Τις τελευταίες μέρες πραγματοποιήθηκε στη Βιέννη, συνάντηση κορυφής μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ (Ζ. Μπαρόζο πρόεδρος της Επιτροπής, Σ. Σιούσελ καγκελάριος Αυστρίας και προεδρεύων της ΕΕ, και Τζ. Μπους, πρόεδρος ΗΠΑ). Ήταν μια ακόμα συνάντηση εκπροσώπων των δύο κυριότερων καπιταλιστικών κέντρων, για τη συζήτηση κρίσιμων και «καυτών» προβλημάτων στον κόσμο. Η φετινή ωστόσο συνάντηση, είχε ξεχωριστή σημασία, γιατί πραγματοποιήθηκε μετά την πρώτη διυπουργική σύνοδο ΕΕ-ΗΠΑ (Νοέμβρης 2005 στις Βρυξέλλες), όπου αποφασίστηκε η επιτάχυνση των διαδικασιών δημιουργίας «Διατλαντικής Κοινής Αγοράς» ως το 2015, με πρώτο βήμα την «κοινή αγορά» χρηματοπιστωτικών υπηρεσιών το 2010. Πρόκειται για ένα ζήτημα εξαιρετικής σημασίας, που δυστυχώς επισκιάστηκε από τρέχοντα συγκυριακά γεγονότα (θέματα Ιράν, Γκουαντανάμο, κά).
Η πορεία προώθησης της «διατλαντικής κοινής αγοράς»
Το ιστορικό της «διατλαντικής οικονομικής ολοκλήρωσης», ξεκίνησε με τη «διατλαντική δήλωση» για τις σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ το 1990, τη νέα «διατλαντική ατζέντα» το 1995 και τη «διατλαντική οικονομική εταιρική σχέση» το 1998, καθώς και τις μετέπειτα τακτικές και έκτακτες συναντήσεις κορυφής, μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ. Ποιοτικό βήμα αποτέλεσε η πρώτη διυπουργική σύνοδος (Νοέμβρης ΄05 στις Βρυξέλλες), όπου καθορίστηκαν οι βασικοί άξονες δημιουργίας της βορειοατλαντικής κοινής αγοράς. Τα πορίσματα της διυπουργικής εγκρίθηκαν στην ουσία στη φετινή σύνοδο του Ευρωκοινοβουλίου (1η Ιουνίου �06), με πλειοψηφία χριστιανοδημοκρατών-σοσιαλδημοκρατών, κατόπιν πρότασης της Επιτροπής Διεθνούς Εμπορίου της ΕΕ (εισηγήτρια Erika Mann). Τα ειδικότερα θέματα που καθορίστηκαν ως προτεραιότητα για την προώθηση της «οικονομικής ολοκλήρωσης» αφορούν την: α) συνεργασία στον ρυθμιστικό τομέα και στον τομέα των προτύπων, β) τόνωση ανοικτών και ανταγωνιστικών κεφαλαιαγορών, γ) προώθηση ενεργειακής συνεργασίας, δ) δικαιώματα πνευματικής ιδιοκτησίας, ε) επενδύσεις, στ) πολιτική ανταγωνισμού, ζ) καθεστώς δημοσίων συμβάσεων, η) συνεργασία στους τομείς νομιμοποίησης εσόδων από παράνομες δραστηριότητες, θ) ενθάρρυνση καινοτομίας και ανάπτυξη τεχνολογίας, ι) ζητήματα εμπορίου, ταξιδιωτών και ασφάλειας, ια) αμοιβαία αναγνώριση διπλωμάτων και επαγγελματικών προσόντων, κά.
Παρ� ότι οι σχέσεις ΕΕ-ΗΠΑ, εμφανίζουν κατά καιρούς εντάσεις, ιδιαίτερα σε πολιτικό επίπεδο, στο οικονομικό πεδίο, χωρίς να εξαλείφονται οι ανταγωνισμοί και οι αντιθέσεις, όλο και περισσότερο ενισχύονται οι δεσμοί και αμοιβαία αλληλεξάρτηση των οικονομιών, στο έδαφος πάντα των επιλογών και αξιών του νεοφιλελευθερισμού και της καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης. Ειδικότερα οι «ντε φάκτο» παράγοντες που προωθούν στη δημιουργίας της «διατλαντικής αγοράς», αγκαλιάζουν όλο το πλέγμα των οικονομικών σχέσεων. Είναι χαρακτηριστικό ότι οι εμπορικές ανταλλαγές μεταξύ ΕΕ-ΗΠΑ, ξεπερνούν ημερησίως το 1 δις ευρώ, ενώ στον τομέα των επενδύσεων, οι αμοιβαίες άμεσες επενδύσεις ανέρχονται συνολικά σε 1,5 τρις ευρώ. Το ½ της εκροής επενδύσεων της ΕΕ κατευθύνεται στις ΗΠΑ και τα 2/3 των εισροών προς την ΕΕ προέρχονται από τις ΗΠΑ. Στον τομέα των πωλήσεων οι θυγατρικές ευρωπαϊκών εταιριών στις ΗΠΑ, είχαν το 2004 πωλήσεις στο 1 τρις ευρώ, ενώ οι πωλήσεις των αμερικάνικων θυγατρικών στην ΕΕ ανήλθαν σε 1,2 δις ευρώ. Συνολικά οι θυγατρικές των δύο πλευρών, ελέγχουν το 80% του διατλαντικού εμπορίου αγαθών και υπηρεσιών, που συνδέεται με την απασχόληση 14 εκατ. ατόμων. Τέλος στα δύο καπιταλιστικά κέντρα ανήκει το 65% της παγκόσμιας ομολογιακής και χρηματιστηριακής κεφαλαιοποίησης (οι συναλλαγές των ευρωπαίων επενδυτών σε αμερικανικά ίδια κεφάλαια, ανήλθαν την περίοδο 2003-04 σε 85 δις ευρώ, ενώ οι συναλλαγές των αμερικανών επενδυτών σε ευρωπαϊκά ίδια κεφάλαια, ανήλθαν σε 40 δις ευρώ).
Το κύριο επιχείρημα που προβάλλουν οι υποστηρικτές της «διατλαντικής κοινής αγοράς», είναι ότι η προώθηση της θα οδηγήσει σε τόνωση της ανάπτυξης, αύξηση του εισοδήματος και βεβαίως αύξηση κερδών των πολυεθνικών. Ωστόσο το κρίσιμο ερώτημα είναι κατά πόσο η θεσμική και η «ντε φάκτο» προώθηση της βορειοατλαντικής κοινής αγοράς, εξυπηρετεί τα συμφέροντα των λαών και εργαζόμενων και όχι αποκλειστικά τα συμφέροντα των πολυεθνικών και των ιμπεριαλιστικών κύκλων των δύο κέντρων. Το γεγονός ότι σε κανένα από τα επίσημα κείμενα δεν γίνεται αναφορά στα δικαιώματα των εργαζόμενων και λαών, είναι ενδεικτικό των πραγματικών επιδιώξεων. Μια ένωση ισχυρών του χρηματιστικού κεφαλαίου, για διαιώνιση της κυριαρχίας του, τόσο στις δύο περιοχές όσο και σε όλο τον κόσμο. Χαρακτηριστικό του πνεύματος, είναι ότι κατά τη συζήτηση στο Ευρωκοινοβούλιο του σχετικού ψηφίσματος, η αριστερή ομάδα (GUE/NGL), πρότεινε κάποιες τροποποιήσεις (επικύρωση πρωτοκόλλου Κιότο για τις κλιματικές αλλαγές, αναγνώριση της αρχής της προφύλαξης για τους ΓΤΟ (γενετικά τροποποιημένους οργανισμούς), εφαρμογή της διεθνούς σύμβασης για τη βιοποικιλότητα, κά), οι οποίες δεν έγιναν δεκτές και φυσικά καταψήφισε την πρόταση.
Ποιές αποφάσεις πάρθηκαν στη σύνοδο της Βιέννης
Από την ατζέντα της συνόδου, σε αρκετά θέματα υπήρξε συμφωνία των δύο πλευρών πριν την έναρξη της. Παρ� ότι στα πολιτικά ζητήματα οι επίσημες ανακοινώσεις παραμένουν γενικόλογες (προαγωγή ειρήνης, προστασία ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δημοκρατία, ασφάλεια, κά), στον οικονομικό τομέα, τα αποτελέσματα είναι πιο συγκεκριμένα: παραπέρα μείωση δασμών, εξάλειψη εμποδίων στις επενδύσεις, προστασία ιδιοκτησίας πνευματικών δικαιωμάτων από πρακτικές πειρατείας και πλαστογράφησης, συνεργασία στα ενεργειακά ζητήματα για διαφοροποίηση πηγών και προσφοράς ενέργειας, ενεργειακών υποδομών και αναζήτηση νέων ενεργειακών πόρων, προσπάθεια ολοκλήρωσης των διαπραγματεύσεων του «Γύρου της Ντόχα» στα πλαίσια του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, κά. Ειδικότερα στο τελευταίο, γίνονται μεγάλες προσπάθειες παραμερισμού των διαφορών στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων (εξαγωγικές επιδοτήσεις, πολιτική ντάμπινγκ, μεταλλαγμένα, κά), προκειμένου να εμφανίσουν ένα κοινό μέτωπο στις διαπραγματεύσεις με τις αναπτυσσόμενες χώρες. Στόχοι είναι μέσα από πιέσεις και εκβιασμούς, να επιτύχουν συμφωνία στα αγροτικά, που θα άνοιγε το δρόμο, για τα άλλα σοβαρά ζητήματα (εμπόριο βιομηχανικών προϊόντων, υπηρεσιών, επενδύσεις, κά).
Τα σχέδια δημιουργίας μιας «κοινής αγοράς» μεταξύ ΕΕ και ΗΠΑ, μοιραία φέρνουν στο τραπέζι, αφετηριακά ζητήματα για το μέλλον των ευρωπαϊκών λαών, των δικαιωμάτων των εργαζόμενων και συνολικά για την πορεία των εξελίξεων σε όλο τον κόσμο. Είναι προφανές ότι η διαδικασία «οικονομικής ενοποίησης», εξυπηρετεί τις ηγετικές ομάδες του βορειοατλαντικού υπερεθνικού κεφαλαίου, που έχει ως φάρο το νεοφιλελευθερισμό και την «ντε φάκτο» πρωτοκαθεδρία των ΗΠΑ. Και μόνο το γεγονός ότι η «διατλαντική οικονομική ελίτ», θα έχει στον έλεγχο της, το 35% του παγκόσμιου εμπορίου, το 45% του εμπορίου υπηρεσιών και το 57% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έχοντας παράλληλα στήριγμα το στρατιωτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ και πολιτικό πλαίσιο το νεοφιλελευθερισμό, αποτελεί κίνδυνο για τις ελευθερίες και τα δικαιώματα, των λαών και εργαζόμενων ολόκληρου του πλανήτη.
Η απάντηση στο ερώτημα αξιοποίησης των πλεονεκτημάτων της διεθνούς οικονομικής συνεργασίας, μπορεί να αναζητηθεί στην ανάπτυξη διμερών και πολυμερών σχέσεων, αποφεύγοντας τις αρνητικές συνέπειες υπερσυγκέντρωσης της οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής δύναμης στα χέρια ενός πανίσχυρου κέντρου του χρηματιστικού κεφαλαίου. Από αυτήν την άποψη για την Αριστερά, τα σχέδια δημιουργίας της «διατλαντικής κοινής αγοράς», αποτελούν αρνητική εξέλιξη και πρέπει να παρεμποδιστούν. Μπροστά στο κίνημα κατά της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, ιδιαίτερα στις χώρες της ΕΕ και των ΗΠΑ, τίθεται εξ΄ αντικειμένου το καθήκον αποτροπής αυτής της εξέλιξης, παράλληλα με την αναζήτηση κατάλληλων μορφών συντονισμού του αγώνα κατά της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, σε εθνικό, ευρωπαϊκό και παγκόσμιο επίπεδο. Οι μεγάλες διαδηλώσεις που έγιναν τις τελευταίες μέρες στους δρόμους της Βιέννης, με αφορμή την επίσκεψη Μπους για τη «διατλαντική σύνοδο», δείχνουν το δρόμο.