1. Εισαγωγή
Την τελευταία δεκαετία στην ελληνική μεταποίηση και ευρύτερα στην ελληνική οικονομία, κάτω από την επίδραση των τεχνολογικών και παραγωγικών αναδιαρθρώσεων, το «κύμα» εξαγορών-συγχωνεύσεων, την ένταση του ανταγωνισμού, την εφαρμογή νεοφιλελεύθερης πολιτικής, κά, έχουν επέλθει σημαντικές αλλαγές στο επίπεδο συγκέντρωσης κεφαλαίου, στην ανάπτυξη νέων κλάδων και επιχειρήσεων, στην πολυκλαδική και πολυεθνική διάρθρωση των βιομηχανικών ομίλων και στους μηχανισμούς παρέμβασης τους στην κοινωνία. Η διερεύνηση των παραπάνω ζητημάτων, αγγίζει αναπόφευκτα ευρύτερες σφαίρες της οικονομικής διάρθρωσης, τις σχέσεις ιδιοκτησίας, τη λειτουργία του παραγωγικού συστήματος και του μηχανισμού ρύθμισης της οικονομίας. Σε αυτό το σημείωμα, θα περιοριστούμε κυρίως στην εξέταση των αλλαγών στο επίπεδο συγκέντρωσης κεφαλαίου στη μεταποίηση, καθώς και στα σημαντικότερα γνωρίσματα των μεγαλύτερων βιομηχανικών ομίλων και των επιδράσεων που ασκούν στη γενικότερη οικονομική και κοινωνική ζωή.
2. Οι αλλαγές στο επίπεδο βιομηχανικής συγκέντρωσης
Ειδικότερα με βάση στοιχεία της ΕΣΥΕ, στο διάστημα 1993-98, ο «βαθμός συγκέντρωσης» κεφαλαίου στην ελληνική μεταποίηση (4 μεγαλύτερες επιχειρήσεις της μεγάλης βιομηχανίας, σε 3ψήφιο επίπεδο κλαδικής ανάλυσης, με βάση την «προστιθέμενη αξία παραγωγής», την «ακαθάριστη αξία παραγωγής», τις «πωλήσεις» και την «απασχόληση»), παρουσίασε σαφείς τάσεις ενίσχυσης. Οι κλάδοι με υψηλό βαθμό συγκέντρωσης (από 61-100%), αυξήθηκαν από 44 σε 50 (ή από 46,8% στο 53,2% των κλάδων), με αποτέλεσα περισσότεροι από τους μισούς στο τέλος της δεκαετίας �90, να έχουν ολιγοπωλιακή διάθρωση. Από την ανάλυση των στοιχείων κλαδικής συγκέντρωσης, διαφάνηκε επίσης ο βασικός πυρήνας εταιριών, με «δεσπόζουσα θέση» και «εν δυνάμει» ολιγοπωλιακή ή μονοπωλιακή. Πρόκειται για περισσότερες από 80 μεγάλες επιχειρήσεις, με μερίδιο αγοράς πάνω από 35%, σε 4ψήφιο κλάδο ανάλυσης με βάση τις πωλήσεις.
Όσον αφορά την «ολική συγκέντρωση» στη μεταποίηση, βρίσκεται επίσης σε υψηλά επίπεδα. Οι 100 μεγαλύτερες βιομηχανίες το 1999, στο σύνολο των ΑΕ και ΕΠΕ, είχαν το 49,1% του ενεργητικού, το 53,1% των ιδίων κεφαλαίων, το 46% των μικτών κερδών, το 59% των καθαρών κερδών και το 26,4% της απασχόλησης, ενώ το 1994 τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 48,9% του ενεργητικού, 42,5% των ιδίων κεφαλαίων, 43,3% των καθαρών κερδών και 30,4% της απασχόλησης. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει το επίπεδο «ολικής συγκέντρωσης» στο σύνολο της ελληνικής οικονομίας. Σύμφωνα με σχετικούς υπολογισμούς, από στοιχεία του Οδηγού Επιχειρήσεων ICAP, σε σύνολο 21.000 ΑΕ και ΕΠΕ το 1999, οι 70 μεγαλύτερες (οι 5 πρώτες σε κάθε τομέα), είχαν το 56% του ενεργητικού, το 40% των ιδίων κεφαλαίων, το 28% των μικτών κερδών, το 38% των καθαρών κερδών και το 19% της απασχόλησης.
Ωστόσο οι εκτιμήσεις της κλαδικής και ολικής συγκέντρωσης, ενέχουν σημαντικό έλλειμμα αξιοπιστίας, στο βαθμό που δεν λαμβάνουν υπ� όψη τη συγκέντρωση «οικονομικής δύναμης» στα πλαίσια των πολυκλαδικών και πολυεθνικών ομίλων. Με βάση τα στοιχεία των «ενοποιημένων ισολογισμών» των μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων, διαπιστώσαμε ότι στην ελληνική οικονομία το 2000, λειτουργούσαν γύρω στους 120-130 βιομηχανικούς ομίλους. Οι μεγαλύτεροι όμιλοι, με βάση τον κύκλο εργασιών (πωλήσεις), το ενεργητικό, τα πάγια, τα ίδια κεφάλαια, τα καθαρά κέρδη και τους απασχολούμενους, ήταν γύρω στους 20. Πρόκειται για τους ομίλους Βαρδινογιάννη με βασική εταιρία τη «Μότορ Όϊλ», Λάτση με την εταιρία «Πετρόλα», ΕΛΠΕ με τα «Ελληνικά Πετρέλαια», Λεβέντη-Ιωαννου-Δαυίδ με την «Coca-Coa Τρία Έψιλον», Κόκκαλη την «Ιντρακόμ», Στασινόπουλου τη «Βιοχάλκο», ΑΓΕΤ-Ηρακλής τη γαλλική Lafarge, Παπαστράτου την «Παπαστράτος», Κανελόπουλου-Παπαλεξόπουλου την «Τιτάν», Λαμπράκη τη «ΔΟΛ», Μπόμπολα την «Πήγασος», Δασκαλόπουλου τη «Δέλτα», Φιλίππου τη «Φάγε», Σήμενς τη «Siemens», Μυτιληναίου την «Μυτιληναίος», Κυριακόπουλου την «Α & Β», Λαναρά την «Κλωνατέξ», Μαϊλη τη «Μαϊλης», Πουλιάδη την «Πουλιάδης» και Αλαμανή την «Alfa-Alfa Συμμετοχών. Όσον αφορά τους μεσαίου μεγέθους ομίλους (περιλαμβανομένων και των υπο-ομίλων ξένων πολυεθνικών), ήταν περίπου 50. Από τη σχετική εκτίμηση του βαθμού συγκέντρωσης, με βάση τα στοιχεία των μεγαλύτερων επιχειρήσεων των 20 μεγάλων βιομηχανικών ομίλων και των 50 μεσαίου μεγέθους ομίλων, διαπιστώσαμε ότι 90 μεγαλύτερες εταιρίες το 2000, είχαν το 56% των πωλήσεων των εταιριών της μεγάλης βιομηχανίας (ΑΕ και ΕΠΕ), το 44% των παγίων, το 66% των ιδίων κεφαλαίων, το 80% των καθαρών κερδών και το 23% της απασχόλησης.
3. Τα κυριότερα γνωρίσματα των βιομηχανικών ομίλων
Η διερεύνηση των ζητημάτων της κλαδικής και ολικής συγκέντρωσης, δεν περιορίζεται μόνο σε ποσοτικές μετρήσεις, αλλά αγκαλιάζει ποιοτικές πλευρές της οικονομικής διάρθρωσης και των νέων μορφών κίνησης των κεφαλαιοκρατικών σχέσεων στα πλαίσια των πολυκλαδικών και πολυεθνικών ομίλων. Η εξέταση των βασικών γνωρισμάτων, αποκαλύπτεί σε μικρογραφία τα σημαντικότερα γνωρίσματα και αντιθέσεις του ελληνικού καπιταλισμού στη δεκαετία �90. Ειδικότερα το ισχυρό «κύμα» εξαγορών και συγχωνεύσεων που αγκάλιασε την ελληνική οικονομία την τελευταία δεκαετία και η «έκρηξη» κερδών στις μεγαλύτερες εταιρίες από την εφαρμογή της νεοφιλελεύθερης πολιτικής, είχε άμεσο αντίκτυπο στην ελληνική βιομηχανία. Ειδικότερα από τις 500 περίπου μεγάλες εξαγορές και συγχωνεύσεις που πραγματοποιήθηκαν στη δεκαετία �90, πάνω από 40% αφορούσε εξαγορές και απορροφήσεις μικρότερων βιομηχανικών επιχειρήσεων από άλλες βιομηχανίες, ενώ η ανθοφορία κερδών, ιδιαίτερα στο διάστημα 1994-2000, επιτάχυνε τις διαδικασίες μεγέθυνσης.
Ως αποτέλεσμα των διαδικασιών συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης και των αλλαγών στη βιομηχανική διάρθρωση, άλλαξαν η θέση και ο ρόλος των παραδοσιακών βιομηχανικών ομίλων στην ελληνική οικονομία. Ορισμένοι όμιλοι που συνδέονταν με τα λεγόμενα «παλαιά τζάκια», έφυγαν οριστικά από το προσκήνιο (Στράτου-Κατσάμπα, Σκαλιστήρη, Μποδοσάκη, Κεφάλα, κά), ενώ ορισμένοι άλλοι, σχετικά νεότεροι, ακολούθησαν το δρόμο του εκσυγχρονισμού (όμιλοι Λάτση, Βαρδινογιάννη, Στασινόπουλου, ΕΛΠΕ, Παπαστράτου, Κανελλόπουλου-Παπαλεξόπουλου, Κυριακόπουλου, Λαμπράκη, κά). Ταυτόχρονα νέοι εντελώς όμιλοι βγήκαν στο προσκήνιο, τόσο σε παραδοσιακούς όσο και σε νέους κλάδους (Κόκκαλη, Λεβέντη-Ιωαννου-Δαυίδ, Δασκαλόπουλου, Φιλίππου, Μπόμπολα, Λαναρά, Πουλιάδη, Μυτιληναίου, Μαίλη, Αλαμανή, κα).
Όλοι σχεδόν οι βιομηχανικοί όμιλοι εμφανίζουν τάσεις ενίσχυσης της πολυκλαδικότητας, τόσο της «εσωτερικής», με τη δημιουργία θυγατρικών σε συγγενικούς κλάδους και διατήρηση των τεχνολογικών ή παραγωγικών δεσμών μεταξύ τους, όσο και «εξωτερικής» πολυκλαδικότητας με δημιουργία θυγατρικών σε διάφορους κλάδους, χωρίς απαραίτητα να υπάρχουν τεχνολογικοί και παραγωγικοί δεσμοί μεταξύ τους.
Επίσης όλοι σχεδόν οι μεγάλοι όμιλοι, εμφανίζουν ισχυρές τάσεις ενίσχυσης της «πολυεθνικότητας», τόσο από πλευράς γεωγραφικών περιοχών δράσης (κυρίως προς τις χώρες της ΕΕ, της Βαλκανικής και της Ανατ.Ευρώπης), όσο από πλευράς σύνθεσης κεφαλαίων, με την ίδρυση εταιριών, την εξαγορά ή συμμετοχή σε μικτά επιχειρηματικά σχήματα, τις «στρατηγικές συνεργασίες» με ξένους ομίλους, κά. Υπολογίζεται ότι πάνω από 2/3 των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων και αρκετοί από τους μικρότερους, διαθέτουν σήμερα στο εξωτερικό κατά μέσο όρο πάνω από 10 θυγατρικές, μέρος των οποίων ασκεί παραγωγική δραστηριότητα. Παρ ότι ο βαθμός «πολυεθνικότητας» (transnationality), των ελληνικών βιομηχανικών ομίλων βρίσκεται σχετικά σε χαμηλότερο επίπεδο σε σύγκριση με τους αντίστοιχους ξένους, ωστόσο αποτελεί νέο ποιοτικό γνώρισμα στην ανάπτυξη του βιομηχανικού κεφαλαίου και γενικότερα του ελληνικού καπιταλισμού. Η εμφάνιση «ελληνικών πολυεθνικών εταιριών», δεν αποτελεί πλέον εξαίρεση ή τυχαίο γεγονός, αλλά συστατικό γνώρισμα όλων των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων στην ελληνική οικονομία.
Σημαντική είναι επίσης η παρουσία ξένων πολυεθνικών ομίλων στην ελληνική βιομηχανία. Παρ� ότι από τους 20 μεγάλους βιομηχανικούς ομίλους μόνο δύο (Siemens και ΑΓEΤ-Ηρακλής) ήταν ξένων συμφερόντων, σχεδόν σε όλους τους άλλους υπάρχει από «σημαντική» ως «ισχυρή» συμμετοχή πολυεθνικού κεφαλαίου (Βαρδινογιάννη από Aramco, Λεβέντη-Ιωάννου-Δυίδ από Coca-Cola, Λάτση από E.F.G., Στασινόπουλου από Confidilux, Κόκκαλη από Ericsson, Δασκαλόπουλου από B.N.S., κά). Επίσης από τους 50 μεσαίου μεγέθους ομίλους, οι 10 ήταν ξένων συμφερόντων, ενώ σε πολλούς από τους υπόλοιπους υπήρχε ξένη συμμετοχή. Τέλος μια σειρά πολυεθνικά συγκροτήματα, χωρίς να διαθέτουν υπο-όμιλο εταιριών, κατείχαν δεσπόζουσα θέση σε κλάδους της ελληνικής μεταποίησης, μέσω της λειτουργίας μεγάλης θυγατρικής εταιρίας (Johnson & Johnson Hellas, Colgate-Palmolive, Bayer Hellas, Air Liquid Hellas, Fulgor Hellas, κά). Το ιδιαίτερο χαρακτηριστικό των ξένων πολυεθνικών ομίλων, είναι η παρουσία κυρίως σε κλάδους παραγωγής προϊόντων πλατιάς κατανάλωσης (είδη διατροφής, ποτά, είδη προσωπικής υγιεινής, φάρμακα-καλλυντικά, διαρκή καταναλωτικά αγαθά, κά), καθώς και η επίτευξη υψηλότερης κερδοφορίας συγκριτικά με αντίστοιχες ελληνικές επιχειρήσεις, που αποδίδεται τόσο στα πλεονεκτήματα του «μεγαλύτερου» μητρικού ομίλου, όσο και από την κατάκτηση δεσπόζουσας θέσης σε συγκεκριμένους κλάδους της ελληνικής μεταποίησης.
Επίσης όλοι οι μεγάλοι βιομηχανικοί όμιλοι, είχαν στον ένα ή άλλο βαθμό, σημαντική παρουσία στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αποκτώντας γνωρίσματα χρηματιστικών ομίλων (Βαρδινογιάννη, Λάτση, Κόκκαλη, Στασινόπουλου, Κανελλόπουλου-Παπαλεξόπουλου, Λεβέντη-Ιωάννου-Δαυίδ, Κυριακόπουλου, Μυτιληναίου, κά). Ωστόσο μόνο δύο (όμιλοι Βαρδινογιάννη και Λάτση), διέθεταν εκείνα τα ποιοτικά χαρακτηριστικά από πλευράς οικονομικών σχέσεων, που κατατάσσονται στους χρηματιστικούς ομίλους, όπως και δύο όμιλοι ξένων συμφερόντων (Siemens και ΑΓΕΤ Ηρακλής) που αποτελούν τμήματα ευρύτερων πολυεθνικών χρηματιστικών ομίλων. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν από αυτήν την άποψη, μικρότεροι βιομηχανικοί όμιλοι, οι οποίοι εμφανίζουν σε «μικρογραφία» τα βασικά γνωρίσματα ανάπτυξης των μεγαλύτερων ομίλων και λειτουργούν στην πράξη ως «φυτώρια», νέων μεγάλων πολυκλαδικών και πολυεθνικών ομίλων.
Οι περισσότεροι βιομηχανικοί όμιλοι δεν έχουν ολοκληρωμένη θεσμική συγκρότηση, αλλά λειτουργούν κυρίως ως «ενότητα οικονομικών συμφερόντων» μεταξύ επιχειρήσεων που ανήκουν σε μέλη της ίδιας οικογένειας. Ωστόσο από πλευράς οργανωτικής συγκρότησης, αυξάνει ο αριθμός των ομίλων με σύγχρονη οργανωτική δομή. Δηλαδή κεντρικό «Holding Company» σε ρόλο μητρικής εταιρίας και γύρω τις κυριότερες θυγατρικές επικεφαλής βασικών τομέων δραστηριότητας, οι οποίες έχουν στον έλεγχό τους άλλες θυγατρικές εταιρίες.
Όσον αφορά στο ιδιοκτησιακό καθεστώς, όλοι σχεδόν οι μεγάλοι όμιλοι, είναι ιδιωτικοί με εξαίρεση τον όμιλο ΕΛΠΕ που παραμένει κατά πλειοψηφία κρατικός και τους ομίλους ΑΓΕΤ Ηρακλής και Siemens που είναι ξένων συμφερόντων. Η πολιτική ιδιωτικοποίησεων ενίσχυσε του ιδιωτικούς και ξένους ομίλους και περιόρισε τον άμεσο ρόλο του κράτους στη βιομηχανία. Ωστόσο παρατηρείται τάση κεφαλαιακής συνύφανσης ιδιωτικών-κρατικών-ξένων ομίλων και η δημιουργία ενός σύνθετου πλέγματος δεσμών και σχέσεων προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της «πολεθνικότητας» και «παγκοσμιοποίησης» των κεφαλαίων και των δραστηριοτήτων τους. Το φαινόμενο αυτό είναι ιδιαίτερα έντονο στους ομίλους ΕΛΠΕ, Λεβέντη-Ιωάννου-Δαυίδ, Στασινόπουλου, Κόκκαλη, κά.
Οι ανακατατάξεις και ποιοτικές διαφοροποιήσεις στους κόλπους των ομίλων (παλιά τζάκια σβήνουν, νέα τζάκια αναδύονται), αντανακλώνται στη σύνθεση της βιομηχανικής ελίτ και ευρύτερα της αστικής τάξης. Ειδικότερα η ενίσχυση της «πολυκλαδικότητας» και «πολυεθνικότητας» των ομίλων, ενισχύει το στρώμα της διεθνικής και κοσμοπολίτικης βιομηχανικής ελίτ και της συνύφανσης συμφερόντων με άλλες ολιγαρχικές ομάδες στην Ελλάδα και διεθνώς. Τέλος οι επικεφαλής των ομίλων αναπτύσσουν ποικίλες κοινωνικές δραστηριότητες (συμμετοχή σε διοικήσεις επιχειρηματικών οργανώσεων, «χορηγοί» πολιτιστικών, φιλανθρωπικών και άλλων εκδηλώσεων), με στόχο την προβολή των ίδιων και των εταιριών τους και καλύτερη εξυπηρέτηση των συμφερόντων τους. Ανάλογους στόχους εξυπηρετούν και οι φιλικές, κοινωνικές και συγγενικές σχέσεις που αναπτύσσονται μεταξύ ιδιοκτητών βιομηχανικών ομίλων και εκπροσώπων της πολιτικής εξουσίας και η δημιουργία «πλέγματος συμφερόντων», τα οποία συνήθως σηματοδοτούν ευνοϊκές ρυθμίσεις για τους πρώτους και πολύμορφη στήριξη (οικονομική, πολιτική, κά) στους δεύτερους.
Οι αλλαγές στο επίπεδο συγκέντρωσης «οικονομικής δύναμης» και η επέκταση της δραστηριότητας των βιομηχανικών ομίλων, συνδέονται (άμεσα και έμμεσα) με τις επιλογές της βιομηχανικής πολιτικής, όσο και με τις γενικότερες κατευθύνσεις της μακρο-οικονομικής πολιτικής (εισοδηματική, δημοσιονομική, νομισματική, κλπ), σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο. Η βιομηχανική πολιτική που ασκήθηκε από τις κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ στη δεκαετία �90, με το πλαίσιο της «νέας βιομηχανικής στρατηγικής», την εφαρμογή του «Επιχειρησιακού Προγράμματος Βιομηχανίας» Β� ΚΠΣ, τα κίνητρα επενδύσεων, την πολιτική ιδιωτικοποιήσεων, κά, κινήθηκαν στη λογική των φιλελεύθερων μοντέλων βιομηχανικής πολιτικής που ακολούθησαν οι περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες. Η «στρατηγική» αυτή, έδωσε έμφαση κυρίως στα «οριζόντια μέτρα», ενώ υποβάθμισε το ρόλο του δημόσιου τομέα στη βιομηχανική ανάπτυξη και στη γενικότερη αναπτυξιακή διαδικασία. Εφάρμοσε επίσης επιθετική πολιτική κατά των εργαζόμενων (εντατικοποίηση εργασίας, απολύσεις, ελαστικοποίηση εργασιακών σχέσεων, περιοριστική πολιτική μισθών, κά), ενώ όλες σχεδόν οι επιλογές είχαν κύριο στόχο τη στήριξη της «επιχειρηματικότητας», την ενίσχυση του μεγέθους των επιχειρήσεων, την επέκταση στο εξωτερικό (κυρίως στα Βαλκάνια) και την ανάπτυξη της συνεργασίας με τις πολυεθνικές εταιρίες.
Με τη δημιουργία της «ενιαίας αγοράς» και την ένταση των διασυνοριακών εξαγορών και συγχωνεύσεων, ενισχύονται αντικειμενικά οι τάσεις συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης κεφαλαίου και ισχυροποιείται η δύναμη των μεγάλων βιομηχανικών ομίλων. Τα εθνικά μονοπώλια στα πλαίσια της «ενιαίας αγοράς» μετατρέπονται κατά κανόνα σε ολιγοπώλια, ενώ αυξάνει ο αριθμός των ανταγωνιστών στις ολιγοπωλιακές αγορές. Παρ� ότι περιορίζεται ως ένα βαθμό η δύναμη των εθνικών βιομηχανικών ομίλων και ιδιαίτερα των κρατικών, ενισχύεται από την άλλη η δύναμη των πολυκλαδικών και πολυεθνικών, καθώς και η διαδικασία συγκρότησης «διευρωπαϊκών» βιομηχανικών ομίλων.
Οι διαδικασίες αναδιάρθρωσης του βιομηχανικού κεφαλαίου, φέρνουν στο προσκήνιο νέα ζητήματα στην πάλη των εργαζόμενων. Ειδικότερα από συνδικαλιστική άποψη όλο και μεγαλύτερη σημασία αποκτά η ενιαία πάλη στα πλαίσια όλων των εταιριών του ομίλου και η αναζήτηση κατάλληλων μορφών συνδικαλιστικής οργάνωσης. Επίσης κρίσιμο ζήτημα παραμένει ο έλεγχος των μονοπωλιακών και ολιγοπωλιακών δομών με την εφαρμογή αποτελεσματικός αντιμονοπωλιακής πολιτικής. Τέλος μεγάλη σημασία έχει για την ελληνική κοινωνία, η επεξεργασία σύγχρονης βιομηχανικής πολιτικής, με στόχο την ορθολογικότερη και αποδοτικότερη ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας, την ενίσχυση του εισοδήματος των εργαζόμενων και την αναβάθμιση της θέσης της χώρας στον ευρωπαϊκό και διεθνή καταμερισμό εργασίας.