Ο Γιάννης Τόλιος, μέλος της Π.Γ. του Συνασπισμού και υπεύθυνος σε ζητήματα αγροτικής πολιτικής, η βουλευτής του ΣΥ.ΡΙΖ.Α Μίνα Ξηροτύρη και ο Γιώργος Μπενάτος υπεύθυνος Τμήματος Αγροτικής Πολιτικής του ΣΥΝ, παρουσίασαν σήμερα, Τετάρτη, 29/6/2005, στις 12:00μμ, στα γραφεία του Συνασπισμού, σε Συνέντευξη Τύπου, τις προτάσεις του Συνασπισμού, σε κρίσιμα ζητήματα του αγροτικού κόσμου.
Η πορεία εφαρμογής της νέας ΚΑΠ και οι προεκτάσεις των δημοσιονομικών προοπτικών της ΕΕ στον αγροτικό τομέα (2007-2013), φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο τα προβλήματα του αγροτικού κόσμου και ιδιαίτερα των μικρομεσαίων αγροτών. Οι πρόσφατες συζητήσεις στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, έδειξαν την εμμονή των κυρίαρχων κύκλων της ΕΕ στις νεοφιλελεύθερες επιλογές και στη συρρίκνωση των δαπανών για οικονομική και κοινωνική σύγκλιση και στήριξης του αγροτικού τομέα. Είναι χαρακτηριστικό ότι το ανώτατο όριο δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ, από 1,24% του ΑΕΠ την τελευταία πενταετία, κατέβηκε με τις προτάσεις της προεδρίας στο 1%. Αν και η σύνοδος δεν κατέληξε σε συμφωνία, ωστόσο η ελληνική κυβέρνηση έσπευσε να θριαμβολογήσει για λόγους εντυπώσεων, ότι τάχα εξασφάλισε 20,5 δις ευρώ για το Δ� ΚΠΣ. Ωστόσο η μάχη για τη διεκδίκηση των κονδυλίων του νέου ΚΠΣ δεν έχει κλείσει, ούτε πολύ περισσότερο οι υποδομές αξιοποίησης των πόρων. Από την άλλη, πρέπει να επισημανθεί η μεγάλη καθυστέρηση στην απορρόφηση των κονδυλίων του Γ� ΚΠΣ, όπου ενάμιση χρόνο πριν την εκπνοή του (2006), οι νομικές δεσμεύσεις ήταν μόλις 52%.! Η Κυβέρνηση έχει σοβαρές ευθύνες για την αποδιάρθρωση των υπηρεσιών και την καθυστέρηση εφαρμογής των προγραμμάτων
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι τα έσοδα του προϋπολογισμού της ΕΕ, όχι μόνο δεν πρέπει να μειωθούν, αλλά πρέπει βαθμιαία να αυξηθούν στο 5% του ΑΕΠ. Ταυτόχρονα πρέπει να αλλάξει το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο μακρο-οικονομικής πολιτικής. Να αυξηθούν τα κονδύλια στήριξης της αγροτικής και της περιφερειακής ανάπτυξης, της απασχόλησης, της διάσωσης κρίσιμων κλάδων και της αντιμετώπισης προβλημάτων μειονεκτικών περιοχών. Παράλληλα σε εθνικό επίπεδο, χρειάζεται ριζική στροφή στην ασκούμενη οικονομική πολιτική και στον τρόπο λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, ώστε να καταστεί δυνατή η απορρόφηση και η ορθολογική αξιοποίηση εθνικών και κοινοτικών πόρων. Ειδικότερα, στα πλαίσια του Δ� ΚΠΣ, χρειάζεται αύξηση των διατιθέμενων πόρων στον αγροτικό τομέα, ενίσχυση ιδιαίτερα των κτηνοτροφικών δράσεων, ορθολογική κατανομή στις περιφέρειες, βελτίωση τεχνολογικής υποδομής αγροτικών και συνεταιριστικών επιχειρήσεων, προώθηση δικτύωσης και συστηματικής πληροφόρησης, εκπαίδευση και γεωτεχνικής στήριξης των παραγωγών, κά.
Η κυβέρνηση της ΝΔ, με άμεση στήριξη του ΠΑΣΟΚ, προχώρησε στην δυσμενέστερη εκδοχή εφαρμογής της νέας ΚΑΠ, καταφεύγοντας την τελευταία στιγμή στην εύκολη λύση της «ολικής» αποδέσμευσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή. Πρόκειται για ενέργεια που θα επιφέρει δραματική μείωση της παραγωγής σε βασικά προϊόντα, μείωση του αγροτικού εισοδήματος και επιτάχυνση των διαδικασιών εγκατάλειψης της υπαίθρου, κυρίως ορεινών, μειονεκτικών και νησιώτικων περιοχών. Θα επιφέρει επίσης σοβαρούς κλυδωνισμούς σε κλάδους μεταποίησης προϊόντων (καπνού, βάμβακος κά), αύξηση των εισαγωγών, ένταση της διατροφικής εξάρτησης, κά. Βραχυχρόνια οι δυσμενείς επιπτώσεις, δεν θα είναι άμεσα ορατές. Η χορήγηση ετήσιας εισοδηματικής ενίσχυσης, στο μέσο όρο επιδοτήσεων της τελευταίας τριετίας (2000-2003), ανεξάρτητα από την ύπαρξη ή μη παραγωγής, εμφανίζεται για πολλούς αγρότες, ιδιαίτερα της προχωρημένης ηλικίας, ως μια ευκαιρία. Ωστόσο μακροπρόθεσμα, οι συνέπειες θα είναι άκρως αρνητικές και μη αντιστρέψιμες. Επιπλέον με τις διάφορες παρακρατήσεις που φθάνουν το 10-15%, περιορίζονται οι τελικές ενισχύσεις προς τους παραγωγούς.
Με τη συνολική εφαρμογή της νέας ΚΑΠ (πολιτική αποσύνδεσης, πολλαπλής συμμόρφωσης και διαφοροποίησης), θα επέλθουν σοβαρές αλλαγές στο παραγωγικό πρότυπο κάθε περιοχής, στις αντίστοιχες υποδομές, τις κεκτημένες παραγωγικές εμπειρίες, τις τοπικές συνήθειες, πολιτιστικές παραδόσεις, κά. Ωφελημένοι από τις επιλογές τις ΚΑΠ θα είναι κυρίως οι μεγαλοπαραγωγοί σε βάρος των μικρομεσαίων. Η υπάρχουσα ανορθολογική κατανομή των αγροτικών επιδοτήσεων (20% των μεγάλων παραγωγών απολαμβάνει το 80%), θα ενταθεί. Από την άλλη το σχόλασμα αγροτικών γαιών (πάνω από 10 εκατ. στρέμματα), η μεταβίβαση δικαιωμάτων από τους μικρούς στους μεγάλους παραγωγούς και η μείωση των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, θα δυσκολέψουν την παραμονή των νέων στην ύπαιθρο αυξάνοντας την ανεργία.
Ο ΣΥΝ απορρίπτει συνολικά τη «φιλοσοφίας» της νέας ΚΑΠ, που αποτελεί το ευρωσύνταγμα του αγροτικού τομέα. Προτείνει μέτρα περιορισμού των αρνητικών συνεπειών και αξιοποίησης των δυνατοτήτων αγροτικής ανάπτυξης, με βάση τις διατροφικές ανάγκες της χώρας. Απορρίπτει την πολιτική αποσύνδεσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή, δεδομένου ότι ατονεί το ενδιαφέρον στην ποιότητα και την ποσότητα των προϊόντων και επιταχύνει τις διαδικασίες αποδιάρθρωσης της υπαίθρου. Απορρίπτει επίσης τον ισχυρισμό της κυβέρνησης που προβάλει ότι η ολική αποσύνδεση εφαρμόζεται σε όλες σχεδόν τις χώρες της ΕΕ. Αντίθετα οι περισσότερες χώρες εφαρμόζουν ενεργητική πολιτική προσαρμογής στις νέες συνθήκες και δεν εγκαταλείπουν τον αγροτικό τομέα στους νόμους της αγοράς. Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι στο δύσκολο περιβάλλον που κινείται η ελληνική γεωργία δε βοηθάει ούτε η γενική καταγγελία, αλλά ούτε και η αμαχητί παράδοση στις νεοφιλελεύθερες επιλογές της ΚΑΠ. Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι η αγροτική πολιτική, θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής «αυτοδυναμίας» της χώρας σε τρόφιμα και την εξασφάλιση απασχόλησης των κατοίκων της υπαίθρου. Απαιτεί την εφαρμογή της αρχής της «κοινοτικής προτίμησης» στα ελλειμματικά προϊόντα, ιδιαίτερα τα «μεσογειακά» και την ανακατανομή κονδυλίων της ΚΑΠ, από τους μεγάλους παραγωγούς προς τους μικρο-μεσαίους και από τις χώρες του βορρά προς τις χώρες του μεσογειακού νότου. Τέλος θεωρεί αναγκαία τη δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών διαχείρισης της νέας ΚΑΠ, με αναβάθμιση των υπηρεσιών, ορθολογική και όχι πελατειακή διαχείριση των παρακρατούμενων πόρων.
Η αναθεώρηση της «κοινής οργάνωσης αγοράς» ζάχαρης, αποτελεί μια ακόμα αρνητική εξέλιξη στην πορεία εφαρμογής της νέας ΚΑΠ. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής, προβλέπεται η μείωση της θεσμικής τιμής ζάχαρης, σε δύο χρόνια, κατά 39% (από 632 �/τόνος σε 385,5 �/τόνος) και της τιμής των τεύτλων κατά 42,6% (από 43,6�/τόνος σε 25�/τόνος). Η αποζημίωση προς τους παραγωγούς θα καλύπτει μόνο το 60% της περικοπής τιμών, ενώ παράλληλα προβλέπεται επιδότηση για εγκατάλειψη της τευτλοκαλλιέργειας και παραγωγικής δραστηριότητας των ζαχαρουργείων. Η κυβέρνηση τον περασμένο Νοέμβρη, διαβεβαίωνε, μέσω του κ. Μπασιάκου, ότι χάρη στη σθεναρή της στάση, διασφαλίστηκαν τα συμφέροντα της χώρας. Τώρα σιωπά αποφεύγοντας οποιοδήποτε σχόλιο. Έμμεσα προσπαθεί να δικαιολογήσει τις εξελίξεις, επικαλούμενη τις διαπραγματεύσεις στον ΠΟΕ. Ωστόσο δεν υπάρχει καμιά συμφωνία που να δικαιολογεί αυτές τις επιλογές.
Η εφαρμογή των προτάσεων της Επιτροπής, θα έχει αρνητικές συνέπειες στην παραγωγή, στην απασχόληση, το αγροτικό εισόδημα, το εμπορικό ισοζύγιο, κά. Από στους 20 χιλιάδες τευτλοπαραγωγούς και τους 3.000 εργαζόμενους στα ζαχαρουργεία, σε λίγα χρόνια θα έχουν μείνει οι μισοί. Μετά τη βέβαιη ερήμωση των περιοχών παραγωγής καπνού (Αγρίνιο, Φθιώτιδα, Ελασσόνα, Σέρρες, Δράμα, Ξάνθη), θα ακολουθήσει η ερήμωση των περιοχών παραγωγής ζάχαρης (Ημαθία, Λάρισα, Σέρρες, Ξάνθη και Ορεστιάδα). Αρνητικές θα είναι επίσης και οι συνέπειες για τις αναπτυσσόμενες χώρες που έχουν υπογράψει προτιμισιακές συμφωνίες με την ΕΕ για την εισαγωγή ζάχαρης στην ίδια τιμή. (Οι χώρες ΑΚΕ θα έχουν ετήσια ζημιά 400 εκατ.$ και οι χώρες της Καραϊβικής γύρω στα 100 εκατ.$). Κερδισμένοι από τις νέες ρυθμίσεις θα είναι οι ισχυρές εξαγωγικές χώρες και τα μεγάλα αγροτοβιομηχανικά συγκροτήματα ζάχαρης στην ΕΕ (Γαλλία, Γερμανία και Αγγλία που ελέγχουν το 50% της παραγωγής).
O ΣΥΝ θεωρεί απαράδεκτες τις προτάσεις της Επιτροπής. Η Ελλάδα διαθέτει τα εδαφικά και κλιματολογικά πλεονεκτήματα για την παραγωγή αρίστης ποιότητας ζάχαρης και θάπρεπε να στηριχτεί η παραγωγή της, με δεδομένη την ελλειμματικότητα της ΕΕ σε αυθτό το προϊόν. Είμαστε αντίθετοι στις κατευθύνσεις και επιλογές του ΠΟΕ, γιατί αντιβαίνουν την αρχή της «αυτοδυναμίας τροφίμων», δηλ. την εξασφάλιση κάθε χώρας του βασικού όγκου τροφίμων που χρειάζεται. Τα αγροτικά προϊόντα και τα δημόσια αγαθά (νερό, υγεία, εκπαίδευση, κά), πρέπει να μείνουν έξω από τις «προκρούστιες» ρυθμίσεις του, γιατί αφορούν τους όρους επιβίωσης εκατομμυρίων ανθρώπων στον πλανήτη. Για να παίζει ο ΠΟΕ θετικό ρόλο στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις, πρέπει να λειτουργήσει δημοκρατικά και να έχει ως αφετηρία στην πολιτική του, την προώθηση ισότιμων και αμοιβαία επωφελών οικονομικών σχέσεων μεταξύ χωρών, αντί να αποτελεί, με την «Παγκόσμια Τράπεζα» και το Δ.Ν.Τ., το «μακρύ χέρι» των πολυεθνικών και βασικό θεσμικό «πυλώνα» της νεοφιλελεύθερης καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης.
Το 2004, ήταν ένας χρόνος εφιαλτικός για τους έλληνες αγρότες και δεν πρέπει να επαναληφθεί. Η μείωση τιμών παραγωγού κατά 20-50% στα περισσότερα προϊόντα, η αύξηση του κόστους παραγωγής 6,5-7%, η αδυναμία διάθεσης μεγάλου όγκου της παραγωγής, οι μεγάλες εισαγωγές «εν πολλοίς» κακής ποιότητας προϊόντων από τρίτες χώρες, οι ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις βασικών ειδών διατροφής 7-10% και διεύρυνση της ψαλίδας τιμών παραγωγού -καταναλωτή κατά 3-8 φορές, το άνοιγμα της πόρτας στα μεταλλαγμένα και η αύξηση των έμμεσων φόρων, έχουν επιφέρει βαρύ κτύπημα στο αγροτικό εισόδημα, όπως και των λαϊκών στρωμάτων στις πόλεις. Από την άλλη, η αυξανόμενη αβεβαιότητα για τις προοπτικές του αγροτικού τομέα, σε συνδυασμό με τα χρόνια προβλήματα ασφάλισης της αγροτικής παραγωγής, απουσίας γεωτεχνικής στήριξης, ο μόνιμος βραχνάς των πανωτοκίων, οι μεγάλες ελλείψεις έργων υποδομής, το «απολίθωμα» των αγροτικών συντάξεων, κά), δημιουργούν ένα κλίμα εγκατάλειψης και τάσεων φυγής από την ύπαιθρο.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ότι χρειάζεται ριζική στροφή στην ασκούμενη αγροτική πολιτική και η λήψη άμεσων μέτρων στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών και ανάπτυξης της υπαίθρου. Ειδικότερα χρειάζεται ο έλεγχος εισαγωγών κυρίως από τρίτες χώρες, δραστικός περιορισμός της «ψαλίδας» τιμών παραγωγού-καταναλωτή, οργάνωση της διακίνησης και εμπορίας αγροτικών προϊόντων, μείωση κόστους παραγωγής, καθιέρωση νέου συστήματος χρηματοδότησης, ασφάλιση αγροτικής παραγωγής, ποιοτική βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών, προσέγγιση αγροτικών συντάξεων προς τις κατώτατες συντάξεις του ΙΚΑ, ψήφιση νέου νόμου για τους συνεταιρισμούς, προγράμματα εκπαίδευσης και στήριξης νέων αγροτών, κά.
Επεξεργασία ολοκληρωμένου προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης λαμβάνοντας σοβαρά υπόψη τις ιδιαιτερότητες κλάδων και περιοχών, με συνδυασμό οριζόντιων και κάθετων δράσεων και στόχο την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής υπέρ των δυναμικών καλλιεργειών, την αλλαγή της σχέσης φυτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής υπέρ της τελευταίας, την ανάπτυξη της αλιείας και δασοκομίας με αυστηρή τήρηση οικολογικών κριτηρίων κά. Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης λογικής, ότι η αγορά αποτελεί τον βασικό μοχλό ρύθμισης, δεν μπορεί να λύσει τα προβλήματα, αλλά αναπόφευκτα τα αναπαράγει.
Εξασφάλιση των αναγκαίων και αποτελεσματικών μηχανισμών στήριξης του αγροτικού τομέα, ώστε να απορροφηθούν και να αξιοποιηθούν σωστά τα αγροτικά κονδύλια, από εθνικές και κοινοτικές πηγές, να προωθηθεί η αγροτική έρευνα, οι αγροτικές υποδομές σε έγγειο-βελτιωτικά έργα, οι κοινωνικές υπηρεσίες, κά. Εξασφάλιση επιστημονικής-τεχνικής στήριξη του αγροτικού κόσμου από τους γεωτεχνικούς. Επεξεργασία συγκεκριμένου προγράμματος αναδιάρθρωσης καλλιεργειών, κατά κλάδο και περιοχή, τυποποίηση και έλεγχο ποιότητας, προώθηση εξαγωγών, κά. Προώθηση της ποιοτικής γεωργίας, με στήριξη των «εγγυημένων παραδοσιακών προϊόντων» (ΕΠΠ), των «προϊόντων ονομασίας προέλευσης» (ΠΟΠ) και «προστασίας γεωγραφικής ένδειξης» (ΠΓΕ), καθώς των «προϊόντων ολοκληρωμένης διαχείρισης» και «βιολογικής γεωργίας», παράλληλα με την απαγόρευση της παραγωγής, εισαγωγής και εμπορίας «μεταλλαγμένων» προϊόντων στη χώρα μας.
Ο ΣΥΝ θεωρεί ως κρίσιμη προϋπόθεση για την προώθηση μιας εναλλακτικής πολιτικής στον αγροτικό τομέα, την ανάπτυξη κινήματος αντίστασης των αγροτών, στις νεοφιλελεύθερες κατευθύνσεις της ΚΑΠ και τις επιλογές της κυβερνητικής πολιτικής. Αυτόν ακριβώς το ρόλο, έχουν από καιρό εγκαταλείψει οι ηγεσίες των «κορυφαίων» αγροτικών οργανώσεων (ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ και ΣΥΔΑΣΕ). Ο Συνασπισμός τάσσεται υπέρ της ανάπτυξης ενός ριζοσπαστικού κινήματος βάσης των μικρομεσαίων αγροτών και η προώθηση της κοινής δράσης με αντίστοιχες οργανώσεις μικρομεσαίων αγροτών σε ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο.
To Γραφείο Τύπου