18.854 | 34.877 | 2,4 |
2005 | 12.876 | 19.779 | 14.184 | 33.963 | 2,6 |
Το γεγονός αυτό δείχνει αύξηση της εξάρτησης της κατανάλωσης και της ανάπτυξης από το δανεισμό και έχει ως συνέπεια τη δέσμευση ενός, ολοένα και μεγαλύτερου, μέρους των μελλοντικών εισοδημάτων στην εξυπηρέτηση παρελθόντων δανείων. Η εξέλιξη αυτή, αυξάνει την αστάθεια της οικονομίας και τους κινδύνους κρίσης της ίδιας, στο βαθμό που ο δανεισμός δε γίνεται για επενδυτικούς σκοπούς ούτε δημιουργεί μελλοντικά εισοδήματα. Σε κάθε περίπτωση, συνιστά έναν μηχανισμό αναδιανομής των εισοδημάτων και του πλούτου υπέρ των δανειστών.
Όπως αναγνώρισε πρόσφατα και ο Διοικητής της Τράπεζας της ΕλλάδοςΓκαργκάνας, «οι βασικοί δείκτες φτώχειας και ανισοτήτων στη χώρα μας υπερβαίνουν τους μέσους όρους για την ΕΕ - 15 και συνιστούν ένδειξη ότι η οικονομική ανάπτυξη δε διαχέεται επαρκώς» (Ενδιάμεση Έκθεση, Οκτ. 2006, σελ. 169).
Παρά την «ισχυρή ανάπτυξη», εδώ και 10 χρόνια «ο κίνδυνος φτώχειας στην Ελλάδα παραμένει μάλλον σταθερός και κυμαίνεται μεταξύ 20% και 23% του πληθυσμού» (στο ίδιο).
Οι ανισότητες αυτές διαμορφώνονται πρωτογενώς μέσα στην ίδια την οικονομική και αναπτυξιακή διαδικασία. Όπως έχουν δείξει οι μελέτες του Ινστιτούτου Εργασίας της ΓΣΕΕ, το μερίδιο των μισθών, από 66,7% το 2000, έπεσε στο 64,8% το 2005. Το γεγονός ότι οι μισθολογικές αυξήσεις υπολείπονται της αύξησης της παραγωγικότητας και οι μαζικές διαστάσεις της ανεργίας εξηγούν την εξέλιξη αυτή και προδιαγράφουν τη συνέχιση αν όχι την έντασή της.
Στον αντίποδα, η απόδοση του κεφαλαίου είναι στη χώρα μας από τις υψηλότερες μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης.
Με έτος βάσης το 1995=100 ο δείκτης απόδοσης κεφαλαίου στην Ελλάδα, το 2005, ήταν 123,3 με τον αντίστοιχο δείκτη στην Ε.Ε. - 15 να είναι στο 112,2. (βλ. ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, Έκθεση για την ελληνική Οικονομία, 2006, σελ. 76).
Αλλά και κατά την Τράπεζα της Ελλάδας «τα περιθώρια κέρδους κατά το πρώτο εξάμηνο του τρέχοντος έτους παρουσιάζουν σημαντική αύξηση, εφόσον τα κέρδη των εισηγμένων στο χρηματιστήριο εταιρειών που δεν ανήκουν στον χρηματοπιστωτικό τομέα αυξήθηκαν (μετά από φόρους και δικαιώματα μειοψηφίας) με ετήσιο ρυθμό της τάξεως του 30 - 40% , ενώ ο κύκλος εργασιών αυξήθηκε κατά 15 - 20%(Ενδιάμεση Έκθεση, Οκτ. 2006, σελ. 107).
Αν περιληφθούν και οι επιχειρήσεις του χρηματοπιστωτικού τομέα, η κερδοφορία είναι ακόμη μεγαλύτερη (άνω του 50%). Η ταχύτερη αύξηση της κερδοφορίας σε σχέση με τον κύκλο εργασιών υποδηλώνει ότι ο πληθωρισμός, που αποτελεί έναν πρόσθετο μηχανισμό αναδιανομής των εισοδημάτων, είναι, κατά βάση, πληθωρισμός κερδών.
Σημαντικό παράγοντα περαιτέρω διεύρυνσης των ανισοτήτων, συνιστά η πολιτική των ιδιωτικοποιήσεων, η υποβάθμιση του περιβάλλοντοςκαι η υποχρηματοδότηση της παιδείας και του κοινωνικού κράτους.
Γενικότερα, ο κρατικός προϋπολογισμός, όπως τεκμηριώσαμε στο Μέρος Β΄ αυτής της εισήγησης, αντί να αμβλύνει τις ανισότητες, που δημιουργούνται πρωτογενώς, τις διευρύνει. Μάλιστα, αυτή η «αρνητική αναδιανομή» του προϋπολογισμού επιτείνεται με την πολιτική της Ν.Δ. Σε ό,τι αφορά τη φτώχεια και τον κοινωνικό αποκλεισμό, η χώρα μας δε διέθετε ούτε διαθέτει κάποια συγκροτημένη πολιτική, γεγονός που αναγνωρίζεται πλέον και από την Τράπεζα της Ελλάδας. Σύμφωνα με το διοικητή της κ. Ν. Γκαργκάνα, «η Ελλάδα ποτέ δεν είχε και ούτε σήμερα έχει κοινωνική πολιτική, με την έννοια του να προβλέπει ο Κρατικός Προϋπολογισμός κονδύλια στήριξης των κοινωνικά αδύναμων» (από την εισήγησή του στη ΔιαρκήΕπιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής, βλ. πρακτικά 14.11.06).
Οι ως άνω διαπιστώσεις επιβεβαιώνονται από όλες τις σχετικές έρευνες επί του θέματος.
Για παράδειγμα, η έρευνα εισοδήματος και συνθηκών διαβίωσης των νοικοκυριών που πραγματοποιεί η ΕΣΥΕ, διαπιστώνει ότι 799.530 νοικοκυριά ή 2.126.000 άτομα βρίσκονται σε κίνδυνο φτώχιας (τελευταία ανακοίνωση Ιαν. 2006, για το έτος 2004). Τα προβλήματα, όμως, δεν περιορίζονται στη ζώνη της ακραίας φτώχειας. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, το 33,1% των μη φτωχών δηλώνει οικονομική αδυναμία για την αντιμετώπιση έκτακτων, αλλά βασικών, αναγκών, ενώ το 41,8% των μη φτωχών δηλώνει αδυναμία για την πληρωμή μίας βδομάδας διακοπών. Τέλος, το 66,3% των μη φτωχών νοικοκυριών δηλώνουν μικρή έως και μεγάλη δυσκολία για να καλύψουν τις συνήθεις ανάγκες τους. Εύκολα ή πολύ εύκολα καλύπτει τις ανάγκες του μόνο το 15,7% του μη φτωχού πληθυσμού. Πέρα, επομένως, από τα νοικοκυριά που ζουν κάτω από το όριο της «επίσημης» φτώχειας, ένα σημαντικό ποσοστό του πληθυσμού συντηρεί με δυσκολία το διαμορφωμένο επίπεδο διαβίωσής του.
Η διαπίστωση αυτή επιβεβαιώνεται και από την έρευνα της ICAP σύμφωνα με την οποία (το 2005) το 39,3% των νοικοκυριών δήλωσε ότι η οικονομική του κατάσταση χειροτέρεψε, το 33%ότι παρέμεινε στάσιμη και μόλις το 7,3% ότι βελτιώθηκε. Σύμφωνα με την ίδια έρευνα, αποταμίευση το 2005 έκανε μόλις το 7,8% των νοικοκυριών, το 68% ούτε αποταμίευσε ούτε χρεώθηκε και το 28,3% χρειάσθηκε είτε να δανεισθεί είτε να ρευστοποιήσει περιουσιακά του στοιχεία για να αντεπεξέλθει στις ανάγκες του.
Ανάλογες είναι και οι διαπιστώσεις που προκύπτουν από μια ευρύτερη συγκριτική έρευνα του ΟΟΣΑ (βλ. πίνακα Γ4).
Ανεπαρκής θέρμανση νοικοκυριού | Αδυναμία εξασφάλισης υγιεινών γευμάτων | Διατροφική ανασφάλεια | Αδυναμία εξασφάλισης επαρκούς ένδυσης | Περιορισμένη πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και περίθαλψης | «τα φέρνω βόλτα με μεγάλες δυσκολίες» | |
Βέλγιο | 4 | 3 | 7 | 7 | 8 | 11 |
Τσεχία | 8 | 19 | 8 | - | - | 19 |
Γαλλία | 4 | 3 | 7 | 5 | 4 | 12 |
Γερμανία | 3 | 2 | 13 | 7 | 3 | 9 |
Πορτογαλία | 56 | 3 | 11 | 38 | 17 | 34 |
Ιρλανδία | 4 | 1 | 7 | 4 | 10 | 10 |
Σλοβακία | 17 | 33 | 11 | 38 | 21 | 24 |
Ισπανία | 42 | 3 | 3 | 7 | 4 | 21 |
Ελλάδα | 31 | 26 | 15 | 27 | 21 | 49 |
μ/ο ΟΟΣΑ | 13 | 11 | 10 | 15 | 9 | 20 |
Ο πίνακας βασίζεται σε πρόσφατη μελέτη του ΟΟΣΑ για τη φτώχεια στα κράτη - μέλη του οργανισμού. Για λόγους οικονομίας χώρου δεν παρουσιάζουμε τα στοιχεία όλων των κρατών - μελών, αλλά παραθέτουμε ενδεικτικά στοιχεία που αφορούν χώρες της Ε.Ε, καθώς και το μέσο όρο των συγκρινόμενων ποσοστών σε όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Από τον πίνακα προκύπτει ότι η Ελλάδα υστερεί καταφανώς και ως προς το μέσο όρο των κρατών - μελών του ΟΟΣΑ, αλλά και συγκρινόμενη προς τα κράτη - μέλη της Ε.Ε. Ειδικότερα, τα συγκρινόμενα στοιχεία με τα αντίστοιχα των «παλαιών» κρατών - μελών της Ε.Ε είναι συντριπτικά και αποκαλύπτουν το τεράστιο χάσμα που υπάρχει μεταξύ των νοικοκυριών της Ελλάδας και εκείνων της Ευρώπης ως προς την δυνατότητα κάλυψης βασικών αναγκών όπως η θέρμανση, η ένδυση, η διατροφή, η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας και περίθαλψης κλπ. Το γεγονός ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε ίδιο περίπου ή χειρότερο επίπεδο κάλυψης βασικών αναγκών με τις χώρες της ανατολικής και κεντρικής Ευρώπης - τα «νέα» κράτη - μέλη της Ε.Ε. δεν περιποιεί τιμή για τη μορφή του κοινωνικού κράτους που διαθέτει η χώρα, αλλά και για την αποτελεσματικότητα των σχετικών ασκούμενων πολιτικών.
Αυτή η «διάχυση» των δυσκολιών και της ανασφάλειας σʼ ένα ευρύτατο σώμα της κοινωνίας, εξηγεί ίσως και τη δυσκολία συνειδητοποίησης των ιδιαίτερων προβλημάτων των φτωχότερων των φτωχών και την έκφραση της αναγκαίας αλληλεγγύης.
Η διαπίστωση, συνεπώς, της Τράπεζας της Ελλάδας σύμφωνα με την οποία «η οικονομική ανάπτυξη δε διαχέεται επαρκώς» αποδείχνεται εξαιρετικά διπλωματική και ήπια για να περιγράψει το πραγματικό πρόβλημα. Και τούτο γιατί το θέμα δεν είναι "ο βαθμός διάχυσης της ανάπτυξης", αλλά ότι η ίδια η ανάπτυξη παράγει ανισότητες που "διαχέονται" σε ευρύ φάσμα της κοινωνίας. Όσο ισχυρή κι αν είναι, συνεπώς, η ανάπτυξη αυτή και όση κι αν είναι η διάρκειά της, δε θα δημιουργήσει ποτέ τις προϋποθέσεις για τη μείωση των ανισοτήτων και την αντιμετώπιση της φτώχιας αν αυτό δε γίνει δεσμευτικός στόχος τόσο της πολιτικής όσο και της ανάπτυξης.
Με άλλα λόγια, η μείωση των ανισοτήτων και της φτώχειας δε θα έλθουν ποτέ ως αποτέλεσμα της ανάπτυξης, αν δεν γίνουν προϋπόθεση και περιεχόμενό της.
1. Το Δημοσιονομικό πρόβλημα δεν είναι αυτόνομο. Είναι μέρος του αναπτυξιακού προβλήματος. Έχει τις ρίζες του στον τρόπο ανάπτυξης της οικονομίας. Ο τρόπος που γίνεται η ανάπτυξη και ασκείται η οικονομική δραστηριότητα κατασπαταλά το φυσικό και το κοινωνικό κεφάλαιο, διευρύνει τις ανισότητες και τη φτώχεια. Με τον τρόπο αυτό αυξάνονται, με ραγδαίους ρυθμούς, οι ανάγκες που πρέπει να ικανοποιηθούν, εκ των υστέρων, από τη δημοσιονομική πολιτική.
Η αντιμετώπιση συνεπώς του δημοσιονομικού προβλήματος απαιτεί την αλλαγή του αναπτυξιακού και του κοινωνικού προτύπου, πρωτογενή σύνδεση της ανάπτυξης με οικολογικές και κοινωνικές δεσμεύσεις, έτσι ώστε οι ανισότητες, η φτώχεια και η υποβάθμιση του περιβάλλοντος να περιοριστούν στη ρίζα τους, στη φάση της δημιουργίας τους και να μην επιβαρύνουν υπέρογκα τη δημόσια πολιτική.
2. Το Δημοσιονομικό πρόβλημα, όμως, είναι, σε σημαντικόβαθμό, πρόβλημα εσόδων. Η οικονομική ανάπτυξη δε συνεισφέρει τα αναγκαία δημόσια έσοδα λόγω της εκτεταμένης φοροαποφυγής και φοροδιαφυγής. Έτσι, το κοινωνικό πλεόνασμα γίνεται δημόσιο έλλειμμα και τελικά δημόσιο χρέος. Η αντιμετώπιση, συνεπώς, του Δημοσιονομικού προβλήματος απαιτεί τη μεγαλύτερη συμβολή της ανάπτυξης στα δημόσια έσοδα. Η μείωση των φορολογικών εσόδων, ως ποσοστό του ΑΕΠ, υπό συνθήκες ισχυρής αύξησης του ΑΕΠ, οδηγεί σε δημοσιονομικό αδιέξοδο και σε κοινωνική κρίση.
Η αναπόφευκτη, συνεπώς, αύξηση των φορολογικών εσόδων πρέπει να πάρει τη μορφή ενός σχεδίου φορολογικής μεταρρύθμισης, η οποία να εγγυάται ότι η αύξηση των εσόδων α) θα γίνει με τρόπο που θα μειώνει τις ανισότητες σε ό,τι αφορά την κατανομή τόσο των άμεσων όσο και των έμμεσων φόρων και β) θα συνδυασθεί, με δεσμευτικό τρόπο, με την αύξηση των δαπανών στους κοινωνικούς τομείς και τη βελτίωση των δημόσιων αγαθών και υπηρεσιών.
Στην κατεύθυνση αυτή, είναι αναγκαία και η επαναξιολόγηση όλων των φοροελαφρύνσεων και φοροαπαλλαγών που θεσπίσθηκαν πρόσφατα υπέρ της εκκλησίας και άλλων κοινωνικών ομάδων.
Το πάγωμα των εξοπλισμών, ο έλεγχος της κοινωνικής αποτελεσματικότητας όλων των δημοσίων δαπανών, η διαφάνεια και η εισαγωγή του προγραμματισμού στη δημοσιονομική διαχείριση μπορούν να συμβάλλουν, από την πλευρά των δαπανών, στην αντιμετώπιση του Δημοσιονομικού προβλήματος.
3. Σε πιο μακροχρόνιο ορίζοντα, η αντιμετώπιση του δημοσιονομικού προβλήματος και της δυναμικής του Δημόσιου Χρέους, απαιτούν την αντιμετώπιση του προβλήματος της κοινωνικής ασφάλισης με βάση την αρχή της καθολικότητας, της αλληλεγγύης και του δημόσιου χαρακτήρα του ασφαλιστικού συστήματος.
Η επίλυση του προβλήματος αυτού δεν μπορεί να αφεθεί στην προσδοκία (της κυβέρνησης) για επίτευξη, μετά το 2012, πλεονασματικών προϋπολογισμών καιμείωση, μέσω αυτών, του Δημόσιου χρέους. Ο στόχος αυτός, με τα σημερινά δεδομένα, είναι ανέφικτος και αν επιτευχθεί μέσω της συμπίεσης των δημόσιων δαπανών, θα έχει τα αντίθετα από τα επιδιωκόμενα αποτελέσματα. Ούτε μπορεί, το πρόβλημα αυτό, να αντιμετωπισθεί με το βαθμιαίο "ροκάνισμα" των ασφαλιστικών δικαιωμάτων των νέων ασφαλισμένων ή με ένα συνδυασμό αυτών των δύο στρατηγικών, που φαίνεται να αποτελεί την επιλογή της κυβέρνησης.
Πέρα από την αντιμετώπιση της εισφοροδιαφυγής, τη μείωση της ανεργίας και την πάταξη της ανασφάλιστης εργασίας, την ενσωμάτωση των μεταναστών, που πρέπει να καταστούν άμεσοι, επείγοντες και δεσμευτικοί στόχοι της πολιτικής, είναι αναγκαία η δημιουργία ενός αποθεματικού πόρου για το μέλλον και μια μακροχρόνια στρατηγική για την αντιστροφή των αρνητικών δημογραφικών τάσεων.
Οι αρνητικές όψεις των δημογραφικών αλλαγών και η λεγόμενη«γήρανση του πληθυσμού» δεν πρέπει να αντιμετωπίζονται παθητικά ως να είναι ένα «φυσικό φαινόμενο». Μπορούν να ελεγχθούν και να αντιστραφούν με μακροχρόνιες στρατηγικές.
Στο μέρος που η λεγόμένη «γήρανση του πληθυσμού» συνιστά ένα πραγματικό πρόβλημα, η αντιμετώπισή του πρέπει να γίνει όχι με την καταστροφή αλλά με την ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης. Μια κοινωνία που γερνάμπορεί και να ξανανιώσει αν το θέσει ως στόχο και τον υπηρετήσει με συνέπεια.
Πολιτικές στήριξης για τα παιδιά, τα νέα ζευγάρια, τις μητέρες, αύξηση των κατώτατων μισθών, διεύρυνση της απασχόλησης, μείωση του εργασιακού χρόνου και επαναρύθμιση της εργασιακών σχέσεων, με σεβασμό στις ανάγκες των εργαζομένων ως γονέων και ως πολιτών,έχει αποδειχθεί ότι έχουν θετική συμβολή στην επίτευξη του στόχου αυτού.
Τέλος η στήριξη, και η διεύρυνση των δημοσίων και συλλογικών αγαθών και υποδομών, είναι θεμέλιο μιας κοινωνίας συνοχής και αλληλεγγύης και συνιστά καθοριστικό παράγοντα για τον πρωτογενή περιορισμό της φτώχειας, των ανισοτήτων, και της κοινωνικής ανασφάλειας.
Προτείνουμε, με ειδικό νόμο να καθορισθούν τα δημόσια και συλλογικάαγαθά που θα αποκλεισθούν από την άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίηση ή εμπορευματοποίηση και θα διασφαλίζεται η ελεύθερη πρόσβαση σʼ αυτά σε όσες και όσους τα έχουν ανάγκη.
4. Από την άλλη πλευρά, η δημοσιονομική πολιτική μπορεί να έχει σημαντική συμβολή στην ανάπτυξη, την αύξηση της απασχόλησης και μείωση της ανεργίας. Αυτό, επιβάλλει την ενίσχυση του αναπτυξιακού ρόλου του προϋπολογισμού και, ειδικότερα, αύξηση των δημόσιων επενδύσεων, των κοινωνικών δαπανών και του αναδιανεμητικού ρόλου του υπέρ των οικονομικά αδυνάτων.
Η μετάθεση του αναπτυξιακού ρόλου του προϋπολογισμού από το πεδίο των δημοσίων επενδύσεων και των κοινωνικών δαπανών σʼ εκείνο της φορολογίας, που επιχειρεί η κυβέρνηση, είναι αδιέξοδη. Σε ό,τι αφορά την κατανάλωση, η όποια μείωση της άμεσης φορολογίας (π.χ. με την αύξηση του αφορολόγητου ορίου) αντισταθμίζεται από την αύξηση της έμμεσης. Σε ό,τι αφορά τη μείωση της φορολογίας των κερδών και των μερισμάτων, αυτή, δεν ενισχύει τις επενδύσεις, αλλά κάνει ακόμη πιο άνιση την κατανομή των φορολογικών βαρών και αναπαράγει το δημόσιο έλλειμμα.
5. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. επιδιώκει να εγκαθιδρύσει παντού το μονοπώλιο του "ιδιωτικού", ως μια νέα μοναρχία. Τίποτα πλέον δεν εξαιρείται ρητά από την άμεση ή έμμεση ιδιωτικοποίηση, πέραν της εθνικής άμυνας και της δικαιοσύνης. Το ιδιωτικό (κεφάλαιο) όμως και οι αγορές, είναι επιλεκτικές από τη φύση τους. Επεκτείνονται επιλεκτικά και αποσπασματικά μόνον εκεί όπου υπάρχουν δυνατότητες κέρδους. Καλύπτουν ανάγκες μόνον όσων διαθέτουν υψηλή αγοραστική δύναμη.
Δεν μπορούν, επομένως, να ικανοποιήσουν καθολικές ανάγκες. Αλλά και στους τομείς στους οποίους έχουν ήδη δημιουργηθεί από δημόσιους φορείς εθνικά δίκτυα, η ιδιωτικοποίηση δεν εξασφαλίζει την ομαλή συντήρηση , ανανέωση ή επέκτασή τους,που όπως δείχνει και η εμπειρία άλλων χωρών. Η επέκταση του μονοπωλίου του «ιδιωτικού» οδηγεί διεύρυνση των κοινωνικών αλλά και των περιφερειακών ανισοτήτων, υποβαθμίζει ή και συνθλίβει τα δημόσια και συλλογικά αγαθά. Η μονοκρατορία του "ιδιωτικού" καθιστά την κοινωνία ανίσχυρη απέναντι στους εκβιασμούς του όπως ήδη συμβαίνει στην ακτοπλοΐα όπου οι εφοπλιστές εκβιάζουν νέα προνόμια προκειμένου να δρομολογήσουν πλοία στις άγονες γραμμές.
Οι ιδιωτικοποιήσεις συνεπώς από τη μια στερούν το κράτος και τα μερίσματα εφόσον αφορούν σε κερδοφόρες επιχειρήσεις και από την άλλη αυξάνουν το δημοσιονομικό κόστος των επιδοτήσεων προς τις ιδιωτικές επιχειρήσεις για να εκτελούν δημόσιες υπηρεσίες.
Η αντιμετώπιση επομένως τόσο του δημοσιονομικού όσο και του αναπτυξιακού προβλήματος επιβάλλει μια διαφορετική πολιτική που θα αξιοποιεί όλες τις δυνατότητες περιλαμβανομένων και εκείνων των δημόσιων επιχειρήσεων, των δημοτικών, των συνεταιρισμών, των εταιρειών ειδικού κοινωνικού σκοπού.
Για τις υφιστάμενες ΔΕΚΟ, αντί της ιδιωτικοποίησής τους προτείνουμε την εφαρμογή προγραμμάτων εκσυγχρονισμού και ανάπτυξής τους, μέσω και διεθνών συνεργασιών, όπου αυτό είναι αναγκαίο.
Στο χώρο της ακτοπλοΐας προτείνουμε τη δημιουργία Δημόσιου φορέα παροχής ακτοπλοϊκών υπηρεσιών.
6. Κρίσιμος παράγοντας για την οικονομική ανάπτυξη αλλά και για τη ζωή μιας κοινωνίας είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Οι τράπεζες δεν είναι κοινές επιχειρήσεις και ο χρηματοπιστωτικός τομέας δεν ένα ένας ακόμη κλάδος οικονομικής δραστηριότητας. Μέσω αυτού επιτελείται μια κρίσιμη κοινωνική λειτουργία που έχει να κάνει με τον έλεγχο της αποταμίευσης της κοινωνίας, την κατανομή των πιστώσεων, τους όρους δανεισμού και τις σχέσεις δανειστών - δανειζομένων.
Με την ιδιωτικοποίηση, αυτή η κοινωνική λειτουργία αποσπάται από την κοινωνία,ασκείται υπέρ των μετόχων των Τραπεζών και όχι με κριτήριο τιςπραγματικές ανάγκες της κοινωνίας. Οι πιστώσεις κατευθύνονται εκεί που εξασφαλίζονται γρήγορα και υψηλά κέρδη. Μακροχρόνιες επενδύσεις, επενδύσεις υψηλού κινδύνου ή και χαμηλής απόδοσης, αν και κοινωνικά αναγκαίες, δεν είναι στις προτιμήσεις των Τραπεζών. Η πρόσβαση των μικρών επιχειρήσεων γίνεται δυσκολότερη. Και στο μέτρο που ο δανεισμός συνιστά δικαίωμα, από αυτόαποκλείονται οι φτωχοί, αλλά και όσοι δεν διαθέτουν εισόδημα ή εγγυήσεις που να καλύπτουν τις απαιτήσεις των τραπεζών.
Κανένας ανταγωνισμός μεταξύ των ιδιωτικών τραπεζών και κανένας εκ των υστέρων έλεγχος της δράσης τους, όσο αναγκαίος και αν είναι κι αυτός, δεν μπορεί να επανασυνδέσει τη λειτουργία των τραπεζών με τις ανάγκες της κοινωνίας, αφού οι τράπεζες επιλέγουν με τα δικά τους κερδοσκοπικά κριτήρια τις ανάγκες που θα ικανοποιήσουν.
Γιʼ αυτό, πέραν των όποιων ελέγχων ή ρυθμίσεων, είναι αναγκαία η ενίσχυση και διεύρυνση των συνεταιριστικών τραπεζών και η ύπαρξη ενός δημόσιου χρηματοπιστωτικού τομέα ο οποίος θα λειτουργεί με κριτήρια οικονομικής βιωσιμότητας αλλά θα υπηρετεί την κοινωνία και τις ανάγκες της.
7. Μια νέα μεταρρύθμιση είναι αναγκαία στην αγορά εργασίας, με στόχο τη διεύρυνση της απασχόλησης, την εργασιακή ασφάλεια και την επαναρύθμιση των εργασιακών σχέσεων, με σεβασμό στις ανάγκες των ανθρώπων για συμμετοχή τους στηνκοινωνική, πολιτική, πολιτιστική και οικογενειακή ζωή.
Η αναγκαία αύξηση του ποσοστού απασχόλησης προϋποθέτει κοινωνικές υποδομές για το παιδί, τους νέους, τη μητέρα, την οικογένεια.
Η μακροχρόνια ανεργία καθιστά αναγκαίες πολιτικές πρόληψης για φθίνουσες περιοχές, κλάδους ή δραστηριότητες, αλλά και προγράμματα κοινωνικής προστασίας που σήμερα είναιουσιαστικά ανύπαρκτα.
Το δράμα των συμβασιούχων καθιστά αναγκαία τόσο τη μονιμοποίηση όσων επιτελούν πάγιες και διαρκείς ανάγκες όσο και την κατάργηση εντελώς των συμβάσεων ορισμένου χρόνου, τουλάχιστον στο δημόσιο τομέα και την τοπική αυτοδιοίκηση, για τις ανάγκες αυτές.
Οι σχέσεις κράτους αυτοδιοίκησης πρέπει να μπουν σε νέες βάσεις, με την οικονομική αποτίμηση όλων των αρμοδιοτήτων που έχουν μεταφερθεί στην αυτοδιοίκηση και η όποια αρμοδιότητα δεν πρέπει να μεταφέρεται σ' αυτήν, να
συνοδεύεται από την παράλληλη και δεσμευτική μεταφορά πόρων από τον κρατικό
προϋπολογισμό και όχι από ευρωπαϊκές ή άλλες πηγές που έχουν ημερομηνία λήξης.
Ο περιορισμός της κοινωνικής και της εργασιακής ανασφάλειας, πέραν της εισοδηματικής του διάστασης, είναι πρωτίστως ένα ζήτημα δικαιωμάτων και σεβασμού των δικαιωμάτων αυτών. Οι σχέσειςεργοδότη - εργαζομένου, κράτους - πολίτη, εξουσιαστώνκαι εξουσιαζομένων, έχουν ανατραπεί υπέρ των πρώτων. Η ανάπτυξη της οικονομίας, η συνοχή της κοινωνίας, η ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας, ακόμη και η μακροχρόνια βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, έχουν σήμερα ως ένα κοινό τους πυρήνα, την αναβάθμιση, τη διεύρυνση και το σεβασμό των δικαιωμάτων στην εργασία, την κοινωνία, τον πολιτισμό, την πολιτική.
8. Όλες οι δημόσιες πολιτικές έχουν ανάγκη αλλαγής, μεταρρύθμισης και αναζωογόνησης. Η στείρα ρητορική και η ξύλινη γλώσσα των δήθεν μεταρρυθμίσεων της Ν.Δ., κρύβουν την πραγματική ανάγκη της κοινωνίας, για ένα κύμα πραγματικών μεταρρυθμίσεων που θα εξοπλίζουν και την κοινωνία και τον κάθε άνθρωπο ξεχωριστά απέναντι στις νέες προκλήσεις που δημιουργούν η νέα μεταναστευτική πραγματικότητα, η οικολογική κρίση, οι κλιματολογικές αλλαγές, οι νέες τεχνολογίες, και οι νέες δεξιότητες που αυτές επιβάλλουν, οι νέες διατροφικές και άλλες απειλές στην καθημερινή ζωή των ανθρώπων.
Αυτές οι προκλήσεις δημιουργούν νέες ανάγκες που η ικανοποίησή τους απαιτεί τη μεταρρύθμιση των υφιστάμενων πολιτικών, τη δημιουργία νέων δημόσιων πολιτικών και αλλαγές στα καταναλωτικά και διατροφικά πρότυπα και συνολικά στον τρόπο ζωής. Απαιτούν, οι αλλαγές και οι προκλήσεις αυτές, έναν πολίτη ενημερωμένο και ενεργό, ρυθμιστή, μέσα από τη συλλογική δράση, των εξελίξεων και όχι παθητικό θεατή και τελικά θύμα των εξελίξεων αυτών. Οι μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η κοινωνία και για τις οποίες εμείς αγωνιζόμαστε, είναι αυτές που απελευθερώνουν και ενεργοποιούν και όχι εκείνες που παθητικοποιούν και υποδουλώνουν στην εξουσία του χρήματος και των αγορών.
Οι δήθεν μεταρρυθμίσεις της Ν.Δ., και οι συντηρητικές ανατροπές που προετοιμάζονται, πρέπει να ανατραπούν όχι μόνο λόγω του αδιέξοδου χαρακτήρα τους και των αρνητικών τους συνεπειών, αλλά πριν κι απʼ αυτό γιατί αποπροσανατολίζουν την κοινωνία και την εμποδίζουν να αναμετρηθεί με τα πραγματικά της προβλήματα και τις πραγματικές της ανάγκες.
9.Το κοινωνικό κράτος, τα συστήματα κοινωνικής προστασίας, η συγκρότηση της δημόσιας διοίκησης, διαμορφώθηκαν στη χώρα μας ιστορικά μʼ έναν τρόπο αποσπασματικό, επιδοματικό, και συχνά πελατειακό. Αποτέλεσμα είναι ο κατακερματισμός, η ανάπτυξη εσωτερικών ανισοτήτων και αντιθέσεων, η αναποτελεσματικότητα και η σπατάλη ανθρώπινων και υλικών πόρων.
Είναι ανάγκη να περάσουμε από τα αποσπασματικά μέτρα και τις πελατειακές λογικές σε συγκροτημένες πολιτικές με καθολικές αρχές και διαφανή κριτήρια.
Στο χώρο του Δημοσίου η αποσπασματική επιδοματική πολιτική πρέπει νααντικατασταθεί από ένα νέο ενιαίο μισθολόγιο. Να καταργηθούν όλες οι αδιαφανείς πληρωμές και οι ειδικοί λογαριασμοί και να ενσωματωθούν με διαφανή τρόπο στις αποδοχές των εργαζομένων.
Με βάση την θεσμοθέτηση του Ελάχιστου Εγγυημένου Εισοδήματος, να διαμορφωθεί μια ολοκληρωμένη πολιτική για την καταπολέμηση της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού.
Η παρουσία μεταναστών στη χώρα μας δεν αποτελεί πρόσκαιρο φαινόμενο, αλλά μια νέα μόνιμου χαρακτήρα διάσταση της συγκρότησης και της ταυτότητάς της. Είναι επείγουσα ανάγκη, επομένως, να συγκροτηθεί μια ολοκληρωμένη πολιτική που θα αντιμετωπίζει τους μετανάστες, τις μετανάστριες και τα παιδιά τους ως ισότιμα μέλη της κοινωνίας σε όλους τους τομείς.
10. Μια νέα αναπτυξιακή και δημοσιονομική στρατηγική είναι συνεπώς για τη χώρα μας αναγκαία, που ως σημείο εκκίνησής της πρέπει να έχει, τη μείωση των ανισοτήτων, την αναδιανομή των εισοδημάτων, την αποκατάσταση και το σεβασμό των δικαιωμάτων, την ενίσχυση της κοινωνικής αλληλεγγύης και συνοχής. Γι ʽαυτή την πολιτική θα συνεχίσουμε να αγωνιζόμαστε και στη Βουλή και στην κοινωνία.
Η υλοποίηση μιας νέας αναπτυξιακής και δημοσιονομικής πολιτικής απαιτεί έναν προϋπολογισμό διαφανή και αξιόπιστο, με ισχυρό αναπτυξιακό ρόλο, και με αναδιανεμητική υπέρ των οικονομικά αδύνατων λειτουργία. Απαιτεί, τέλος, έναν προϋπολογισμό που να διαθέτει σταθεροποιητικές και αντικυκλικές δυνατότητες, ώστε σε περίπτωση οικονομικής ύφεσης αυτή να μη μετεξελιχθεί σε μακροχρόνια κρίση.
Ο προϋπολογισμός του 2007 δεν επιτελεί καμία απʼ αυτές τις λειτουργίες ή τις επιτελεί στην αντίθετη κατεύθυνση. Είναι ένας προϋπολογισμός αδιαφανής και αναξιόπιστος που διευρύνει τις ανισότητες, και αποδυναμώνει την αναπτυξιακή προοπτική. Γιʼ αυτό και τον καταψηφίζουμε.