Η τακτική για τις Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές πρέπει να είναι ενταγμένη και να εξυπηρετεί το ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο με βάση το οποίο κινείται ο ΣΥΝ στη φάση που διανύουμε.
Γι αυτό και δεν μπορεί να γίνει συζήτηση για τις Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές χωρίς αναφορά σ΄αυτό το ευρύτερο στρατηγικό σχέδιο και κυρίως χωρίς την έγνοια της διαρκούς αξιολόγησής του στη βάση των κοινωνικών και πολιτικών εξελίξεων και της αναγκαίας επικαιροποίησής του.
1. Το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και το νέο τοπίο στο χώρο της Αριστεράς συνολικά.
Πριν από λίγες μέρες ζήσαμε όλοι τη μεγάλη εμπειρία του πρώτου συνεδρίου του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και δικαιολογημένα νοιώσαμε περήφανοι γιατί συμβάλλαμε ως ΣΥΝ καθοριστικά στη δημιουργία του.
Πρόκειται για εξέλιξη ιστορικής σημασίας. Που όμως έχει συνέπειες. Ανοίγει έναν δρόμο που πρέπει να βαδίσουμε μετά γνώσεως και τον οποίο, κυρίως, πρέπει να σχεδιάσουμε όλοι όσοι μετέχουμε σ΄αυτό. Πρόκειται για τη μορφοποίηση ενός ρεύματος που διεκδικεί πια με αξιώσεις να αλλάξει το συνολικό χάρτη της Ευρωπαϊκής Αριστεράς και να επηρεάσει σοβαρά τις εξελίξεις.
Ο Πρόεδρος του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς Φ. Μπερτινόττι συνοψίζει στην προχθεσινή συνέντευξή του στην ΑΥΓΗ εξαιρετικά εύστοχα αυτήν όλη την ανάλυση:
«Πιστεύω ότι, αν δεν είχαμε κάνει το Κόμμα της Ευρωπαϊκής Αριστεράς πριν από 18 μήνες, θα έπρεπε να το κάνουμε τώρα. Αυτοί οι 18 μήνες ήταν σημαντικοί γιατί κάναμε τα πρώτα βήματα ενός νέου σχηματισμού. Δύο από τα βήματα που κάναμε ξεχώρισαν και ανοίγουν μεγάλες προοπτικές για το μέλλον. Το ένα είναι η νίκη του γαλλικού λαού στο δημοψήφισμα για την ευρωπαϊκή συνταγματική συνθήκη, μια συνθήκη που έβαζε τις αγορές στη θέση της πολιτικής. Ένα δημοψήφισμα που σημάδεψε τη γέννηση μια λαϊκής ευρωπαϊκής αριστεράς. Μπορούμε να πούμε ότι ξεκίνησε ένας λαϊκός αριστερός ευρωπαϊσμός. Το δεύτερο βήμα ήταν η γέννηση και η επιτυχία της αριστεράς στη Γερμανία (Linkspartei), που βλέπει για πρώτη φορά μετά τον πόλεμο να γεννιέται, στη χώρα της πιο ισχυρής σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη, ένα Κόμμα στα αριστερά της. Αυτά τα δύο γεγονότα μιλούν για το μέλλον της αριστεράς στην Ευρώπη, δείχνουν ότι τελειώνει στην Ευρώπη το μονοπώλιο της σοσιαλδημοκρατίας και την αρχή μιας φάσης δύο αριστερών, μιας ρεφορμιστικής και μιας ριζοσπαστικής που πρέπει να συναγωνιστούν μεταξύ τους ή να συνεργαστούν όταν είναι δυνατόν και να ανταγωνισθούν για μία καλύτερη κοινωνία».
Η ενσωμάτωση, λοιπόν, της ευρωπαϊκής Σοσιαλδημοκρατίας στο κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο, η κρίση αυτού του πλαισίου και η αμφισβήτησή του από τους ευρωπαϊκούς λαούς, δημιουργεί τις προϋποθέσεις για τη δημιουργία μιας άλλης Αριστεράς που μπορεί να αμφισβητήσει το μονοπώλιο της Σοσιαλδημοκρατίας και να αλλάξει τον πολιτικό χάρτη.
Όμως είναι φανερό ότι για να γίνει μεγάλη αυτή η άλλη Αριστερά πρέπει να κερδίσει ένα μεγάλο μέρος των κοινωνικών δυνάμεων που ιστορικά εκφράζονταν μέχρι σήμερα από τη Σοσιαλδημοκρατία.
Δυνάμεων που βρίσκονται σε ευθεία σύγκρουση με το νεοφιλελευθερισμό, αλλά που αυτή η σύγκρουσή τους δεν τις οδηγεί αυτόματα στην αναζήτηση μιας νέας πολιτικής έκφρασης.
Δυνάμεων που μέσα από τη δική τους εμπειρία πρέπει να πεισθούν για τον εγκλωβισμό της Σοσιαλδημοκρατίας στο νεοφιλελεύθερο πλαίσιο και για την ύπαρξη σοβαρής και πειστικής εναλλακτικής λύσης στο χώρο της Αριστεράς, που και αυτές τοποθετούν τον εαυτό τους.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μία κρίσιμη μεταβατική φάση κατά την οποία θα εξελιχθεί ένας αγώνας για τη διεκδίκηση της ιδεολογικής και πολιτικής ηγεμονίας στον ευρύτατο χώρο της Αριστεράς. Και βεβαίως αυτός ο αγώνας θα διεξάγεται όχι σε συνθήκες δοκιμαστικού σωλήνα, αλλά σε συνθήκες πραγματικής ζωής και στο πλαίσιο των σκληρών κοινωνικών και πολιτικών συγκρούσεων όπου εξ ορισμού ο βασικός αντίπαλος είναι ο νεοφιλελευθερισμός και οι αυθεντικοί εκφραστές του.
Τα παραδείγματα του Γαλλικού Δημοψηφίσματος και του Γερμανικού Αριστερού κόμματος που επικαλείται ο Μπερτινόττι είναι όντως πολύ σημαντικά και αποκαλυπτικά. Το ίδιο σημαντικά, από απόψεως μελέτης των διλημμάτων που έχουμε να αντιμετωπίσουμε, είναι και οι διεργασίες στην Ιταλική Αριστερά, οι πρόσφατες εκλογές στη Νορβηγία και η Σουηδική εμπειρία.
2. Πώς τοποθετείται ο ΣΥΝ σ΄αυτό το πλαίσιο.
Ο ΣΥΝ μπορεί να μείνει μακριά από όλους αυτούς τους προβληματισμούς; Ούτε μπορεί, ούτε πρέπει.
Ο ΣΥΝ πρωταγωνίστησε στη δημιουργία του Κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πρέπει να πρωταγωνιστήσει και στη θεωρητική και πολιτική αναζήτηση στα πλαίσια του κόμματος αυτού.
Δυστυχώς, όμως, υπάρχουν σ. και στην ηγεσία του κόμματος που αντιμετωπίζουν αυτούς τους προβληματισμούς με τρόπο που ταιριάζει μονάχα στην κα Παπαρήγα.
Δεν πρόκειται, όμως, να ασχοληθώ μ΄αυτές τις αντιδράσεις. Είμαι βέβαιος ότι πολύ γρήγορα θα ακούγονται γραφικές.
Αντίθετα με μεγάλη ικανοποίηση διάβασα σε πρόσφατη συνέντευξη του σ. Αλαβάνου στην «Ελευθεροτυπία» (Σάββατο, 22/10/2005) τα εξής σημαντικά:
Ερώτηση: Η θέση σας στο θέμα των συνεργασιών ποια είναι;
Απάντηση: «Η φιλοδοξία η δική μου ως προέδρου είναι να περάσει από τον ΣΥΝ ένα ενωτικό κάλεσμα προς άλλες δυνάμεις και να μπορέσουμε και εδώ, όπως έγινε στη Γαλλία, όπως έγινε στη Γερμανία, να φτάσουμε σε μια μεγάλη Αριστερά, η οποία θα ανατρέψει τα δεδομένα του συστήματος».
και παρακάτω
Ερώτηση: Πώς θα προσδιορίζατε, ως όρια και ως εταίρους, τη μεγάλη Αριστερά των ονείρων σας;
Απάντηση: «Ως μία συμμαχία αντίστοιχη με αυτήν που εκφράστηκε με το «όχι» στο γαλλικό δημοψήφισμα για το Ευρωσύνταγμα: ανανεωτικές δυνάμεις, όπως εμείς, άλλες ριζοσπαστικές δυνάμεις της Αριστεράς, όπως αυτές του ΣΥΡΙΖΑ, προωθημένοι σοσιαλιστές που διαχωρίστηκαν από τις θέσεις του κόμματός τους, του ΠΑΣΟΚ εν προκειμένω, οικολογικές δυνάμεις, κομμουνιστές. Και, κυρίως, όλο αυτό να έχει ένα νεολαιίστικο άρωμα».
Έχουμε άρα μια κοινή βάση να συζητήσουμε και να επικαιροποιήσουμε πάνω σ΄αυτήν το πολιτικό μας σχέδιο.
Επιδιώκουμε, λοιπόν, ως ΣΥΝ, τη δημιουργία μιας μεγάλης Αριστεράς η οποία θα συγκροτείται στη βάση ενός ριζοσπαστικού αντινεοφιλελεύθερου προγράμματος και θα καλύπτει έναν ευρύ χώρο από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι τον κόσμο του ΠΑΣΟΚ που ήρθε σε αντίθεση με την πολιτική των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ και που σήμερα δεν συναινεί στην πολιτική που εκφράζει ο κ. Παπανδρέου.
Και είναι φανερό ότι η επιτυχία αυτού του σχεδίου εξαρτάται από την ικανότητά μας να πείσουμε ένα μεγάλο μέρος των δυνάμεων, που μέχρι σήμερα εκφράζονται από το ΠΑΣΟΚ, ότι το ΠΑΣΟΚ με την πολιτική που έχει σήμερα δεν μπορεί να αποτελέσει τον άλλο πόλο στο νεοφιλελευθερισμό και ότι μόνο η ισχυροποίηση του άλλου ρεύματος στο χώρο της Αριστεράς μπορεί να αλλάξει το τοπίο και να δημιουργηθούν προϋποθέσεις ώστε να υπάρξει και απόκρουση των αντιλαϊκών πολιτικών και δημιουργία μιας πλειοψηφίας σε διαφορετική πραγματική εναλλακτική κατεύθυνση.
Μπορούμε να το πετύχουμε αυτό;
Πιστεύω ότι μπορούμε. Αρκεί να αξιοποιήσουμε την τεράστια εμπειρία που έχουμε συσσωρεύσει από τη μέχρι σήμερα εξέλιξη των σχέσεών μας με το ΠΑΣΟΚ, να αξιολογήσουμε σωστά την πολιτική συγκυρία, τα πραγματικά διλήμματα που αυτή η συγκυρία θέτει και να διαμορφώσουμε αποτελεσματική τακτική για την αντιμετώπιση αυτών των διλημμάτων.
3. Η πολιτική συγκυρία.
Από τις δημοσκοπήσεις του τελευταίου διαστήματος προκύπτουν με μεγάλη σαφήνεια τρία στοιχεία:
α) Η κυβέρνηση της Ν.Δ. έχει εξαντλήσει την περίοδο χάριτος που διέθετε και προκαλεί έντονη δυσαρέσκεια με την πολιτική που εφαρμόζει και την εικόνα που παρουσιάζει.
Το βασικό της πρόβλημα είναι η πλήρης διάψευση των προεκλογικών εξαγγελιών και κυρίως ανεξαρτήτως εξαγγελιών η διάψευση των προσδοκιών που καλλιεργήθηκαν για αλλαγή πολιτικής σε σχέση με αυτήν που ακολουθούσε το ΠΑΣΟΚ.
Ο ελληνικός λαός διαπιστώνει, τώρα, ότι η Ν.Δ. στα κρίσιμα οικονομικά και κοινωνικά θέματα όχι μόνο κινείται στην ίδια κατεύθυνση με τις κυβερνήσεις του ΠΑΣΟΚ, αλλά προεκτείνει αυτές τις πολιτικές πολύ πιο πέρα από εκεί που τόλμησε να φτάσει το ΠΑΣΟΚ.
Στα δε θέματα της διαφάνειας και της διαπλοκής οι εξελίξεις επιβεβαιώνουν την απόλυτη ταύτιση της Ν.Δ. με τις πρακτικές του παρελθόντος και την πλήρη υποχώρηση σε όλα τα μέτωπα που υποσχέθηκε ότι θα ανοίξει.
β) Το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί προς το παρόν να εισπράξει τη δυσαρέσκεια και αυτό οφείλεται σε δύο λόγους:
Οφείλεται, πρώτον, στο πρόσφατο κυβερνητικό παρελθόν του.
Οφείλεται, δεύτερον, στο γεγονός ότι ως αντιπολίτευση δεν παρουσιάζει ουσιαστικές εναλλακτικές προτάσεις.
Η αντιπολίτευσή του αμφισβητεί τα πάντα εκτός από την ουσία των επιλογών της κυβέρνησης Καραμανλή.
γ) Η Αριστερά εμφανίζει δυνατότητες ανόδου.
δ) Το ΛΑΟΣ εμφανίζει δυναμική εισόδου στη Βουλή.
Με βάση αυτά τα στοιχεία και με βάση τη ρεαλιστική εκτίμηση για την πορεία της οικονομίας τον επόμενο κρίσιμο χρόνο είναι φανερό ότι από δω και πέρα η διόγκωση της δυσαρέσκειας θα παίρνει ολοένα και πιο σαφή αντικυβερνητικά χαρακτηριστικά και θα τείνει να μετατραπεί σε πίεση για κυβερνητική αλλαγή.
Από δω και πέρα, λοιπόν, αρχίζει μία περίοδος όπου στο χώρο της ευρύτερης Αριστεράς θα εξελιχθεί για μία ακόμη φορά ένας αγώνας τακτικών, στον οποίο αγώνα δεν έχουμε κανένα περιθώριο να χάσουμε.
Το ΠΑΣΟΚ, από τη δική του πλευρά, θα προσπαθήσει να αξιοποιήσει δύο στοιχεία:
α) Τα αντιδεξιά αντανακλαστικά του ελληνικού λαού και τις μικρές ανοχές του προς τη συντηρητική παράταξη και
β) Την ευνοϊκή γι αυτό λειτουργία του δικομματικού συστήματος.
Και με βάση αυτά θα θελήσει να εισπράξει το σύνολο της δυσαρέσκειας από την κυβερνητική πολιτική.
Εμείς, από τη δική μας πλευρά, θα προσπαθήσουμε να πείσουμε ότι το ΠΑΣΟΚ δεν αποτελεί ουσιαστική εναλλακτική πρόταση διότι οι πολιτικές του συγκλίνουν με τις πολιτικές της Ν.Δ. όπως αποδεικνύει και η πρόσφατη κυβερνητική του θητεία.
4. Τα κρίσιμα ζητήματα για μία αποτελεσματική τακτική.
Υπό ορισμένες προϋποθέσεις ο ΣΥΝ θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σ΄αυτόν τον αγώνα με πολύ καλύτερα αποτελέσματα απ΄ότι στο παρελθόν.
Και αυτό γιατί το ΠΑΣΟΚ - σε σχέση με το παρελθόν - έχει πολύ σοβαρά μειονεκτήματα:
Σε σχέση με την μακρόχρονη παραμονή του στην εξουσία και τις εικόνες που από αυτήν εντυπώθηκαν στη συνείδηση του ελληνικού λαού έχει στη διάθεσή του πολύ λίγο χρόνο για να εμφανίσει διαφορετικό πρόσωπο.
Το προγραμματικό στίγμα του κ. Παπανδρέου δεν επιτρέπει τη σαφή διάκριση του ΠΑΣΟΚ από το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο.
Η αντιπολιτευτική τακτική του αποτελεί μία μείξη των πιο αντιφατικών και ετερόκλητων στοιχείων.
Για να αξιοποιήσουμε, όμως, εμείς - ως ΣΥΝ - αυτά τα στοιχεία πρέπει να προσέξουμε πολύ καλά δύο μεγάλα ζητήματα:
Το πρώτο αφορά στην αντιπολίτευσή μας στη Ν.Δ.
Ο ΣΥΝ πρέπει να διεκδικήσει για τον εαυτό του το ρόλο του βασικού πόλου προγραμματικής αντιπολίτευσης στην κυβέρνηση της Ν.Δ. Αυτό προϋποθέτει σαφείς προγραμματικές επιλογές και χάραξη αδρών διαχωριστικών γραμμών. Στην εξωτερική πολιτική, στα οικονομικά και κοινωνικά θέματα, στα ζητήματα της Δημοκρατίας και των δικαιωμάτων, παντού.
Το δεύτερο αφορά στη διαχείριση των αντιδεξιών αντανακλαστικών.
Ο ΣΥΝ πρέπει να πείσει ότι σήμερα αντιδεξιό είναι το αντινεοφιλελεύθερο. Και αυτό να γίνει κεντρικό στοιχείο της πολιτικής του. Κάτι τέτοιο σημαίνει ότι σε κάθε θέμα πρέπει να αναδεικνύουμε τις ιδεολογικές του διαστάσεις και επίσης ότι σε κάθε σημείο αντιπαράθεσης με την κυβερνητική πολιτική ο ΣΥΝ θα είναι εκείνη η δύναμη που θα διατυπώνει την εναλλακτική πρόταση και θα καλεί τις άλλες δυνάμεις σε συστράτευση ώστε να ματαιωθεί η ουσία των κυβερνητικών επιλογών.
Μία τέτοια πολιτική από την πλευρά του ΣΥΝ δεν θα αφήσει περιθώρια στο ΠΑΣΟΚ να μένει στη γενικόλογη αντιδεξιά ρητορεία και θα αποκαλύπτει τις προγραμματικές συγκλίσεις ανάμεσα στο ΠΑΣΟΚ και στη Ν.Δ. Μπορεί, όμως, μια τέτοια πολιτική από την πλευρά του ΣΥΝ να υποχρεώσει και το ΠΑΣΟΚ σε αναθεωρήσεις θέσεων οπότε αυτό και πάλι θα είναι μία θετική εξέλιξη και θα συμβάλει στην εδραίωση αντινεοφιλελεύθερων αντιλήψεων.
Τέλος μία τέτοια πολιτική από την πλευρά του ΣΥΝ δεν πρέπει σε κανένα σημείο να επιτρέπει στο ΠΑΣΟΚ να δημαγωγεί σε βάρος της Αριστεράς ότι τάχα συμπλέει με κυβερνητικούς ελιγμούς ή ότι στηρίζει κυβερνητικές μεθοδεύσεις. Απεναντίας πρέπει συστηματικά να χρεώνει στο ΠΑΣΟΚ όλες τις προγραμματικές και πολιτικές συγκλίσεις με τη Ν.Δ.
5. Οι Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές.
Στο πλαίσιο αυτό θα έπρεπε να αντιμετωπιστεί και η τακτική μας στις Δημοτικές και Νομαρχιακές εκλογές.
Οι εκλογές αυτές θα προσλάβουν έντονο πολιτικό χαρακτήρα και αυτό είναι αναπόφευκτο με δεδομένη την πορεία και τις συνέπειες της κυβερνητικής πολιτικής.
Η τακτική που ακολουθήσαμε σε προηγούμενες εκλογικές αναμετρήσεις δεν μπορεί να μας απαντήσει στα σημερινά προβλήματα διότι έχουν αλλάξει ριζικά οι συνθήκες.
Οι τρεις μεγάλοι Δήμοι θα αποτελέσουν το κεντρικό διακύβευμα αυτών των εκλογών. Εκεί θα έπρεπε να έχει συγκεντρωθεί η προσοχή μας και να αναληφθούν πολιτικές πρωτοβουλίες.
Ο ΣΥΝ θα είχε πολύ μεγάλα πολιτικά οφέλη εάν - με βάση τη συνολική τακτική που περιγράφεται προηγούμενα - έπαιρνε αυτός την πρωτοβουλία για να υπάρξει στους μεγάλους δήμους ευρύτατη συσπείρωση δυνάμεων με στόχο την ήττα της κυβερνητικής πολιτικής. Εάν έπαιρνε την πρωτοβουλία να προτείνει ριζοσπαστικό πρόγραμμα τόσο για την Τοπική Αυτοδιοίκηση συνολικά, όσο και για την κάθε μεγάλη πόλη ξεχωριστά και εάν, επίσης, έπαιρνε την πρωτοβουλία να προτείνει για κάθε πόλη ένα σύνολο κριτηρίων για την επιλογή του υποψηφίου Δημάρχου. Μία τέτοια κίνηση θα υποχρέωνε τις άλλες δυνάμεις να τοποθετηθούν και θα αναδείκνυε τον ΣΥΝ σε δύναμη παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα.
Η αλλαγή του εκλογικού νόμου εκ μέρους της Ν.Δ δείχνει την τεράστια σημασία που αποδίδει στο αποτέλεσμα των Δημοτικών εκλογών. Και είναι λογικό γιατί εάν κερδίσει αυτές τις εκλογές τότε, δικαίως, θα ισχυριστεί ότι η πολιτική της έχει τη συναίνεση του ελληνικού λαού.
Όμως και ο ελληνικός λαός κατανοεί τις συνέπειες που θα έχει ένα τέτοιο αποτέλεσμα. Και, επομένως, θα ψηφίσει με αυτό και μόνο το κριτήριο εκεί που η ψήφος του - όπως είναι οι μεγάλες πόλεις - έχει καθαρά πολιτικό χαρακτήρα.
Την ώρα, λοιπόν, που οι πολίτες θα θέλουν με τη ψήφο τους να εκφράσουν την αντίθεσή τους στην κυβερνητική πολιτική και να προκαλέσουν μια ήττα της κυβέρνησης, ο ΣΥΝ θα έπρεπε να είναι αυτός που οργανώνει όλες τις διαθέσιμες δυνάμεις ώστε αυτή η ήττα της κυβέρνησης να καταστεί δυνατή. Και να πείσει ότι οι δικές του προτάσεις οδηγούν σ΄αυτό το αποτέλεσμα.
Εάν αντί γι αυτό ο ΣΥΝ εμφανιστεί ως η δύναμη, οι πολιτικοί στόχοι της οποίας εξαντλούνται στην εκλογή ενός ή δύο δημοτικών συμβούλων και αδιαφορεί για το κεντρικό διακύβευμα, τότε θεωρώ ότι θα βγούμε ζημιωμένοι πολλαπλά και θα προσφέρουμε τη μεγαλύτερη υπηρεσία στην ευδοκίμηση της τακτικής του ΠΑΣΟΚ. Και για όσους τυχόν βιαστούν να πούν: «μα γιατί δεν τα έλεγες αυτά στις προηγούμενες εκλογές», θα απαντήσω προκαταβολικά ότι στις προηγούμενες εκλογές η τακτική του ΣΥΝ στους μεγάλους Δήμους απαντούσε - στις τότε συνθήκες - στο κεντρικό πολιτικό διακύβευμα. Μόνο που τότε η κυβέρνηση που έπρεπε να αποδοκιμαστεί ήταν η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ.
Εάν θέλουμε, λοιπόν, να είμαστε συνεπείς με την ουσία των προηγούμενων επιλογών μας θα έπρεπε να κινηθούμε στη βάση της δικής μου πρότασης.
6. Υπάρχει ένα τελευταίο ερώτημα: «Μήπως εάν ακολουθήσουμε αυτή την πορεία στις Δημοτικές εκλογές θα υπονομεύαμε τη θέση μας εν όψει Βουλευτικών;»
Στόχος όλης της τακτικής που περιέγραψα είναι να κερδίσουμε την εμπιστοσύνη ενός μεγάλου τμήματος που δυσπιστεί πια προς την πολιτική του ΠΑΣΟΚ, αλλά ταυτόχρονα δεν έχει απαλλαγεί από τα αντιδεξιά σύνδρομα. Να μετασχηματίσουμε, δηλαδή, την αντιδεξιά στάση σε αντινεοφιλελεύθερη συνείδηση. Εάν το πετύχουμε αυτό τότε θα έχουμε διευρύνει το χώρο μας και θα τον έχουμε θωρακίσει από τα προεκλογικά διλήμματα.
Διότι αυτός ο κόσμος θα καταλάβει πολύ καλύτερα ότι στις βουλευτικές εκλογές δεν υπάρχουν περιθώρια για τίποτε άλλο από την αυτόνομη κάθοδο του ΣΥΝ. Και ότι ο ΣΥΝ θα είναι μια απολύτως απαραίτητη και χρήσιμη δύναμη.