«Σε όλα τα μεγάλα προβλήματα της κοινωνίας και της Πολιτείας, η κυβέρνηση προκαλεί κλίμα αντιδικίας, ενώ ρητορεύει για συναίνεση. Πρώτα διαμορφώνει συνθήκες κρίσης και μετά ενοχοποιεί όσους διαμαρτύρονται για την αναστάτωση, που προκαλεί ο επιθετικός κυβερνητισμός. Ενώ επικαλείται την κοινή λογική του μεσαίου χώρου, αφορίζει ισοπεδωτικά κάθε κριτική διαφωνία ή εναλλακτική διεκδίκηση.
Οι κυβερνητικές προτάσεις δεν συγκροτούν την έννοια και το περιεχόμενο της διαρθρωτικής μεταρρύθμισης, αλλά έχουνε έντονα τα χαρακτηριστικά της διαχειριστικής διαρρύθμισης. Η κυβέρνηση έχει την ευθύνη ότι προκάλεσε πολύ μεγάλη πολιτική αναστάτωση για να εμφανίσει ένα σχέδιο νόμου, σε προφανή δυσαναλογία με τα όσα διακυβεύονται αλλά και τις πραγματικές προκλήσεις.
Πρόσθετο δείγμα νεοφιλελεύθερου νεοσυντηρητισμού αλλά και συγκεντρωτικού νεοαυταρχισμού, η όλη στάση της Κυβέρνησης στα θέματα της Παιδείας. Το πραγματικό δίλημμα, μέσα στις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, δεν είναι το «ναι ή όχι στη μεταρρύθμιση», αλλά το εάν θα επεκταθεί η μετάλλαξη στη θεσμική συγκρότηση της μεταπολιτευτικής δημοκρατίας και κοινωνίας. Γιατί αυτό είναι το κρίσιμο διακύβευμα. Η διεύρυνση της Δημοκρατίας και των αυτόνομων αντιπροσωπευτικών θεσμών της ή, αντιθέτως, η μετάλλαξή τους σε παράρτημα της οικονομίας και των ανταγωνιστικών συμφερόντων της.
Δυστυχώς, στο βωμό της νεοφιλελεύθερης προσαρμογής, μετά το κοινωνικό κράτος, μετά το κράτος δικαίου και δημοκρατικών εγγυήσεων, θυσιάζεται και το Δημόσιο Πανεπιστήμιο, ως αυτόνομος, ανοιχτός και αυτοδιοικούμενος χώρος ελευθερίας, έρευνας, αμφισβήτησης, νέων ιδεών και διαρκών διεκδικήσεων. Η Universitas, η Πανεπιστημιάδα, συγκροτήθηκε ως θεσμός, απέναντι στην αυθεντία της μιας αλήθειας και στον ηγεμονισμό της κρατικής αυταρχίας, με λειτουργικό προορισμό και ιστορικό ρόλο την ανάπτυξη του πλουραλισμού των ιδεών και της πολυμορφίας των κοινωνικών διεργασιών. Ο παραδοσιακός συντηρητισμός θέλησε επιμόνως να περιορίσει αυτό το δημόσιο χώρο της πολιτικής, της κοινωνίας και της γνώσης, ώστε να το ενσωματώσει στις συγκεντρωτικές και παρεμβατικές δομές. Ο νεοσυντηρητισμός της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης επιδιώκει τη διπλή ενσωμάτωση του δημοσίου Πανεπιστημίου, ως χώρου ελευθερίας, στην επιτήρηση του Κράτους και στην επιρροή της αγοράς.
Οι νομοθετικές επιλογές της κυβέρνησης για την Τριτοβάθμια Εκπαίδευση, θα ανοίξουν νέους γύρους διαφωνιών και αντιπαραθέσεων. Επιδιώκουν να δημιουργήσουν μια ψευδή συνείδηση για αναμόρφωση της Παιδείας, ενώ πρόκειται για επιζήμια μετάλλαξη, αφού δεν εξασφαλίζονται οι αναγκαίες οικονομοτεχνικές και θεσμικό – λειτουργικές προϋποθέσεις για υλοποίηση πραγματικών αλλαγών.
Και στους χειρισμούς για τα θέματα της Παιδείας, όπως και στις προτάσεις για την αναθεώρηση του Συντάγματος, η κυβέρνηση εκφράζει τη διπλή τάση, που κυριαρχεί στο νεοφιλελεύθερο κυβερνητισμό. Από τη μια ενίσχυση της συγκεντρωτικής εκτελεστικής εξουσίας και από την άλλη καχυποψία προς τη θεσμική δημοκρατική αυτονομία της πολιτικής, δυσπιστία προς την ανεξαρτησία, λειτουργική και προσωπική, της δικαστικής εξουσίας και των φορέων της.
Αποκαλυπτικό δείγμα η πρόταση για ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου, που θα συγκροτηθεί με κυβερνητική απόφαση, θα έχει μικτή σύνθεση και θα αποτελεί, ακόμα και κατά την κυβερνητική εισήγηση, ενδιάμεση μορφή ελέγχου της συνταγματικότητας, μεταξύ διάχυτου ελέγχου και συγκεντρωτικού ελέγχου, με μετατόπιση υπέρ του συγκεντρωτικού ελέγχου, κάτι που αντιστρατεύεται τις κατακτήσεις του ελληνικού συνταγματικού πατριωτισμού ενός αιώνα.
Στα άρθρα 88 και 100, σε συνδυασμό με τα άρθρα για τα οικονομικά των κομμάτων, αλλά και τα ζητήματα προστασίας περιβάλλοντος, γίνεται φανερό ότι το λεγόμενο Συνταγματικό Δικαστήριο έχει συγκεκριμένο πολιτικό ρόλο να επιτελέσει, να περιορίσει τη λειτουργία ανεξάρτητων δικαστηρίων, να διεκδικήσει ρόλο ρυθμιστή εισοδηματικής και κοινωνικής πολιτικής, να περιορίσει το εύρος της πολιτικής προγραμματικής αντιπαράθεσης και να μετατρέψει θέματα πολιτικά και οικονομικά, από προβλήματα θεσμικής δράσης, διεκδίκησης κι ερμηνείας σε ζητήματα δικαστικής αντιδικίας.
Το Συνταγματικό Δικαστήριο θα ασκεί συγκεντρωτικό εξαρχής έλεγχο συνταγματικότητας, θα έχει αρμοδιότητες για την εκλογική νομιμότητα. Θα έχει το ρόλο του μισθοδικείου σε διαφορές για τις αποδοχές δικαστών, θα έχει αποφασιστικό ρόλο επί διαδικασίας, που προηγείται της σύναψης συμβάσεων έργων, προμηθειών και υπηρεσιών.
Έτσι εγκαθιδρύεται παρένθετο όργανο μεταξύ ανωτάτων δικαστηρίων, που παρακάμπτει πια την ανεξάρτητη δομή της δικαιοσύνης, αφού είναι ταυτοχρόνως και όργανο υπέρτερο των κοινών δικαστηρίων, που ασκούν έλεγχο συνταγματικότητας.
Η ίδρυση Συνταγματικού Δικαστηρίου μαζί με την αναθεώρηση του άρθρ. 90 για την εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης, προσβάλλει τις βάσεις του κράτους δικαίου και τα κριτήρια θεσμικής ανεξαρτησίας και κοινωνικής εμπιστοσύνης της Δικαιοσύνης.
Είναι χαρακτηριστική η εμμονή των δύο κομμάτων στην διατήρηση ενός καθεστώτος εκλογής της ηγεσίας της δικαιοσύνης, που δεν εξυγιαίνει ούτε αναβαθμίζει την δικαστική λειτουργία.
Η εμπειρία του μισθοδικείου, η επιλογή του Συνταγματικού Δικαστηρίου και η πρόταση του άρθρ. 103 για τους υπαλλήλους στη δημόσια διοίκηση με σχέση ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δείχνουν ότι η επινόηση καινοφανών θεσμών, υπό το κράτος των περιστάσεων και προς εξυπηρέτηση πολιτικών στόχων, που υποκρύπτονται, οδηγεί σε αδιέξοδα και υποβιβάζει το Σύνταγμα σε όργανο άσκησης τρέχουσας πολιτικής. Το πρόβλημα των συμβασιούχων αποκαλύπτει αυτήν την υστεροβουλία.
Στο άρθρ. 102, για την Τ.Α. και στο 101, με την προσθήκη περί νησιωτικών περιοχών και ορεινών περιοχών (όπως προτείνει το ΠΑΣΟΚ), επιβεβαιώνεται η τάση να καλύπτονται, με συνταγματικές ρήτρες, προβλήματα εφαρμογής πολεοδομικών σχεδίων και σχεδίων περιφερειακής ανάπτυξης. Ακόμα, βεβαίως, δεν έχει αποσαφηνιστεί η διάρθρωση των δομών περιφερειακής αποκέντρωσης, με αυτοδιοίκηση, μητροπολιτικής αυτοδιοίκησης, αιρετών δήμων και περιφερειών, με σαφή ρόλο των νομαρχιακών δομών.
Στα άρθρ. 79, για τη συζήτηση και ψήφιση του Προϋπολογισμού, πάλι επιβεβαιώνεται ότι δια του Συντάγματος επιχειρείται να καλύπτουμε πολιτικές στρεβλώσεις και παραδοσιακές συνθήκες. Εκεί πολλά μπορούν να γίνουν, πριν από οποιαδήποτε αναθεώρηση. Από την αλλαγή του κανονισμού, την αλλαγή των κωδίκων, την κατάργηση των ειδικών λογαριασμών, την ενίσχυση της πολιτικής και κοινωνικής διαφάνειας.
Δεν χρειάζεται η αναθεώρηση του άρθρ. 104 και για το θέμα των αποδήμων, που συγκροτούν τον Ελληνισμό της Διασποράς, το εριζόμενο δεν είναι οι συνταγματικές ορολογίες όσο η σχεδιασμένη και συντονισμένη πολιτική εφαρμογή μεσοπρόθεσμου σχεδίου στήριξης και αξιοποίησης».