Θα ήθελα με τη παρουσία μου στη σημερινή σας εκδήλωση να εκφράσω την ολόπλευρη στήριξη του Συνασπισμού στις αγωνιστικές κινητοποιήσεις της πανεπιστημιακής κοινότητας, των πανεπιστημιακών δασκάλων, αλλά και των φοιτητών που κόντρα στο κυρίαρχο ρεύμα της εποχής αντιστέκονται υπερασπιζόμενοι κοινωνικές αξίες που σήμερα αμφισβητούνται.
Σε μια εποχή που όσοι πάνε κόντρα στο μονόδρομο της ενιαίας σκέψης χαρακτηρίζονται οπισθοδρομικοί,
σε μια εποχή που όσοι δεν αποδέχονται ότι τα πάντα μπορούν να πωλούνται και να αγοράζονται χαρακτηρίζονται ξεπερασμένοι,
σε μια εποχή που όποιος υπερασπίζεται κοινωνικά δικαιώματα που κατακτήθηκαν με αγώνες κινδυνεύει να κατηγορηθεί για συντεχνιακό λόγο,
εσείς, εκπροσωπώντας τον κόσμο της επιστήμης και της διανόησης τολμάτε να αντιστέκεστε στο κυρίαρχο ρεύμα.
Και αυτό, προφανώς, δεν περνάει απαρατήρητο και δεν συγχωρείται. Γι αυτό και σπεύδουν πολλοί να συκοφαντήσουν τον αγώνα σας λέγοντας ότι τάχα αντιτάσσεστε στην αξιολόγηση των ιδρυμάτων επειδή φοβάστε να αξιολογηθείτε. Και σπεύδουν όχι, βέβαια, από άγνοια, αλλά εσκεμμένα, να δημιουργήσουν ένα κύμα δυσφορίας στη κοινή γνώμη, ένα είδος κοινωνικού αυτοματισμού που θα στρέφει εναντίον σας τα λαϊκά κοινωνικά στρώματα, που δικαίως αγωνιούν για την αναβάθμιση του επιπέδου των παρεχόμενων σπουδών στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Στο λεξιλόγιο, λοιπόν, και στη καθημερινή εκφορά του δημόσιου λόγου των υπερασπιστών των νεοφιλελεύθερων αναδιαρθρώσεων στη Παιδεία - όσων δηλαδή κινούνται στη κατεύθυνση της διακήρυξης της Μπολώνια - η λέξη «γνώση» έχει αντικατασταθεί με τη λέξη «κατάρτιση». Ο όρος «Δημόσιο Πανεπιστήμιο» έχει τεχνηέντως αντικατασταθεί με τον όρο «κρατικό» και αντίστοιχα το «ιδιωτικό» με τον όρο «μη κρατικό».
Αντιστοίχως, η εμπορευματοποίηση της παιδείας μεταφράζεται σε «κινητικότητα των φοιτητών», η απαξίωση των πτυχίων σε «συμπλήρωμα διπλώματος», η παραγωγή ευέλικτων απασχολήσιμων σε «δια βίου μάθηση», η κατάργηση των επαγγελματικών δικαιωμάτων των αποφοίτων σε «αναμόρφωση των σπουδών», η εξεταστικοποίηση του Λυκείου και η ραγδαία αύξηση της μαθητικής διαρροής σε «ελεύθερη πρόσβαση» στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Αν σε αυτό τον ορυμαγδό ευφημισμών προσθέσουμε και την αξιολόγηση, τότε έχουμε μια ολοκληρωμένη εικόνα της παραπλανητικής χρησιμοποίησης θετικών εννοιών - και πολλές φορές συνθημάτων της ίδιας της αριστεράς - προκειμένου να προωθηθεί το πιο αντιδραστικό και αντικοινωνικό περιεχόμενο.
Στην πολιτική αυτή η κυβέρνηση έχει σύμμαχό της την αξιωματική αντιπολίτευση. 'Αλλωστε η εκπαιδευτική τους πολιτική βρίσκεται στον ίδιο άξονα του νεοφιλελευθερισμού και ο ανταγωνισμός τους εξαντλείται στο επίπεδο της σημειολογίας. «Ιδιωτικά πανεπιστήμια» λέει η κυβέρνηση, «μη κρατικά», συμπληρώνει το ΠΑΣΟΚ. «Πανεπιστήμια αυτονομημένα από την κρατική ευθύνη», λέει η Υπουργός Παιδείας, «αποκρατικοποίηση της εκπαίδευσης και τριμερής χρηματοδότηση», λέει η Υπεύθυνη Παιδείας της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Με άλλα λόγια ανταγωνίζονται για το ποια θα βγει πιο επιθετικά και με περισσότερο νεοφιλελεύθερες θέσεις από την άλλη.
Στη συναίνεση του δικομματισμού, όμως, δεν ακολουθούν οι φορείς της εκπαίδευσης, οι εκπαιδευτικές ομοσπονδίες και κυρίως η πλειονότητα των ελληνικών οικογενειών. Όλοι όσοι, δηλαδή, βλέπουν το εισόδημά τους να εξανεμίζεται στα φροντιστήρια της παραπαιδείας, προκειμένου να μπορέσουν τα παιδιά τους να εισαχθούν στη τριτοβάθμια εκπαίδευση. Και αργότερα, για να μπορέσουν τα παιδιά τους να φοιτήσουν μακριά από το σπίτι. Και πιο μετά, για να συνεχίσουν και στο - απαραίτητο πια - μεταπτυχιακό, που είναι πλέον σχεδόν εξ ολοκλήρου με δίδακτρα.
Η ίδια η κοινωνία, οι γονείς, οι μαθητές, οι φοιτητές, οι εκπαιδευτικοί όλων των βαθμίδων, δηλαδή όλοι όσοι βιώνουν καθημερινά μια εξαιρετικά παθογενή κατάσταση, απαιτούν από όλα τα κόμματα και τη κυβέρνηση να πάψουν να παίζουν κρυφτό πίσω απ΄ τις πλάτες τους. Απαιτούν από μια διαδικασία εθνικού διαλόγου, πρώτα και κύρια να καταγραφούν και να αναδειχθούν τα πραγματικά προβλήματα της εκπαίδευσης, χωρίς τακτικισμούς και επικοινωνιακές σκοπιμότητες.
Γιατί, βέβαια, δεν μπορεί να προτάσσεται πιεστικά η συζήτηση περί της λεγόμενης αξιολόγησης τη στιγμή που η χώρα μας είναι ουραγός στην Ε.Ε. σε δαπάνες για τη παιδεία. Η κυβέρνηση υποτίθεται ότι θεωρεί την Παιδεία ως πρώτη προτεραιότητα. Διαθέτει, όμως, μόλις το 3,5% του ΑΕΠ για την εκπαίδευση και το 0,68% για την έρευνα. Αφήνει τα περιφερειακά πανεπιστήμια να μαραζώνουν και να οδηγούνται σε κλείσιμο καθώς δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν σε στοιχειώδεις λειτουργικές δαπάνες. Κρατάει χιλιάδες συμβασιούχους διδάσκοντες σε κατάσταση ομηρίας και απλήρωτους για μήνες.
Πρέπει, όμως, κάποια στιγμή τόσο η ΝΔ, όσο και το ΠΑΣΟΚ να καταλάβουν ότι η ποιότητα της εκπαίδευσης πάει αναγκαστικά χέρι-χέρι με την γενναία αύξηση της χρηματοδότησης.
Δεν είναι οι διαδικασίες αξιολόγησης του έργου των Πανεπιστημίων αυτό που μας λείπει.. Τα ελληνικά Πανεπιστήμια είναι σε συνεχή επαφή με τις εξελίξεις στη διεθνή επιστημονική κοινότητα και αξιολογούν σε τακτική βάση τα προγράμματα σπουδών τους και το ανθρώπινο δυναμικό τους, σύμφωνα με τις διαδικασίες που ορίζει ο νόμος 1268. Λείπουν, όμως, τα χρήματα για να κάνουν πράξη τα όσα οραματίζονται. Λείπουν τα χρήματα για υποδομές, για εργαστήρια, για βιβλιοθήκες, για νέες τεχνολογίες.
Λείπουν οι απαιτούμενες θέσεις στα πανεπιστήμια για να καλυφθεί η δίψα των νέων ανθρώπων για μόρφωση υψηλού επιπέδου. Λείπει η δυνατότητα να τους στηρίξουμε οικονομικά στις σπουδές τους με φοιτητικές εστίες και υποτροφίες.
Όταν όλα αυτά είναι τόσο γνωστά και προφανή για όλους τους Έλληνες, δεν θέλει πολύ κόπο για να διακρίνει κανείς τους πραγματικούς στόχους αυτής της πολιτικής. Η συζήτηση περί αξιολόγησης δεν έχει στόχο την αναβάθμιση της ποιότητας της παρεχόμενης γνώσης, αλλά την προώθηση μιας νέας κουλτούρας χρηματοδότησης της εκπαίδευσης, στη βάση της ανταποδοτικότητας.
Σήμερα μπορεί να αποφεύγουν να το πουν ρητά, αύριο όμως θα το κάνουν πράξη. Όποια ιδρύματα ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις του κεφαλαίου για κερδοφορία θα ανταμείβονται. Τα υπόλοιπα, όσα δηλαδή επιμένουν να μην υποτάσσουν το μορφωτικό περιεχόμενο των σπουδών τους στα κελεύσματα της αγοράς ή όσα θεραπεύουν μη ανταγωνιστικές επιστήμες ή παράγουν βασική έρευνα, θα πεταχτούν στον Καιάδα.
'Αλλωστε, αν η Ε.Ε. ενδιαφερόταν τόσο πολύ για την ποιότητα της παρεχόμενης γνώσης, δεν θα εκχωρούσε την διαδικασία της αξιολόγησης σε ανεξέλεγκτες από τα ακαδημαϊκά θεσμικά όργανα ομάδες ειδικών τεχνοκρατών. Τα πανεπιστήμια έχουν πλούσιο επιστημονικό δυναμικό, ικανό να λύσει τα όποια προβλήματα και να σχεδιάσει την ανάπτυξη τους.
Αν κάποιος χρειάζεται εξωτερική αξιολόγηση για να υπερβεί την δική του ασυνεννοησία και αναποτελεσματικότητα είναι μάλλον η ελληνική κυβέρνηση. Αν κόπτεται λοιπόν τόσο για ζητήματα ποιότητας, ας αναθέσει σε εταιρείες αξιολόγησης και τεχνοκράτες της επικοινωνίας να κρίνουν τη δική της δυσλειτουργία.
Το εκπαιδευτικό κίνημα, με οράματα που έχουν βαθιές ιστορικές ρίζες στους αγώνες και στις διεκδικήσεις των κοινωνικών κινημάτων για έναν καλύτερο κόσμο και με όπλο του τις προτάσεις και τη δράση του για την αναβάθμιση της Δημόσιας Παιδείας, θα αναμετρηθεί στο επόμενο διάστημα, με τη νεοφιλελεύθερη κυβερνητική πολιτική στο χώρο της εκπαίδευσης, προκειμένου να αποτρέψει στη πράξη την εφαρμογή ρυθμίσεων που θα αποδιαρθρώνουν το Δημόσιο πανεπιστήμιο.
Και αυτή η μάχη δεν είναι μια μάχη οπισθοφυλακής και χαρακωμάτων, όπως πολλοί σπεύδουν να προδικάσουν, αλλά μια μάχη εμπροσθοφυλακής, μια συνολική αντεπίθεση του κόσμου της εκπαίδευσης για τη διεκδίκηση της παιδείας των αναγκών και των οραμάτων μας.»
Το Γραφείο Τύπου του Συνασπισμού