Skip to main content.
26/06/2005

Ο αντίκτυπος των οικονομικών μεταρρυθμίσεων της Κίνας στις διεθνείς οικονομικές σχέσεις και στην ελληνική οικονομία. 'Αρθρο του Γιάννη Τόλιου στην εφημ. «ΕΞΠΡΕΣ»

Η έξαρση των κινέζικων εξαγωγών μοιραία δημιουργεί προβλήματα σε όλες τις χώρες. Χαρακτηριστικό παράδειγμα τα κλωστοϋφαντουργικά και έτοιμα ενδύματα. Το μερίδιο της Κίνας στο παγκόσμια εμπόριο, από 17% το 2003 προβλέπεται να φθάσει το 50% το 2008. 'Αρα οι κινέζικες εισαγωγές θίγουν αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες. Ειδικότερα οι παραγωγοί ετοίμων ενδυμάτων, στις ΗΠΑ, στην ΕΕ, αλλά και στην Ελλάδα, πιέζουν για την άμεση λήψη μέτρων ελέγχουν των εισαγωγών.

Ωστόσο το πρόβλημα είναι περισσότερο σύνθετο απ� ότι φαίνεται.

Μεγάλο μέρος των βιομηχανικών εξαγωγών της Κίνας, προέρχεται από μικτές επιχειρήσεις που έχουν ιδρύσει στην Κίνα πολυεθνικές των ΗΠΑ, της ΕΕ, Ιαπωνίας, κλπ. 'Αρα στο αίτημα για έλεγχο των κινέζικων εισαγωγών, υπάρχουν άλλες ομάδες συμφερόντων που αντιδρούν.

Ειδικότερα στην περίπτωση των κλωστοϋφαντουργικών, μεγάλος μέρος του χρησιμοποιούμενου βαμβακιού, είναι προέλευσης ΗΠΑ, το οποίο μάλιστα είναι έντονα επιδοτημένο.

Από την άλλη πλευρά η ΕΕ, απαιτεί περιορισμό των εξαγωγών, διαφορετικά θα προσφύγει στη ρήτρα διασφάλισης. Ήδη το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα, ανήλθε το 2004 σε 88 εκατ.δολ. ενώ ο πρώτο δίμηνο 2005, έφθασε τα 20 δις. Η ευρωπαϊκή ένωση κλωστοβιομηχάνων (Eurotex), ζητά την άμεση επιβολή ποσοστώσεων.

Από την πλευρά της η Κίνα, αντιδρά στις πιέσεις, τονίζοντας ότι όλα γίνονται με βάση τις διεθνείς συμφωνίες.

Είναι γνωστό ότι η Κίνα εντάχτηκε στον ΠΟΕ το 2001 και από το 2005 εφαρμόζεται το καθεστώς κατάργησης των περιορισμών στις εξαγωγές. Επίσης έγινε δεκτό κατά την είσοδο της στον ΠΟΕ, ότι δεν μπορούσε να προχωρήσει σε απελευθέρωση του νομίσματος, καθώς δεν έχει αναπτυγμένο χρηματοοικονομικό σύστημα. Ωστόσο για να περιορίσει τις αντιδράσεις, αποφάσισε πρόσφατα την αύξηση του φόρου στις εξαγωγές (από 0,3% στο 4% σε 74 είδη κλωστοϋφαντουργικών), ώστε να γίνουν ακριβότερα και λιγότερο ανταγωνιστικά. Δεν είναι ωστόσο γνωστό πόσο θα αλλάξει ριζικά τη σημερινή κατάσταση.

Όσον αφορά την Ελλάδα, το εμπορικό της ισοζύγιο με την Κίνα είναι πολύ αρνητικό. Εισάγουμε εμπορεύματα αξίας 1.212 εκατ.δολ. και εξάγουμε εμπορεύματα αξίας μόλις 60 εκατ.δολ.

Τα εισαγόμενα είναι κατά 97% βιομηχανικά, 2% αγροτικά και 1% πρώτες ύλες. Εκτός από κλωστοϋφαντουργικά, εισάγουμε κλιματιστικά, τηλεοράσεις, ηλεκτρικές σκούπες, τσάντες, παπούτσια, είδη δώρου�..και τι δεν εισάγουμε.!

Οι έλληνες βιομήχανοι ετοίμων ενδυμάτων, ζητούν επιβολή πλαφόν στις εισαγωγές ως το 2008, με βάση τον κανονισμό 3030/93, ενώ παράλληλα καταφεύγουν στη γνωστή συνταγή του χαμηλό εργατικού κόστους, στις μειωμένες ασφαλιστικές εισφορές, ευνοϊκές ρυθμίσεις. κά.

Ωστόσο στις εμπορικές συναλλαγές με την Κίνα, υπάρχουν και κερδισμένοι. Δεν είναι μόνο οι μεγαλοεισαγωγείς και ενδιάμεσοι διακινητές ετοίμων ενδυμάτων, αλλά και ορισμένες μεγάλες επιχειρήσεις που έχουν οικονομική παρουσία στην Κίνα, όπως επίσης και πολλοί έλληνες εφοπλιστές, από την αύξηση του διεθνούς εμπορίου της Κίνας.

Το γενικότερο ερώτημα που προκύπτει, είναι τι θα γίνει στο μέλλον; Πως πρέπει να διαμορφωθούν οι διεθνείς εμπορικές και οικονομικές σχέσεις, για να αποφευχθούν σοβαροί κλονισμοί και αντιπαραθέσεις; Οι αφορισμοί, οι απειλές, εκβιασμοί, εμπορικοί πόλεμοι, κά, δεν αποτελούν μακροπρόθεσμη λύση.

Ούτε αποτελεί λύση το κυνηγητό του φθηνού εργατικού κόστους και η τάση εξίσωσης των εργασιακών δικαιωμάτων προς τα κάτω. Τέλος δεν αποτελεί λύση, η πολιτική της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης που αναπαράγει το καθεστώς των ανισότιμων σχέσεων μεταξύ ισχυρών και αδύναμων οικονομιών.