Η σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου και οι συζητήσεις για τις δημοσιονομικές προοπτικές της ΕΕ στο διάστημα 2007-2013, έφεραν και πάλι στο προσκήνιο, τα ζητήματα του αγροτικού τομέα. Αυτό που έδειξαν οι συζητήσεις είναι ότι αποτελεί επιλογή των κυρίαρχων κύκλων της ΕΕ, η συρρίκνωση των δαπανών ιδιαίτερα εκείνες για οικονομική και κοινωνική σύγκλιση. Είναι χαρακτηριστικό, ενώ το ανώτατο όριο δαπανών του προϋπολογισμού της ΕΕ είναι 1,24% του ΑΕΠ, οι προτάσεις για τη νέα περίοδο είναι κάτω από το 1%. Συμφωνία βέβαια δεν επετεύχθη και προκαλεί έκπληξη η στάση της ελληνικής κυβέρνησης, η οποία έσπευσε να θριαμβολογήσει, ότι εξασφαλίστηκαν για την Ελλάδα (Δ� ΚΠΣ), πόροι 20,5 δις ευρώ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο βαθμός απορρόφησης των κονδυλίων του Γ� ΚΠΣ (νομικές δεσμεύσεις), 18 μήνες πριν την εκπνοή του (2006), ήταν μόλις 52%. Αυτό δείχνει, τις ευθύνες των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, όσο και τις δυσκολίες απορρόφησης του νέου ΚΠΣ, αν δεν αλλάξουν τα δεδομένα της οικονομικής πολιτικής και του τρόπου λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης.
Όσον αφορά τη νέα ΚΑΠ, οι νεοφιλελεύθερες επιλογές της πλήττουν τη μεγάλη πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών. Εκτός από τη σοβαρή μείωση δαπανών (με τα ίδια κονδύλια θα παρέχεται στήριξη στους αγρότες 25 αντί 15 χωρών), η χορήγηση κονδυλίων θα γίνεται με αυστηρότερα κριτήρια (πολλαπλή συμμόρφωση), ενώ στη θέση των επιδοτήσεων παραγωγής, θα δίδεται ετήσια εισοδηματική ενίσχυση με βάση το μέσο όρο της περιόδου 2001-2003, ανεξάρτητα αν υπάρχει ή όχι παραγωγή.! Μπορεί το τελευταίο, για μια μερίδα αγροτών ηλικίας άνω των 60 ετών, να εμφανίζεται ως ευκαιρία, ωστόσο από πλευράς μέλλοντος ελληνικής γεωργίας και προοπτικής απασχόλησης των νέων της υπαίθρου, είναι άκρως αρνητική εξέλιξη. Από αυτήν την άποψη το δίλημμα μεταξύ «ολικής» ή «μερικής» αποσύνδεσης των επιδοτήσεων από την παραγωγή, είναι παγιδευτικό και δεν δίνει καμιά προοπτική στους αγρότες και στην ελληνική γεωργία. Στην ουσία η νέα ΚΑΠ αποτελεί το ευρωσύνταγμα στον αγροτικό τομέα και ανάλογη πρέπει να είναι η απάντηση σε αυτήν. Βεβαίως στη λογική του περιορισμού των συνεπειών, η μικρότερη αποσύνδεση είναι προτιμότερη από την ολική. Δυστυχώς η κυβέρνηση της ΝΔ, αλλά και το ΠΑΣΟΚ, στο όνομα της εύκολης λύσης, τάσσονται υπέρ της ολικής. Ανάλογη στάση έχουν υιοθετήσει και οι γραφειοκρατικές ηγεσίες της ΠΑΣΕΓΕΣ, ΓΕΣΑΣΕ και ΣΥΔΑΣΕ. Όμως στην τελευταία σύνοδο του Συμβουλίου Αγροτικής Πολιτικής, εκτός από τους εκπροσώπους του Συνασπισμού, πολλοί εκπρόσωποι (ΓΕΩΤΕΕ, πανεπιστημιακής κοινότητας, κά), εξέφρασαν την αντίθεση τους σε αυτήν την επιλογή.
Για τις αρνητικές συνέπειες της νέας ΚΑΠ, πολλά θα μπορούσαν να γραφτούν. Η αναθεώρηση της «κοινής οργάνωσης αγοράς», βάμβακος, καπνού και ελαιολάδου, έδειξαν, κατά γενική ομολογία, τις αρνητικές συνέπειες (πολύ μεγάλη μείωση παραγωγής στον καπνό και σημαντική στα δύο άλλα προϊόντα), μείωση της απασχόλησης και αγροτικού εισοδήματος, πλήγμα στη μεταποίηση και στις θέσεις εργασίας (καπνοβιομηχανίες, εκκοκκιστήρια, κλπ). Νέο δείγμα αρνητικών συνεπειών, αποτελεί η αναθεώρηση της ΚΟΑ ζάχαρης. Σύμφωνα με τις προτάσεις της Επιτροπής, προβλέπεται μείωση της θεσμικής τιμής κατά 39% σε δύο χρόνια (από 632 ευρώ/τόνος σε 385,5 ευρώ/τόνος), μείωση τιμών στα τεύτλα κατά 42,6% (από 43,6 ευρώ/τόνος σε 25,05 ευρώ/τόνος), χορήγηση «ενισχύσεων» για εγκατάλειψη παραγωγής, κά. Οι συγκεκριμένες προτάσεις είναι χειρότερες από τις περσινές και αν υιοθετηθούν, θα οδηγήσουν σε δραστική μείωση της τευτλοκαλλιέργειας και παραγωγής ζάχαρης, μείωση απασχόλησης, αύξηση εισαγωγών, κά. Ειδικότερα από τους 20 χιλ. τευτλοπαραγωγούς είναι ζήτημα αν μείνουν οι μισοί, ενώ από τους 3.000 εργαζόμενους τα πέντε ζαχαρουργεία (Πλατύ, Λάρισα, Σέρρες, Ξάνθη και Ορεστιάδα), θα απολυθούν γύρω στα 1200 άτομα αφού θα κλείσουν τα 2-3. Η κυβέρνηση μέχρι σήμερα, δεν έχει πει κουβέντα για αυτήν την αρνητική εξέλιξη, ενώ πριν μερικούς μήνες ο κ.Μπασιάκος δήλωνε ότι η ζάχαρη εξασφαλίστηκε.! Η κυβέρνηση τις μέχρι τώρα αρνητικές εξελίξεις τις δικαιολογούσε (και εν πολλοίς βάσιμα), στο όνομα των δεσμεύσεων της κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ. Τώρα όμως τι έχει να πει για τις δικές της;
Εναλλακτική λύση υπάρχει. Όμως θέλει και άλλες συντεταγμένες οικονομικής και αγροτικής πολιτικής. Ορισμένες επιλογές βέβαια, είναι θέμα διεκδικήσεων με άλλες χώρες σε επίπεδο ΕΕ, ενώ άλλες εξαρτώνται αποκλειστικά από την ίδια. Σε επίπεδο ΕΕ, χρειάζεται αύξηση του προϋπολογισμού στο 5% του ΑΕΠ και κατανομή των κονδυλίων με στόχο την οικονομική και κοινωνική σύγκλιση. Στον αγροτικό τομέα, εκτός από αύξηση κονδυλίων, χρειάζεται ανακατανομή από τους μεγάλους στους μικρούς παραγωγούς και από τις χώρες του βορρά στις χώρες του μεσογειακού νότου. Όσον αφορά στην Ελλάδα, χρειάζεται πρόγραμμα αγροτικής ανάπτυξης, μέτρα στήριξης των μικρομεσαίων αγροτών, έλεγχο εισαγωγών, στήριξη παραγωγής ποιοτικών προϊόντων, απαγόρευση μεταλλαγμένων, γεωτεχνική στήριξη παραγωγών κά. Όμως όταν το επίσημο δόγμα της κυβέρνησης είναι ότι οι αγρότες αποφασίζουν τι θα παράγουν και η αγορά θα τους κρίνει, σε συνδυασμό με τις κατευθύνσεις της νέας ΚΑΠ, δεν είναι παράξενο που το μέλλον της ελληνικής γεωργίας, εμφανίζεται πολύ αβέβαιο και σκοτεινό. Ωστόσο οι έλληνες αγρότες δεν έχουν πει ακόμα την τελευταία τους λέξη.