Γ. ΔΡΑΓΑΣΑΚΗΣ: Νομίζω θα συμφωνήσουμε, ότι υπάρχει μια διάχυτη κοινωνική γκρίνια για τις Τράπεζες. Δημοσιεύματα του Τύπου, Μέσα Ενημέρωσης, στη Βουλή, ακόμα και σε ιδιωτικές συζητήσεις το θέμα των Τραπεζών συζητείται με αρνητικό τρόπο πολλές φορές.
Νομίζω, ότι η σημερινή ημερίδα είναι σημαντική στο μέτρο που θα μας επιτρέψει από τη γκρίνια αυτή να περάσουμε σε μια πιο συγκροτημένη άποψη, σε μια κοινωνική διεκδίκηση και σε μια πολιτική στόχευση. Δηλαδή τι τελικά μπορεί και πρέπει να γίνει;
Για να διατυπώσω κάποιες σκέψεις διάλεξα ως τίτλο: «Το νέο ζήτημα των Τραπεζών απαιτεί πολιτική λύση». Να εξηγήσω τι εννοώ. Ίσως αρκετοί θα γνωρίζουν από την ιστορία ότι πριν από πολλά χρόνια, αναφέρομαι στο 19ο αιώνα, στα 1870 περίπου, τότε υπήρξε μια μεγάλη αναστάτωση στην οικονομική και στην πολιτική ζωή της χώρας μας.Επιχειρηματίες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, το Παλάτι, όλοι είχαν διχαστεί. Άλλοι έπαιρναν το μέρος της εγχώριας τότε επιχειρηματικής τάξης, που ήταν συσπειρωμένη κυρίως γύρω από την Εθνική Τράπεζα, που ήταν και η μόνη τότε Τράπεζα, άλλοι έπαιρναν τη θέση του Ανδρέα Συγγρού. Εκείνου του κεφαλαιούχου από την Ομογένεια, που μαζί και με πολλούς άλλους κεφαλαιούχους τότε, είχε έρθει με βαρύγδουπα σχέδια στην Ελλάδα.
Το μήλον της έριδος που είχε προκαλέσει αυτή τη διαμάχη και το διχασμό ήταν το εκδοτικό προνόμιο της Εθνικής Τράπεζας, τότε η Εθνική εξέδιδε τη δραχμή και αυτή ήταν μία κερδοφόρα δραστηριότητα.
Ο Συγγρός, λοιπόν, και άλλοι κεφαλαιούχοι είχαν πει τότε, είχαν προτείνει, ότι εμείς θα φέρουμε κεφάλαια στην Ελλάδα, θα κάνουμε επενδύσεις, θα δημιουργήσουμε και καινούργιες Τράπεζες, υπό έναν όρο, ότι θα μας δώσετε μερίδιο του εκδοτικού προνομίου, να τυπώνουμε κι εμείς δραχμές.
Από εκεί άρχισε αυτή η διαμάχη, η οποία βεβαίως, ήταν η κορυφή του παγόβουνου. Η διαμάχη αφορούσε γενικότερα τη θέση των κεφαλαίων της διασποράς στο ελληνικό γίγνεσθαι, τη θέση των κεφαλαιούχων της Ομογένειας στην υπό συγκρότηση τότε οικονομική και πολιτική ελίτ της χώρας μας. Είχε να κάνει συνολικότερα με τη στρατηγική της ανάπτυξης και τον έλεγχο της ανάπτυξης.
Ο Καθηγητής, κ. Δερτιλής του Πανεπιστημίου Αθηνών ερεύνησε εκείνο το επεισόδιο και του έδωσε τον τίτλο, όπως και στην ομώνυμη μελέτη του, "το ζήτημα των Τραπεζών".
Εγώ βρήκα ενδιαφέρον στην ιστορία αυτή το γεγονός, ότι, για πρώτη φορά νομίζω, εμπεδώθηκε με έναν τρόπο τεκμηριωμένο η στενή και πολυσχιδής διαπλοκή των τραπεζών με το οικονομικό γίγνεσθαι και με την πολιτική ζωή και την πολιτική εξουσία γενικότερα.
Και αυτό τεκμηριώθηκε όχι ως ένα στιγμιαίο γεγονός, αυτό έμελλε να αποδειχθεί, όπως έδειξε και η μετέπειτα ιστορία, ως ένα σταθερό και μόνιμο χαρακτηριστικό της ελληνικής οικονομικής και πολιτικής ιστορίας. Δηλαδή σε όλες τις εποχές πάντα υπήρχε κάποιο ζήτημα των τραπεζών με τη μία του ή την άλλη του μορφή.
Υπάρχει, λοιπόν, και σήμερα κάποιο ζήτημα των Τραπεζών, στο οποίο ενδεχομένως εντάσσονται όλα αυτά τα οποία ζούμε, συζητούμε, ανιχνεύουμε; Νομίζω, πως ναι.
Το ζήτημα αυτό, το νέο ζήτημα των Τραπεζών μπορούμε να πούμε, ότι συνίσταται στο γεγονός, ότι ενώ ο ρόλος των Τραπεζών, στην εποχή μας, γίνεται ακόμη πιο επιβλητικός και ακόμη πιο σημαντικός, η τεράστια δύναμη των Τραπεζών βρίσκεται πάνω από τον έλεγχο των κοινωνιών.
Πράγματι, τις τελευταίες δεκαετίες ο τραπεζικός κλάδος έγινε πεδίο μεγάλων αλλαγών. Οι Τράπεζες έχουν εξελιχθεί πια σε γιγάντιους φορείς παροχής ποικίλων υπηρεσιών, από υπηρεσίες αποταμίευσης, δανειοδότησης, επενδύσεων, ασφάλισης, μέχρι την πληρωμή των καθημερινών λογαριασμών. Οι Τράπεζες διαμεσολαβούν πλέον όχι μόνο μεταξύ επιχειρήσεων ή στο εύπορο στρώμα της κοινωνίας, αλλά διαμεσολαβούν στην εκπλήρωση των συναλλαγών ολόκληρης της κοινωνίας και των νοικοκυριών.
Αυτή η διεύρυνση του οικονομικού ρόλου των Τραπεζών έφερε στο προσκήνιο νέα πεδία που, κατά τη γνώμη μου, χρήζουν πολιτικής ρύθμισης και ελέγχου. Η πολιτική όμως που ασκήθηκε όλα αυτά τα χρόνια δεν παρακολούθησε αυτές τις εξελίξεις και δεν ανταποκρίθηκε, ούτε ανταποκρίνεται σʼ αυτές τις ανάγκες.
Οι κυβερνήσεις κατά κάποιο τρόπο λειτούργησαν ως ένας τροχονόμος στην υπηρεσία των Τραπεζών με την πλάτη γυρισμένη στις ανάγκες της κοινωνίας. Οι τραπεζικές αγορές απελευθερώθηκαν και οι Τράπεζες λειτουργού σ' ένα απελευθερωμένο περιβάλλον.
Η εποπτεία η οποία ασκείται και η οποία, σε ορισμένες περιπτώσεις, είναι αυστηρή (από τις Κεντρικές Τράπεζες), περιορίζεται στη διασφάλιση της κερδοφορίας των Τραπεζών και της φερεγγυότητας του συστήματος. Δεν υπεισέρχεται δηλαδή στο θέμα της προστασίας των συναλλασσόμενων με τις Τράπεζες ή σε γενικότερες επιπτώσεις από τη δράση των Τραπεζών στην οικονομία και την κοινωνία.
Η προστασία των συναλλασσόμενων έχει αφεθεί στην καλή θέληση των Τραπεζών, στην αυτορύθμιση των Τραπεζών κα σε μια αναποτελεσματική νομοθεσία περί ανταγωνισμού.
Δεν θα ήταν υπερβολή να πούμε, ότι σε πολλές περιπτώσεις οι Τράπεζες λειτουργούν, αλλά και αντιμετωπίζονται από τις κυβερνήσεις ως κράτος εν κράτει. Έτσι οι συναλλασσόμενοι πλήττονται από την ασύμμετρη δύναμη των Τραπεζών και πολλές φορές από την κατάχρηση αυτής της δύναμης, όπως αναγνώρισε και πρόσφατη έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ανταγωνισμού.
Οι Τράπεζες επιβάλλουν προμήθειες μονομερώς και αυθαίρετα σε ό,τι οι ίδιες κρίνουν. Οι Τράπεζες καθορίζουν ελεύθερα την πιστωτική τους πολιτική, μπορεί να δίνουν ή να μην δίνουν δάνεια σε μια κατηγορία αγνοώντας άλλες ανάγκες της κοινωνίας. Μπορεί μια Τράπεζα να δίνει μόνο καταναλωτικά δάνεια ή μόνο στεγαστικά.
Τέλος, αν και οι Τράπεζες έχουν ως θεμελιώδη λειτουργία τους τη διαχείριση των αποταμιεύσεων μιας κοινωνίας, η ίδια η κοινωνία υπό το σημερινό νεοφιλελεύθερο καθεστώς δεν έχει έλεγχο επί των Τραπεζών. Αντίθετα, ανά πάσα στιγμή, η μια ή η άλλη Τράπεζα ή και συνολικά ολόκληρο το τραπεζικό σύστημα μιας χώρας μπορεί να εξαγοραστεί και να περιέλθει υπό τον έλεγχο δυνάμεων άσχετων ή και ξένων ως προς τη συγκεκριμένη κοινωνία.
Είναι προφανές ότι αυτά και άλλα προβλήματα που δημιουργεί το απελευθερωμένο από κάθε δημόσιο ή κοινωνικό έλεγχο καθεστώς λειτουργίας των Τραπεζών δεν μπορούν να αντιμετωπιστούν με όρους αυτορύθμισης ή ενδοτραπεζικού ανταγωνισμού. Αντίθετα απαιτούνται νομοθετικές και πολιτικές πρωτοβουλίες που να προστατεύουν τους συναλλασσόμενους από την υπερδύναμη των Τραπεζών, την ασύμμετρη δύναμη των Τραπεζών όπως λένε τα κείμενα, να αποτρέπουν καταστάσεις υπερχρέωσης και στρέβλωσης της κατανομής των πιστώσεων, να αποτρέπουν ανεπιθύμητες εξαγορές και συνολικά να επανασυνδέουν το τραπεζικό σύστημα με τις ανάγκες της κοινωνίας και την εξυπηρέτηση αυτών των αναγκών.
Με βάση αυτή τη γενική διαπίστωση, θα ήθελα τώρα να έρθω σε ορισμένα από τα συγκεκριμένα προβλήματα, σε μια προσπάθεια να διατυπώσω και ορισμένες σκέψεις ως προς την αντιμετώπισή τους.
Και αρχίζω απʼ αυτό το πρόβλημα, το οποίο είναι στην επικαιρότητα, το πρόβλημα των εξαγορών και ιδιαίτερα των επιθετικών εξαγορών, το οποίο συνδέεται και με το λεγόμενο θέμα της ελληνικότητας των Τραπεζών και του Τραπεζικού συστήματος.
Το ερώτημα το οποίο έχει αναδειχθεί είναι κατά πόσο σήμερα έχει νόημα να μιλάμε για ελληνικότητα ή για εθνικότητα γενικά των Τραπεζών και του τραπεζικού συστήματος; Μήπως όλα αυτά είναι παρωχημένα στην εποχή μας;
Το θέμα αυτό αντιμετωπίστηκε πρόσφατα από μία μελέτη που έκανε η EIRD, που αξιολόγησε το τραπεζικό σύστημα των χωρών της Ανατολικής Ευρώπης, που έχει ενδιαφέρει, διότι στο χώρο ακριβώς αυτόν, δηλαδή στις χώρες των Βαλκανίων και της Ανατολικοκεντρικής Ευρώπης έχει δημιουργηθεί μια πρωτότυπη ιστορικά κατάσταση, δηλαδή έχουμε χώρες χωρίς δικό τους τραπεζικό σύστημα.
Στην ουσία, έχουμε μία νεοαποικιακή κατάληψη όλων αυτών των χωρών, των τραπεζικών τους συστημάτων, από Τράπεζες Δυτικών χωρών. Συμμετέχουμε κι εμείς, όπως γνωρίζετε σʼ αυτό. Συγκεκριμένα: Εσθονία, Λιθουανία, Τσεχία, Αλβανία, Βοσνία, Κροατία, Σλοβακία, Ουγγαρία: οι ξένες τράπεζες έχουν πάνω από το 80% του τραπεζικού συστήματος .
Σε μια άλλη ομάδα χωρών, ο έλεγχος των ξένων Τραπεζών είναι μεταξύ 50% και 80%: Λετονία, Ρουμανία, Βουλγαρία.
Ας πάρουμε, λοιπόν, μία χώρα όπου το 80% ή εν πάση περιπτώσει μεγάλο μέρος του τραπεζικού συστήματος ελέγχεται από θυγατρικές ξένων τραπεζών. Ας υποθέσουμε ότι στη χώρα υποδοχής συμβαίνει μια κρίση, πώς αντιδρά τότε το σύστημα; Εφʼ όσον στην χώρα αυτή συμβαίνει μία κρίση οι εγχώριες τράπεζες, όσες υπάρχουν, δεν έχουν πόρους να αναπτύξουν την δραστηριότητά τους όσο θα έπρεπε, οι ξένες τράπεζες έχουν πόρους και μπορούν να αυξηθούν αυτοί οι πόροι. Άρα η κρίση μπορεί να αξιοποιηθεί από τις ξένες τράπεζες για να επεκτείνουν τον έλεγχό τους. Αυτή είναι η μία εκδοχή.
Η δεύτερη εκδοχή είναι το σενάριο της Αργεντινής. Αν η κρίση αποδειχθεί ιδιαίτερα οξεία και επικίνδυνη, οι ξένες τράπεζες αποχωρούν. Και με την αποχώρηση των ξένων τραπεζών εντείνεται η κρίση.
Σενάριο δεύτερο: Ας υποθέσουμε ότι έχουμε κρίση ή ύφεση στη χώρα προέλευσης της Τράπεζας. Ας πούμε, στη Γαλλία υπάρχει μια οικονομική ύφεση και η GREDIT AGRICOLE δρα στην Ελλάδα μέσω της θυγατρικής της πια Εμπορικής Τράπεζας, τι αντίδραση θα υπάρξει εδώ; Κατά κανόνα η αντίδραση είναι ότι η μητρική Τράπεζα συρρικνώνει, μειώνει τη δραστηριότητά της τη στιγμή όμως που η χώρα υποδοχής, η Ελλάδα εδώ ή η Ρουμανία ή οποιαδήποτε άλλη, μπορεί να είναι σε φάση που να θέλει επέκταση των πιστώσεων, να θέλει τόνωση της ανάπτυξης.
Επομένως, και στη μία περίπτωση και στην άλλη περίπτωση, η χώρα της οποίας το τραπεζικό σύστημα ελέγχεται από ξένες Τράπεζες έχει ποικίλες αρνητικές συνέπειες, οι οποίες αφορούν και τη δυνατότητα μακροοικονομικής σταθερότητας και την αναπτυξιακή της προοπτική και γενικά τους όρους ύπαρξης και λειτουργίας της.
Απʼ αυτή την άποψη, λοιπόν, το πρόβλημα υπάρχει και μας αφορά. Δεν μπορούμε να είμαστε αδιάφοροι ή ουδέτεροι ως προς το ποιος ελέγχει τις Τράπεζες και το τραπεζικό σύστημα.
Ποια είναι η λύση; Η λύση που προτείνεται είναι η στρατηγική των λεγόμενων Εθνικών Πρωταθλητών. Κατά την άποψή μου η λύση αυτή είναι ατελέσφορη για τους εξής λόγους:
Πρώτον, εάν το πρόβλημα προέρχεται από τον κίνδυνο επιθετικής εξαγοράς κανένας "εθνικός πρωταθλητής" και ειδικά για μια χώρα σαν την Ελλάδα, δεν μπορεί να αντεπεξέλθει αυτό τον κίνδυνο. Δηλαδή κινδυνεύει η Εθνική από μόνη της και δεν θα κινδύνευε η Εθνική αν πήγαινε μαζί με την APLHA Πίστεως, επειδή θα ήταν μεγαλύτερη σε μέγεθος; Η τάση αυτή είναι παγκόσμια, τα μεγέθη τα ελληνικά είναι τέτοια που δεν νομίζω, ότι απλά η μεγέθυνση των Τραπεζών αποτελεί λύση.
Δεύτερον, δεν αποτελεί λύση, διότι η θεωρία των εθνικών πρωταθλητών ειδικά στην Ελλάδα, και όχι μόνον, αξιοποιήθηκε ως πρόσχημα για προνομιακές κρατικές ενισχύσεις και μάλιστα με όρους αδιαφάνειας και είναι η βάση του λεγόμενου προβλήματος της διαπλοκής η μία από τις βάσεις.
Και τρίτον, αξιοποιείται επίσης η ίδια αυτή θεωρία για να δικαιολογηθούν μέτρα ενάντια στους εργαζόμενους. Ήδη το επιχείρημα το οποίο προβάλλεται είναι ότι για να έχουμε εθνικούς πρωταθλητές, πρέπει να καταργηθούν τα δικαιώματα των εργαζομένων, να ελαστικοποιηθούν οι εργασιακές σχέσεις, να μπορεί να γίνει η συγχώνευση μεταξύ των Τραπεζών, αλλά και να μπορεί να γίνουν απολύσεις, μετά, των εργαζομένων. Δηλαδή βοηθήστε μας να σας απολύσουμε.
Η γνώμη η δική μου είναι, ότι για να αντιμετωπίσουμε το πρόβλημα αυτό, στο βαθμό που υπάρχει ή στο μέτρο που υπάρχει, η λύση είναι αφʼ ενός μεν να υπάρξει δημόσια παρουσία στο τραπεζικό σύστημα, να υπάρξουν δημόσιες Τράπεζες. Και δεύτερον, ακόμα και στις ιδιωτικές Τράπεζες να είναι ισχυρή η συμμετοχή επενδυτών – μετόχων, οι οποίοι δεν θα λειτουργούν μόνο με στενά βραχυχρόνια κερδοσκοπικά κριτήρια.
Αυτοί οι μέτοχοι μπορεί να είναι θεσμικοί επενδυτές, μπορεί να είναι ασφαλιστικά ταμεία, μπορεί να είναι δημόσιου φορείς, ούτως ώστε μʼ αυτό τον τρόπο να μπορέσουν να αξιολογήσουν μία επιθετική εξαγορά, όπως είπα, με ευρύτερα κριτήρια, οικονομικά, κοινωνικά και όχι στενά κερδοσκοπικά.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι το πρόβλημα το οποίο έθεσε χθες ο κ. Γκαργκάνας, το πρόβλημα της υπερχρέωσης. Υπάρχει υπερχρέωση ή δεν υπάρχει υπερχρέωση; Οι τραπεζίτες λένε, ότι δεν υπάρχει υπερχρέωση. Ο κ. Αλογοσκούφης λέει, ότι δεν υπάρχει υπερχρέωση, ο κ. Γκαργκάνας επιμένει ότι υπάρχει υπερχρέωση.
Το πρώτο ερώτημα είναι αν υπάρχει υπερχρέωση, ποιες είναι οι συνέπειές της; Και το δεύτερο βεβαίως, είναι πώς αντιμετωπίζουμε αυτό το πρόβλημα; Κατά τη γνώμη μας υπάρχει υπερχρέωση, υπό την έννοια ότι είναι πολύ ταχεία η αύξηση του ποσοστού των καταναλωτικών δανείων και γενικά του δανεισμού των νοικοκυριών ως ποσοστό του Εθνικού Εισοδήματος.
Δεύτερον, υπάρχει υπερχρέωση με την έννοια της στρέβλωσης της κατανομής των πιστώσεων. Έχουμε ταχεία αύξηση των καταναλωτικών δανείων και έχουμε πολύ βραδεία αύξηση του δανεισμού σε πιο παραγωγικούς, ας το πω έτσι, τομείς της οικονομίας ή πιο παραγωγικές και επενδυτικές δραστηριότητες της οικονομίας. Επομένως υπάρχει πρόβλημα.
Αντιμετωπίζεται το πρόβλημα αυτό με νουθεσίες, με συμβουλές, με το να καλούμε τα νοικοκυριά να δανείζονται λιγότερο και τις Τράπεζες να δανείζουν λιγότερο; Νομίζω όχι. Η Τράπεζα ποτέ δεν θα αναγνωρίσει ότι υπάρχει πρόβλημα, διότι τότε πρέπει να σταματήσει μία κερδοφόρα δραστηριότητα. Και δεύτερον οι Τράπεζες τον κίνδυνο τον μεταφέρουν στην κοινωνία μέσω των τιτλοποιήσεων. Οι ιδιώτες πάλι δανείζονται επειδή έχουν ανάγκη, επειδή εξυπηρετούν κάποια ανάγκη τους μʼ αυτό τον τρόπο.
Επομένως, η γνώμη μου είναι ότι εδώ, εφʼ όσον υπάρχει κίνδυνος, πρέπει να δούμε και θεσμικά μέτρα. Δηλαδή δεν μπορεί να διαπιστώνουμε ότι ο υπερδανεισμός, ιδιαίτερα ο καταναλωτικός υπερδανεισμός δημιουργεί κινδύνους στο ισοζύγιο πληρωμών, ευρύτερους, να καλούμε τους εργαζόμενους μετά να πληρώσουν για τις συνέπειες από το άνοιγμα του ισοζυγίου πληρωμών και να μην παίρνουμε κανένα μέτρο για να ανακόψουμε την πηγή του προβλήματος και του κινδύνου αυτού.
Το τρίτο πρόβλημα που έχει τεθεί στη δημόσια συζήτηση είναι το θέμα του ανταγωνισμού. Υπάρχει η άποψη, ότι στις Τράπεζες δεν έχουμε ανταγωνισμό ότι υπάρχει ένα καρτέλ Τραπεζών. Αυτή είναι μια διάχυτη αντίληψη.
Από την άλλη μεριά, αν μιλήσετε με τραπεζίτες, θα σας πουν ότι όχι μόνον υπάρχει ανταγωνισμός, αλλά ότι αυτός είναι αδυσώπητος. Τι συμβαίνει, λοιπόν, εδώ; Νομίζω, ότι είναι ευκαιρία να το συζητήσουμε αυτό το θέμα και η δική μου άποψη είναι, ότι ο τραπεζικός ανταγωνισμός είναι ένας ιδιόμορφος ανταγωνισμός και κακώς επενδύουμε, όσοι επενδύουμε σʼ αυτό το ανταγωνισμό την προστασία των καταναλωτών. Είναι ανταγωνισμός που αποσκοπεί στην αύξηση των κερδών και όχι στην προστασία των συναλλασσομένων.
Ο τραπεζικός ανταγωνισμός είναι από τη φύση του και ανταγωνισμός και συνεργασία, δηλαδή οι Τράπεζες μεταξύ τους και συνεργάζονται και πρέπει να συνεργάζονται, διότι είναι η φύση της δραστηριότητας που ασκούν, είναι η κοινωνικά ευαίσθητη φύση των τραπεζικών εργασιών.
Και αυτό το αναγνωρίζει και η έρευνα που έλεγα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η φύση της λιανικής τραπεζικής δημιουργεί τη σκοπιμότητα για τυπική συνεργασία μεταξύ των Τραπεζών, για κοινά στάνταρτ, για κοινές πλατφόρμες, για ανταλλαγή πληροφοριών σε διάφορα θέματα κλπ.
Όμως η επέκταση αυτής της συνεργασίας των Τραπεζών σε θέματα στρατηγικής, τιμών και πολιτικών πωλήσεων μπορεί να οδηγήσει στον περιορισμό του ανταγωνισμού κλπ.
Δηλαδή τι μας λέει; Υπάρχει η συνεργασία, πρέπει να γίνεται συνεργασία, αλλά δεν έχουμε τρόπο να βάλουμε ένα σινικό τείχος και να πούμε, μέχρι εδώ η συνεργασία επιτρέπεται και είναι θετική, από εδώ και πέρα η συνεργασία απαγορεύεται.
Άρα θέλω να πω υπάρχει μία φυσική τάση προς το καρτέλ, ανεξάρτητα αν υπάρχει καρτέλ με την τυπική έννοια του όρου.
Η δεύτερη ιδιομορφία που έχουμε στον τραπεζικό ανταγωνισμό είναι ο ρόλος της τεχνολογίας. Στη βιομηχανία όπου παράγεται η τεχνολογία, η τεχνολογία είναι παράγοντας διαφοροποίησης των προϊόντων. Ανακαλύπτεται μια νέα τεχνολογία, μια νέα πατέντα, δημιουργούνται νέα προϊόντα.
Στις Τράπεζες δεν έχουμε πρωτογενή παραγωγή τεχνολογίας, αλλά έχουμε εφαρμογή τεχνολογίας. Στις τράπεζες, λοιπόν, η τεχνολογία λειτουργεί ως παράγοντας ομοιομορφίας των προϊόντων. Δεν έχουμε στις Τράπεζες ούτε licenses, ούτε πατέντες, ούτε copy right. Ό,τι ανακαλύψει μια Τράπεζα, ό,τι καινούργιο προϊόν βγάλει μια Τράπεζα, η άλλη Τράπεζα μπορεί να το αντιγράψει σε κάποιους μήνες ή και ώρες.
Ακριβώς γιʼ αυτό ο ανταγωνισμός μεταξύ των Τραπεζών καταλήγει να γίνεται στο μέγεθος, διότι το μέγεθος δίνει δύναμη, δυνατότητα μεγαλύτερης δέσμης προϊόντων, χαμηλότερο κόστος χρήματος κλπ. κλπ.
Και ο τρίτος παράγοντας είναι, ότι -και το σημειώνει κι αυτό η έρευνα της Ευρωπαϊκής Επιτροπής- δεν υπάρχει πράγματι ελευθερία του καταναλωτή. Δηλαδή δεν μου αρέσει η μία Τράπεζα, πάω στην άλλη. Υπάρχει δυσκινητικότητα στο θέμα αυτό.
Πρώτον, διότι πολλές Τράπεζες εφαρμόζουν την πολιτική των συνδυασμένων πωλήσεων και δημιουργούν αντικίνητρα στη μετακίνηση των πελατών τους.
Υπάρχουν, συνεπώς, δυσκολίες, αντικίνητρα, εμπόδια στο να φύγεις από τη μια Τράπεζα στην άλλη. Και ο δεύτερος λόγος είναι, ότι κατά τη γνώμη μου δεν αλλάζουμε Τράπεζα για τον ίδιο λόγο που δεν αλλάζουμε εύκολα κουρέα. Αλλάζετε εύκολα κουρέα, ακόμα και να ακριβύνει το κούρεμα, ας πούμε, κατά 1,00 ?; Νομίζω δεν αλλάζουμε εύκολα κουρέα, διότι υπάρχει ένα θέμα συνήθειας, υπάρχει ένα θέμα εμπιστοσύνης και αυτή η διάσταση υπάρχει και στις οικονομικές συναλλαγές.
Άρα η άποψη, ότι εντείνουμε τον ανταγωνισμό και έτσι προστατεύουμε τον καταναλωτή στην περίπτωση των Τραπεζών δεν ισχύει. Πέρα, συνεπώς, από την αποτροπή μονοπωλιακών καταστάσεων πρέπει να αναζητήσουμε λύσεις στο πεδίο της πολιτικής και όχι σ' εκείνο των αυτόματων αγοραίων μηχανισμών ή της αυτορύθμισης των Τραπεζών.
Χρειάζεται ένας σύγχρονος νόμος πλαίσιο περί Τραπεζών. Ένας ειδικός νόμος που να διέπει τον ανταγωνισμό των τραπεζών. Ένας νόμος ο οποίος να λέει, τι επιβάλλεται, τι επιτρέπεται και τι απαγορεύεται. Να θέτει ορισμένα πλαφόν και ορισμένα κριτήρια στο θέμα των προμηθειών, αλλά και των επιτοκίων και ιδίως της σχέσης ανάμεσα στα επιτόκια δανεισμού και τα επιτόκια καταθέσεων, κυρίως όμως χρειάζεται μια συνολικότερη επιστροφή της πολιτικής στο χώρο τω τραπεζών και η διαμόρφωση μιας νέας σχέσης με την κοινωνία. Οι Τράπεζες υπάρχουν για να υπηρετούν την κοινωνία και όχι το αντίστροφο.
Σας ευχαριστώ.