Skip to main content.
Συνασπισμός της Αριστεράς των Κινημάτων και της Οικολογίας
12/12/2005

Δημοσιονομικές προοπτικές της ΕΕ, Αγροτική Πολιτική και Προϋπολογισμός 2006. Εισήγηση Γιάννη Τόλιου, μέλους ΠΓ του ΣΥΝ στην εκδήλωση του ΣΥΝ για τον Κρατικό Προϋπολογισμό 2006.

1. Εισαγωγή

Οι επιλογές του νέου προϋπολογισμού (2006), φέρνουν για μια ακόμα φορά στο προσκήνιο, το αγροτικό πρόβλημα. Δεν πρόκειται για τις συνηθισμένες προεκτάσεις που σηματοδοτούν αντιλαϊκές επιλογές της κυβέρνησης μέσω του κρατικού προϋπολογισμού. Υπάρχουν νέες εξελίξεις, που προσδίνουν εκρηκτικές διαστάσεις στο πρόβλημα. Οι εξελίξεις συνδέονται κατ' αρχήν, με την πλήρη εφαρμογή, από το 2006, των ρυθμίσεων της νέας ΚΑΠ, με τις συζητήσεις για τις δημοσιονομικές προοπτικές της ΕΕ ως το 2013 (δηλ. το ύψος και την κατανομή των κονδυλίων του προϋπολογισμού), καθώς και τις διαπραγματεύσεις που διεξάγονται αυτές τις μέρες στον ΠΟΕ, με επίκεντρο το διεθνές εμπόριο αγροτικών προϊόντων και άλλα σημαντικά ζητήματα.

2. Προϋπολογισμός ΕΕ και δημοσιονομικές προοπτικές ως το 2013.

Μέχρι πριν λίγα χρόνια, ακουγόταν συχνά ότι ένας από τους στόχους της Οικονομικής και Νομισματικής Ενοποίησης, υποτίθεται ότι ήταν η προώθηση της οικονομικής σύγκλισης και κοινωνικής συνοχής. Ωστόσο στην πράξη, αυτό που ανοιχτά προωθείται, είναι οι νεοφιλελεύθερες επιλογές και η κυριαρχία των νόμων της αγοράς, με αποτέλεσμα την ένταση των κοινωνικών και περιφερειακών ανισοτήτων. Ιδιαίτερα έντονα εκδηλώνεται σε συγκεκριμένες επιλογές στον κοινοτικό προϋπολογισμό, όσον αφορά το ύψος και την κατανομή των κονδυλίων του.

Ειδικότερα οι προτάσεις της βρετανικής προεδρίας, οδηγούν σε νέες περικοπές, κυρίως αγροτικών κονδυλίων και κονδυλίων για περιφερειακή ανάπτυξη, το λεγόμενο Δ' ΚΠΣ, δαπάνες που ενδιαφέρουν ιδιαίτερα την Ελλάδα (το μερίδιο της στο Γ' ΚΠΣ ήταν 25 δις ευρώ, ενώ στο Δ' ΚΠΣ είναι στην ουσία ζήτημα αν φθάσουν 20 δις ευρώ). Η βρετανική προεδρεία στην ουσία προτείνει πάγωμα των κονδυλίων του προϋπολογισμού στο 1,03% του κοινοτικού ΑΕΠ των 25 χωρών (δηλαδή 874 δις ευρώ για την επταετία 2007-13), έναντι 1,06% της προεδρίας Λουξεμβούργου (διαφορά 24 δις ευρώ) και 1,14% της Επιτροπής Μπαρόζο (διαφορά 200 δις ευρώ).

Οι πιστώσεις για την αγροτική ανάπτυξη, μειώνονται επίσης κατά 5 δις ευρώ (κάτι που πλήττει ιδιαίτερα την Ελλάδα), ενώ από το 2009, με την επανεξέταση όλων των χρηματοδοτήσεων, θα γίνει νέα σταδιακή μείωση δαπανών προς τη γεωργία. Προβλέπεται επίσης μείωση κατά 10% των πιστώσεων για τα διαρθρωτικά ταμεία που είναι σε βάρος των λιγότερο αναπτυγμένων χωρών, κυρίως των 10 νέων μελών. Τα κονδύλια αυτά για τα νέα μέλη περιορίζονται στα 164 δις ή κατά 14 δις ευρώ, και θα είναι ελαστικότερα τα κριτήρια απορρόφησης. Το αποτέλεσμα των πιο πάνω αλλαγών, θα είναι μείωση της συνεισφοράς στον προϋπολογισμό της Γερμανίας, Ολλανδίας, Σουηδίας και διατήρηση των επιστροφών υπέρ της Βρετανίας, οι οποίες περιορίζονται οριακά (συνολικά κατά 8 δις ευρώ ως το 2013). Οι προτεινόμενες αλλαγές στον προϋπολογισμό, θίγουν τις φτωχές χώρες, επέφεραν σοβαρές μειώσεις εισφορών στις πλούσιες και δεν προωθούν τον εκσυγχρονισμό των δημοσιονομικών, ούτε τη στήριξη της απασχόλησης, της οικονομικής σύγκλισης και κοινωνικής συνοχής.

Για να προωθηθούν αυτοί οι στόχοι, ο προϋπολογισμός πρέπει να αυξηθεί , να εκδημοκρατιστεί (στη διαδικασία κατάρτισης του) και να αλλάξει η δομή των εσόδων και δαπανών. Στόχος πρέπει να είναι η δημιουργία ομοσπονδιακού προϋπολογισμού, που από το ένα μέρος θα ασκεί πολιτική σταθεροποίησης και ανάκαμψης (αντικυκλική) και από την άλλη θα προωθεί την ανάπτυξη των λιγότερο αναπτυγμένων περιοχών με στόχο τον περιορισμό των περιφερειακών και κοινωνικών ανισοτήτων.

Για να γίνει αυτό εφικτό πρέπει, σύμφωνα και με τις προτάσεις των Ευρωπαίων Οικονομολόγων για μια εναλλακτική πολιτική στην Ευρώπη, οι πόροι του να αυξηθούν στο 3,6% του ΑΕΠ ως το 2011 (ετήσια αύξηση 0,5% το χρόνο) και στο 5% το 2013, αφήνοντας ανοικτό τον ορίζοντα για παραπέρα αύξηση στο μέλλον. Επίσης πρέπει να αλλάξει η κατανομή των κονδυλίων (10% για προώθηση της βιώσιμης ανάπτυξης με τη δημιουργία «ευρωπαϊκού ταμείου σταθερότητας», 20% για τον αγροτικό τομέα και στην προστασία του περιβάλλοντος, 40% για διαρθρωτικές πολιτικές και μείωση περιφερειακών ανισοτήτων, 20% για κοινωνικές πολιτικές, ιδιαίτερα την καταπολέμηση της φτώχειας και εξασφάλιση ελάχιστων κοινωνικών επιπέδων διαβίωσης στις φτωχότερες και τέλος 10% για την εξασφάλιση άλλων δημόσιων αγαθών, όπως έρευνα, ευρωπαϊκά δίκτυα μεταφορών, ενέργειας, επικοινωνιών, εξωτερική βοήθεια, κά).

Όσον αφορά την πηγή προέλευσης των πόρων, πρέπει να αλλάξει η σύνθεση τους. Κύρια πηγή να έχουν, έναν «ευρωπαϊκό φόρο εισοδήματος», με διαφοροποιημένους συντελεστές, ανάλογα με το εισόδημα των περιοχών (20% για εκείνες που έχουν κατά κεφαλή εισόδημα πάνω από 120% του μέσου όρου, 2,5% για όσες έχουν λιγότερο από 50% του μέσου όρου και 5% για όλες τις υπόλοιπες). Παράλληλα με την έκδοση δανειακών τίτλων από την Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων, να χρηματοδοτηθούν έργα υποδομής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, που οι εξόφληση τους θα γίνει από τις επόμενες γενιές, οι οποίες θα είναι και οι κυρίως ωφελημένες από αυτά.

3. Κοινή Αγροτική Πολιτική και διαπραγματεύσεις στον ΠΟΕ. Επιλογές σε βάρος των μικρομεσαίων αγροτών του αναπτυγμένου βορρά και αναπτυσσόμενου νότου.

Η πλήρης εφαρμογή της νέας ΚΑΠ από αρχές 2006, προβλέπεται να επιδεινώσει τη θέση των μικρομεσαίων αγροτών. Ήδη τα δύο τελευταία χρόνια, υφίστανται δραματική μείωση εισοδήματος, λόγω των χαμηλών τιμών παραγωγού, αδυναμία διάθεσης των προϊόντων, υψηλού κόστους εφοδίων και περιορισμού δαπανών στήριξης τους.

Η νέα ΚΑΠ, εκτός από τη συνολική μείωση των κονδυλίων (τον αγροτικό τομέα με τις ίδια χρηματοδοτήσεις «στηρίζονται» αγρότες 25 αντί 15 χωρών), αντικαθιστά ταυτόχρονα τις επιδοτήσεις στην παραγωγή, με ετήσιες εισοδηματικές ενισχύσεις (στο μέσο όρο της τριετίας 2000-2002), οι οποίες θα βαίνουν μειούμενες ως το 2013. Παράλληλα με τα διάφορα «παρακρατήματα» (15-20%), περιορίζει περαιτέρω την ενίσχυση τους. Τα επιχειρήματα που προβάλλονται, για τη δικαιολόγηση των περικοπών, είναι «ποικίλα» και εν πολλοίς ετερόκλητα. Π.χ. ότι στρεβλώνουν τις τιμές και τον ανταγωνισμό, ότι είναι σε βάρος των αγροτών των αναπτυσσομένων χωρών, ότι διαιωνίζουν ένα μοντέλο παραγωγής σε βάρος του περιβάλλοντος κά.

Στην πραγματικότητα, πίσω από τις επιλογές της νέας ΚΑΠ, βρίσκονται οι νεοφιλελεύθερες επιλογές που εξυπηρετούν κυρίως τα συμφέροντα των ισχυρών κύκλων της ΕΕ. Ειδικότερα με άνοιγμα της αγοράς των αγροτικών προϊόντων στα προϊόντα των αναπτυσσομένων χωρών (με μείωση επιδοτήσεων στην εγχώρια αγορά, μείωση δασμών και ποσοτικών περιορισμών και μείωση εξαγωγικών επιδοτήσεων), στην ουσία «θυσιάζονται» οι μικρομεσαίοι αγρότες της ΕΕ, προκειμένου τα μεγάλα πολυεθνικά και πολυκλαδικά συγκροτήματα, να κερδίσουν πολλαπλάσια από το άνοιγμα των αγορών των αναπτυσσομένων χωρών στα βιομηχανικά προϊόντα και στις υπηρεσίες. Χαμένοι από αυτήν την πολιτική, δεν θα είναι μόνο οι η οικογενειακή γεωργία του «βορρά», αλλά οι μικροαγρότες του «νότου» και κερδισμένοι θα είναι μόνο οι μεγάλοι παραγωγοί και οι αναπτυσσόμενες εξαγωγικές χώρες.

Δεν είναι τυχαίο που οι συζητήσεις, για τη λήψη τελικών αποφάσεων, σχετικά με τις δημοσιονομικές προοπτικές της ΕΕ, προβλέπεται να ληφθούν στις 16-17 Δεκέμβρη '05, τι στιγμή ακριβώς που θα έχουν διαφανεί τα αποτελέσματα των διαπραγματεύσεων στον ΠΟΕ, που γίνονται στο Χονγκ-Κονγκ, στο διάστημα 13-18 Δεκέμβρη '05. Παρ' ότι η ως τώρα πορεία των διαπραγματεύσεων, δεν αφήνει μεγάλες ελπίδες για επίτευξη συμφωνίας (το όλο «πακέτο» εκτός από τα αγροτικά, περιέχει βιομηχανικά προϊόντα, υπηρεσίες, αναπτυξιακή βοήθεια, θέματα ανταγωνισμού, επενδύσεων, πρόσβαση στις αγορές δημόσιων αγαθών, κά).

Ήδη οι προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, για την αναθεώρηση του καθεστώτος ζάχαρης, δίνει «πικρή» γεύση των συνεπειών για τους μικρομεσαίους αγρότες του «βορρά» και του «νότου» (μείωση των δαπανών στήριξης στη ζάχαρη κατά 39% και των τεύτλων κατά 42,6%). Αυτοί που κυρίως θα πληγούν θα είναι οι μικρομεσαίοι παραγωγοί της ΕΕ (μαζί και της Ελλάδας) και οι παραγωγοί των αναπτυσσομένων φτωχών χωρών (χώρες ΑΚΕ) που έχουν υπογράψει προτιμησιακές συμφωνίες με την ΕΕ. Αντίθετα κερδισμένοι θα είναι οι μεγάλοι παραγωγοί και οι πολυεθνικές και οι μεγάλες εξαγωγικές χώρες. Σύμφωνα με τον FAO (Οργανισμός Τροφίμων και Γεωργίας του ΟΗΕ), η ενδεχόμενη απελευθέρωση του εμπορίου αγροτικών προϊόντων, ενέχει μεγάλους κινδύνους, γιατί ενδέχεται να μη βοηθήσει τις αναπτυσσόμενες χώρες, αν δεν υπάρξουν παράλληλα μέτρα ανάπτυξης τους (επενδύσεις, κά). Κατά τον FAO οι αναπτυσσόμενες χώρες θα επωφεληθούν περισσότερο από την ανάπτυξη των μεταξύ τους εμπορικών συναλλαγών, παρά από τη μείωση των επιδοτήσεων των αγροτικών προϊόντων στις αναπτυγμένες χώρες.

Όσον αφορά το επιχείρημα, για κατάργηση των αγροτικών επιδοτήσεων στο όνομα της πείνας των αναπτυσσομένων χωρών, είναι σε μεγάλο βαθμό υποκριτικό, αποπροσανατολιστικό και ουσιαστικά αβάσιμο. Αν η πραγματική αιτία της εξαθλίωσης του τρίτου κόσμου, ήταν οι επιδοτήσεις προς τους αγρότες στις αναπτυγμένες χώρες, τότε θα άξιζε η κατάργηση τους. Ωστόσο οι αιτίες είναι πιο σύνθετες και συνδέονται με το όλο πλέγμα των ανισότιμων σχέσεων που έχουν διαμορφωθεί μεταξύ των αναπτυσσόμενων και αναπτυγμένων καπιταλιστικών χωρών (όροι δανεισμού, ανισότιμες εμπορικές ανταλλαγές, πρακτικές «ντάμπινγκ», τεχνολογική εξάρτηση, στρατιωτικοί εξοπλισμοί, αντιλαϊκά καθεστώτα, κά), καθώς και η προώθηση της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στις αναπτυσσόμενες χώρες. Αν κάτι πρέπει άμεσα να καταργηθεί, είναι οι εξαγωγικές επιδοτήσεις που τροφοδοτούν τις πρακτικές «ντάμπινγκ» στο εμπόριο αγροτικών προϊόντων και οι οποίες πλήττουν τους μικρομεσαίους αγρότες των αναπτυσσομένων χωρών.

4. Αγροτικές δαπάνες και Προϋπολογισμός 2006

Ο προϋπολογισμός 2006, αναπαράγει σε διευρυμένη κλίμακα, όλα σχεδόν τα προβλήματα της δημοσιονομικής διαχείρισης της ελληνικής οικονομίας. Τις συνέπειες τις πληρώνουν κυρίως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι, οι μικρομεσαίοι αγρότες και τα πλατιά λαϊκά στρώματα. Παρ' ότι στην άμεση φορολογία, η συμμετοχή των αγροτών είναι μικρή, έχουν μεγάλη φορολογική επιβάρυνση από την έμμεση φορολογία, η οποία το 2006, από ΦΠΑ και ειδικούς φόρους κατανάλωσης (πετρελαιοειδή, τσιγάρα, κά), προβλέπεται να ανέλθουν σε 2,2 δις ευρώ ή 9% αύξηση (από 23.480 σε 25.540 εκατ. ευρώ). Από την άλλη οι συνολικές δαπάνες για τον αγροτικό τομέα, προβλέπεται να αυξηθούν οριακά. Ειδικότερα από τον τακτικό προϋπολογισμό, προβλέπεται αύξηση κατά 4,4% (από 1.150 σε 1.201 εκατ. ευρώ), ενώ για επιδοτήσεις κατά 5,9% (από 643 σε 681 εκατ. ευρώ, ή 1,2% στο σύνολο των δαπανών του προϋπολογισμού). Ωστόσο το κρίσιμο με τις επιδοτήσεις, δεν είναι το ύψος τους, όσο ο τρόπος κατανομής τους (το 75% των κονδυλίων πηγαίνει το 22% των παραγωγών, δηλαδή στις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις).

Γενικότερα, το σύνολο των πάσης φύσεων οικονομικών ενισχύσεων προς τον αγροτικό τομέα, το 2006 προβλέπεται να αυξηθεί από 7.025 σε 7.496 εκατ. ευρώ, ή κατά 6,7%. Από εθνικούς πόρους, τα κονδύλια θα αυξηθούν κατά 7,5% (από 4.429 σε 4.766 εκατ. ευρώ), ενώ από το ταμείο FEOGA-Εγγυήσεις της ΕΕ κατά 5% (από 2.599 σε 2.730 εκατ. ευρώ). Ειδικότερα οι δαπάνες για τις συντάξεις ΟΓΑ, προβλέπεται να αυξηθούν από 2.800 σε 2.970 εκατ. ευρώ, ή κατά 6,1%, ενώ για τις αποζημιώσεις ΕΛΓΑ από 280 σε 220 εκατ. ευρώ, δηλαδή μείωση κατά 21,4%. Επίσης περικόπτονται οι επιχορηγήσεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ (από 29,7 σε 26,2 εκατ. ευρώ), στο ΕΘΙΑΓΕ (από 3,9 σε 3,4 εκατ. ευρώ), σε λοιπά επιστημονικά εκπαιδευτικά ιδρύματα (από 2,4 σε 2,5 εκατ. ευρώ),κλπ. Επίσης περικόπτονται οι επιχορηγήσεις στον ΟΠΕΚΕΠΕ (από 29,7 σε 26,2 εκατ. ευρώ), στο ΕΘΙΑΓΕ (από 3,9 σε 3,4 εκατ. ευρώ), σε λοιπά επιστημονικά, εκπαιδευτικά ιδρύματα (από 2,9 σε 2,5 εκατ. ευρώ),κλπ. Ωστόσο στην πράξη, τα προβλεπόμενα κονδύλια θα είναι μικρότερα, διότι κάθε χρόνο οι προϋπολογισθείσες δαπάνες είναι κατά κανόνα μεγαλύτερες από τις πραγματοποιηθείσες. Ανάλογες εξελίξεις έχουμε με το ΠΔΕ (Γεωργία, Δάση-Αλιεία, Εγγυοβελτιωτικά), του οποίου οι δαπάνες το 2006 προβλέπεται να αυξηθούν από 528 σε 626 εκατ. ευρώ, ή κατά 18,6%. Αν υπολογίσουμε, την πολύ αργή απορρόφηση των κονδυλίων του Γ' ΚΠΣ, είναι βέβαιο ότι τα ποσοστά θα διαμορφωθούν σε χαμηλότερα επίπεδα.

5. Εναλλακτικό πρότυπο αγροτικής ανάπτυξης και στήριξης των αγροτών

Οι επιλογές της νέας ΚΑΠ και η αγροτική πολιτική της κυβέρνησης, φέρνουν στο προσκήνιο την ανάγκη ριζικής αλλαγής του χαρακτήρα της ασκούμενης πολιτικής στον αγροτικό τομέα και γενικότερα τη δημοσιονομική διαχείριση της χώρας. Η κυριαρχία της νεοφιλελεύθερης λογικής, ότι η αγορά αποτελεί τον βασικό μοχλό ρύθμισης της αγροτικής παραγωγής, δεν μπορεί να λύσει κανένα πρόβλημα, αλλά τα αναπαράγει σε ευρύτερες διαστάσεις.

Για τον ΣΥΝ το πρώτο που χρειάζεται, είναι ο αγροτικός τομέας να αντιμετωπιστεί ως βασικός μοχλός οικονομικής, κοινωνικής και πολιτιστικής αναζωογόνησης της υπαίθρου. Η διατήρηση του αγροτικού πληθυσμού στην ύπαιθρο, δεν πρέπει να θεωρείται ως δείγμα καθυστέρησης, αλλά ως «προστιθεμένη αξία» για την κοινωνία. Γι΄ αυτό και ο ΣΥΝ απορρίπτει την πολιτική «αποσύνδεσης» των ενισχύσεων από την παραγωγή, δεδομένου ότι μειώνει το αγροτικό εισόδημα και ατονεί το ενδιαφέρον των παραγωγών στην ποσότητα και ποιότητα των προϊόντων, επιταχύνοντας την αποδιάρθρωση της υπαίθρου.

Ειδικότερα ο ΣΥΝ θεωρεί ότι:

Η αγροτική πολιτική, θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την εξασφάλιση της μέγιστης δυνατής «αυτοδυναμίας» της χώρας σε βασικά τρόφιμα, λαμβάνοντας υπ' όψη, τις ανάγκες ζωής και απασχόλησης των κατοίκων της υπαίθρου. Τάσσεται υπέρ της αρχής της «κοινοτικής προτίμησης» για τα ελλειμματικά προϊόντα, ιδιαίτερα τα «μεσογειακά» και την ανακατανομή των κονδυλίων της ΚΑΠ, από τους μεγάλους παραγωγούς προς τους μικρο-μεσαίους και από τις χώρες του βορρά προς τις χώρες του μεσογειακού νότου.

Θεωρεί επιτακτική ανάγκη την εφαρμογή ενός συνολικού προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης, εξειδικευμένο κατά κλάδο και περιοχή, με στόχο, την αναδιάρθρωση της αγροτικής παραγωγής υπέρ των δυναμικών καλλιεργειών, την αλλαγή της σχέσης φυτικής και κτηνοτροφικής παραγωγής υπέρ της τελευταίας, την ανάπτυξη της αλιείας και δασοκομίας, με αυστηρή τήρηση οικολογικών κριτηρίων, την προώθηση νέου παραγωγικού πρότυπου, στηριγμένο στην ποιοτική γεωργία, με «προϊόντα ονομασίας προέλευσης», «ολοκληρωμένης διαχείρισης», «βιολογικής γεωργίας-κτηνοτροφίας» και με ταυτόχρονη απαγόρευση των «μεταλλαγμένων».

Τέλος θεωρεί ότι χρειάζονται άμεσα μέτρα στήριξης των αγροτών και δημιουργία αποτελεσματικών μηχανισμών πολύμορφης γεωτεχνικής στήριξης τους.

Ειδικότερα στα άμεσα μέτρα στήριξης των αγροτών προτεραιότητα έχουν:

Ο έλεγχος των εισαγωγών, ιδιαίτερα από τρίτες χώρες, δραστικός περιορισμός της «ψαλίδας» τιμών παραγωγού-καταναλωτή, με έλεγχο της δράσης των μεσαζόντων και των ολιγοπωλιακών κυκλωμάτων και ενεργοποίηση συνεταιρισμών στην παραγωγή, συγκέντρωση, διακίνηση και εμπορία τους.

Μείωση κόστους παραγωγής, με έλεγχο στις τιμές των αγροτικών εφοδίων (σπόροι, λιπάσματα, μηχανήματα, καύσιμα και άλλα είδη), βελτίωση υποδομών (αρδευτικά, ηλεκτροδότηση, οδοποιία, κά), καθώς και ευνοϊκότεροι όροι χρηματοδότησης, ιδιαίτερα των μικρομεσαίων αγροτών.

Μείωση έμμεσων φόρων, ιδιαίτερα στα καύσιμα, εφόδια, βασικά είδη κατανάλωσης και υπηρεσίες.

Ασφάλιση αγροτικής παραγωγής, με κρατική χρηματοδότηση ΕΛΓΑ, ώστε να καλύπτει το 100% κάθε ζημιάς σε όλα τα στάδια της παραγωγής, καθώς στο ζωϊκό και φυτικό κεφάλαιο.

Αύξηση αγροτικών συντάξεων, ώστε να προσεγγίσουν σταδιακά τις κατώτερες συντάξεις του ΙΚΑ. Αύξηση κοινωνικών δαπανών με ποιοτική βελτίωση των κοινωνικών υπηρεσιών και των υποδομών της υπαίθρου.

Εκπόνηση και εφαρμογή προγραμμάτων εκπαίδευσης νέων αγροτών και ενίσχυση της επιχειρηματικής τους προσπάθειας, με γενναία κίνητρα, καθώς και προγράμματα πολιτιστικής ανάπτυξης της υπαίθρου.

6. Κινηματική παρέμβαση για αλλαγή της αγροτικής πολιτικής

Τέλος θα πρέπει να σπάσει ο δικομματισμός στο αγροτικό κίνημα, στους συνεταιρισμούς, με την ανάπτυξη ενός ριζοσπαστικού κινήματος υπεράσπισης των συμφερόντων των μικρομεσαίων αγροτών και την προώθηση εναλλακτικής πολιτικής ανάπτυξης και προοπτικής του αγροτικού χώρου.