Skip to main content.
Συνασπισμός Ριζοσπαστικής Αριστεράς
14/02/2007

Ομιλία Νίκου Α. Κωνσταντόπουλου στη Βουλή κατά τη συζήτηση και λήψης απόφασης επί των προτάσεων για αναθεώρηση διατάξεων του Συντάγματος

Βρισκόμαστε μπροστά σε σαφή δείγματα θεσμικής εμπλοκής και πολιτικής αμηχανίας, που μας γυρίζουν προς τα πίσω, γι΄ αυτό και στην δικομματική αντιπαράθεση χρησιμοποιείται η παραδοσιακή φαρέτρα του ανταγωνισμού εντυπώσεων και της εκλογικής πόλωσης.

Η ευκολία καταφυγής στην αναθεώρηση του Συντάγματος μέσα σε πέντε χρόνια, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η προηγούμενη αναθεώρηση, είναι το πρώτο δείγμα πολιτικής αποτυχίας και κυβερνητικής υστεροβουλίας σε βάρος των θεσμών. Και το δεύτερο δείγμα θεσμικής στρέβλωσης προς εξυπηρέτηση κομματικών σκοπιμοτήτων είναι το γεγονός ότι η νέα αναθεώρηση, που ξεκίνησε με πανηγυρική συναίνεση μεταξύ ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, κατέληξε, πριν ακόμα ολοκληρωθεί η πρώτη κοινοβουλευτική διαδικασία, σε διχαστική αντιπαράθεση, με την κυβέρνηση να μιλάει για σοβαρό θεσμικό ατόπημα της αξιωματικής αντιπολίτευσης και την αξιωματική αντιπολίτευση να κατηγορεί την κυβέρνηση για κοινοβουλευτικό πραξικόπημα.

Έτσι βρισκόμαστε μπροστά σε κοινοβουλευτική εμπλοκή και θεσμική παράλυση, που όταν εκδηλώνεται σε προεκλογική περίοδο, παίρνει τα χαρακτηριστικά της πολιτικής κρίσης, που ανατροφοδοτείται αλλά και αυτοεξαντλείται από μια πόλωση, που θα χρησιμοποιήσει τα πάντα για τη διχαστική συσπείρωση των δύο μεγάλων κομμάτων και τον αποπροσανατολισμό της κοινής γνώμης από τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας του πολιτικού συστήματος της χώρας.

Να γιατί είναι ώριμες οι συνθήκες για την αναθεώρηση του άρθρου 110, παρ.2-6, ώστε να αλλάξει η διαδικασία της αναθεώρησης. Το γεγονός ότι ούτε η ΝΔ ούτε το ΠΑΣΟΚ το προτείνουν, ούτε κι όταν συναινούν, δείχνει ότι ο δικομματισμός θέλει να χρησιμοποιεί κατά τα καθιερωμένα και το Σύνταγμα.

Μέσα σ΄ αυτές τις συνθήκες παίρνει εκ νέου, επικαιρότητα και ουσιαστική προτεραιότητα το κρίσιμο ερώτημα, για το ποια είναι η σημασία της ορθής λειτουργίας των θεσμών στην παραγωγή και την αξιοπιστία της πολιτικής, αλλά και στην ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και στον εμπλουτισμό της πολιτικής κουλτούρας των πολιτών της Ελληνικής Δημοκρατίας στον 21 ο αιώνα.

Το ερώτημα για τη σημασία και τη μεταχείριση των θεσμών δεν μπορεί να αντιμετωπίζεται με το λαϊκισμό περί θεσμολαγνείας αλλά ούτε με τον κυνισμό πως,  όλα επιτρέπονται, γιατί απλούστατα το δίδυμο λαϊκισμού - κυνισμού προκαλεί εκφυλισμό της δημοκρατικής νομιμότητας, των θεσμών της Δημοκρατίας και των αξιών στο εσωτερικό της κοινωνίας.

Το γιατί δεν έκανε εκσυγχρονισμό ο κ. Σημίτης και το ΠΑΣΟΚ, με την αναθεώρηση που εξήγγειλαν, δεν οφείλεται στο κακό Σύνταγμα, γιατί απλούστατα το Σύνταγμα δεν είναι πανάκεια για την αντιμετώπιση της πολιτικής κρίσης. Επίσης, το ότι δεν κάνει μεταρρυθμίσεις ο κ. Καραμανλής και η ΝΔ με την αναθεώρηση που ευαγγελίζονται, δεν οφείλεται στο Σύνταγμα, γιατί όλοι ξέρουμε ότι το Σύνταγμα δεν  μπορεί να χρησιμοποιείται, ως υποκατάστατο ή άλλοθι της κυβερνητικής πολιτικής

Θα πρέπει, όμως, κάποτε να στοχαστούμε σοβαρά και συστηματικά, για να βρούμε ποια είναι η αιτία, που ματαιώνει κάθε εκσυγχρονισμό ή μεταρρύθμιση, που εξαγγέλλονται, ως αναγκαίες κι εφικτές, αλλά καταντούν κούφιες και μετέωρες.

Η αιτία είναι πολιτική και βρίσκεται στο εσωτερικό του πολιτικού συστήματος διακυβέρνησης. Αιτία, κατά την άποψή μου, είναι το Πρωθυπουργικό μοντέλο διακυβέρνησης και ο λεγόμενος πλειοψηφικός κοινοβουλευτισμός της απόλυτης πλειοψηφίας του ενός κόμματος, που τροφοδοτείται από το εκλογικό σύστημα της λεγόμενης δυσαναλογικής.

Κρίσιμη τομή θα ήταν να υπάρξει αναθεώρηση του σχετικού άρθρ. 38 του Συντάγματος, όπως επίσης και εκείνου περί εκλογικού νόμου, που θα πρέπει να είναι πάγιος και ρητός περί απλής αναλογικής.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι,

Θα φτάσει η ώρα για να αλλάξει και το μοντέλο διακυβέρνησης και ο εκλογικός νόμος, αλλά δυστυχώς θα έχουμε χάσει κι άλλο χρόνο.

Έτσι, συνεχίζεται, μαζί με το διαρκές αίσθημα ματαίωσης και διάψευσης, που πλεονάζει στο δημόσιο βίο και η πικρή διαπίστωση ότι μας κοστίζει πολλαπλά η απώλεια ιστορικού χρόνου, ότι φτάνουμε με καθυστέρηση στα κρίσιμα σταυροδρόμια των εποχών και των εξελίξεων και δεν μπορούμε να καλύψουμε τις αποκλείσεις και τις απώλειες. Θα μου επιτραπεί να αναφέρω μιαν αποστροφή του Βιζυηνού που διατυπώθηκε περίπου πριν από έναν αιώνα, αλλά ισχύει και σήμερα στο ακέραιο «Εποχή κρισιμοτάτη δια την διανοητικήν της πατρίδος κατάστασιν είναι η εποχή μας». Δεν είναι ουδέτερη και συνηθισμένη, ούτε μπορεί να διεκπεραιωθεί με τα τρέχοντα μέτρα η εποχή μας. Εποχή κρισιμοτάτη δια την διανοητικήν κατάστασιν της πατρίδας. Δεν έχει κανείς παρά να κοιτάξει γύρω μας. Για να δει πόσο ευτελίζεται ο πολιτικός λόγος από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Πόσο απαξιώνεται και η δημοκρατία και η πολιτική. Πόσο λειτουργεί διχαστικά ο διάλογος και κατακερματίζεται η κοινή γνώμη, αλλά και η πραγματικότητα της συλλογικής ζωής μας. Δεν έχει παρά να κοιτάξει κανείς όσα διαδραματίζονται στα χώρο της παιδείας, όπου ο επιθετικός λόγος των στελεχών του Υπουργείου Παιδείας, λοιδορεί τους φοιτητές. Διασύρει τους πανεπιστημιακούς και συκοφαντεί συστηματικά το δημόσιο Πανεπιστήμιο ως χώρο ελευθερίας, αυτονομίας, κριτικής και αμφισβήτησης. Έφτασε μάλιστα θεσμικός παράγοντας, όπως είδα στις χθεσινές εφημερίδες, καθηγητής  που την κυβερνητική επιλογή για τη θέση του την εκλαμβάνει ως λευκή άδεια, να αποκαλεί όσους διαφωνεί με τις θέσεις του κλεφταρματωλούς, να τους παρομοιάζει με τους δολοφόνους του Καποδίστρια και να τους αποδίδει τη βαρύτατη μομφή ότι δεν έχουν αρετή. Καθηγητής, που την κυβερνητική επιλογή την χρησιμοποιεί με τέτοιο τρόπο και διατυπώνει τέτοιες θέσεις που δείχνουν οίηση και αλαζονεία. Κοντά σʼ αυτές δεν έχουμε παρά να συμπληρώσουμε και όσες ακούστηκαν για την αστυνομική επιτήρηση των πανεπιστημίων από ηγετικό στέλεχος του ΠΑΣΟΚ προς ικανοποίηση προφανώς της κυβέρνησης, έτσι ώστε εύλογα να προβληματίζεται κανείς, μήπως επιχειρείται να συντελεστεί μία ανατροπή ιστορικού και πολιτισμικού χαρακτήρα, αφού  οι δημοκρατικές κατακτήσεις των ακαδημαϊκών ελευθεριών και του πανεπιστημιακού ασύλου θεωρούνται ενοχλητικές και επικίνδυνες και πρέπει να τεθούν υπό επιτήρηση.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, ένα  ακμαίο και δημιουργικό πολιτικό σύστημα δεν θα παρέπεμπε τα ζητήματα της παιδείας στη λειτουργία του κοινωνικού αυτοματισμού. Δεν θα διαμόρφωνε στο πεδίο της εκπαίδευσης και της παιδείας τέτοιες διχαστικές αντιπαραθέσεις. Και θα είχε τη διορατικότητα, την υπευθυνότητα και την έμπνευση να αναζητήσει πραγματικές διαδικασίες διαλόγου. Αλλά φθάσαμε στο σημείο τέτοιες διατυπώσεις, που είναι χαρακτηριστικές, να περνούν αβρόχοις ποσί. Θα έπρεπε ο κύριος αυτός που εκπροσωπεί θεσμό να ανακληθεί στην τάξη από την κυβέρνηση και θα έπρεπε επίσης να αντιληφθεί ότι δεν μιλάνε έτσι οι καθηγητές, οι εκπρόσωποι των θεσμών και εκείνοι που διαχειρίζονται την ευθύνη για ένα τόσο κρίσιμο θέμα, όπως είναι η παιδεία και η εκπαίδευση.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, δεν είναι όμως αυτά τα ζητήματα, που έχουν επισημανθεί μέχρι τώρα εκείνα τα οποία επιβάλλουν έναν πολύ πικρό, αλλά σκληρό και επίμονο προβληματισμό. Κοντά σε όλα τ΄ άλλα προστίθεται και μία διαπίστωση πάρα πολύ συγκεκριμένη. Υπάρχει έλλειμμα ακόμα στην οργάνωση της ελληνικής δημοκρατίας. Έλλειμμα θεσμικής οργάνωσης. Είναι ανολοκλήρωτη ακόμα η θεσμική οργάνωση του Κράτους και της Πολιτείας. Δεν έχει παρά να επισημάνει κανένας τα ελλείμματα που υπάρχουν σε σχέση με την Περιφέρεια, τη Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση, τους Δήμους, τη Μητροπολιτική Αυτοδιοίκηση, την πολιτική των Περιφερειών και τη διοικητική διαίρεση της χώρας. Και αν αυτά τα ελλείμματα παρά την αναθεώρηση της αναθεώρησης εξακολουθούν να σωρεύονται στις δομές οργάνωσης του κράτους και της Πολιτείας, τότε αναρωτιέται κανένας πότε θα αναπληρωθούν και με ποιο τρόπο θα καλυφθούν, πριν είναι οδυνηρό το κόστος και για τις επόμενες γενιές, όπως ήταν οδυνηρό το κόστος για τις γενιές όλων μας. Ανεξαρτήτως του αν έχουν γίνει μεγάλα άλματα και πολλές βελτιώσεις ή μικρότερα άλματα και λιγότερες βελτιώσεις.

Υπάρχει κι ένα ακόμα πρόβλημα. Το έλλειμμα θεσμικής εγρήγορσης που έχει το πολιτικό μας σύστημα. Είναι καμία κυρία συνάδελφος ή κανείς κύριος συνάδελφος απόλυτα ικανοποιημένοι για την κατάσταση που υπάρχει στις σχέσεις θεσμικών κέντρων και εξωθεσμικών μηχανισμών. Είναι κανείς από μας απόλυτα αισιόδοξος ότι η ισχύς είναι εις τους πολιτικούς θεσμούς και όχι εις τους μηχανισμούς της διαπλοκής; Αισθάνεται κανείς επαρκής ότι προστατεύεται η αξιοπιστία της πολιτικής και το κύρος της δημοκρατίας μπροστά στην επέλαση που γίνεται αυτή τη στιγμή από τα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι δεν μπορούμε να αναθεωρήσουμε ακόμα ή να δώσουμε υπόσταση στο άρθρο 14. Στο άρθρο που ορίζει τις στοιχειώδεις προϋποθέσεις για τη διαφάνεια και την ισοτιμία στην πολυφωνία και τον πλουραλισμό της ενημέρωσης. Και βεβαίως έπαιξε το ρόλο της η γραφειοκρατία της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Και βεβαίως έπαιξαν το ρόλο τους, καθοριστικό, τα lobbies συμφερόντων που έδρασαν εντός και εκτός Ελλάδος. Αλλά αυτά δεν είναι το άλλοθι της δικής αδυναμίας. Στο 2007 και με προοπτική ακόμη και το 2013 θα συντελείται αδιαμαρτύρητα αυτή η συστηματική μετατόπιση του κέντρου βάρους της πολιτικής ζωής από το Κοινοβούλιο στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Θα καθόμαστε όλοι και θα συζητάμε χάριν παιδειάς και αναψυχής, όσα αντιαισθητικά, κακόγουστα, χυδαία, πλημμυρίζουν την καθημερινότητα της ελληνικής κοινωνίας; Δεν αντιλαμβανόμαστε, ως πολιτική ηγεσία αυτής της χώρα ότι διαμορφώνεται μια άλλη κοινωνία χωρίς αξίες, απʼ όλη αυτή την κατεργασία την οποία υφίσταται; Και επιτρέψτε μου κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, εάν το Σύνταγμα λέει ότι η τήρηση του Συντάγματος επαφίεται στον πατριωτισμό των Ελλήνων επιτρέψτε μου να παραφράσω αυτήν την αποστροφή. Και το κύρος του Κοινοβουλίου, της Βουλής και της πολιτικής, το κύρος του Βουλευτή επαφίεται στη συμπεριφορά του βουλευτή, που είναι βουλευτής αντιπρόσωπος και δεν είναι πελάτης για αναγνωρισιμότητα στα Μέσα Μαζικής Ενημέρωσης. Που είναι πολιτικός, που θέλει την κοινωνική νομιμοποίηση και όχι την αναγνωρισιμότητα μαϊμουδίζοντας σε τηλεοπτικές εκπομπές, προσφερόμενος για τηλεθέαμα.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, υπάρχει και κάτι άλλο ακόμη. Μην προσφερόμαστε σε αυτοδιασυρμό, όλοι μας. Είναι βασικό πολιτικό χρέος απέναντι σʼ αυτή την κοινωνία. Αντιστάσεις στο όνομα της ηθικής, της αισθητικής, της πολιτικής συνέπειας, της προοπτικής για ένα καλύτερο μέλλον. Εάν κάποιες και κάποιοι θέλουν να παριστάνουν τις γλάστρες ή τα βουβά πρόσωπα, τη Χουχού και τον Ποκοπίκο σε διάφορα καρτούν τηλεοπτικής ζούγκλας, ας πηγαίνουν, αλλά πρέπει να γνωρίζουν ότι, μαζί με την ελευθερία της επιλογής υπάρχει και το δικαίωμα της αντίστασης και της κριτικής, ως αν αναφαίρετο δικαίωμα στην πολιτική δημοκρατία.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, θα μπορούσε και θα έπρεπε μια αναθεώρηση να δει αλλιώς βασικά ζητήματα, όπως είναι ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους, όπως είναι η προστασία του περιβάλλοντος. Ξέρετε κυρίες και κύριοι συνάδελφοι της κυβερνητικής πλειοψηφίας, πότε επιχειρούμε εμείς να πειράξουμε -κατά την γνωστή ορολογία - ξανά το άρθρο 24; Όταν κάθε μέρα διαβάζουμε όλοι τις κραυγές αγωνίας όλου του πλανήτη για τις αλλαγές στο κλίμα, για τον κίνδυνο εξάντλησης των πόρων και για την καταστροφή της αειφορίας. Σε αυτή την περίοδο λοιπόν που από παντού επισημαίνεται η αναγκαιότητα δραστικών αλλαγών στον τύπο της ανάπτυξης, στον τύπο της παραγωγής, αλλά και στις μορφές της κατανάλωσης και της σχέσης κοινωνίας και περιβάλλοντος όλοι είμαστε υποχρεωμένοι να επιδείξουμε τη μεγαλύτερη δυνατή εγρήγορση. Είναι ποτέ δυνατόν σε αυτή την κρίσιμη ώρα δοκιμασίας του πλανήτη και της ανθρωπότητας η ελληνική βουλή να αλλάζει χειροτερεύοντας τις σχέσεις κοινωνίας και πολιτικής προς το περιβάλλον. Δεν είναι μόνο ότι δεν πρέπει να πειραχθεί το άρθρο 24. Πρέπει να ληφθούν όλα εκείνα τα μέτρα, ώστε η χώρα μας να μην είναι ο κύριος πελάτης του δικαστηρίου Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για περιβαλλοντικές παραβάσεις. Και ακόμη θα έπρεπε να αντιμετωπιστούν ζητήματα τα οποία έχουν σχέση με την εξασφάλιση μιας κοινωνικής συνοχής. Καμιά ανάπτυξη και καμιά προκοπή δεν μπορεί να έχουν αντίκρισμα εάν δεν είναι η κοινωνία με συνοχή, εάν δεν μπορεί δηλαδή η κοινωνία στο σύνολό της να έχει τις προϋποθέσεις για αξιοβίωτη καθημερινότητα. Κι εδώ που έχουμε φτάσει. Φτάσαμε στο σημείο, αφού από το 96 μέχρι το 2004 όλες τις προτάσεις που κατέθεσε ο Συνασπισμός για την καθιέρωση του Ελαχίστου Εγγυημένου Εθνικού Εισοδήματος να της απορίψετε μετά πολλών επαίνων, φθάσαμε στο σημείο η μεν πρόταση της Ν.Δ. να ομιλεί περί κοινωνικής συνοχής η δε πρόταση του ΠΑΣΟΚ να ομιλεί περί Ελαχίστου Εγγυημένου Εθνικού Εισοδήματος και παρά την ταυτολογία να διαφωνείτε. Ούτε η Ν.Δ. να υιοθετεί το ταυτόσημον ούτε το ΠΑΣΟΚ να αποδέχεται το ταυτόσημον εννοιολογικά και πραγματολογικά. Αποτέλεσμα, και αυτά τα μεγάλα θέματα που έχουν σχέση με την ισόρροπη ανάπτυξη και την αξιοβίωτη καθημερινότητα όλων και αυτά τα θέματα να υποκύπτουν στον ανταγωνισμό των εντυπώσεων και της δικομματικής αντιπαράθεσης.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, η θέση μας είναι σαφής. Αυτή η αναθεώρηση δεν έπρεπε να ξεκινήσει. Είναι προφανείς οι λόγοι τακτικισμού και της κυβέρνησης και της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Η τακτική, βεβαίως, είναι εντός της πολιτικής.  Ένα, όμως, είναι βέβαιο. Ότι όχι μόνο δεν ήταν αναγκαία αλλά και αυτό το μη αναγκαίο ξεκίνησε και παραμένει μετέωρο. Ξεκίνησε συναινετικά αλλά γίνεται μονοκομματικά. Ξκίνησε ως μεταρρύθμιση αλλά τελικά γίνεται διαρρύθμιση. Εμείς, λοιπόν, είπαμε ότι αυτή η αναθεώρηση δεν ήταν αναγκαία, πήραμε μέρος στις διαδικασίες, γιατί έτσι πρέπει να λειτουργούν οι θεσμοί, συμμετείχαμε στην επιτροπή, καταθέτοντας προτάσεις, είχαμε και θέματα στα οποία συμφωνούσαμε και θέματα στα οποία διαφωνούμε και εξακολουθούμε να διαφωνούμε, την ίδια τακτική θα ακολουθήσουμε και σε αυτήν την φάση. Μέχρι την ολοκλήρωσή της έχουμε απόψεις θα τις καταθέτουμε, θα λέμε που διαφωνούμε που συμφωνούμε και από κει και πέρα ο καθένας αναλαμβάνει την πολιτική του ευθύνη απέναντι στο σήμερα και στο αύριο.

Κυρίες και κύριοι συνάδελφοι είμαστε σε κοινοβουλευτική εμπλοκή. Σε περίοδο προεκλογική, η πόλωση ήδη χτυπάει την πόρτα. Θα είναι ακραία και άγρια. Τα ΜΜΕ θέλουν να είναι εκείνα που θα προηγηθούν της κάλπης. Οι σφυγμομετρήσεις παίρνουν τη θέση της κάλπης και τα ΜΜΕ παίρνουν τη θέση του χρίσματος έτσι ώστε η Βουλή των αντιπροσώπων να κινδυνεύει να μετεξελιχθεί σε Βουλή των αναγνωρίσιμων. Εάν δεν υπάρχει κοινωνική και ηθική νομιμοποίηση στις πολιτικές αποφάσεις που παίρνουμε,  εκτεθειμένοι θα είναι η πολιτική και βεβαίως ζημιωμένη η κοινωνία και κάποτε πρέπει να σταματήσει αυτό το παιχνίδι.”