Skip to main content.
11/02/2007

ΜΕΤΑ ΤΗΝ ΠΡΟΤΑΣΗ ΔΥΣΠΙΣΤΙΑΣ | 'Αρθρο του Γιάννη Δραγασάκη στην εφημερίδα ΑΥΓΗ, 11/02/2007

Τι έμεινε τελικά μετά την πρόταση δυσπιστίας; Ποιο πρακτικό αποτέλεσμα είχε η διαδικασία αυτή, αν υπήρξε τέτοιο;

Τυπικά, όπως κάθε πρόταση δυσπιστίας προς την Κυβέρνηση, έτσι και η τελευταία πρόταση που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ, είχε ως αίτημά της την παραίτηση της Κυβέρνησης και την προκήρυξη εκλογών. Και δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το ΠΑΣΟΚ απʼ εδώ και πέρα θα ζητά συνεχώς εκλογές «για να μιλήσει ο λαός».

Ωστόσο, το αίτημα αυτό δεν παράγει κάποιο πρακτικό αποτέλεσμα. Όχι μόνο διότι δε συγκέντρωσε, όπως αναμενόταν, την αναγκαία πλειοψηφία στη Βουλή, αλλά δε βρίσκει μεγάλη απήχηση και στην κοινωνία. Το αίτημα για εκλογές έχει ως αποδέκτη του την Κυβέρνηση από τη βούληση της οποίας και ειδικότερα του Πρωθυπουργού, εξαρτάται, με βάση το Σύνταγμα, ο χρόνος των εκλογών.    

Αν όμως το αίτημα για εκλογές δεν παράγει άμεσο πολιτικό αποτέλεσμα, δε συμβαίνει το ίδιο με το άλλο σκέλος της πρότασης μομφής που κατέθεσε το ΠΑΣΟΚ και το οποίο συνίσταται στην αποχώρησή του από τη διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος. Αυτό σημαίνει ότι το ΠΑΣΟΚ δε θα ψηφίσει στην ολομέλεια της Βουλής υπέρ της αλλαγής του άρθρου 16 του Συντάγματος, όπως έκανε στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής. Η δικομματική συναίνεση, επομένως, που είχε οικοδομηθεί για την αλλαγή του άρθρου 16 ανατρέπεται ή ορθότερα αναβάλλεται για την επόμενη Βουλή. Διότι για να αλλάξει πλέον το άρθρο αυτό θα πρέπει στη νέα Βουλή να συγκεντρωθούν 180 ψήφοι που σύμφωνα με όλα τα δεδομένα κανένα κόμμα δε θα διαθέτει από μόνο του.

Συνεπώς, η κατάρρευση αυτής της συναίνεσης, είναι εκείνο που μένει από την πρόταση μομφής. Και δεν έχουν άδικο όσοι θεωρούν ότι ο πραγματικός στόχος της ήταν η απεμπλοκή του ΠΑΣΟΚ από την ψηφοφορία, κυρίως για το άρθρο 16, στην ολομέλεια της Βουλής.

Ακόμα κι αν η ακύρωση αυτής της δικομματικής συναίνεσης αποδειχθεί πρόσκαιρη, ακόμη κι αν αυτή αναβιώσει ή επιχειρηθεί εκ νέου στη νέα Βουλή, η σημασία της εξέλιξης αυτής δεν μπορεί να υποτιμηθεί.

Ποιοι παράγοντες την επέβαλαν;

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι διαφωνίες ως προς την αναθεώρηση του άρθρου 16, ως προς τα ιδιωτικά πανεπιστήμια και ως προς την ακολουθητέα κοινοβουλευτική ταχτική υπήρχαν μέσα στο ΠΑΣΟΚ εξαρχής.

Όμως, παρά τις διαφωνίες αυτές, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ επεχείρησε με τρόπο επιθετικό, αν όχι και προκλητικό, μια δικομματική συναίνεση με τη Ν.Δ. υπέρ της αλλαγής του άρθρου 16.  Το ότι η συναίνεση αυτή δεν άντεξε, και τελικά έσπασε, δεν μπορεί να ερμηνευθεί χωρίς να υπολογισθεί ο καταλυτικός ρόλος του εκπαιδευτικού κινήματος και η συνεπής πολιτική έκφραση και στήριξη του κινήματος αυτού από μέρους της Αριστεράς και ειδικότερα του Συνασπισμού, μέσα και έξω από τη Βουλή. Χωρίς την ύπαρξη αυτού του κινήματος οι εσωκομματικές διαφωνίες στο ΠΑΣΟΚ θα έμεναν θεωρητικές, οριακές και συμβολικές. Η ανάπτυξη του εκπαιδευτικού κινήματος, που ήταν ένα κίνημα δράσης αλλά και ιδεών, επιχειρημάτων και προτάσεων, βρήκε ερείσματα μέσα στην κοινωνία. Ακόμη και τα αποτελέσματα δημοσκοπήσεων ως προς την πρόθεση ψήφου, έστελναν σήματα κινδύνου και έκαναν πολλούς από το χώρο του ΠΑΣΟΚ να συζητούν ανοιχτά την ανάγκη κάποιας κίνησης.

Στο μεταξύ, η διαφοροποίηση απροσδόκητα σημαντικού αριθμού βουλευτών της Ν.Δ. από την επίσημη κομματική γραμμή, που ήταν υπέρ της αναθεώρησης του άρθρου 24 (για τα δάση και το περιβάλλον), κατά κάποιο τρόπο, λειτούργησε ενισχυτικά προς τις τάσεις διαφοροποίησης βουλευτών του ΠΑΣΟΚ ως προς το άρθρο 16. Δημιουργήθηκε ένα κοινοβουλευτικό κλίμα που ευνοούσε την ψήφο κατά συνείδηση, και τη διαφοροποίηση, των μεν βουλευτών της Ν.Δ. για το άρθρο 24, των δε βουλευτών του ΠΑΣΟΚ για το άρθρο 16.

Χωρίς την αποχώρηση, συνεπώς, του ΠΑΣΟΚ από τη διαδικασία της αναθεώρησης, η ηγεσία του διέτρεχε τον κίνδυνο να δει καταψήφιση των επιλογών της  από σημαντικό αριθμό βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Μένει να δούμε αν η αποχώρηση αυτή θα επηρεάσει τη διαφοροποίηση βουλευτών της Ν.Δ. ως προς το άρθρο 24.

Και στις δύο πάντως περιπτώσεις, και σʼ αυτήν του άρθρου 16 και σʼ εκείνη του άρθρου 24, η κοινωνική αντίθεση, αν και εκδηλώθηκε με διαφορετικούς κινηματικούς όρους, έπαιξε καταλυτικό ρόλο στις διαφοροποιήσεις που εκδηλώθηκαν.

Ωστόσο, η δράση που οδήγησε σ' αυτό το θετικό αποτέλεσμα πρέπει να συνεχισθεί, να ενταθεί και να συνδεθεί ακόμη περισσότερο με την κοινωνία. Το εκπαιδευτικό κίνημα έχει τις γνώσεις και τη δυνατότητα να αναδείξει ακόμη περισσότερο το θετικό περιεχόμενο της αντίστασής του και να παρουσιάσει με ακόμη πιο συγκεκριμένο και εύληπτο τρόπο την εναλλακτική του ατζέντα και πρόταση για την αναγκαία εκπαιδευτική μεταρρύθμιση, με στόχο ένα σύγχρονο, αναβαθμισμένο και αξιόπιστο δημόσιο εκπαιδευτικό και ερευνητικό σύστημα, αντάξιο των πιο προωθημένων προσδοκιών του λαού μας και των απαιτήσεων της εποχής μας.

Στις εξελίξεις αυτές ο Συνασπισμός και οι ευρύτερες δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς και της οικολογίας, είχαν ένα ρόλο μαχητικό, διακριτό και αναγνωρίσιμο, που συνιστά μια σημαντική υποθήκη για το μέλλον.

Ακριβώς γι' αυτό, ο Συνασπισμός θα παραμείνει στο στόχαστρο των δυνάμεων που ενοχλούνται από την παρουσία του. Και δεν πρέπει να παραβλέπονται ή να υποτιμούνται οι δυνάμεις αυτές. Υπάρχουν δυνάμεις του κατεστημένου που δεν κρύβουν την προτίμησή τους για ένα τρικομματικό πολιτικό σύστημα και για ένα ακόμη πιο ενισχυμένο δικομματισμό. Εκτιμούν ότι μια τρικομματική βουλή θα είναι περισσότερο ελέγξιμη από μια 4-κομματική ή 5-κομματική.

'Αλλοι πάλι, χωρίς να πηγαίνουν τόσο μακριά, ανησυχούν για τις συνέπειες του εκλογικού νόμου με τον οποίο θα γίνουν οι επόμενες εκλογές. Και τούτο, γιατί με την ενίσχυση του Συνασπισμού και την ενδεχόμενη είσοδο του ΛΑΟΣ στη Βουλή, ενδέχεται να καταστεί οριακή η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος. Τέλος, άλλοι, ανησυχούν για τον "διαβρωτικό" ρόλο του Συνασπισμού. Μπορεί οι επιθέσεις του κ. Πολύδωρα για τη δήθεν κάλυψη που δίνει ο Συνασπισμός στους "κουκουλοφόρους" να έπεσαν στο κενό, όμως τώρα, ο ίδιος υπουργός επισείει έναν ακόμη μεγαλύτερο "κίνδυνο".

Μιλώντας στη βουλή, με αφορμή την πρόταση δυσπιστίας, εξέφρασε την έντονη ανησυχία του για την επίδραση που ασκεί ο Συνασπισμός και οι ιδέες του στην κοινωνία και ειδικότερα σε δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ. "Γίνατε ουρά του Συνασπισμού και με το άρθρο 16" επιτίμησε από το βήμα της βουλής τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ ο κ. Πολύδωρας. Για να καταλήξει με μια δραματική έκκληση προς την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ: "Κρατείστε ένα κομμάτι της αστικής κεντροαριστεράς, σεβαστείτε το". Ανησυχεί ο κ. Πολύδωρας που "εκπρόσωποι της ΠΑΣΠ διαρρηγνύουν τις σχέσεις τους με το κόμμα τους" και συντάσσονται με τις δυνάμεις του Συνασπισμού. Ανησυχεί που δυνάμεις του ΠΑΣΟΚ "βγαίνουν στους δρόμους", όπου όμως χάνουν, όπως είπε, όλες τις μάχες "διότι στο πεζοδρόμιο κυριαρχεί η Αριστερά".

Μπορεί η Α. Παπαρήγα να κατηγορεί τον Συνασπισμό ότι "μολύνει το κίνημα" και αφαιρεί ριζοσπαστισμό απ' αυτό. Όμως, ο κ. Πολύδωρας και οι μηχανισμοί, που το υπουργείο του θέτει στη διάθεσή του, κάνουν διαφορετικές διαπιστώσεις.

Ασφαλώς ο Συνασπισμός, όχι μόνο έχει τη δυνατότητα να πετύχει αύξηση της εκλογικής του δύναμης, αλλά περικλείει και τη δυναμική θετικών εκπλήξεων.

Ο δρόμος μας όμως δε θα είναι ούτε εύκολος ούτε ανθόσπαρτος. Θα είναι γεμάτος από επιθέσεις, συκοφαντίες, τρικλοποδιές ακόμη και προβοκάτσιες.

Η προετοιμασία, επομένως, του Συνασπισμού για την επερχόμενη εκλογική μάχη πρέπει να ολοκληρωθεί έγκαιρα και να γίνει με τρόπο που να ενισχύει τη συνοχή του και να προωθεί τη μέγιστη δυνατή συσπείρωση των ευρύτερων δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς και της οικολογίας.

Διαφορετικές πολιτικές εκτιμήσεις, θεμιτές προσωπικές φιλοδοξίες, πρακτικές διευθετήσεις που πρέπει να γίνουν για να διασφαλισθεί η πλουραλιστική εκπροσώπηση του ΣΥΡΙΖΑ, ή η ανανέωση, αυτά και άλλα ζητήματα, πρέπει να αντιμετωπιστούν σε συνθήκες συστράτευσης και αλληλοσεβασμού, με όρους μάχης και με κοινό στόχο ένα νικηφόρο αποτέλεσμα.

Οι στόχοι της εκλογικής ενίσχυσης, της πλουραλιστικής εκπροσώπησης του ΣΥΡΙΖΑ και της ανανέωσης της κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης, μπορούν να συνδυαστούν και να λειτουργήσουν συμπληρωματικά και όχι ανταγωνιστικά μεταξύ τους.