Η συνθήκη του Μάαστριχτ έθεσε τις βάσεις για μια αρχιτεκτονική της ΕΕ που ευνοούσε τις δυνάμεις του κεφαλαίου σε βάρος των δυνάμεων της εργασίας. Έτσι, ό,τι εξυπηρετούσε τις τράπεζες, τους ευρωπαϊκούς επιχειρηματικούς ομίλους και την κεφαλαιαγορά, σε γενικές γραμμές, προωθήθηκε. Αντίθετα στο κοινωνικό πεδίο όχι μόνο δεν είχαμε βήματα στην κατεύθυνση μιας κοινωνικής Ευρώπης, αλλά αντίθετα η ΕΕ έχει μετατραπεί, ιδίως μετά τη διεύρυνσή της, σ' ένα πεδίο άγριου κοινωνικού και φορολογικού ανταγωνισμού, που πλήττει τα κοινωνικό κράτος, οδηγεί σε μια σύγκλιση των κοινωνικών στάνταρτς προς τα κάτω και δημιουργεί νέα κοινωνικά σύνορα στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Στο πλαίσιο αυτό, ενώ η δημιουργία του ευρώ θα μπορούσε να θεωρηθεί ένα στρατηγικό επίτευγμα, τα οφέλη από την ύπαρξή του κατανέμονται τόσο άνισα από ταξική άποψη, ώστε η μεγάλη πλειοψηφία των ευρωπαίων πολιτών το θεωρεί υπεύθυνο για την ακρίβεια και την ανεργία, ενώ υπεύθυνη γι' αυτό είναι συνολικά η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ και η ασκούμενη πολιτική.
Το επιχείρημα ότι η Συνθήκη του Μάαστριχτ θα υποβοηθούσε εξ αντικειμένου την εμβάθυνση της πολιτικής ενοποίησης και την κάλυψη του Δημοκρατικού ελλείμματος δε δικαιώθηκε. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα άρα και οι πολιτικές που απορρέουν απ' αυτήν είναι εκτός δημοκρατικού πολιτικού ελέγχου. Το σύμφωνο σταθερότητας αποδείχθηκε ένα μέσο πολιτικών πιέσεων για την άσκηση συντηρητικών πολιτικών.
Συμπερασματικά, η συνθήκη του Μάαστριχτ και ότι βεβαίως επακολούθησε, άνοιξε το δρόμο στη νεοφιλελεύθερη στροφή της ΕΕ. Προώθησε την ενιαία Ευρώπη των αγορών και του κεφαλαίου. Έκανε όμως ακόμη πιο μεγάλη την απόσταση ανάμεσα σ' αυτή την Ευρώπη και τις προσδοκίες και τις ανάγκες των ευρωπαίων πολιτών. Γι' αυτό η διάχυτη κρίση νομιμοποίησης, την οποία αποσκοπούσε να υπερβεί, έγινε εντονότερη, όπως κατάδειξε η τύχη του λεγόμενου ευρωσυντάγματος. Αυτό, βεβαίως, δε δικαιώνει τους αρνητές της ευρωπαϊκής ενοποίησης, αλλά καθιστά αναγκαία τη διαμόρφωση ενός πανευρωπαϊκού κοινωνικού κινήματος, το οποίο θα αντιπαλέψει το νεοφιλελεύθερο προσανατολισμό της Ε.Ε. και θα γίνει φορέας ενός νέου σχεδίου για μια κοινωνική, οικολογική και δημοκρατική Ευρώπη.