1. Εισαγωγή
Με την κατάθεση του νέου κρατικού προϋπολογισμού 2007, τα ζητήματα τα οικονομικής πολιτικής ήλθαν με ιδιαίτερη ένταση στο προσκήνιο. Χρειάζεται ανάλυση των εξελίξεων για εκτίμηση των μελλοντικών προοπτικών και αποτελεσματικότερη διεξαγωγή της ταξικής πάλης, παράλληλα με την προβολή της εναλλακτικής πολιτικής της αριστεράς.
2. Η κατάσταση της οικονομίας το 2006
Η ελληνική οικονομία συνεχίζοντας την παράδοση της τελευταίας δεκαετίας, είχε και αυτό το χρόνο καλή σχετικά επίδοση. Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) σε σταθερές τιμές, αυξήθηκε από 3,7% το 2005, σε 3,8% το 2006, ενώ το ίδιο ποσοστό 3,8% προβλέπεται το 2007. Τα αντίστοιχα ποσοστά στην ΕΕ ήταν 1,4% και 2,6% και πρόβλεψη 2,1% για το 2007. Οι σχετικά υψηλότεροι ρυθμοί του ΑΕΠ αξιοποιούνται από την κυβέρνηση, ως απόδειξη «επιτυχούς οικονομικής πολιτικής», περί «ισχυρής οικονομίας», κά.
Ωστόσο μια προσεκτικότερη ανάλυση τω δεδομένων, αποκαλύπτει την ύπαρξη ευνοϊκών εξωγενών παραγόντων που η δράση τους εξαντλείτε στο εγγύς μέλλον, ενώ η ανάπτυξη με βάση ενδογενή κριτήρια δεν παρουσιάζει ιδιαίτερο δυναμισμό. Οι παράγοντες αυτοί αφορούν τα υπόλοιπα των κοινοτικών πόρων του Γ'ΚΠΣ (τυπικά κλείνει το 2006 αλλά η απορρόφηση τους διατηρείται ως το 2008), καθώς ο υψηλός δανεισμός δημόσιου και ιδιωτικού τομέα (κυρίως νοικοκυριών προκειμένου να συγκρατήσουν το επίπεδο κατανάλωσης), που τροφοδοτεί τεχνητά υψηλότερη ζήτηση. Αυτό εξηγεί και το ρυθμό αύξησης των επενδύσεων 8,8% το 2006 (ιδιωτικές 9,6% και δημόσιες 10,4%), οι οποίες ωστόσο προβλέπεται να μειωθούν στο 7,4% το 2007. Συνεπώς δεν δικαιώνονται συμπεράσματα για καλή πορεία της οικονομίας. Από την άλλη η εξέταση αποκλειστικά του ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, σε απόσπαση από τη σύνθεση του και άλλους οικονομικούς δείκτες, συσκοτίζει την αληθινή κατάσταση της οικονομίας.
Ένταση των διακλαδικών δυσαναλογιών
Ειδικότερα στον αγροτικό τομέα, με την εφαρμογή της νέας κοινής αγροτικής πολιτικής (ΚΑΠ), έχουμε μείωση παραγωγής βασικών προϊόντων (βαμβάκι, καπνός, τεύτλα-ζάχαρη, σιτηρά, κά), με αποτέλεσμα μείωση αγροτικού εισοδήματος, το οποίο στη συνέχεια περικόπτεται από μείωση επιδοτήσεων, αυξημένο κόστος παραγωγής και άνοιγμα της γνωστής ψαλίδας τιμών μεταξύ παραγωγού και καταναλωτή. Η μεγάλη πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών, βρίσκονται ήδη σε δεινή θέση η οποία θα ενταθεί στην πορεία ως το 2013 όπου θα επανεξετασθεί η ΚΑΠ. Όσον αφορά τον τομέα της βιομηχανίας, ο πυρήνας της, η μεταποίηση, βρίσκεται την τελευταία πενταετία σε στασιμότητα (το μερίδιο στο ΑΕΠ ανέρχεται γύρω στο 11-12%). Διατηρεί την παραδοσιακή κλαδική δομή, οι κλάδοι νέων τεχνολογικών αποτελούν οριακό μέγεθος στην προστιθέμενη αξία, ενώ ο χώρος των μικρομεσαίων επιχειρήσεων συμπιέζεται μαζί και ο κόσμος της εργασίας σε αυτές. Από τους υπόλοιπους τομείς της υλικής παραγωγής, οι κατασκευές παίζουν κάποιο ρόλο λόγω έργων σε εξέλιξη, ο τομέας της ενέργειας εμφανίζει μια κινητικότητα (ανανεώσιμες μορφές ενέργειας), όπως και ο τομέας τηλεπικοινωνιών (κινητή τηλεφωνία). Όλοι οι υπόλοιποι εντάσσονται στη σφαίρα των υπηρεσιών και το μερίδιο τους προσεγγίζει το 65% του ΑΕΠ (χρηματοπιστωτικές εργασίες, τουρισμός, μεταφορές, εστίαση, ψυχαγωγία, κά), εντείνοντας τα χαρακτηριστικά «τριτογενοποίησης» της οικονομίας. Ακριβώς το μεγάλο μερίδιο των υπηρεσιών αποτελεί παράγοντα παραμόρφωσης (υπερεκτίμησης) του μεγέθους του ΑΕΠ, διότι προσμετράται και η τελική κατανάλωση εισοδήματος και όχι μόνο η δημιουργία του, όπως συμβαίνει κυρίως στην υλική παραγωγή. Κατά συνέπεια η ελληνική οικονομία ως σύνολο, παρουσιάζει μεγάλες διακλαδικές δυσαναλογίες που κάνει προβληματική την αυτοτελή της επιβίωση. Αυτό εκδηλώνεται ιδιαίτερα έντονα στον τομέα των διεθνών συναλλαγών, όπου το εμπορικό έλλειμμα αυξήθηκε τα τελευταία χρόνια σχεδόν κατά 50%. Με βάση στα στοιχεία Ιαν-Αυγ, από -16.503 εκατ.ευρώ το 2004, ανήλθε σε -17.632 το 2005 και σε -23.138 εκατ.ευρώ το 2006, δείχνοντας ότι η «ισχυρή οικονομία» στηρίζεται στην ουσία σε πύλινα πόδια.
Πρωτογενής και δευτερογενής ανισοκατανομή εισοδήματος
Ωστόσο η θεώρηση των εξελίξεων δεν σταματά εδώ. Είναι ανάγκη να δούμε την πορεία και ορισμένων άλλων σημαντικών δεικτών για μια σαφέστερη εικόνα. Ειδικότερα από πλευράς πληθωρισμού, το ύψος του το 2005 ανήλθε σε 3,7% και το 2006 σε 3,4% (στην ευρωζώνη ήταν 2,2% και 2,2% αντίστοιχα), ενώ η ανεργία ανήλθε σε 10,4% το 2005 και σε 9,2% το 2006 (στην ευρωζώνη 8,6% και 8,0% αντίστοιχα). Στον τομέα των μισθών και κερδών, τα αποτελέσματα της νεοφιλελεύθερης πολιτικής περιορίζουν σταθερά την αγοραστική δύναμη των μισθών και συντάξεων, ενισχύοντας αντίστοιχα τα κέρδη των επιχειρήσεων κυρίως των μεγάλων. Είναι χαρακτηριστικό ότι 83 εταιρίες μεγάλης κεφαλαιοποίησης στο Χρηματιστήριο Αθήνας (γύρω στο 25% του συνόλου) συγκέντρωσαν το 2006 το 96% των κερδών όλων των εισηγμένων (6,4 δις ευρώ σε σύνολο 6,7 δις), αυξάνοντας τα κέρδη τους κατά 54%.! Αντίθετα οι προβλεπόμενες αυξήσεις για τους εργαζόμενους στο νέο χρόνο, θα κινηθούν γύρω στο 3,3% (λιγότερο από το ύψος του πληθωρισμού και πολύ κάτω από τις ανατιμήσεις βασικών ειδών που φθάνουν 5%, 7% και 10%). Παράλληλα με την αύξηση της φορολογίας, επέρχεται ευρύτερη δευτερογενής ανακατανομή εισοδήματος σε βάρος των εργαζόμενων. Οι έμμεσοι φόροι που πλήττουν τα λαϊκά στρώματα αυξάνονται κατά 8,8% (από 28,2 δις ευρώ σε 28,5 δις), οι φορολογία φυσικών προσώπων 6,8% (από 9,1 σε 9,7 δις), ενώ των νομικών (ΑΕ, ΕΠΕ, κά) μόλις 2,7% (από 4,5 σε 4,6 δις), διευρύνοντας τις εισοδηματικές και κοινωνικές ανισότητες.
Ιδιωτικοποιήσεις πηγή πλουτισμού για ιδιώτες και πολυεθνικές
Η νεοφιλελεύθερη πολιτική, διαμορφώνει ιδιαίτερα ευνοϊκές συνθήκες για επιτάχυνση των διαδικασιών συσσώρευσης κεφαλαίου, ισχυροποίησης των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων και στήριξη της διεθνικής τους επέκτασης. Βασικός μοχλός ενίσχυσης είναι η πολιτική ιδιωτικοποιήσεων και οι ποικίλες ευνοϊκές ρυθμίσεις. Ήδη στον τραπεζικό τομέα, βιώνουμε τη μετάβαση από τα κρατικά στα ιδιωτικά τραπεζικά μονοπώλια, με ισχυροποίηση της θέσης των ξένων τραπεζικών ομίλων. Εκτός από τους τρεις μεγάλους ιδιωτικούς (Alpha Bank, Eurobank και Πειραιώς), ο όμιλος Εθνικής έχει σχεδόν μετατραπεί σε ιδιωτικό, ενώ ο όμιλος Εμπορικής, εξαγοράστηκε από τη γαλλική Credit Agricole. Σε τροχιά ιδιωτικοποίησης βρίσκεται ο όμιλος Αγροτικής και το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Η προκλητική κερδοφορία των τραπεζών (50-60% το χρόνο), είναι αποτέλεσμα αρνητικών επιτοκίων στις λαϊκές αποταμιεύσεις (κάτω του πληθωρισμό) και υψηλών επιτοκίων χορηγήσεων (καταναλωτικών δανείων νοικοκυριών και κρατικών δανείων).
Στο χώρο των δημοσίων επιχειρήσεων (ΔΕΚΟ), η νέα σχεδιαζόμενη πώληση 20% των μετοχών του ΟΤΕ, θα περιορίσει τη συμμετοχή του δημοσίου στο 18%, χάνοντας τη δυνατότητα άσκησης ρόλου. Το ίδιο προοιωνίζεται για τη ΔΕΗ, τα ΕΛΠΕ, τον ΟΛΠ και ΟΛΘ, την ΕΥΔΑΠ, κά. Από την άλλη, όλο και περισσότερο χρησιμοποιούνται τα ΣΔΙΤ (συνεργασία δημόσιου-ιδιωτικού), για παραχώρηση δημόσιων λειτουργιών στον ιδιωτικό τομέα. Η περίπτωση παραχώρησης του χώρου του Ασκληπιείου Βούλας για εκμετάλλευση στο ιδιωτικό θεραπευτήριο «Υγεία» (θυγατρική του χρηματοπιστωτικού ομίλου Marfin), δείχνει τη συνειδητή προσπάθεια της κυβέρνησης, να διευκολύνει με κάθε τρόπο την κερδοσκοπική δράση του ιδιωτικού κεφαλαίου στην υγεία. Γιαυτό και κάθε χρόνο περιορίζει τις δημόσιες δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ (φέτος μόλις 2,7%) ενώ θάπρεπε με βάση τις ανάγκες να τις διπλασιάσει.
Όλα για τη διεθνή επέκταση του ελληνικού κεφαλαίου
Οι ευνοϊκές ρυθμίσεις και η αυξημένη κερδοφορία του μεγάλου κεφαλαίου, αποτελούν όχημα για διεθνή επέκταση της δράσης του όχι μόνο στις Βαλκανικές χώρες, αλλά ως τη μακρινή... Κίνα. Παρ' ότι για ευνόητους λόγους δεν μπορούμε να παραθέσουμε αναλυτικά στοιχεία, θα περιοριστούμε σε ορισμένα, που συμπυκνώνουν τον τρόπο αξιοποίησης του πλούτου που απομυζούν από την ελληνική κοινωνία. Σύμφωνα με επίσημα στοιχεία στην περιοχή των Βαλκανίων, λειτουργούν σήμερα 8.000-10.000 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, στις οποίες αναλογούν 25-33% των συνολικών ξένων επενδύσεων και απασχολούν πάνω από 150.000 άτομα. Ιδιαίτερα στον τραπεζικό τομέα, το δίκτυο των ελληνικών τραπεζικών ομίλων στην περιοχή της Ν.Α.Ευρώπης, υπερβαίνει τα 1.600 καταστήματα, από τα οποία προέρχεται το 20% των κερδών τους. Επίσης στη μακρινή Κίνα, η παρουσία ελληνικών επιχειρήσεων αυξάνει ραγδαία. Πάνω από 60 ελληνικοί όμιλοι διαθέτουν θυγατρικές εταιρίες με επενδύσεις που ξεπερνούν τα 200 εκατ.ευρώ. Ωστόσο οι καλύτεροι πελάτες των κινέζων είναι οι έλληνες εφοπλιστές, οι παραγγελίες των οποίων στα ναυπηγεία της Κίνας, ανήλθαν το α' εξάμηνο '06 σε 11,35 δις δολάρια (118 νέα πλοία αξίας 6,6 δις και 151 μεταχειρισμένων αξίας 4,75 δις), όπως και αντίστροφα οι κινέζοι θεωρούνται οι καλύτεροι πελάτες των ελλήνων εφοπλιστών, για μεταφορά διεθνών φορτίων (καύσιμα, μεταλλεύματα, προϊόντα, κά).
Το συμπέρασμα που βγαίνει από την ως τώρα ανάλυση, είναι ότι η νεοφιλελεύθερη πολιτική, αποτελεί βασικό ταξικό εργαλείο για τις ανάγκες αναπαραγωγής και επέκτασης των συμφερόντων της ολιγαρχίας. Παρά τη μεγάλη σημασία του αγώνα για την υπεράσπιση βασικών δικαιωμάτων και κατακτήσεων των εργαζόμενων, είναι ταυτόχρονα πολύ σημαντικός, ο αγώνας για τη συνολική ανατροπή αυτής της πολιτικής και των δυνάμεων που την προωθούν, για προώθηση μιας εναλλακτικής πολιτικής σε όφελος των δυνάμεων της εργασίας και των πραγματικών δημιουργών του υλικού και πνευματικού πλούτου της κοινωνίας.