Skip to main content.
27/06/2004

Κοινή Αγροτική Πολιτική, Αγρότες και Αριστερά... μια απάντηση. 'Αρθρο του Γιάννη Τόλιου, μέλους της Π.Γ. του ΣΥΝ στην ΑΥΓΗ

Η πορεία προς τις ευρωεκλογές, φέρνει αναπόφευκτα στο προσκήνιο την ανάγκη κριτικής αξιολόγησης, όλων των πολιτικών της ΕΕ, μεταξύ αυτών και της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ), καθώς και τα αποτελέσματα της πολιτικής των κυβερνήσεων στην πορεία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Ωστόσο σε πρόσφατο άρθρο του στην «Κυριακάτικη Αυγή» (30.5.04), ο Λ.Λουλούδης έχει στρέψει την αιχμή της κριτικής του, κυρίως στην πολιτική του ΣΥΝ στα αγροτικά ζητήματα, ενώ οι δευτερεύουσες ισοπεδωτικές αναφορές «προς πάσα κατεύθυνση»�εκτός πανεπιστημιακών, δεν αλλάζουν τη μονομέρεια και ανεπίκαιρο της κριτικής του. Κατά συνέπεια υπάρχει ερώτημα, γιατί, λίγο πριν τις ευρωεκλογές, σκέφτηκε να αμφισβητήσει την πολιτική του ΣΥΝ (που οι θέσεις του είναι γνωστές πριν ένα χρόνο) και ο ίδιος ήταν υποψήφιος στις τελευταίες βουλευτικές εκλογές. Ίσως ισχυριστεί ότι οι ρυθμίσεις στα λεγόμενα «μεσογειακά» (λάδι, βαμβάκι, καπνός) έδωσαν το έναυσμα. Ωστόσο στο άρθρο του πολύ λίγο ασχολείται με το περιεχόμενο των ρυθμίσεων και τις συνέπειές τους.

Ας δούμε την ουσία του ζητήματος. Πρόκειται για το γεγονός ότι ο Λ.Λουλούδης, υπερασπίζεται με θέρμη τις κατευθύνσεις αναθεώρησης της ΚΑΠ που αποφάσισε η ΕΕ πριν ένα χρόνο, μαζί και τις ρυθμίσεις στα λεγόμενα «μεσογειακά» (λάδι-βαμβάκι-καπνό). Συμβουλεύει μάλιστα το ΣΥΝ και τους έλληνες αγρότες, να κατανοήσουν και να εκλαϊκεύσουν το συγκεκριμένο πλαίσιο, καταθέτοντας εφαρμόσιμες προτάσεις, συμβατές με το ευρωπαϊκό πλαίσιο. Για να μην αδικήσω το Λ.Λουλούδη, παραθέτω ένα απόσπασμα από το συγκεκριμένο άρθρο. «Καθήκον ενός φιλοευρωπαϊκού αριστερού (και οικολογικού) κόμματος, όπως ο Συνασπισμός, είναι να κατανοήσει αυτό το ευρύτερο πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο, να το εκλαϊκεύσει, καθιστώντας το γνωστό στο μικρό αλλά δυναμικό τμήμα των αγροτών της δικής του επιρροής και βέβαια στους πολύ περισσότερους αγρότες, οι οποίοι και υπάρχουν και είναι πρόθυμοι να ακούσουν ρεαλιστικές λύσεις διεξόδου από τη σημερινή κρίση. Να επεξεργαστεί στη συνέχεια, σε συνεργασία με τους αρμόδιους επιστήμονες και τα αγροτικά του στελέχη, προτάσεις πρωτότυπες, υποδειγματικές, συμβατές με το ευρωπαϊκό γίγνεσθαι».! Δε χρειάζονται νομίζω περισσότερα σχόλια για το πολιτικό σκεπτικό της θεώρησης του, το οποίο είναι σε μεγάλη απόσταση, στην ουσία στον αντίποδα, των θέσεων του ΣΥΝ.

Θα συνιστούσα στον Λ.Λουλούδη, να αφήσει προς στιγμήν το συγκεκριμένο πλαίσιο και να ακολουθήσει αυτό που διαπερνάει τις θέσεις του ΣΥΝ, προϊόν συλλογικών επεξεργασιών με τη συμμετοχή, αγροτικών στελεχών, γεωτεχνικών, πανεπιστημιακών κά. Κατ� αρχήν ένα βασικό ερώτημα είναι γιατί έγινε η αναθεώρηση της ΚΑΠ; Ποιες οι αιτίες, οι στόχοι, οι συνέπειές της (ιδιαίτερα στα λεγόμενα «μεσογειακά») και ποιες θέσεις και προτάσεις προβάλλουν άλλες αγροτικές οργανώσεις που κινούνται από πολιτική άποψη στο χώρο των κομμάτων της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στην οποία συμμετέχει και ο ΣΥΝ. Θα προσπαθήσω να είμαι το δυνατόν σύντομος και ουσιαστικός.

Η αναθεώρηση της ΚΑΠ δεν προέκυψε ξαφνικά, αλλά αποτελεί προϊόν βαθμιαίας εφαρμογής, την τελευταία δεκαετία, της νεοφιλελεύθερης πολιτικής στον αγροτικό τομέα και εμπεριέχει ως συστατικό της στοιχείο τις διαπραγματεύσεις για τα αγροτικά στα πλαίσια του ΠΟΕ (Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου). Στις συγκεκριμένες διαπραγματεύσεις η ΕΕ δεν είναι βουβό πρόσωπο, ούτε ο «τελευταίος τροχός της αμάξης», αλλά βασικός συνδιαμορφωτής με τις ΗΠΑ, της πολιτικής των ισχυρών καπιταλιστικών κέντρων και αντίστοιχα των ισχυρών οικονομικών συμφερόντων στο αγροτο-διατροφικό τομέα. Η απόφαση της ΕΕ για αναθεώρηση της ΚΑΠ, υπηρετεί τις συγκεκριμένες επιλογές και συμφέροντα, γι� αυτό έχει ως κύρια χαρακτηριστικά της:

Πρώτον, τη μείωση συνολικά των δαπανών στον αγροτικό τομέα (με τα ίδια κονδύλια καλύπτονται δαπάνες 25 αντί 15 χωρών). Η μείωση των κονδυλίων θα πλήξει κυρίως τους μικρομεσαίους παραγωγούς και χώρες με μεγάλο συγκριτικά αγροτικό πληθυσμό, όπως η Ελλάδα.. Δεύτερον, «αποσυνδέονται» βαθμιαία οι επιδοτήσεις από την παραγωγή και στη θέση τους μπαίνει μια ετήσια «εισοδηματική ενίσχυση» ανά αγροτική εκμετάλλευση, το ύψος της οποίας θα καθορίζεται με βάση το μέσο όρο επιδοτήσεων 2000-2002. Για ύψος επιδοτήσεων έως 5.000 ευρώ (που αφορούν κυρίως μικρούς παραγωγούς), θα χορηγείται το αντίστοιχο ύψος «εισοδηματικής ενίσχυσης», ανεξάρτητα από το ύψος παραγωγής, η οποία ωστόσο λειτουργεί ως επίδομα «πρόωρης συνταξιοδότησης» και εγκατάλειψης της παραγωγικής δραστηριότητας. Από την άλλη, σε όσες ενισχύσεις ξεπερνούν τα 5.000 ευρώ, θα εφαρμόζεται σύστημα περικοπών («δυναμική διαφοροποίηση») με ισοπεδωτικό τρόπο και αποτέλεσμα τη διαιώνιση της άνισης κατανομής των ενισχύσεων υπέρ των μεγάλων εκμεταλλεύσεων, αλλά αντίθετα κατοχυρώνονται με τα «δικαιώματα παραγωγής». Αν πράγματι στόχος της ΚΑΠ ήταν η ανακατανομή κονδυλίων, θα έπρεπε οι επιδοτήσεις να είχαν μια «οροφή» (πχ.100.000 ευρώ), ώστε να υπάρξουν περισσότεροι πόροι για την αγροτική ανάπτυξη (πυλώνας ΙΙ). Δυστυχώς και από αυτές τις περικοπές, μικρό μέρος θα πηγαίνει για αγροτική ανάπτυξη, ενώ το μεγαλύτερο θα επιστρέφεται στα κράτη μέλη, τμήμα των οποίων θα πηγαίνει για αγροτική ανάπτυξη. Κατά συνέπεια τα διαθέσιμα κονδύλια για το δεύτερο πυλώνα, θα είναι μικρά και γίνονται σχετικά μικρότερα σε συνθήκες διεύρυνσης, ενώ απαιτείται πάντα και εθνική συμμετοχή.

Τρίτον, η χορήγηση των ενισχύσεων, προϋποθέτει την τήρηση των λεγόμενων κριτηρίων «πολλαπλής συμμόρφωσης» (περιβάλλον, υγιεινή εκτροφή ζώων, φροντίδα αγρών, κά). Παρά το θετικό, κατ� αρχήν χαρακτήρα του μέτρου, στην πράξη παρουσιάζει σοβαρές δυσκολίες εφαρμογής για τη μεγάλη πλειοψηφία των μικρομεσαίων αγροτών (ελλείψεις υποδομής, εκπαίδευσης, τεχνοοικονομικής στήριξης, κά), γεγονός που τους θέτει «ντε φάκτο» εκτός παιγνιδιού. Όσον αφορά τα περί περιβαλλοντικής ευαισθησίας της ΕΕ, ηχεί τουλάχιστον ως κοροϊδία, μετά το άνοιγμα της πόρτας στα «μεταλλαγμένα» («γενετικά τροποποιημένα προϊόντα»), τα οποία λειτουργούν ως «βραδυφλεγής βόμβα» στα θεμέλια της συμβατικής και βιολογικής γεωργίας, καθώς στην ανθρώπινη υγεία και στη βιοποικιλότητα του πλανήτη. Η αλήθεια είναι ότι τα κριτήρια «πολλαπλής συμμόρφωσης» υιοθετήθηκαν κάτω από τις αντιδράσεις των καταναλωτών και την κρίση της τροφικής αλυσίδας του αγροχημικού μοντέλου ανάπτυξης («τρελές αγελάδες», κοτόπουλα με «διοξίνες», κά), καθώς και για τη συνέχιση, με συγκεκαλυμμένο τρόπο, των επιδοτήσεων κυρίως υπέρ των μεγάλων εκμεταλλεύσεων (το λεγόμενο «πράσινο κουτί»), ώστε να υπάρχουν περιθώρια ελιγμών στις διαπραγματεύσεις του ΠΟΕ, έναντι των αναπτυσσόμενων χωρών.

Τέλος σοβαρό πρόβλημα της νέας ΚΑΠ, είναι η ανάγκη δημιουργίας ειδικών μηχανισμών εφαρμογής του νέου συστήματος, με αύξηση της γραφειοκρατίας και αντίστοιχου κόστους λειτουργίας τους. Ειδικότερα η «αποσύνδεση» απαιτεί δημιουργία δύο παράλληλων μηχανισμών (ένας για την πληρωμή των «ενιαίων εισοδηματικών ενισχύσεων» και έναν για την καταβολή των «συνδεδεμένων» με την παραγωγή επιδοτήσεων). Επίσης για την τήρηση της «πολλαπλής συμμόρφωσης», απαιτούνται ειδικοί μηχανισμοί σχεδιασμού, ελέγχου, παρακολούθησης και αξιολόγησης, τόσο από πλευράς κράτους όσο και εκμεταλλεύσεων. Επίσης, προβλέπεται η δημιουργία από τα κράτη μέλη μηχανισμού παροχής συμβουλών για τήρηση των κριτηρίων με δαπάνες από κονδύλια αγροτικής ανάπτυξης. Η συμμετοχή των παραγωγών θα είναι αρχικά προαιρετική, ενώ στη συνέχεια υποχρεωτική. Δηλαδή νέες επιβαρύνσεις και γραφειοκρατία.

Κατά συνέπεια το όλο οικοδόμημα της νέας ΚΑΠ, δεν εξυπηρετεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας των μικρομεσαίων παραγωγών, αλλά τα συμφέροντα κυρίως των μεγάλων αγροτικών εκμεταλλεύσεων, των αγροτο-βιομηχανικών επιχειρήσεων και πολυεθνικών του αγροτο-διατροφικού τομέα, καθώς και διαφόρων γραφειοκρατικών μηχανισμών στήριξης τους. Στην ουσία στόχος της νέας ΚΑΠ είναι η δημιουργία μιας μικρής αλλά ανταγωνιστικής γεωργίας, στηριγμένης σε μεγάλες εκμεταλλεύσεις (κυρίως των οικονομιών του βορρά με την ανεπτυγμένη κτηνοτροφία), η οποία θα λειτουργεί με ειδικές μορφές στήριξης σε συνθήκες παγκοσμιοποίησης και σε αντιστοιχία με τις ρυθμίσεις του ΠΟΕ. Αυτές οι κατευθύνσεις έγιναν πιο εμφανείς στην περίπτωση αναθεώρησης της κοινής οργάνωσης αγοράς τριών «μεσογειακών» προϊόντων (λάδι-βαμβάκι-καπνός).

Τα συγκεκριμένα προϊόντα για την Ελλάδα, δεν αποτελούν τρία απλά προϊόντα, σε σύνολο 33 ή 133 άλλων, αλλά αντιστοιχούν στο 30% της αξίας της εγχώριας αγροτικής παραγωγής. Για τις αρνητικές συνέπειες της ΚΑΠ στο λάδι-βαμβάκι-καπνό, ο Λ.Λουλούδης, αποφεύγει οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά. Αντίθετα αποδίδει τις όποιες αντιδράσεις στα «οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα ορισμένων ομάδων καλλιεργητών, επαγγελματικών και συνεταιριστικών ενώσεων και βιομηχάνων μεταποιητών και εξαγωγέων». Τέτοια συμφέροντα οπωσδήποτε υπάρχουν σε όλους τους τομείς της γεωργίας και συνολικά της οικονομίας. Ωστόσο δεν πρέπει να παραγνωρίζουμε τα συμφέροντα των μικρομεσαίων παραγωγών που αποτελούν τη μεγάλη πλειοψηφία (από τις 60.000 καπνοκαλλιεργητές οι 55.000 είναι μικροκαλλιεργητές, από τους 500.000 περίπου ελαιοπαραγωγούς οι 420.000 είναι μικροπαραγωγοί μέχρι τρία στρέμματα, ενώ από τους 90.000 βαμβακοπαραγωγούς το 70% έχουν καλλιεργήσιμη έκταση κάτω από 100 στρέμματα). Αυτή η μεγάλη πλειοψηφία των μικρομεσαίων παραγωγών, θα υποστεί σοβαρές συνέπειες από τις ρυθμίσεις της ΚΑΠ (εξάλειψη καπνοκαλλιέργειας μετά το 2010, μεγάλη συρρίκνωση βαμβακοκαλλιέργειας και σοβαρό περιορισμό ελαιοκαλλιέργειας μέχρι το 2012�.και έπεται συνέχεια).

Μετά από όλα αυτά, προβάλει το κρίσιμο ερώτημα αν υπάρχει εναλλακτική λύση και ποια; Ο Λ.Λουλούδης, αποσιωπώντας ή αγνοώντας το γενικότερο πλαίσιο προτάσεων του ΣΥΝ (σύνδεση των ενισχύσεων με την ποσότητα και την ποιότητα της παραγωγής, εφαρμογή της αρχής της κοινοτικής προτίμησης στα ελλειμματικά προϊόντα, ανακατανομή των ενισχύσεων από τους μεγάλους παραγωγούς στους μικρομεσαίους αγρότες, επεξεργασία συνολικού προγράμματος αγροτικής ανάπτυξης εξειδικευμένο κατά κλάδο και περιοχή, εφαρμογή ειδικών πολιτικών ανάπτυξης ποιοτικής γεωργίας, απαγόρευση παραγωγής, εισαγωγής και εμπορίας «μεταλλαγμένων», δημιουργία κατάλληλων μηχανισμών με βάση τα νέα δεδομένα της ΚΑΠ, κά), επέλεξε μια αναφορά του άρθρου μου ότι «η αγροτική πολιτική θα πρέπει να έχει ως αφετηρία την επιδίωξη της «αυτοδυναμίας» της χώρας σε βασικά τρόφιμα, λαμβάνοντας υπ� όψη τις ανάγκες ζωής και απασχόλησης των κατοίκων της υπαίθρου», για να την χαρακτηρίσει «τριτοκοσμική».!

Είναι τέτοια η «ευρωλαγνεία» της θεώρησής του, που αδυνατεί να ακούσει οποιαδήποτε άλλη πρόταση που αμφισβητεί τις κατευθύνσεις του Επιτρόπου Γεωργίας κ.Φίσλερ και καταφεύγει σε χαρακτηρισμούς. Θα ήθελα να τον πληροφορήσω, ότι η θέση για «αυτοδυναμία» ή «εθνική κυριαρχία» μιας χώρας σε βασικά τρόφιμα (food sovereignty), αποτελεί αίτημα πάλης όλων των ευρωπαϊκών αγροτικών οργανώσεων που συμμετέχουν στο δίκτυο C.P.E. (Coordination Paysanne European) και κινούνται στον αριστερό χώρο όπως το «Ε.Κ.Φόρουμ». Μεταξύ των οργανώσεων που συμμετέχουν είναι η μεγαλύτερη αγροτική οργάνωση της Γαλλίας (Confederation Paysanne), της Ισπανίας (C.O.A.G. και S.L.G.), της Πορτογαλλίας (Confederation National da Agricultura), της Ιταλίας (κίνημα «Altagricultura»), της Γερμανίας (ΑbL), της Αγγλίας (Family Farmers Association) κά, ενώ στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η «National Family Farm Coalition» των ΗΠΑ, καθώς και το διεθνές αγροτικό κίνημα «Via Campesina», μαζί και εκατοντάδες άλλες αγροτικές οργανώσεις σε όλο τον κόσμο. Ας μη βιάζεται λοιπόν να ξεμπερδεύει με χαρακτηρισμούς, διότι δεν τιμά την πανεπιστημιακή του ιδιότητα.

Δεν με παίρνει ο χώρος για εκτενέστερη αναφορά σε άλλες ανεδαφικές, «εν πολλοίς», απόψεις του Λ.Λουλούδη. Θα περιοριστώ σε ένα μόνο κρίσιμο κατά τη γνώμη μου ζήτημα, σχετικά με την πάλη του ΣΥΝ και γενικότερα ενός αριστερού κόμματος στην προώθηση των στόχων του. Οι προτάσεις του Λ.Λουλούδη μιλούν για βελτιώσεις, ρεαλισμό, συμβατότητα, κά. Πρόκειται για προτάσεις υπολειμματικού χαρακτήρα στις ρυθμίσεις Commission, που η πολιτική τους εμβέλεια κινείται στα πλαίσια θεώρησης της πολιτικής ως «τέχνη του εφικτού» στη στατική της μάλιστα εκδοχή. Ωστόσο με βάση την αριστερή θεώρηση, «πολιτική» είναι οι σχέσεις μεταξύ τάξεων και κοινωνικών ομάδων, καθώς μεταξύ κρατών και εθνών! Έχοντας αυτό ως αφετηρία, το «εφικτό» αποκτά συγκεκριμένο περιεχόμενο, καθώς επίσης «στατική» και «δυναμική» διάσταση.

Οι άμεσοι στόχοι συνδέονται με τους απώτερους, μέσω της αλλαγής του συσχετισμού των δυνάμεων. Ένα αριστερό κόμμα επιδιώκει δραστήρια να αλλάξει τους συσχετισμούς, με πρώτο βήμα την επεξεργασία της προγραμματικής του πρότασης. Οπωσδήποτε οι προτάσεις βελτίωσης, τροποποίησης, αποτροπής, κλπ, των ασκούμενων πολιτικών, έχουν τη σημασία τους και σε αυτό ιδιαίτερα κρίσιμος είναι ο ρόλος των αγροτικών οργανώσεων. Προσωπικά θα έβλεπα θετικά την ιδέα δημιουργίας από το ΣΥΝ μιας ειδικής ομάδας γεωτεχνικών, για την παροχή συμβουλών στους αγρότες. Ωστόσο πολύ μεγαλύτερη σημασία για ένα αριστερό κόμμα, έχουν οι προτάσεις και η πάλη για γενικότερες αλλαγές στις ασκούμενες πολιτικές, σε όφελος των κοινωνικών τάξεων και στρωμάτων που υπερασπίζεται (στη συγκεκριμένη περίπτωση των μικρομεσαίων αγροτών). Διαφορετικά ο ρόλος του κόμματος υποβαθμίζεται σε ρόλο συνδικαλιστικής οργάνωσης ή σε υποκατάστατο του ρόλου κρατικών υπηρεσιών.

Ο ενδεχόμενος εγκλωβισμός της πολιτικής του ΣΥΝ, με βάση την αντίληψη του Λ.Λουλούδη, οδηγεί σε αποδοχή αντί σε αμφισβήτηση, των γενικότερων επιλογών της ΚΑΠ και πρακτικά καταλήγει σε οριακές βελτιώσεις, όπως αυτές που πέτυχε ο νυν υπουργός Γεωργίας (Τσιτουρίδης), σε σχέση με τον προηγούμενο (Δρυ). Πρόκειται στην ουσία για υποταγή των «προγραμματικών» στόχων στους «τακτικούς», που καταλήγει σε «πολιτική ουράς» ενός αριστερού κόμματος στις επιλογές του δικομματισμού και γενικότερα του νεοφιλελευθερισμού. Μια τέτοια αντίληψη είναι βέβαια δικαίωμα του Λ.Λουλούδη να την πιστεύει, ωστόσο είναι ασύμβατη με τις αφετηριακές επιλογές και προγραμματικούς στόχους του ΣΥΝ, όπως επίσης και του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς, στο οποίο ο ΣΥΝ συμμετέχει.