Οι επιλογές του νέου προϋπολογισμού (2006), φέρνουν και πάλι στο προσκήνιο το αγροτικό πρόβλημα. Δεν πρόκειται για συνηθισμένες προεκτάσεις αντιλαϊκών μέτρων της κυβέρνησης, αλλά για νέες εξελίξεις που απορρέουν από τις ρυθμίσεις της νέας ΚΑΠ, τις δημοσιονομικές προοπτικές της ΕΕ ως το 2013 και τις κατευθύνσεις του ΠΟΕ, οι οποίες δημιουργούν νέα κατάσταση.
Με βάση τις αποφάσεις της συνόδου των αρχηγών της ΕΕ, τα συνολικά κονδύλια του προϋπολογισμού της ως το 2013, περιορίζονται στα 862 δις ευρώ (ή 1,045% του ΑΕΠ, κάτω από την πρόταση του προέδρου Μπαρόζο για 1,14%). Στην ουσία η διαπραγμάτευση έγινε επί των «ελαχίστων» και δείχνει καθαρά ότι επιλογή των ισχυρών κύκλων της ΕΕ, είναι η εγκατάλειψη του στόχου της οικονομικής σύγκλισης και κοινωνικής συνοχής. (Αν υπήρχε πράγματι βούληση θάπρεπε να αυξηθούν βαθμιαία πχ. στο 3,5% και 5% του ΑΕΠ). Παρ� ότι τα αγροτικά κονδύλια δεν περικόπτονται από το ύψος που προβλέπει η νέα ΚΑΠ, ωστόσο το 2008-9, θα γίνει συνολική επανεξέταση του προϋπολογισμού και είναι σαφής η επιλογή συρρίκνωσης τους. Κάτι ανάλογο ισχύει με τα κονδύλια περιφερειακής ανάπτυξης.
Για την Ελλάδα οι εξελίξεις έχουν ιδιαίτερη σημασία. Ήδη με το Δ� ΚΠΣ άρχισε πορεία μείωσης των κονδυλίων. Επίσης το κρίσιμο πρόβλημα της απορρόφησης (λόγω εθνικής συμμετοχής, χρόνιων ανεπαρκειών δημόσιας διοίκησης, φαινόμενων διαπλοκής και διαφθοράς, κά) διαιωνίζεται. Οι θριαμβολογίες της κυβέρνησης ότι εξασφαλίσαμε 20 δις ευρώ ως το 2013, είναι ουσιαστικά μόνο λόγια. Αξίζει να σημειωθεί ότι από τα 24 δις ευρώ του Γ� ΚΠΣ έχουν απορροφηθεί μόλις το 34%, ενώ ανοικτά παραμένει το ερώτημα, κατά πόσο «έπιασαν τόπο» στην οικονομία.
Η νέα ΚΑΠ εκτός από τη συνολική μείωση των κονδυλίων (με τις ίδιες χρηματοδοτήσεις στηρίζονται αγρότες 25 αντί 15 χωρών), αντικαθιστά τις επιδοτήσεις παραγωγής με ετήσιες εισοδηματικές ενισχύσεις, οι οποίες θα βαίνουν μειούμενες ως το 2013. Παράλληλα τα «παρακρατήματα» (15-20%) περιορίζουν τις ενισχύσεις ακόμα περισσότερο. Το «επιχείρημα» ότι τάχα οι επιδοτήσεις στρευλώνουν τον ανταγωνισμό και είναι σε βάρος των αγροτών των αναπτυσσομένων χωρών, αποκρύπτει τον πραγματικό λόγο των νεοφιλελεύθερων επιλογών. Με το άνοιγμα της αγοράς στα προϊόντα των αναπτυσσομένων χωρών, οι μικρομεσαίοι αγρότες στην ΕΕ «θυσιάζονται» προκειμένου τα πολυεθνικά και πολυκλαδικά συγκροτήματα να κερδίσουν πολλαπλάσια από το άνοιγμα των αγορών των αναπτυσσομένων στα βιομηχανικά προϊόντα και στις υπηρεσίες. Χαμένοι από αυτήν την πολιτική, θα είναι η οικογενειακή γεωργία, τόσο του «βορρά» όσο και του «νότου».
Όσο για το επιχείρημα κατάργησης των επιδοτήσεων στο όνομα της εξαθλίωσης των αναπτυσσομένων, είναι σε μεγάλο βαθμό αβάσιμο. Οι αιτίες είναι πιο σύνθετες και συνδέονται με το όλο πλέγμα των ανισότιμων σχέσεων μεταξύ «βορρά» και «νότου» (όροι δανεισμού, ανισότιμες ανταλλαγές, τεχνολογική εξάρτηση, στρατιωτικοί εξοπλισμοί, αντιλαϊκά καθεστώτα, κά). Αν κάτι πρέπει άμεσα να καταργηθεί, είναι οι εξαγωγικές επιδοτήσεις που τροφοδοτούν πρακτικές «ντάμπινγκ» στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων που πλήττουν τους μικρομεσαίους αγρότες των αναπτυσσομένων χωρών.
Ο προϋπολογισμός 2006 αναπαράγει σε διευρυμένη κλίμακα, όλα σχεδόν τα προβλήματα της δημοσιονομικής διαχείρισης. Τις συνέπειες πληρώνουν κυρίως μισθωτοί και συνταξιούχοι, μικρομεσαίοι αγρότες και πλατιά λαϊκά στρώματα. Παρ� ότι η συμμετοχή των αγροτών στην άμεση φορολογία είναι μικρή, υφίστανται μεγάλη επιβάρυνση από την έμμεση φορολογία, η οποία το 2006 από ΦΠΑ και ειδικούς φόρους κατανάλωσης, προβλέπεται να ξεπεράσει τα 2,2 δις ευρώ ή 9% αύξηση. Από την άλλη οι συνολικές δαπάνες στον αγροτικό τομέα μεταβάλλονται οριακά. Προβλέπεται αύξηση 4,4% (από 1.150 σε 1.201 εκατ. ευρώ) και για επιδοτήσεις 5,9% (από 643 σε 681 εκατ. ευρώ). Ωστόσο το κρίσιμο για τις επιδοτήσεις δεν είναι το ύψος όσο ο τρόπος κατανομής (το 75% των κονδυλίων πηγαίνει το 22% των παραγωγών, δηλαδή στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις). Από την άλλη οι δαπάνες για ΟΓΑ αυξάνονται ελάχιστα (από 2.800 σε 2.970 εκατ. ευρώ), ενώ για ΕΛΓΑ μειώνονται από 280 σε 220 εκατ. ευρώ. Περικόπτονται επίσης οι επιχορηγήσεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ (από 29,7 σε 26,2 εκατ. ευρώ), στο ΕΘΙΑΓΕ (από 3,9 σε 3,4 εκατ. ευρώ) και σε λοιπά επιστημονικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (από 2,4 σε 2,5 εκατ. ευρώ).
Οι επιλογές της νέας ΚΑΠ και η πολιτική της κυβέρνησης, φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη ριζικής στροφής στην ασκούμενη αγροτική πολιτική, η οποία πρέπει να έχει ως αφετηρία την εφαρμογή συνολικού προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης κατά κλάδο και περιοχή, εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής αυτοδυναμίας της χώρας σε τρόφιμα, εφαρμογή «κοινοτικής προτίμησης» στα ελλειμματικά προϊόντα ιδιαίτερα τα «μεσογειακά», ανακατανομή κονδυλίων από τους μεγάλους στους μικρο-μεσαίους παραγωγούς, προώθηση νέου παραγωγικού πρότυπου (προϊόντα ονομασίας προέλευσης, ολοκληρωμένης διαχείρισης, βιολογικά και απαγόρευση «μεταλλαγμένων»), μέτρα στήριξης των αγροτών, με περιορισμό της «ψαλίδας» τιμών παραγωγού-καταναλωτή, μείωση κόστους, μείωση έμμεσων φόρων, κρατική χρηματοδότηση ΕΛΓΑ, αύξηση αγροτικών συντάξεων με σταδιακή προσέγγιση τις κατώτερες συντάξεις του ΙΚΑ, κά.