1. Εισαγωγή
Ο νέος κρατικός προϋπολογισμός 2005, φέρνει αναπόφευκτα στο κέντρο της πολιτικής ζωής το μεγάλο ζήτημα του χαρακτήρα της δημοσιονομικής διαχείρισης (κρατικά έσοδα και δαπάνες) και γενικότερα των κατευθύνσεων της οικονομικής πολιτικής στο άμεσο μέλλον. Ωστόσο ο φετινός προϋπολογισμός έχει μια ιδιαιτερότητα. Προετοιμάστηκε από την κυβέρνηση της ΝΔ, η οποία επιχειρεί να προωθήσει τις νεοφιλελεύθερες επιλογές με βάση το πρόγραμμα της και ταυτόχρονα να εμφανίσει το κυβερνητικό της έργο ως φιλολαϊκό. Ειδικά στο δεύτερο χρησιμοποιεί δύο μοχλούς ως ιδεολογήματα. Πρώτον «οικονομική απογραφή» και δεύτερον «ήπια προσαρμογή». Με το πρώτο επιδιώκει να φορτώσει στο ΠΑΣΟΚ τις συνέπειες της νεοφιλελεύθερης πολιτικής (αποκρύπτοντας τις δικές της ευθύνες ανοχής ή στήριξης) και με το δεύτερο να δικαιώσει τις δικές της επιλογές.
2. Η πορεία της ελληνικής οικονομίας και οι επιδιώξεις της κυβέρνησης
Χωρίς αμφιβολία η δημοσιονομική πολιτική που ακολούθησε το ΠΑΣΟΚ την τελευταία δεκαετία, είχε ως κύριο χαρακτηριστικό την ένταση της ανισοκατανομής του εισοδήματος σε όφελος των «εχόντων και κατεχόντων», καθώς και έντονα φαινόμενα κακοδιαχείρισης και διαφθοράς. Παρά τους σημαντικούς ρυθμούς ανάπτυξης (3-4%), αποτέλεσμα εξωγενών κυρίως παραγόντων (κονδύλια Β� & Γ� ΚΠΣ, έργα Ολυμπιάδας, φθηνό εργατικό δυναμικό από μετανάστες, κά), ωφελημένες βγήκαν οι μεγάλες επιχειρήσεις και πολυεθνικές (πρωτοφανή κέρδη), ενώ το κατά κεφαλή μερίδιο των εργαζόμενων στο εθνικό εισόδημα περιορίστηκε σημαντικά. Ταυτόχρονα οξύνθηκε η ανεργία (σταθερά πάνω από 10%), η αποδιάρθρωση των εργασιακών σχέσεων, η εντατικοποίηση της εργασίας, η συρρίκνωση των κοινωνικών δαπανών, οι ανεξέλεγκτες ανατιμήσεις σε βασικά είδη κατανάλωσης και υπηρεσίες, ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών, κά. Παράλληλα υπήρξε μεγάλη σπάταλη κρατικών πόρων, ιδιωτικοποιήσεις κερδοφόρων τμημάτων κρατικής περιουσίας, ειδικοί λογαριασμοί και «κρυφά βιβλία» υπουργείων, σκάνδαλα σε κρατικές προμήθειες ιδιαίτερα στα εξοπλιστικά προγράμματα, υψηλό κόστος Ολυμπιακών Αγώνων, ψευδής καταγραφή και παρακολούθηση εσόδων και δαπανών, κά. Ο αγαπημένος ισχυρισμός του τ.πρωθυπουργού κ.Σημίτη, περί «ισχυρής οικονομίας», αποδείχτηκε κίβδηλος, αν υπολογίσουμε ότι το έλλειμμα της γενικής κυβέρνησης σε ποσοστό του ΑΕΠ εμφανιζόταν μειωμένο κατά 2-3 ποσοστιαίες μονάδες (ονομαστικό 2% σε σχέση με 4,1% πραγματικό το 2000 και 1,2% σε σχέση με το 5,3% πραγματικό το 2004). Αντίστοιχα το δημόσιο χρέος εμφανιζόταν μειωμένο κατά 8-10 ποσοστιαίες μονάδες (ονομαστικό 106,2% του ΑΕΠ σε σχέση με 114% πραγματικό το 2000 και 97,7% σε σχέση με 112,1% πραγματικό το 2004).
Ωστόσο το θέμα της «οικονομικής απογραφής», πρέπει να το δούμε στις πραγματικές του διαστάσεις, διότι είτε με «δημοσιονομική απογραφή» ΠΑΣΟΚ, είτε με της ΝΔ, το κρίσιμο ερώτημα είναι: οι αιτίες των δημοσιονομικών αδιεξόδων και ο τρόπος αντιμετώπισης τους. Η κυβέρνηση της ΝΔ, αξιοποιώντας τα αρνητικά αποτελέσματα της διαχείρισης του ΠΑΣΟΚ, καθώς τις αυστηρές κατευθύνσεις του Συμφώνου Σταθερότητας και του Ecofin της ΕΕ (δημόσιο έλλειμμα κάτω από 3% και δημόσιο χρέος κάτω από 60% του ΑΕΠ), προσπαθεί να εμφανιστεί ως «θύμα» των επιλογών του προϋπολογισμού. Μάλιστα προκειμένου να γίνει πιστευτή η πολιτική της, της προσδίδει το χαρακτηρισμό «ήπια προσαρμογή», αποφεύγοντας τον όρο «περιοριστική» και πολύ περισσότερο «πολιτική λιτότητας».! Η επιδίωξη της είναι προφανής. Θέλει να οικοδομήσει ένα μετριοπαθές προφίλ, το οποίο από πλευράς «συγκυρίας» εξυπηρετεί τους σχεδιασμούς «εν όψει» της εκλογής νέου προέδρου δημοκρατίας (χωρίς ή με εκλογές), κερδίζοντας ή τουλάχιστον αποφεύγοντας την πολιτική φθορά. Παράλληλα επιδιώκει μακροπρόθεσμα την ευρύτερη συναίνεση και αποφυγή λαϊκών αντιδράσεων, κερδίζοντας χρόνο για την ενίσχυση των θέσεων της στον κρατικό μηχανισμό, στα μ.μ.ε., σε παραδοσιακούς και νέους κοινωνικούς χώρους, αξιοποιώντας κατάλληλα και το πλεονέκτημα της κυβερνητικής εξουσίας.
3. Κοινωνικά άδικο και αναχρονιστικό φορολογικό σύστημα
Οι κατευθύνσεις του νέου προϋπολογισμού κινούνται σχεδόν στο ίδιο «μήκος κύματος» με εκείνους των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, ενώ αναπαράγονται τα ζητήματα αξιοπιστίας και αναντιστοιχίας λόγων και έργων, προϋπολογισθέντων και πραγματοποιηθέντων κονδυλίων. Είναι χαρακτηριστικό ότι με το νέο φορολογικό νομοσχέδιο που πρόσφατα κατατέθηκε στη Βουλή, οι υποσχέσεις για φορολογικές ελαφρύνσεις προς μισθωτούς-συνταξιούχους, μικροεπιχειρηματίες και άλλα λαϊκά στρώματα, στην πράξη αποτελούν κορϊδία, ενώ για το μεγάλο κεφάλαιο γίνονται πραγματικότητα.
Ειδικότερα τα φορολογικά βάρη το 2005 προβλέπεται να αυξηθούν κατά 7,8% (από 40,7 δις ευρώ σε 43,7 δις ευρώ) και το μεγαλύτερο μέρος θα προέλθει από μισθωτούς και συνταξιούχους. Η φορολογία φυσικών προσώπων που κατά κύριο λόγο προέρχεται από εργαζόμενους, θα αυξηθεί κατά 8,9% (από 7,6 δις σε 8,3 δις ευρώ), ενώ των νομικών προσώπων (ΑΕ, ΕΠΕ, κλπ) κατά 7,8% (από 4,8 δις σε 5,2 ευρώ). Όσον αφορά την έμμεση φορολογία που επιβαρύνει κυρίως τα λαϊκά στρώματα, θα αυξηθεί κατά 7,2% (από 23,8 δις σε 25,6 δις ευρώ), ενώ ορισμένοι φόροι κατανάλωσης (ΦΠΑ, κά) αυξάνονται με υψηλότερο ρυθμό (8,5-9%). Επίσης στο νέο προϋπολογισμό διατηρείται αναλλοίωτη η σχέση έμμεσων-άμεσων φόρων (60:40), σε σχέση με το αντίστροφο που ισχύει στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες, υπογραμμίζοντας τον αναχρονιστικό και αντιλαϊκό χαρακτήρα του φορολογικού συστήματος. Επίσης με τις νέες φορολογικές ρυθμίσεις, ενώ προβλέπεται μείωση φορολογίας για τις μεγάλες επιχειρήσεις στα επόμενα χρόνια από 35% σε 25% και τις μικρότερες (ΟΕ, ΕΕ) από 25% σε 20%, για τους μισθωτούς-συνταξιούχους η φορολογία αυξάνεται, με εξαίρεση στα πολύ χαμηλά εισοδήματα (αναπροσαρμογή αφορολόγητου από 10 χιλ.ευρώ σε 11 χιλ.ευρώ το χρόνο). Τέλος με το νέο προϋπολογισμό δεν αντιμετωπίζεται το μεγάλο πρόβλημα της φοροδιαφυγής των ευπόρων στρωμάτων της κοινωνίας, που ξεπερνάει το 1/3 των συνολικών φορολογικών εσόδων, παρά τις φραστικές κάθε χρόνο αναφορές περί του αντιθέτου.
4. Περικόπτονται αναπτυξιακές και κοινωνικές δαπάνες
Η κυβέρνηση στο όνομα περιορισμού των δημοσίων ελλειμμάτων και του δημοσίου χρέους, εκτός από την αύξηση της φορολογίας, προβαίνει σε περικοπές δαπανών, ιδιαίτερα κοινωνικών και αναπτυξιακών, στην πώληση τμημάτων της κρατικής περιουσίας (μείωση μεριδίου σε Εθνική και Εμπορική Τράπεζα, ΕΛΠΕ, Ολυμπιακές εγκαταστάσεις, δημόσια γη), στη σύναψη νέων δανείων με υψηλά τοκοχρεολύσια, κά. Ειδικότερα οι περικοπές αφορούν μισθούς και συντάξεις, δαπάνες για κοινωνική ασφάλιση και πρόνοια, υγεία, παιδεία, δημόσιες επενδύσεις, ενώ παραμένουν σε υψηλό επίπεδο οι δαπάνες για εξοπλιστικά προγράμματα, εξυπηρέτηση δημόσιου χρέους, παροχή «κινήτρων» σε μεγάλες επιχειρήσεις (επιχορηγήσεις και φοροαπαλλαγές), διατήρηση ειδικών λογαριασμών των υπουργείων, κά. Ειδικά στο τελευταίο, τα κονδύλια των κρυφών λογαριασμών για το 2004, υπολογίζονται σε 2,7 δις ευρώ ή το 7% των κρατικών εσόδων.!!!
Επίσης στην κοινωνική ασφάλιση το 19,2% των συνταξιούχων σήμερα (εκτός ΟΓΑ), παίρνουν συντάξεις ως 400 ευρώ το μήνα, το 30,6% από 401-500 ευρώ, το 23,9% από 501-600 και το 25, 9% πάνω από 600 ευρώ. Στον προϋπολογισμό εμφανίζεται αύξηση της επιχορήγησης προς τα ασφαλιστικά ταμεία, από 6 δις ευρώ φέτος, σε 7 δις ευρώ το 2005 και δίνεται η εντύπωση ότι στηρίζεται το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης. Ωστόσο δεν αναφέρονται οι επιχορηγήσεις όλων των ταμείων, ιδιαίτερα αυτών που έχουν ελλείμματα, με αποτέλεσμα να δίδεται πλασματική εικόνα. Είναι χαρακτηριστικό ότι δεν γίνεται καμιά αναφορά στη χρηματοδότηση του κόστους ενοποίησης του ΙΚΑ-ΕΤΕΑΜ, με αποτέλεσμα η επικουρική ασφάλιση να είναι μετέωρη. Επίσης η επιχορήγηση στο ΤΕΒΕ παραμένει στα ίδια επίπεδα 52 εκατ. ευρώ (μηδενική αύξηση), τι στιγμή που το κράτος οφείλει 260 εκατ.ευρώ στο ΤΕΒΕ και άλλα 100 εκατ.ευρώ στα ταμεία ΤΑΕ και ΤΣΑ, που όλα μαζί αποτελούν τον ΟΑΕΕ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η κυβέρνηση όσο και οι προηγούμενες του ΠΑΣΟΚ, είχαν δεσμευτεί ότι «θα» αποδώσουν τις οφειλόμενες εισφορές χωρίς όμως να πραγματοποιήσουν στην υπόσχεση τους. Τέλος οι αυξήσεις στις συντάξεις του δημοσίου θα κινηθούν στο ύψος του πληθωρισμού (γύρω στο 3,8-4%) και με τις ανατιμήσεις (φάρμακα και βασικά είδη συντήρησης) θα εξανεμιστούν. Όσον αφορά τους μισθούς, θα κινηθούν γύρω στο 3-3,5%, σηματοδοτώντας ανάλογη διαμόρφωση αυξήσεων στον ιδιωτικό τομέα.
Εξ� αιτίας της πολιτικής της παρατεταμένης συμπίεσης των εισοδημάτων, έχει διευρυνθεί η ανισοκατανομή εισοδήματος την τελευταία δεκαετία. Είναι χαρακτηριστικό ότι το μερίδιο του 1/10 του φτωχότερου τμήματος του πληθυσμού έχει μερίδιο στο ΑΕΠ μόλις το 1,6%, ενώ το 1/10 πιο πλούσιο έχει μερίδιο 26,8%. Επίσης το 20% των πιο εύπορων του πληθυσμού έχει εισόδημα πάνω από το εισόδημα του μισού πληθυσμού της χώρας, ενώ υπάρχουν πάνω από 700.000 άτομα με ημερήσιο εισόδημα κάτω των 10 ευρώ. Τέλος με βάση τον ορισμό της Eurostat, το όριο φτώχειας στην Ελλάδα είναι για έναν που ζει μόνος του γύρω στα 4.800 ευρώ το χρόνο, για ένα ζευγάρι χωρίς παιδιά 10.000 το χρόνο και για ένα ζευγάρι με δύο μικρά παιδιά 12.000 το χρόνο. Με βάση τα παραπάνω συνεπάγεται ότι σήμερα, γύρω στο 22% του ελληνικού πληθυσμού, ζει κάτω από τα όρια της φτώχειας. Γιαυτό και το αφορολόγητο, για μια τετραμελή οικογένεια, πρέπει να καθοριστεί τουλάχιστον στα 12.000 ευρώ.
5. Η εναλλακτική απάντηση στη δημοσιονομική διαχείριση
Ο νέος προϋπολογισμός φέρνει κάθε χρόνο στο προσκήνιο την ανάγκη μιας εναλλακτικής πολιτικής διαχείρισης των κρατικών πόρων και γενικότερη στροφή στην οικονομική πολιτική, με στόχο τη ριζοσπαστική μεταρρύθμιση του φορολογικού συστήματος (ουσιαστική ελάφρυνση μισθωτών-συνταξιούχων, μείωση έμμεσης φορολογίας, αύξηση φορολογίας μεγάλων εισοδημάτων, πάταξης της φοροδιαφυγής κά), την ορθολογική διαχείριση των δημοσίων πόρων με στόχο τη στήριξη της ανάπτυξης και αύξηση των θέσεων εργασίας, τη δραστική μείωση των εξοπλισμών, την πάταξη της σπατάλης και της διαφθοράς, την κατάργηση των κρυφών λογαριασμών, την αύξηση των δαπανών για υγεία, παιδεία, πρόνοια, κοινωνική ασφάλιση, περιφερειακή ανάπτυξη, περιβάλλον, πολιτισμό, αθλητισμό, κά.
Ωστόσο μια τέτοια πολιτική, δεν μπορεί να προωθηθεί με κυρίαρχες τις νεοφιλελεύθερες επιλογές. Για την ανατροπή της απαιτούνται γενικότερες αλλαγές στο συσχετισμό των πολιτικών και κοινωνικών δυνάμεων. Παρ' όλα αυτά μέσα από την ταξική πάλη, την ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων και την παρέμβαση της Αριστεράς, υπάρχουν σημαντικά περιθώρια ακύρωσης ή περιορισμού των συνεπειών από την εφαρμογή της και προώθηση ώριμων αιτημάτων. Σε αυτήν την κατεύθυνση μεγάλη σημασία έχει, για την αριστερά και το λαϊκό κίνημα, η εξασφάλιση κοινής δράσης και κοινής αγωνιστικής παρέμβασης. Αυτός είναι άλλωστε και ο μόνος δρόμος για τη δημιουργία της «μεγάλης αριστεράς», που μπορεί να αμφισβητήσει το δικομματισμό και την κυριαρχία των νεοφιλελεύθερων πολιτικών, σε εθνικό και υπερεθνικό επίπεδο.